Bertrand de Born: Be·m platz lo gais temps de pascor

[sirventes]

Εὐφραίνει με ὁ λαρὸς καιρὸς τοῦ Πάσχα,
ποὺ εὐτάει νὰ θάλουν, φύλλα καὶ ἀνθούς∙
καὶ εὐφραίνει με ὁπόταν ἀκούω τὸ χάρμα
τῶν πετεινῶν ποὺ ἀχολογοῦν
τὸ τραγούδι των στὸ δρυμό∙
καὶ εὐφραίνει με ὅταν βλέπω ’ς τοὺς λειμῶνες
νἁστῶνται τέντες καὶ κατοῦνες∙
καὶ ποιῶ χαρὰ μεγάλη, ὅταν θωρῶ,
καθὼς σωρεύονται ’ς τοὺς κάμπους,
φαριὰ και καβαλλαρίους καταφράκτους.

Καὶ εὐφραίνει με ὅταν τὰ κοπάδια
καὶ ὁ λαὸς βαίνουν εἰς φυγεῖο ἀπ’ὁδηγούς,
καὶ εὐφραίνει με ὅταν πλῆθος βλέπω ἀντάμα
ἀρματωμένων πίσωθε νἀκoλουθοῦν∙
καὶ εὐφραίνει με στὴν καρδία ὅταν θωρῶ
δυναμάρια σὲ σέντζο
τὰ τειχία νὰ χαλῶνται καὶ νὰ πέφτουν,
καὶ νὰ θωρῶ ’ς τὴν ὄχθη τὸν ἐχθρό
περίκλειστον ἀπό τάφρους,
νὰ κλείεται ἀπὸ σφιχτόδετους πασσάλους.

Καὶ μεὐφραίνει ὁ κύρης ἀκόμα
ὅταν πρῶτος δράμῃ αὐτού
βέβηλος, ἀρματωμένος, καβάλλα,
καὶ ἔτσι τοὺς ἐδικούς του βάσσαλους
ἐγκαρδιοῖ, νἀξίζῃ ἡ ὑποτέλεια των.
Καὶ κατόπιν ’ς τῆς ταραχῆς τὴν μίξι,
καθεὶς πρέπει ἔτοιμος νὰ δείξῃ
καὶ νὰ τὸν ἀκ’λουθῇ χαρούμενος,
ἀφ’ οὐδείς ἐκτιμᾶται ἄνδρας δι’ὅλου
ἂν οὐδένα βαρέσῃ οὔτε τὸν ἀποδείρουν.

Πέλεκεις καὶ ξίφη, ποικιλόχρωμα
ὣμ καὶ σκουτάρια σπάζουν καὶ χαλνοῦν
’ς τῆς ταραχῆς μὲσ’τὸ ἔμπα ὀρᾷς,
καὶ μύριοι βάσσαλοι μαζί κτυποῦν
ὅθεν ἀφηνιάζουν τῶν νεκρῶν
τἄλογα καὶ τῶν σφαγμένων.
Κ’ὅταν ἐμβαίνῃ μέσ’ς τὸν σάλο
κάθ’ ἄνθρωπος εὐγενικός,
δὲν σκέπτεται ἂν κάρα ἢ βραχίονες θραύσουν,
ἐπεὶ νεκρὸς ἀξίζει πλέον τοῦ ἡττημένου.

Καὶ λέω σας πὼς δὲν εὐρίσκω αἴσθημα
Νὰ φάω, νὰ πιῶ οὔτε νὰ κοιμηθῶ
ἂν δὲν ἀκούσω τὴν κραυγή: «ἀλαλά!»
ἀμφοτέρωθεν, κι ἀκούσω τὸν χρεμετισμό
μέσ’ἀπ’τὸν ἥσκιο, ἵππων ἀδέσποτων
κι ἀκούσω τὴν κραυγή, «βοήθεια, βοήθεια!»
καὶ ἰδῶ νὰ πίπτωσιν ἀπ’τ’ὄρυγμα
πὰ στη χλόη, μεγάλους, μικρούς, καὶ ἰδῶ
τοὺς νεκροὺς εἰς τὰ πλευρὰ τρυπημένους
ἀπὸ φλαμούρων κόντους.

Ὁ ἔρως θέλει ἐραστὴ καβαλλάριο
καλὸν’ς τἄρματα κι ὑπηρέτη μεγαλόψυχο
εὐγενὴ ὁμιλητὴ, ἀρωγὸ ἐλευθέριο
ποὺ ἠξεύρει τὶ νὰ πράξῃ καὶ τι νὰ εἴπῃ ἐντός
καὶ ἐκτὸς τοῦ κτήματός του
κατά τὴν δύναμιν πού τὸν ἔχει δοθῇ
ἂς εἶναι συνομιλίας καλῆς
μὲ κουρτεσία καὶ χάριν.
Ἡ κυρὰ ποὺ μ’ ἐραστή τέτοιονα
ξαπλώνει, καθαίρεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.

Κοντέσσα ἀκριβή, διὰ τὴν καλλίστη κυρά
ποὺ ἐθαυμάσθη ἢ θὰ θαυμασθῆ ποτέ  
σᾶς ἔχουν, καὶ τὴν πλειὸ ὥρια δέσποινα
τοῦ κόσμου, καθότι ἀκούω νὰ λέ’ν
Βεατρίκη, ἐκ γένος ὑψηλό,
καλὴ ἐν λόγοις καὶ ἐν πράξεσι,
ὅλου τοῦ κάλλους κρήνη καὶ πηγή
ὄμορφη χωρίς ἀντίπαλο,
τὰ σπάνια πλούτη σας τέτοια ἔχουν
θέση ποὺ κάθε ἄλλη σκιάζουν.

[tornada i]
Δεσποσύνη ἐκ γένος ὑψηλό,
Ποὺ εἰς αὐτὴ ὅλο τὸ κάλλος ἔνι
Ἐρῶ τηνε πολλά καὶ ἀτή μἀγαπᾷ ἐπίσης
Καὶ μὲ δίδει κουράγιο τέτοιο
Ποὺ λογίζομαι πὼς οὐδεὶς θὰ μὲ νικήσῃ
Κι ἂς εἶναι γὰρ ἀπό τοὺς πλειὸ θρασείς ’ς τὴν φύσιν.

[tornada ii]
Βαρόνε, φυλάξατε καλῶς
κάστρη καὶ κόμες καὶ πόλεις
μὴν κι ὁ πόλεμος τελειώσῃ.

[tornada iii]
Παπιόλ, ἱλαρῶς
ἄμε σβέλτα ’ς τὸν «ναὶ καὶ ὄχι»
καὶ μήνυσε ὅτι ἐν εἰρήνῃ πολύ ἔχει μείνει.

[απόδοση: Γ.Α.Σιβρίδης]

γλωσσάρι

λαρός: χαρωπός
εὐτάει: κάνει, φτιάχνει (από το ευθειάζω)
κατοῦνα: σκηνή, στρατιωτικός καταυλισμός (από το cantonnement)
φαρίν=πολεμικό άλογο (αραβ.)
φυγεῖο=φυγή
δυναμάρι(ον)=οχυρό
σέντζο=πολιορκία, παρακαθισμός (από το siège)
βέβηλος=τρομερός
ἐγκαρδιοῖ=μτφ του en(h)ardir
ταραχή=μάχη (estor, sturm, storm, stout)
ὣμ=περικεφαλαία (heaume)
κουρτεσία=καλοί τρόποι