Αισθητική & αισθησιασμός

Αισθησιασμός και αισθητική ενατένιση σχετίζονται, όπως δεικνύουν οι λέξεις, με τις αισθήσεις∙ εν τούτοις, υπάρχει κάτι που τις διαφοροποιεί και αυτό προτίθεμαι να δείξω. Ο αισθησιασμός θα μπορούσαμε να πούμε ότι αφορά στις αισθήσεις (sensations) αν πχ κάτι είναι κρύο ή ζεστό, ενώ η αισθητική ενατένιση στα συναισθήματα (sentiments) τις επεξεργασμένες από ιδέες αισθήσεις πχ ευχαρίστηση ή δυσαρέσκεια. Φιλοσοφικά θα λέγαμε ότι η διαφορά τους έγκειται στον βαθμό απόστασης του ερεθίσματος από το δέκτη. Ο αισθησιασμός έχει να κάνει με την αμεσότητα, και πληροί το σύνολο των αισθήσεων ενώ η αισθητική ενατένιση είναι θέαση από μία απόσταση και αφορά μία αίσθηση (όραση, αν μιλάμε για εικόνα, ακοή, αν μιλάμε για ήχο) ή και συνδυασμό τους, αλλά αποκλείει μία πληρότητα αισθήσεων. Θα μπορούσαμε επίσης να πούμε ότι ακριβώς λόγω της απόστασης  ότι η αισθητική ενατένιση είναι πιο «πνευματική». Η ενατένιση της ομορφιάς της Βεατρίκης από τον Dante θα μπορούσε να εξυπηρετήσει ως παράδειγμα. Ας κάνουμε λοιπόν κάτι άλλο: ας δούμε το αντικείμενο ερέθισμα σε σχέση με την επιθυμία. Η επιθυμία γεννάται στην απόσταση ως κίνηση προς κατοχή του αντικείμενου. Θεμελιώνεται δηλαδή στον χωρισμό ανθρώπου-κόσμου. Ο Christian von Ehrenfels είχε διατυπώσει έναν νόμο «προαγωγής της ευτυχίας» [Gesetz der relativen Glücksförderung] σύμφωνα με τον οποίο όσο μακρύτερα κείται κάτι τόσο μεγαλύτερη είναι η επιθυμία, αλλά η κατάσταση της ευτυχίας δεν επιμηκύνεται παρά με την ένταση που αποκτά η αρχική επιθυμία/ευχή ως πόθος και αγών μέσα από την σταδιακή παρουσίαση και εμφάνιση του επιθυμητού αντικειμένου. Δηλαδή όσο μικραίνει η απόσταση και η επιθυμία πλησιάζει στο να εκπληρωθή, τόσο μεγαλώνει και η ένταση της βούλησης. Αυτό που μας λέει είναι ουσιαστικά ότι

α) δεν «περιέχει» ευτυχία το ίδιο το αντικείμενο επειδή έχει κάποια χρήση κοινή σε όλους αλλά εμείς είμαστε εκείνοι που αποδίδουμε σε αυτό τον χαρακτήρα του ποθητού αντικειμένου: εμείς αποδίδουμε σε αυτό αξία, δεν την περιέχει το ίδιο.

β) δεν υπάρχει βούληση χωρίς αντικείμενο αναφοράς.

γ) η επιθυμία στοχεύει στον σχηματισμό μιας καινούργιας κατάστασης πραγμάτων.

Υπάρχει επιθυμία για πράγματα που δεν μπορεί να πληρωθή η επιθυμία; Ναι, είναι η περίπτωση των καλών τεχνών. Για τον Simmel που δανείζεται αυτήν την «υποκειμενική θεωρία της αξίας» το αντικείμενο της αισθητικής ενατένισης είναι ακριβώς αυτό. Ακόμη κι αν αγωνιστής να κλέψεις την Αφροδίτη της Μήλου ή ξοδέψεις μία περιουσία να την αγοράσεις, το άγαλμα δεν θα σε αγκαλιάσει! Για αυτό, ο Kant όταν μιλεί για ομορφιά αναφέρεται σε ένα αίσθημα αδιάφορο, καθώς δεν έχουμε να κερδίσουμε κάτι από το αντικείμενο. Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε για τον θείο έρωτα. Υπάρχει αντικείμενο αναφοράς χωρίς αυτό το αντικείμενο να είναι απτό. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, η αισθητική ενατένιση αποκλείει την εκδήλωση της βούλησης. Ο ιδεαλιστής θα ελκυσθή μάλιστα από αυτό που κατά βάθος δεν μπορεί να έχει, γιατί ο ίδιος ως ιδεαλιστής δεν αποδέχεται το κακό της θυσίας που εμπεριέχει μία δράση. Η θυσία που ωστόσο κάνει χωρίς να το θέλει και που αντιστοιχεί στην αξία που αποδίδει στο ερώμενο αντικείμενο είναι ακριβώς του ίδιου του αντικείμενου. Αν βέβαια η θυσία του αντικειμένου είναι ηθελημένη δεν μιλάμε πλέον για ιδεαλιστή.

Όμως υπάρχει δράση με αισθητικό προσανατολισμό. Μάλιστα ο Talcott Parsons μιλεί για «κάθεξιν», κατοχή δηλαδή, όταν η δράση προσανατολίζεται όχι εργαλειακά στη βάση κάποιας γνώσης, αλλά από το ερέθισμα που προκαλεί το αντικείμενο. Και εδώ τοποθετούμε ένα μεγάλο κομμάτι της καλλιτεχνικής δραστηριότητας, της ερωτικής, όπως και της κατανάλωσης, και φυσικά της προπαγάνδας. Αν μάλιστα αποδώσουμε στο συμβολικό και το φαντασιακό την βασική θέση για τον σχηματισμό της κοινωνικής ομάδας (τοτέμ, θρησκευτικά σύμβολα, μνημεία κτλ) τότε βλέπουμε την σχέση του αισθητικού προσανατολισμού με την ανθρώπινη βούληση. Αν λοιπόν η αισθητική ενατένιση είναι αδιάφορη, τι είναι εκείνο που εμπλέκει την βούληση; Αυτό που μάς έλειπε από την εξίσωση είναι ακριβώς ο αισθησιασμός. Αν πχ δούμε μια γυναίκα ως γεωμετρία, και η ένσαρκη γυναίκα και η μαρμάρινη έχουν τα ίδια αισθητικά χαρακτηριστικά, εκείνο που μάς ελκύει στην ένσαρκη είναι ότι υπάρχουν σήματα προσδοκίας που δεν υπάρχουν στην μαρμάρινη. Ή ακόμη καλύτερα: ο αισθησιασμός της μαρμάρινης κείται ακριβώς στο γεγονός ότι η γεωμετρία της δεν είναι αφηρημένη αλλά μας θυμίζει την ένσαρκη. Άρα ο αισθησιασμός στην διαφορά του από την αισθητική ενατένιση είναι ότι υποδηλοί μίαν προσωπική σχέση, έστω εν δυνάμει, έστω αν το αίσθημα που προκαλεί (πχ το γενετήσιο) είναι γενικό και κοινό σε όλο το είδος. Στον αισθησιασμό μας γνέφει η πραγματικότητα σαν αποτύπωμα της βούλησής μας. Στην αρχιτεκτονική η υφή των υλικών προσδίδει στην γεωμετρική μορφή αισθησιασμό. Ή στην ζωγραφική ή την γλυπτική, εκείνο που διαφοροποιεί την εικόνα από το απλό σήμα είναι ακριβώς η ποσότητα αισθησιασμού. Ένα έργο  ζωγραφικής είναι μεγάλο και σίγουρα διαφέρει από μια κοινή αναπαράσταση στον βαθμό που έχει αισθησιασμό. Η πραγματική εικονολατρία εμπεριέχει αισθησιασμό και αυτό είναι που ενοχλεί κάποιες θρησκευτικές απόψεις. Είναι το βάρος της σάρκας, του πραγματικού, του ατομικού, που υποδηλοί ο αισθησιασμός. Γιατί όμως ο αισθησιασμός θεωρείται στην θρησκευτική γλώσσα αμαρτωλότητα; Επειδή σημαίνει την υποδήλωση του πνεύματος μέσα από την απουσία του θα μας πει ο Kierkegaard.

Στον αισθησιασμό είμαστε περισσότερο τυφλοί διανοητικά από ό, τι στην αισθητική ενατένιση όπου έχουμε κρίση αλλά δεν μπορούμε να την δικαιολογήσουμε ή στην λογική κρίση που την δικαιολογούμε (πόσο επιτυχημένα ή αποτυχημένα, δεν μας ενδιαφέρει εδώ). Η τυφλότητα αυτή οφείλεται αφενός στην έλλειψη απόστασης που απαιτείται για να αντιληφθούμε κάτι, είναι η πληρότητα της εμπειρίας. Είναι όπως όταν είσαι στον λαβύρινθο που δεν έχεις προμηθευθή το σχέδιο του λαβυρίνθου. Οι χώροι που αισθανόμαστε την παρουσία του χώρου να βαρύνει πάνω μας είναι οι χώροι που δεν μπορούμε να συλλάβουμε διανοητικά και να βρούμε την λειτουργία τους. Σε κάποιο βαθμό αυτό είναι ενοχλητικό όταν πρόκειται για χώρο με λειτουργική χρήση (πχ δεν μπορούμε να βρούμε την αίθουσα που ψάχνουμε). Προκαλεί όμως ικανοποίηση όταν ο χώρος δεν έχει τέτοιο σκοπό (το εσωτερικό ενός ναού ή ένα επιβλητικό τοπίο).

Αυτό που συμβαίνει είναι ότι αφενός το πνεύμα δεν μπορεί να συλλάβει την κίνηση του που είναι η ίδια η βούληση∙  αφετέρου ο εαυτός μας και ο κόσμος (το αντικείμενο) βρίσκεται σε μία ένωση, πριν τον χωρισμό που το ίδιο το πνεύμα πραγματοποιεί. Για αυτό και το αίσθημα της αγωνίας. Η γέννα για την γυναίκα, η γενετήσια πράξη ή ο θάνατος είναι τέτοιες στιγμές εκμηδενισμού του πνεύματος, όπου η αγωνία, μας λέει ο Kierkagaard είναι η υποδήλωση του πνεύματος. Γευόμαστε το αιώνιο ως άρνηση του χωρισμού την ίδια στιγμή που για να το συλλάβουμε ως τέτοιο χρειαζόμαστε το πνεύμα. Δηλαδή πρέπει να έχεις πνεύμα για να δεις έτσι την αισθητηριακή εμπειρία, ως δηλαδή αισθησιασμό. Για αυτό και χρειάζεται η ομορφιά ως αρμονία αναλογιών για να υπάρχει η δυνατότητα αισθησιασμού. Για αυτό και δεν υπάρχει αισθησιασμός στον αμοραλισμό ή σε μία «προοδευτική», «φυσική» και γενικά «χειραφέτησης», αντίληψη των πραγμάτων.