τῷ Édouard Dubus
Ἀπέπεμψάν με ἀπ’ τὶς παλαιές παγόδες
καθὼς ἁπαλὰ ἐγέλασα μέσ’ στὸ Μυστήριο·
τό εἰπαν οἱ γέροντες: ἔπρεπε νὰ εἶσαι σιωπηλός
ὅταν ἀνεγιγνώσκομε, σεμνῶς, τὶς ἐπῳδές.
Καθήμενος στὸν θράνο μου, ἀκούω τοὺς κώδικες
καὶ τοῦτος ὁ κριτής, ὑπὸ τὴν τήβεννα, αὐστηρός,
νὰ ὑποβλέπῃ τήνδε κυρά μὲ μάτια πάνθηρος,
βαθύζωνον, μὲ ποικιλτή μίτρα ὡσὰν γεώδες.
Ἔνι κόσμος σὲ τούτην τὴν ἀκρόαση,
ἔνι ἄνθρωποι μεστοὶ ἐπιστήμης,
δίχως νὰ λείπῃ τὸ γυναικεῖο γένος.
Ἰσχνός, καθηρημένος, χρισμένος ποιητής,
ὑπό μάχαιραν θὰ βάλω τὴν κεφαλή
ποὺ ἡ δημοσία γνώμη ἐξαιτεῖ μὲ μένος!
(En cour d’assises, απόδοση: Γ.Α. Σιβρίδης)
ὑποβλέπῃ: κοιτάζει κλεφτά
ποικιλτή: κατάκοσμη
μίτρα: ζωστῆρα (corset). Το ‘βαθύζωνον’ ἐνισχύει τὴν εἰκόνα
γεώδες: ὀρυκτό κοῖλο μὲ κρυστάλλους ἔνθεν
ἔνι (ἔνεστι, ἔνεισι): ὑπάρχει, ὐπάρχουν
ἐξαιτεῖ: ἀπαιτεῖ (ὡς τιμωρία)