Saint-John Perse: Σημαφόροι [Amers]: Στροφή ΙΧ
ΙΧ
Ἐραστές, ὦ φθασμένοι ἀργὰ ἀναμέσο τῶν μαρμάρων καὶ τῶν ὀρειχάλκων, ὑπὸ τὴν παράταση τῶν πρώτων πυρῶν τἀπόβραδου,
Ἐραστὲς ποὺ σωπαίνατε στὸν κόλπο ξένων ὄχλων,
Θὰ δώσετε καὶ σεῖς μαρτυρία τὸ βράδυ τοῦτο πρὸς τιμὴν τῆς Θαλάσσης:
I
…Στενά εἰναι τὰ σκάφη, στενὴ ἡ κλίνη μας.
Ἀπέραντη ἡ ἔκταση τῶν ὑδάτων, πιὸ πελώρια ἡ δεσποτεία μας
Στὰ κλειστὰ δώματα τοῦ ἱμέρου.
Εἰσβάλλει τὸ Θέρος, θαλάσσης καταγόμενο. Στὴν θάλασσα λέξομε μόνον
Ποιοί ξένοι ἤμασταν στὶς ἑορτὲς τῆς Πόλης καὶ τὶ ἄστρο, ὅπως ἀνέτελλε τῶν ὑποθαλασσίων ἑορτῶν,
Ἦλθε κάποιο βράδυ, στὴν κλίνη μας, νὰ μυρίσῃ τὴν δῖα κλίνη.
Μάτην ἡ πρόσχωρος γῆ μᾶς χαράσσει τὸ σύνορό της. Ἕν ἴδιο κῦμα ἀνὰ τὸν κόσμο, ἕν ἴδιο κῦμα ἀπὸ Τροίηθε
Διευθύνει τὸν πέλεκύ του ἐφ’ ἡμᾶς. Στὴν μεγάλη ἁπλωσιὰ ἄπωθε τυπώθη ἔκτοτε ἡ πνοή τούτη…
Καὶ ὁ κληδών κάποιο βράδυ ἦταν μεγάλος στὰ δώματα: ὁ ἴδιος ὁ θάνατος ποὺ ἠχεῖ κογχύλια, δὲν ἀκούετο!
Ἀγαπᾶτε, ὦ ζεύγη, τὰ σκάφη· καὶ τὴν ἀνοιχτὴ θάλασσα στὰ δώματα!
Ἡ γῆ ἕνα βράδυ κλαίει τοὺς θεούς της, καὶ ὁ ἄνδρας ἀγρεύει ἐρυθρὰ θηρία· οἱ πόλεις φθείρονται, οἱ γυναῖκες ὁνειρεύονται… Ἂς εἶναι πάντα στὴν πύλη μας
Τούτη ἡ ἀπέραντη ἠὼς ποὺ καλεῖται θάλασσα ―ἐκλογὴ πτερύγων καὶ ἀνάταση ὅπλων, ἔρως καὶ θάλασσα ὁμοκρέβατοι, ἔρως καὶ θάλασσα στὸ ἴδιο κρεβάτι―
Καὶ τοῦτος ὁ διάλογος ἀκόμη ἔνδον τῶν δωμάτων:
II
1—
«…Ἔρως, ἔρως, ποὺ ἔχεις τόσο ψηλὰ τὴν κραυγὴ τῆς γέννησῆς μου, ποὺ εἶναι διὰ θαλάσσης καθὁδὸν στὴν Ἐρωμένη! Ἄμπελος πεπατημένη ’ς ὅλες τὶς ἀμμουδιὲς, ἀγαθοεργία τοῦ ἀφροῦ σὲ πᾶσα σάρκα, καὶ ᾠδὴ φυσαλίδων ἐπὶ τῶν ψαμάθων…Σέβας, σέβας στὴν θεία Ζωτικότητα!
«Σύ, ἄνδρα ἄπληστε, μἐκδύεις: κύριε πιὸ ἤρεμε ἀπ’ ὅσον στὸ ἐπίστεγό του ὁ κύριος τοῦ πλοίου. Καὶ τόσο πανὶ περιαιρεῖται, ὥστε δὲν εἶναι πιὰ γυναῖκα ἄλλ’ ἀποδεχομένη. Ἀνοίγεται τὸ Θέρος, ποὺ ζεῖ χάριν τῆς θαλάσσης. Καὶ ἡ καρδιά μἀνοίγει γυναῖκα πιὸ δροσερὴ ἀπὸ τὸ πράσινο νερό: γλυκύτητος σπόρος και ὀπός, τὸ ὀξὺ μὲ τὸ γάλα σύμφυρτα, τὸ ἁλάτι μὲ τὸ πολὺ ζωηρὸ αἷμα, καὶ ὁ χρυσὸς μὲ τὸ ἰώδιο, καὶ ἡ γεύση ἐπίσης τοῦ χαλκοῦ καὶ ἡ ἀρχὴ τοῦ πικροῦ ― ὅλη ἡ θάλασσα ’ς ἐμὲ νὰ φέρεται ὅπως σὲ μητρικὴ ὑδρία…
«Καὶ στὴν ἀμμουδιὰ τοῦ σώματός μου ὁ ἄνδρας ὁ θαλασσογενὴς κεῖται ξαπλωμένος. Ἄς δροσίζῃ τὸ πρόσωπό του στὴν ἴδια πηγή ὑπὸ τὶς ψάμμους· καὶ νὰ χαίρεται ’ς τἁλώνι μου, ὅπως ὁ θεὸς ὁ κατάστικτος μ’ ἀρσενικὸ βλῆχνο… Ἀγαπῶς μου, διψᾷς; Εἶμαι γυναῖκα στὰ χείλη σου πιὸ νέα ἀπὸ τὴν δίψα. Καὶ τὸ πρόσωπό μου μεταξὺ τῶν χεριῶν σου ὅπως στὰ δροσερὰ χέρια τοῦ ναυαγίου, ἄ! Ἂς σ’ εἶναι ὑπὸ τὴν ζεστὴ νύχτα δροσιὰ ἀμυγδάλου καὶ γεύση αὐγῆς, καὶ πρώτη γνώση τοῦ καρποῦ σὲ ξένην ὄχθη.
«Ὠνειρεύθηκα, κάποιο πρωί, νησιὰ χλωρότερα τοῦ ὀνείρου… Καὶ οἱ πλοηγοὶ κατεβαίνουν στὴν ὄχθη πρὸς ἀναζήτηση γαλάζιου νεροῦ· βλέπουν ―εἶναι ἡ ἄμπωτη― τὸ κρεβάτι στρώνεται πάλιν μὲ ψάμμους καταρρυεῖς: ἡ θάλασσα δενδρώδης, ἀφίει, καθὼς καταδύεται, τοῦτα τὰ καθάρεια τριχοειδὴ ἐκμαγεία, ὅπως ὑψηλοὶ στρεβλωμένοι φοίνικες, ὑψηλὲς κόρες ἐν ἐκστάσει, νὰ κατακλίνεται δακρυόεσσα στὶς χλαμύδες καὶ τοὺς γυμνοὺς βοστρύχους αὐτῶν.
«Καὶ εἶναι ἐδῶ εἰκόνες τοῦ ἐνυπνίου. Ὅμως σὺ ἄνδρα μὲ τὸ εὐθὺ μέτωπο, ποὺ κεῖσαι κατακεκλιμένος στὸ ἔργο τοῦ ὀνείρου, πίνεις ἔτσι τὸ στρογγύλο στόμα, καὶ γνωρίζεις τὸ καρχηδονικό ἐπίχρισμα: σάρκα ροδιοῦ καὶ καρδιὰ ὀπουντίας, ἀραπόσυκο καὶ ἀσιατικὸ καρπό… οἱ καρποὶ τῆς γυναικός, ὦ ἀγαπῶς μου, εἶναι πλείονες τῶν πορφύρων: Ἐγὼ ἀφυκιασίδωτη καὶ ἀκόσμητος λαμβάνω τοὺς ἀρραβῶνες τοῦ θαλασσίου Θέρους…»
2—
« …Στὴν καρδιὰ τἀνδρός, μοναξιά. Ἀπόξενος ὁ ἄνδρας, δίχως ὄχθη, παρὰ τὴν γυναῖκα, πάρυδρο. Καὶ θάλασσα ἐγὼ πρὸς στὴν ἀνατολή σου, ὅπως στὴν ἀμμουδιά σου συμμυγοῦς χρυσοῦ, νὰ βαδίζω ἀκόμη βραδύπους, στὴν ὄχθη σου, κατὰ τὴν πολὺ ἀργὴ ἀνέλιξη τῶν δακτυλιδιῶν τἀργίλου —γυναῖκα ποὺ ἐνδύεται καὶ ἐκδύεται μὲ τὸ κῦμα ποὺ τὴν γεννάει…
[…]
« Στενά εἰναι τὰ σκάφη, στενὸς ὁ ἀρραβών· καὶ πιὸ στενὸ τὸ μέτρο σου, ὦ πιστὸ σῶμα τῆς Ἐρωμένης… Καὶ τί εἶν’ τὸ σῶμα τοῦτο τὸ ἴδιο, παρὰ εἰκῶν καὶ μορφὴ τοῦ καραβιοῦ; Κάλαθος καὶ ὁλκάς, ναῦς ἀναθηματικὴ, ἐπὶ τὸ διάμεσο ἄνοιγμά του; Νουθετημένο σὲ μορφὴ κύτους, κατηργασμένο ἐπὶ τῶν καμπύλων του, καθὼς διπλώνει τὸ διπλοῦν ἐλεφάντινο τόξο στὴν ἐπαγγελία τῶν θαλασσογενῶν καμπύλων… Οἱ συλλέκτες κογχυλιῶν, πάντα, εἶχαν τὸν τρόπο τοῦτον νἁρμόζουν τὴν γαστέρα στὸ παιγνίδι τῶν ζευγῶν καὶ τῶν καταστρωμάτων.
«Σκάφος, καλό μου σκάφος, ποὺ παραδίδεσαι στὰ ζεύγη καὶ κομίζεις τὸν φόρτο μιᾶς ἀνδρικῆς νυχτός, εἶσαι δι’ ἐμέ σκάφος ποὺ κομίζει ῥόδα. Σπᾷς τὰ ὕδατα ’ς ἁλύσους μὲ δωρήματα. Καὶ ἰδοὺ ἡμεῖς, πρὸς τὸν θάνατο, ἐπὶ τῶν ὁδῶν μαύρων ἀκάνθων τῆς ἁλουργοῦς θαλάσσης… Ἀπέραντη ἡ ἠὼς ποὺ καλεῖται θάλασσα, ἀπέραντη ἡ ἔκταση τῶν ὑδάτων, καὶ στὴν γῆ ποὺ ἔγιν’ ὄνειρο στὰ πορφυρά μας σύνορα, ὅλος ὁ ἀπόμακρος κλύδων ποὺ ὀρθώνεται καὶ στεφανώνεται μὲ ὑακίνθους σὰν λαὸς ἐραστῶν!
«Οὐκ ἔνι ὑψηλότερος σφετερισμός παρὰ στὰ σκάφη τοῦ ἔρωτος.»
III
1—
« … Tὰ δόντια μου εἶναι καθάρεια κάτω ἀπὸ τὴ γλῶσσα σου. Βαρύνεις ὑπὲρ τὴν καρδιά μου καὶ κυβερνᾷς τὰ μέλη μου. Κύριε τοῦ κρεβατιοῦ, ὦ ἀγαπῶς μου, ὅπως ὁ Κύριος τοῦ καραβιοῦ. Γλυκὸ τὸ δοιάκι στὴν πίεση τοῦ κυρίου, γλυκὸ τὸ κῦμα στὴν ἰσχύ του. Καὶ εἶναι κάποια ἄλλη, ἔσω μου, ποὺ γοάει ἅμα μὲ τὴν σκεύη τοῦ πλοίου. Ἕν ἀκόμη κῦμα ἀνὰ τὸν κόσμο, ἕν ἀκόμη κῦμα ἕως ἡμᾶς, στὸ ἔσχατο τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἡλικίας του… Καὶ τόσος κλύδων, καὶ πανταχόσε, ποὺ πορφύρει καὶ συμφύρεται ἕως ἡμᾶς.
«Ἄ! Ἂς μὴν εἶστε πρὸς ἐμὲ ἕνας σκληρὸς κύριος μὲ τὴν σιωπὴ καὶ τὴν ἀπουσία: πολύτεχνε πλοηγέ, πολυμέριμνε ἐραστά! Ἔχετέ με μᾶλλον δώρου στὸν ἑαυτό σας. Καθὼς ἐρᾶτε, δὲν ἀγαπᾶτε ἐξίσου νἆστε ὁ ἀγαπημένος;… Φοβοῦμαι, καὶ ἡ ἀνησυχία κατοικεῖ κάτω τοῦ κόρφου μου. Κάποτε, ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνδρὸς πόρρω σταθμεύει καὶ ὑπὸ τὸ τόξο τοῦ ματιοῦ του ἔνι, ὅπως στὰ μεγάλα μοναχικὰ τόξα, τούτη ἡ μεγάλη παρειὰ Θαλάσσης, ὁλόρθη στὶς πύλες τῆς Ἐρήμου…
«Ὦ σὺ στοιχειωμένε, ὅπως ἡ θάλασσα, πραγμάτων μακρῶν καὶ μεγάλων, εἶδα τα σφαλιστά σου βλέφαρά νὰ ἐκτείνονται προσωτέρω γυναικός. Ἡ νὺξ ὅπου ναυσιπλοεῖς ἂν ἦταν διόλου τὸ νησί σου, ἡ ὄχθη σου; Ποιός λοιπὸν ἔσω σου πάντοτε σἀποξενώνει καὶ σἀρνεῖται; ―Ἀλλ’ ὄχι, μειδίασες, εἶσαι σύ, ἔρχεσαι στὸ πρόσωπό μου, μὲ ὅλην τούτην τὴν σκοτεινὴ λάμψη ὅπως ἑνὸς μεγάλου πεπρωμένου ποὺ βαδίζει ἐπὶ τῶν ὑδάτων (ὦ θάλασσα ξάφνου πληγεῖσα κεραυνῷ μεταξὺ τῶν μεγάλων της ἀρόσεων προσχώσεων κιτρίνων καὶ πρασίνων!). Κἀγώ, κατακεκλιμένη στὸ δεξιό μου πλευρό, ἀκροάομαι νὰ κρούῃ τὸ νομαδικὸ αἷμα σου στὸ γυμνὸ γυναικεῖο μου στῆθος.
«Εἶσαι ἐκεῖ, ἀγαπῶς μου, καὶ δὲν ἔχω τόπο ἀλλὰ εἰς σέ. Θὰ ὑψώσω κατὰ σὲ τὴν πηγὴ τῆς φύσης μου, καὶ θὰ σἀνοίξω τὴ γυναικεία μου νύχτα, διαυγέστερη τῆς νυχτὸς σου τῆς ἀνδρικῆς. Καὶ τὸ μεγαλεῖο μου νἀγαπῶ θὰ σὲ διδάξῃ ἴσως τὴν χάρη νἀγαπηθῇς. Ἔκλυση τότε στὰ παίγματα του σώματος! Πρόσφορο, πρόσφορο, καὶ εὔνοια τοῦ εἶναι! Ἡ νὺξ σἀνοίγει μία γυναῖκα: τὸ σῶμα της, τοὺς λιμένες της, τὶς ὄχθες της. Καὶ τὴν παρελθοῦσα νύχτα της ὅπου κεῖται πᾶσα μνήμη. Ὁ ἔρως φτειάχνει τὸ καταφύγιο του!
«…Στενή εἰναι ἡ κεφαλή μου ἀναμέσο τῶν χεριῶν σου, στενό εἰναι τὸ μέτωπό μου κυκλωμένο μὲ σίδηρο. Καὶ τὸ πρόσωπό μου πρὸς βρώση ὡσὰν καρπός ὑπεράκτιος : τὸ στρογγύλο καὶ κίτρινο μάνγκο, ρόδινο πῦρ, ποὺ οἱ πομποὶ τῆς Ἀσίας ἀποθέτουν στὰ πλακόστρωτα τῆς αὐτοκρατορίας κάποιο βράδυ, προμεσονύκτιο, παρὰ τοὺς πόδες τοῦ σιγηλοῦ Θρόνου… Ἡ γλῶσσα σου εἶναι μέσ’ στὸ στόμα μου σὰν τὸ ἄγριο τῆς θαλάσσης, ἡ γεύση τοῦ χαλκοῦ εἶναι μέσ’ στὸ στόμα μου. Καὶ ἡ τροφή μας κατὰ τὴν νύχτα δὲν εἶναι τροφὴ σκιῶν, οὔτε τὸ πῶμα μας, κατὰ τὴν νύχτα, εἶναι ποτὸ κιστέρνας.
[…]
«Ἔρως, ἔρως, ἀπόξενο πρόσωπο! Τίς σἀνοίγει ’ς ἡμᾶς τοὺς θαλασσίους δρόμους σου; Τίς ἁρπάζει τὸ δοιάκι, καὶ ἀπὸ τίνος τὰ χέρια;… δράμετε στὰ προσωπεῖα, ἐπισφαλεῖς θεοί! Καλύψατε τὴν ἔξοδο τῶν μεγάλων μύθων! Τὸ Θέρος συσταυρωτὰ μὲ τὸ φθινόπωρο, σπάει στὶς παραζεσταμένες ἄμμους τὰ ὀρειχάλκιν’ ἀβγά του μὲ τὰ χρυσᾶ νερὰ ὅπου ἀναπτύσσονται τὰ τέρατα, οἱ ἥρωες. Καὶ ἡ θάλασσα ἄπωθε μυρίζει τὸν χαλκὸ καὶ τὴν ὀσμή τἀρσενικοῦ κορμιοῦ… Θαλάσσιος ἀρραβὼν εἶν’ ὁ ἔρως μας ποὺ ὀρθώνεται στὶς Πύλες Φοινικοῦ Ἅλατος»
2—
« … Ἐραστά, στέγαστρο δέν ἀρῶ ὑπὲρ τῆς Ἐρωμένης. Τὸ Θέρος κυνηγᾷ μὲ τὴν λόγχη ὑπὲρ τῶν θαλασσίων ὀργωμάτων. Ὁ ἵμερος συρίζει στὴν ἐπιφάνειά της. Κἀγὼ, σὰν τὸ γεράκι τῶν ἀμμουδιῶν ποὺ βασιλεύει στὴν πρῷρα, καλύπτω μὲ τὴν σκιά μου κάθε λαμπύρισμα του σώματός σου. Διάταγμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὸ ὁποῖο μᾶς δεσμεύει! Καὶ ἡ ὥρα οὐκέτι εἶναι, ὦ σῶμα δωρηθέν, νὰ ἄρω στὰ χέρια μου τὸ πρόσφορο τῶν μαστῶν σου. Τόπος κεραυνοῦ καὶ χρυσοῦ μᾶς φορτώνει τῇ δόξᾳ του! Ἀμοιβὴ ἀπὸ κάρβουνα, ὄχι ἀπὸ ρόδα… Καὶ ἄλλη παράλια ἐπαρχία λαφυραγωγήθῃ, ὑπὸ τὰ ῥόδα, πιὸ γνωστικά;
«Τὸ σῶμα σου, ὦ βασιλικὴ σάρξ, ὡριμάζει μὲ σήματα τοῦ θαλασσίου Θέρους: κηλιδωμένο μὲ φεγγάρια, φεγγαράκια, σημαδεμένο μὲ πυρσόξανθο καὶ πορφυρὸ κρασί, ποὺ διαπεράει ὅπως ἡ ψάμμος στὸ κόσκινο τῶν χρυσοθήρων ―ἐφυαλωμένο μὲ χρυσό πιασμένο σὲ δίκτυα μεγάλων λαμπρῶν βρόχων ποὺ παρασύρουν σὲ διαυγὴ ὕδατα. Βασιλικὴ καρδιὰ καὶ σφραγισμένη μὲ θεία γραφή!… Ἀπὸ ταὐχένος στὴν μασχάλη, στὴν ἀφαίμαξη τῶν κνημῶν, καὶ ἀπὸ τοῦ ἔσω μηροῦ στῆν ὤχρα τῶν σφυρῶν, θἀναζητήσω, ἐμπρὸς καὶ ὀπίσω, τὸ κρυπτόγραμμα τῆς γέννησῆς σου, μεταξὺ τῶν ἁθρόων σημάτων τῆς γονικῆς σου τάξης ―ὥς οἱ ἀριθμητικὲς τῶν ἄστρων ποὺ κάθε βράδυ ἀνακλίνονται, στὶς ὑποθαλάσσιες δέλτους, γιὰ νὰ φύγουν νὰ ἐγγραφοῦν στὴν Δύση ὑπὸ τοὺς πανηγυρικοὺς τοῦ Οὐρανοῦ.
«Τὸ Θέρος, πυρπολητὴς φλοιῶν, ρητινῶν, συγκεραννύει μὲ τὸ γυναικεῖο ἥλεκτρον τὸ ἄρωμα τῶν μαύρων πεύκων. Αἰθὸν γυναικὸς καὶ πυρῶδες ἠλέκτρου εἶν’ ἡ ὀσμὴ καὶ τὸ δῆγμα κατὰ τὸν Ἰοὺλιο. Ἔτσι οἱ θεοί, νικημένοι ὑπὸ κακοῦ ποὺ ἡμέτερο δὲν εἶναι, τρέπονται στὸν χρυσὸ τοῦ κόμμεως ἔνδον τοῦ παρθενικοῦ κολεοῦ των. Καὶ σὺ, ἐνδεδυμένη τέτοια λειχήνα, παύεις νὰ εἶσαι γυμνή: ἡ λαγὼν χρυσοκόσμητος καὶ οἱ μηροὶ λειασμένοι ὡσὰν μηροὶ ὁπλίτου… Εὐλογημένο ἂς εἶσαι, μέγα σῶμα καλυμμένο μὲ τὴν λάμψη του, τυκισμένο σὰν τὸν χρυσὸ σὲ νιόκοπο τῶν Βασιλέων στατῆρα! (Καὶ ποιὸς δὲν ὠνειρεύθη νὰ γυμνώσῃ κείνους τοὺς μεγάλους μύδρους ὠχροῦ χρυσοῦ, νεβροχίτωνες, ποὺ πορεύονται πρὸς τὶς Αὐλἐς, ἐντὸς τῶν ἀμπαριῶν, ὑπὸ πλέγματα χονδροῦ στύππου καὶ μεγάλα πλεκτὰ σύνδεσμα;)
[…]
«Μεθυσμένη, πάνυ μεθυσμένη, βασιλικὴ καρδιά! Νὰ φιλοξενήσῃς τόσον κλύδωνα, κι ἡ σάρκα πιὸ εὐαίσθητη τῶν χιτώνων τοῦ ματιοῦ… Ἀκολουθεῖς τὴν θάλασσα ἄφυκτο καὶ ἰσχυρὴ στὸ ἔργο της. Καὶ διαισθάνεσαι τὸν ἀσυγκράτητο κλοιὸ, κἀνοίγεσαι —ἐλεύθερη, ἀνελεύθερη— στὴν διαστολὴ τῶν ὑδάτων· καὶ ἡ συσταλτὴ θάλασσα ἀσκεῖ ἔνδον σου τοὺς σφιγκτῆρες της, τὶς κόρες ὅ,τι ἡ μέρα στενεύη, καὶ ἡ νὺξ αὐξάνει, τοῦτον τὸν τεράστιον ὀφθαλμὸ ποὺ σὲ καταλαμβάνει… Σέβας ! Σέβας στὴν πληρότητα τῶν ὑδάτων. Οὐδεμία ἔνι ’ς αὐτὸ προσβολή τῆς ψυχῆς σου! Πῶς τὸ βίαιο πνεῦμα τοῦ θεοῦ ποὺ ἀδράχνεται παρὰ τοῦ ἀνδρὸς νὰ γεννᾶται στὴν γυναῖκα, καὶ γεμίζει τὴ γυναῖκα ὑπὸ τὰ λινούδιά της καὶ τὶς μοιρασμένες μεμβράνες της, ἄ! Ὅπως ἡ ἴδια ἡ θάλασσα ποὺ τρέφεται μὲ φύκη καὶ ἔμβρυα, καὶ ἡ ὁποία ἀπορρίπτει στὸ Κοινὸ τῶν Κριτῶν καὶ τῶν Μητέρων τοὺς μεγάλους της πλακουντίους θύλακες καὶ τὰ μεγάλα λεπιδωτά της φύκη, τὶς πάνυ μεγάλες δερμάτινες ποδιὲς γιὰ Μαῖες καὶ Θυσιαστές, νὰ εὐχαριστῇ τὴν ἰερὰ ἡδονὴ νὰ σμίξῃ τὸ θύμα της, καὶ ἡ Ἐρωμένη ἀνεστραμμένη στὸ ἄνθινό της περίβλημα νὰ ἐλευθερώνῃ στὴν θαλασσία νύχτα τὴν σάρκα της ποὺ συνθλίβει μεγάλο χειλανθές! Οὐδεμία ἔνι ’ς αὐτὸ προσβολή τῆς ψυχῆς σου…
«Κατακλυσμέ! Καταστροφή! Ἡ ἱερὰ ἠδονὴ ἂς κατακλύσῃ σέ, τὴν κατοικία της! Καὶ τὸ πάνυ ἰσχυρὸ ἰωβηλαῖο εἶναι στὴν σάρκα, καὶ τῆς σαρκὸς εἶναι ἡ βελόνη στὴν ψυχή. Εἶδα νὰ λάμπῃ ἀναμέσο τῶν δοντιῶν σου ἡ κόκκινη παπαροῦνα τῆς θεᾶς. Ὁ Ἔρως στὴν θάλασσα καίει τα σκάφη του. Καὶ σύ, ἱκανοποιεῖσαι στὴν θεία ζωτικότητα, ὅπως βλέπει τις τοὺς ὠκυθόους θεοὺς ὑπὸ διαυγὴ ὕδατα, ὅπου ἄγονται οἱ σκιὲς ὅπως λύουν τὶς ἐλαφρειές των ζῶνες… Σέβας, σέβας στὴν θεία ποικιλότητα!… Στενὸ τὸ μέτρο, στενὴ ἡ τομή, ποὺ σπάει στὸ μέσο του τὸ γυναικεῖο σῶμα ὅπως τὸ μέτρο τῶν ἀρχαίων …Θὰ μεγαλώσῃς, ἔκλυση! Ἡ λάγνα θάλασσα μᾶς παροτρύνει, καὶ ἡ ὀσμὴ τῶν κοιλωμάτων της πλανᾶται στὸ κρεβάτι μας… Κόκκινο τοῦ ἀχινοῦ τὰ δώματα τῆς ἡδονῆς.»
IV
1—
«…Γυναικεῖες οἰμωγὲς στὴν ἀρένα, γυναικεῖοι στεναγμοὶ νύκτωρ, δὲν εἶναι ἀλλὰ φιλήματα τῆς λαίλαπος ποὺ φεύγει ὑπὲρ τῶν ὑδάτων. Φάσσες θυέλλης καὶ κρημνῶν, καὶ καρδιὰ ποὺ συντρίβεται στὶς ψάμμους, ποὺ εἶναι θαλασσία ἀκόμη στὴν δακρυόεσσα χαρμονὴ τῆς Ἐρωμένης!… Σὺ Καταστροφεὺ καὶ ὁ ὁποῖος μᾶς πατάσσεις, ὅπως νεοσσοὶ στρουθῶν καὶ ῥοὲς ἀποδημητικῶν πτερύγων, θὰ μᾶς εἴπῃς ποιός μᾶς συναγείρει;
«Θάλασσα συγκεκραμένη μὲ τὴν φωνή μου, καὶ θάλασσα ἔσω μου πάντα συγκεκραμένη, ἔρως, ἔρως, ποὺ φωνεῖς ὑπὲρ τὶς χηλὲς καὶ τὰ κοράλλια, θὰ ἀφήσετε μέτρο καὶ χάρη στὸ σῶμα πολυαγαπημένης γυναικός;… Οἰμωγὴ γυναικὸς καὶ τεθλιμμένης, οἰμωγὴ γυναικὸς καὶ μὴ τετρωμένης… ἅπλωσε ὦ Κύριε, τὴν βάσανο μου· ἕλκε, ὦ Κύριε, τὴν τέρψη μου! Τί θηρίο ἀβρό, μὲ τρίαινα πληγέν, ἐρατώτερο, ἐτιμωρήθη;
«Γυναῖκα εἶμαι, καὶ θνητή, ἐν πάσῃ σάρκα ὅπου δὲν εἶναι ὁ Ἐραστής. Σὲ ἡμᾶς ἡ σκληρὰ σαγὴ ποὺ βαδίζει ἐπὶ τῶν ὑδατῶν. Ἂς λακπατήσῃ μας ὁ κόθορνος, καὶ φονεύσῃ μας τὸ ἕμβολο, καὶ τοὐρειχάλκινο ὀδοντωτὸ πηδάλιο ἂς μᾶς πλήξῃ!… Καὶ ἡ Ἐρωμένη ἔχει τὸν Ἐραστὴ σὰν ἕναν λαὸ ἀγροίκων, καὶ ὁ Ἐραστὴς ἔχει τὴν Ἐρωμένη σὰν μία ὁμήγυρη ἄστρων. Καὶ τὸ σῶμα μου ἀνοίγεται χωρὶς αἰδώ στὸ Μέτρο τοῦ ἱεροῦ, ὅπως ἡ ἴδια ἡ θάλασσα στὶς ἐξοχὲς τοῦ κεραυνοῦ.
[…]
«Σύ, θεέ πανδοκεύ μου, ποὺ ἦσουν κεῖ, φύλαξ ζῶσα ἕσω μου ἡ ἕλικα τοῦ βιασμοῦ σου. Καὶ μᾶς ἁρπάζει ἑπίσης τούτη ἡ μακροτάτη κραυγὴ τῆς μὴ κεκραγμένης ψυχῆς!… Ὁ λαμπρὸς καὶ μάταιος θάνατος φεύγει μὲ βήματα μίμου νὰ τιμήσῃ ἄλλα κρεβάτια. Καὶ ἡ Θάλασσα εὔσπορος μὲ ἀρσένωμα ἀφροῦ, γεννάει πόρρω ’ς ἄλλες ὄχθες τἄλογα γιὰ τὶς πομπές.
«Τοῦτα τὰ δάκρυα, ἀγαπῶς μου, δὲν ἦσαν διόλου δάκρυα θνητῆς.»
V
[…]
2—
«…Μοναξιά, ὦ ἀνδρικὴ καρδιά! Ἐκείνη ποὺ κοιμᾶται στὸν ἀριστερό μου ὦμο, ξέρει ὑπὸ τὸ ἐνύπνιό της τὴν ἄβυσσο πᾶσα; Μοναξιὰ καὶ σκιὲς στὸ μέγα ἀνδρικὸ μεσημέρι… Ἀλλὰ πηγὴ μυστικὴ ἐπίσης γιὰ τὴν ἐρωμένη— ἐπίσης ἡ ὑποθαλασσία πηγὴ ὅπου κινεῖται ὀλίγη ἄμμος καὶ χρυσός…
«Θἀπομακρυνθῇς, πόθε, κἂν γνωρίζω τὸ γυμνωμένο τοῦτο γυναικεῖο μέτωπο. Γλυκειὰ ἡ γυναῖκα στὴν ὀσμὴ τἀνδρός, καὶ γλυκειὰ στοὺς ὄνυχες τοῦ πνεύματος… Ὦ γεύση τῆς ψυχῆς πολὺ δασώδους, θὰ εἴπῃς μας τὴν ὄχθη ποὺ ἀκολουθεῖς, καὶ κατὰ χάρη, κεῖνον τὸν γυναικεῖο εὔκαμπτο τράχηλο μέχρι ἡμῶν;
«Ἐκείνη ποὺ ἐκπνέει μέσα στὴν πνοή μου καὶ συρίζει στὸ πρόσωπό μου τοῦτον τὸν πολὺ καθάρειο καὶ πολὺ παιδικὸ συριγμό, μἀνοίγει τὸ ἴχνος τῆς χάριτός της, καὶ, ἀπ’ τοῦ εὐαγώγου χείλους της στὸ μέτωπο ἰνδικῆς θεότητος, γυμνότερη γυναικός, ἐλευθερώνει τἀπηγορευμένο πρόσωπό της σὰν τὸ ἀντίπεραν τῶν δορυφόρων φεγγαριῶν.
«Ὧ τῶν γλυκυτέρων προσώπων νὰ ὁρᾷς, ἡ γλυκύτερη νὰ κατοπτεύσῃς… Στὸ καθαρὸ στρογγύλο τῆς γλυκύτητος ὅπου τόση χάρη ἔχει πρόσωπο, ποιὰ ἄλλη χάρη, μακρότερη, μᾶς λέγει περὶ γυναικὸς μᾶλλον τῆς γυναικός; Καὶ παρὰ Τίνος ἄλλων χαριτωθέντων, λαμβάνομε τῆς γυναικὸς τούτην τὴν χάρη νἀγαπήσωμε;
«Γεύση παρθένου μέσ’ στὴν ἐρωμένη, εὔνοια ἐρωμένης μέσ’ στὴ γυναῖκα, καὶ σύ, ἄρωμα νύφης στὴν γένεση τοῦ μετώπου, ὦ γυναῖκα συνειλημμένη ς’ τἄρωμά της καὶ γυναῖκα συνειλημμένη στὴν φύση της, χείλη ποὺ σὲ μύρισαν δὲν ὀσφραίνονται τὸν θάνατο… Ἄφθαρτος, ὦ χάρη, μᾶλλον τοῦ αἰχμαλώτου ρόδου ἐντὸς τοῦ λαμπτῆρος.
«Καὶ διὰ σέ, ὁ χρυσὸς πυρώνει στὸν καρπό, καὶ ἡ ἀθάνατη σάρκα μᾶς λέγει τὴν καρδιά του ρόδινου κρόκου· καὶ διὰ σέ, τὸ νυχτερινὸ νερό φυλάσσει παρουσία καὶ γεύση ψυχῆς, ὅπως στοὺς λευκοὺς χιτῶνες, χωρίς λύθρους, τῶν ὑψηλῶν φαραωνικῶν φοινίκων, στὸ πολὺ καθάρειο καὶ πολὺ μεταξωτὸ σημεῖο ὅπου σπαράσσονται.
[…]
VI
[…]
2—
«Ὅπλα συναράσσονται στὸ βάθος τῆς αὐγῆς ― ὦ λάμψη! ὦ θλίψη! ― καὶ ἡ θάλασσα ἄπωθε ἀκατάληπτος… Κάποιος ἄνδρας εἶδε χρύσους πίθους στὰ χέρια τῶν πτωχῶν. Κἀγω ἀλῶμαι στὸν ἴδιον ὄνειρο, καθὼς πορεύομαι στὴν στενὴ ἀνθρώπινη ὄχθη.
«Μήτε προδοσία, μηδὲ ἐπιορκία. Μὴ φοβού. Σκάφος ποὺ κομίζει γυναῖκα δὲν εἶναι σκάφος ποὺ ὁ ἄνδρας καταλείπει. Καὶ ἡ προσευχή μου στοὺς θαλασσίους θεοὺς: φυλάσσετε, ὦ θεοί! διερχόμενο τῆς γυναικός, τὸ πολὺ ἁγνὸ ξίφος τῆς ἀνδρικῆς καρδιᾶς!
«Φίλη, ἡ φυλή μας εἶναι κραταιά. Καὶ ἡ θάλασσα ἀναμέσο μας δὲν χαράσσει σύνορο… Θἄγωμε ἐπὶ τὴν θάλασσα μὲ πολύ δυνατὴ εὐωδία, μὲ τὸν χαλκοῦν ὀβολὸ ἀναμέσο τῶν δοντιῶν. Ὁ ἕρως εἶναι στὴν θάλασσα, ὅπου ἔνι οἱ πιὸ πράσινοι ἄμπελοι· καὶ οἱ θεοὶ δράμουν μὲ τὴν πράσινη σταφίδα, οἱ ταῦροι μὲ τὰ πράσινα μάτια φορτωμένοι ταῖς περικαλλέσι κόραις τῆς γῆς.
«Θὰ πλύνω τὰ λινὰ τοῦ νόμαδος, καὶ τούτη τὴν πολὺ συνοικισμένη καρδιά. Κἀκεῖ τέτοιες ἦσαν οἱ ὧρες μας ποὺ θέλει τις νὰ παρακαλέσῃ: ὅπως κόρες μεγάλου οἴκου ὅταν ἐπιβιβάζονται χωρὶς οἰκέτες ― μὲ ἐλευθέρους τρόπους καὶ ὑψηλότατο τόνο, τιμὴ καὶ χάρη καὶ θέρμη καρδιᾶς.
«Ἐραστές, δὲν εἴμαστε ἄνθρωποι τῆς ἐργασίας τῆς γῆς οὔτε ὐπηρέτες τοῦ θερισμοῦ. Ὑπὲρ ἡμᾶς τὸ ὑψηλὸ καὶ ἐλεύθερο κῦμα ποὺ μηδένα ζευγνύει μήτ’ ἀναγκάζει. Καὶ ὑπὲρ ἡμᾶς πάνω στὸ νέο νερό, πᾶσα καινότης τοῦ βίου, καὶ πᾶσα ἡ μεγάλη καινότης τοῦ εἶναι… Ὦ θεοί, ποὺ νύκτωρ βλέπετε τὶς ἀκάλυπτες ὄψεις μας, δὲν εἴδατε τὶς βαμμένες ὄψεις μας, οὔτε τὰ προσωπεῖα!
VII
[…]
Ἦλθε ὁ χειμών, μὲ νεκρές τὶς μύγες, βγάζεις ἀπ’ τοὺς φωριαμοὺς τοῦ θεάτρου τὰ μεγάλα πράσινα ὑφάσματα μὲ τὰ μιλτόπρεπτα σχέδια. Ἐκεῖνες ποὺ στολίζουν τοὺς νεκρούς, ἐπαινοῦνται ἅμα μὲ τὰ πτώματα. Καὶ ἡ θάλασσα μὲ τὴν εὐωδία ἀβιτωρίων κατοικεῖ ἀκόμη τὶς γωνίες τῶν παλαιῶν τοίχων. Ὁ ὄχλος βαδίζει, σύμφυρτος μὲ ὀστᾶ, στὸν κληδόνα ἀκόμη τῶν κογχυλιῶν τοῦ Σεπτεμβρίου… Φίλη, ποιά ἄλλη θάλασσα ἔνδον μας πορφύρει καὶ μανδαλώνει τὸ ῥόδο τοῦ ἑλλεβόρου; Οἱ κίτρινες κηλίδες τοῦ θέρους θὰ γίνουν ἐξίτηλοι στὰ μέτωπα τῶν γυναικῶν; ἰδοὺ ἔρχονται τὰ βάθη τῶν πραγμάτων: τύμπανα τυφλῶν στὰ καλντιρύμια καὶ σκόνη στοὺς νόμους τῶν τοίχων τοῦ πτωχοῦ. Ὀ ὄχλος εἶναι μάταιος καὶ ματαία ἡ ὥρα ὅπου ἄγουν οἱ ἄνθρωποι δίχως σκάφη.
Ὦ ὄνειρε ἀκόμη, ’πὲ τὸ ἀληθές. Ὁ χειμὼν ἦλθε, μὲ τὰ κραταιὰ ἄστρα, μὲ τὴν Πόλη νὰ λάμπῃ ὑπὸ ὅλες της τὶς πυρές. Ἡ νὺξ εἶναι τὸ πάθος τῶν ἀνδρῶν. Φωνεῖ τις στὸ βάθος τῶν αὐλῶν. Ἡ ἀσπὶς τῶν λαμπτήρων εἶναι στὰ δωμάτα, ὁ ἅπληστος πυρσός στὸν σιδηροῦ δακτύλιό του. Καὶ οἱ γυναῖκες εἶναι φυκιασιδωμένες ὑπὸ τὴν νύχτα μὲ ἐλαφρὸ κόκκινο τοῦ κοραλλιοῦ. Μὲ οἰνόφλυγα τὰ μάτια φραγμένα μὲ θάλασσα. Κἀκεῖνες ποὺ ἀνοίγουν τὰ χρυσᾶ των γόνατα, ὀρθώνουν νύκτωρ μία οἰμωγὴ πολὺ γλυκειά, μνήμη καὶ θάλασσα τοῦ μακροῦ θέρους.― Στὶς κλειστὲς θύρες τῶν Ἐραστῶν ἡλώσατε τὴν εἰκόνα τῆς νηός.
…Ἕν ἀκόμη κῦμα ἀνὰ τὸν κόσμο, ἕν ἀκόμη κῦμα ἀνὰ τὴν Πόλη… Ἐραστές, ἡ θάλασσα μᾶς συνακολουθεῖ. Οὐκ ἔνι θάνατος! Οἱ θεοὶ ἐπιχαίρουν μας στὶς σκάλες. Καὶ ἀνασύρομε κάτωθε τῶν κρεβατιῶν μας τὰ πολὺ εὐμεγέθη οἰκογενειακὰ προσωπεῖα.
[απόδοση: Γ.Α. Σιβρίδης]
νὰ μυρίσῃ: νὰ ἀλείψῃ μὲ μύρο
δῖα: θεία
πρόσχωρος: γειτονική
κληδών: φήμη
ἀπὸ Τροίηθε: ἀπὸ τὴν Τροία
ἐφ’ ἡμᾶς: ἕως ἐμᾶς
περιαιρεῖται: ἀφαιρεῖται, ξεντύνεται
ἐνύπνιο, ὅνειρος, ὅνειρο
βλῆχνο: ἀρσενικὴ φτέρη
ἀγαπῶς μου: ἀγαπημένε μου
πάρυδρο: παρόχθια
ἐπὶ τὸ διάμεσο…: ὡς τὸ διάμεσο
ἁλουργοῦς: κόκκινης
κλύδων: φουσκοθαλασσιὰ, ὑποθαλάσσιο κῦμα
πορφύρει καὶ συμφύρεται: φουσκώνει καὶ ἀναμιγνύεται
Φοινικοῦ Ἅλατος: ἀπὸ Κόκκινο Ἁλάτι
νεβροί: νεαρὰ ἐλάφια
αἰθόν: μαύρισμα
δῆγμα: δάγκωμα
τυκισμένο: κόμμενο, σκαλισμένο
νεβροχίτωνες: ντυμένοι μὲ δέρμα νεβροῦ
στύππου: στουπιοῦ (ἀπὸ κάνναβη ἢ λινάρι)
πάνυ: πολύ
θύλακες: τσέπες
φάσσες: ἀγριοπερίστερα
συναγείρει: συγκεντρώνει
χηλές: τὰ βράχια ποὺ σκάει τὸ κῦμα ποὺ εἶναι σὰν τὶς ὁπλές τοῦ ἀλόγου, τοῦ βοδιοῦ κ.α.
εὔσπορος μὲ ἀρσένωμα… γόνιμοποιημένη μὲ ἀνδρικό σπέρμα
λύθρους: λεκέδες
ἀλῶμαι: περιπλανόμαι
συνοικισμένη καρδιά: συνοικισμένη αἰσθημάτων κτλ.
οἰκέτες: δοῦλοι,ὑπηρέτες
νόμους τῶν τοίχων: διευθύνσεις των τοίχων
ἀσπὶς: εἶδος ὀχιᾶς