Φαντασιώδης πραγματικότης και ριζική φαντασία

1. Η έννοια της απομάγευσης

Η λέξη τέμενος προέρχεται από το τέμνω, και από την ίδια ινδοευρωπαϊκή ρίζα έχουμε την λέξη templum (temple) όθεν και το τέμπλο, το εικονοστάσιο που χωρίζει το ιερό από τον κυρίως ναό. Δηλαδή ένας χώρος είναι ιερός καθώς χωρίζεται από τον υπόλοιπο κόσμο ο οποίος αποδίδεται με την λέξη profane―ανίερος, βέβηλος, εκ του pro fanum που σημαίνει ακριβώς «έμπροσθεν του ναού». Άλλη μία λέξη που δηλώνει το μη ιερό είναι το επίθετο secular―εγκόσμιος. Κυριολεκτικά σημαίνει την χρονική διάρκεια κάτι που αποδίδεται στα ελληνικά με την λέξη αἰὼν  προτού αυτή η τελευταία να σημάνει το αντίθετο, την αιωνιότητα, το ἀίδιον, την έλλειψη χρόνου, το συνεχές παρόν. Όπως και νάχει, η γλώσσα αποτυπώνει μορφές της ανθρώπινης ζωής, και εδώ μας φανερώνει ότι αυτή η ανθρώπινη ζωή είχε πάντοτε ανάγκη από έναν υπεραισθητό κόσμο, που αρχικά φανερώνεται στο θρησκευτικό φαινόμενο και κατόπιν στην τέχνη και την φιλοσοφία που ρητά χωρίζει τον κόσμο σε υπεραισθητό και αισθητό.

Ωστόσο διαβάζουμε ότι κάποια στιγμή στην Ευρώπη κατά τους νέους χρόνους συνέβη μία εκκοσμίκευση του βίου όταν το ιερό πέρασε σε δεύτερη μοίρα, αν όχι σταδιακά εξαφανίστηκε. Έτσι το δικαίωμα στο άρχειν σταμάτησε να προέρχεται από την θεότητα καθώς πλέον ήταν ο λαός που θα ήρχε. Ο νόμος δεν θάταν πλέον η αμερόληπτη θεία εντολή αλλά αυτό που είναι σύμφωνο με κάποιο γενικό συμφέρον. Η τεχνολογία και εν γένει η τεχνική που ο άνθρωπος θα εφήρμοζε μετά από μίαν πλήρη κατανόηση του κοσμικού μηχανισμού θα έλυνε όλα τα προβλήματα τ’ ανθρώπου και για κάποιους μέχρι και αυτό της θνητότητας. Ο παράδεισος θάταν δυνατός επί γης. Ο Max Weber αυτήν την κατάσταση της κοινωνίας της απογεγυμνωμένης από το ιερό και κυριαρχημένης από τα μέσα της ανθρώπινης ζωής που παίρνουν την σημασία του σκοπού, όπως την γραφειοκρατία, τα οποία  πλέον γίνονται ένας «χαλύβδινος κλωβός», την ονομάζει Entzauberung―απομάγευση.  

Είναι οι σύγχρονες όμως κοινωνίες πράγματι «απομαγευμένες»;  Όλες οι πολιτικές ιδεολογίες που σχηματίστηκαν μετά το «παλαιό καθεστώς» προσφέρουν «ορθολογικές» λύσεις για να πείσουν τα πλήθη της δημοκρατίας αλλά κατά την εφαρμογή αυτών λίγο διαφέρουν η μία από την άλλη. Σκοπός δημοσιογράφων, δημοσιολόγων, δημοσίων διανοουμένων είναι να πείσουν τον μεγαλύτερο αριθμό του δήμου στην υπακοή σε μία κατάσταση πραγμάτων όπου δύσκολα διαχωρίζεται η υπόθεση από την πραγματικότητα. Αυτό που σήμερα ονομάζουμε ως «fake news» δεν είναι τωρινό. Κατά την γεωπολιτική αντιμαχία Βρεταννίας-Ρωσίας κατά τον 19ο αι. οι Βρεταννοί, προκειμένου να πείσουν εαυτούς υιοθέτησαν την ίδια φήμη κατασκευασμένη από έναν Πολωνό (η Πολωνία είχε κατακτηθή από την Ρωσία) που χρησιμοποίησε ο Ναπολέων (τον οποίον πολέμησαν και οι ίδιοι οι Βρεταννοί) για μία επιστολή του Μεγάλου Πέτρου ότι η Ρωσία έχει ως σκοπό την κατάκτηση της Ευρώπης. Αυτή παρέμεινε και κατά την αντικομμουνιστική ρητορική του 20ου αι. και έχει κάνει την επανεμφάνισή της σήμερα. Η φιλελεύθερη Αγγλία επίσης καλλιέργησε την φήμη του Γερμανού ως «Ούνου» προκαλώντας ως αντίδραση στην μειονεκτική Γερμανία την καλλιέργεια της «λευκής ανωτερότητας». Ο συγγραφεύς Hugo von Hoffmannsthal στην φιλελεύθερη Βιέννη του fin-de-siècle λέει:

Η πολιτική είναι μαγεία. Όποιος τις δυνάμεις να καλέση γνωρίζη, αυτόν κανείς υπακούει. (“Politik ist Magie. Welche die Mächte aufzurufen weiß, dem gehorchen sie”)

Οι κομματικές εορτές κατά την προεκλογική περίοδο πόσο διαφέρουν από τις βασιλικές φιέστες ή τις θρησκευτικές τελετές τις οποίες ήρθαν να καταργήσουν; Ήδη κατά την γαλλική επανάσταση είχε εμφανισθή η «λατρεία του Λόγου» [Culte de la Raison] για να αποχριστιανίσει την χώρα. Οι εορτές αυτών των εικονοκλαστικών λατρειών δεν ήσαν κάτι άλλο εξόν οργιώδεις λεηλασίες εκκλησιών. Δεν υπήρχαν αναπαραστάσεις αλλά ζωντανές παραστάσεις αυτό που σήμερα ονομάζουμε performances και activism, και όλα αυτά πριν τα μανιφέστα του (φασιστικού) φουτουρισμού που ήθελαν να αντικαταστήσουν την νεκρή τέχνη με την πραγματική δράση, να δούν την δράση ως τέχνη. Οι αγριότητες της επανάστασης είναι η ίδια η εορτή της, από εκείνες των Διαμαρτυρομένων του 16ου αι. μέχρι σήμερα των femen ή, ακόμη πιο σοβαρά, του ―δημιουργημένου από την φιλελεύθερη Δύση― ισλαμικού φονταμενταλισμού από την αγριότητα του οποίου δεν ξεφεύγουν ούτε τα ισλαμικά τεμένη. Αν είναι να βρούμε μίαν διαφορά ανάμεσα στις εορτές της θρησκείας και της επανάστασης είναι ότι στην δεύτερη η θυσία ξεφεύγει από τον τελετουργικό, συμβολικό, εν τέλει ευφημιστικό χαρακτήρα και προβάλλει ως πραγματικότητα δικαιολογουμένη με όρους λογικής και ωφελείας όπως για παράδειγμα όλες οι εθνοκαθάρσεις του εθνικισμού. Αυτό που ονομάζουμε ως «εκκοσμίκευση» είναι η θραύση του τοίχου του τεμένους που χώριζε τον φανταστικό κόσμο από τον πραγματικό. Ό, τι ήταν ευφημισμός γίνεται πραγματικότητα. Ήταν ψεύδος η θεότης; Ε, ας την κάνουμε πραγματική!

2. Η φαντασιώδης πραγματικότης

Άρα η απομάγευση δεν είναι μόνον ο «εξορθολογισμός» της ζωής αλλά και η απελευθέρωση των ανθρώπινων παθών που μέχρι τότε κατευνάζονταν μέσα στον φανταστικό κόσμο. Η επιθυμία σχετίζεται με την φαντασία. Ένας φανταστικός κόσμος ικανοποιεί την επιθυμία χωρίς να χρειάζεται μίαν περαιτέρω πάλη ικανοποίησης της που θα ήταν δυνητικά άπειρη. Ας δούμε την σεξουαλική επιθυμία που κατευνάζεται μέσα στον γάμο, την παλλακεία ή την πορνεία. Η ανησυχία αν ο σεξουαλικός σύντροφος είναι δικός σου ξεκινά από την στιγμή που παύει να υπάρχει αυτή η φαντασιακή θέσπιση. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Traumnovelle (κινηματογραφική απόδοση της οποίας είναι το Eyes Wide Shut)  του άλλου Βιεννέζου, του Arthur Schnitzler: η αμφισβήτηση της φαντασιακής θέσπισης του γάμου προκαλεί στον ήρωα μίαν άπειρη σεξουαλική επιθυμία. Παρόμοια περίπτωση είναι στην πολιτική η υπακοή : όταν η θρησκεία σ’εξασφαλίζει μίαν ουράνια πολιτεία δεν σε πολυμέλει ποιος ηγεμών κυβερνά, αρκεί να μην θίγει κάποια θεμελιώδη δικαιώματα σου. Πώς αλλιώς οι Ιουδαίοι μπορούσαν να ζουν υπό τον οποιονδήποτε, αρκεί αυτός να τους εξασφάλιζε την φυσική ασφάλεια και μίαν δίκαια μεταχείριση; Και για ποιον λόγο άλλωστε μέλημα των ηγεμόνων ήταν η καλή σχέση με τις θρησκείες;

Το φανταστικό παραμένει εν ενεργεία μες στον κόσμο απλώς το αντικείμενο του είναι όλο και περισσότερο μέσα σε αυτόν, δηλαδή στον χρόνο. Χωρίς την φαντασία ουδέποτε θα ξεκινούσες για τις Ινδίες, όμως σταδιακά ο φανταστικός κόσμος ταυτίζεται με το ίδιο το μέλλον. Ο κόσμος του εμπορίου είναι ένα «νησί της Κίρκης» λέει ο J.G.A. Pocock[1], και το να «νυμφευθής αυτήν την γητεύτρα σημαίνει να ζήσεις μέσα σε έναν μαγικό και ευμετάβλητο κόσμο» και αναφέρει ένα απόσπασμα από τις επιστολές του Κάτωνος :

Πόσο χιμαιρική είναι η ανθρώπινη φύσις! Οι μεγαλύτερες ηδονές είναι οι επερχόμενες, και δια αυτό δεν έρχονται ποτέ. Η ικανοποίησις του δεν δύναται να είναι πλήρης, διότι τα υψηλώτερα αντικείμενά της είναι μονίμως μέλλοντα· κι όμως είναι τα πλέον τέλεια επειδή είναι μέλλοντα. Η υψηλωτέρα μας ευχαρίστησις είναι από εκείνα που δεν είναι: η ηδονή μας είναι εξαπάτησις· και η μόνη πραγματική ευτυχία που έχομε προέρχεται από μη οντότητες. […] Όταν λέγωμε, αν μάς συμβή αυτό, θα ήμασταν άνετα· μπορούμε μόνον να εννοώμε ή οφειλομε μόνον να εννοώμε, ότι θα ήμασταν πλειό άνετα από ό, τι είμαστε: και σ’αυτό συνήθως σφάλομε· επειδή νέα αποκτήματα φέρουν νέες ανάγκες· και οι φανταστικές ανάγκες είναι τόσο έντονες όσο οι πραγματικές. Ουτωσί η επιθυμία και ο βίος έχουν το αυτό τέλος, και μόνον ο θάνατος μπορεί να παγώση τις ορέξεις. [2]

Πόσο αστείο είναι όταν η πολιτική αποφασίζει με την επανάσταση και την δημοκρατία να πραγματώσει τ’ανθρώπινα όνειρα! Μάλιστα με την «φαντασία στην εξουσία»! Όταν πάλι εξυμνείται η τεχνική ως υποκατάστατο της θεότητας τι διαφορά έχει από τον πρωτόγονο που λατρεύει το αεροπλάνο που φέρνει αγαθά στο νησί του;

Αν ο άνθρωπος επιθυμεί το οφείλει στην φαντασία· αν έχει μέλλον, επίσης. Αν απογοητεύεται είναι ακριβώς επειδή η φαντασία δεν μπορεί ποτέ να ταυτισθή απόλυτα με την πραγματικότητα. Μην αναγνωρίζοντας την φαντασία, ο ίδιος είναι ένα έρμαιο του χρόνου. Μπορεί να αγαπώ ένα ρόδο λόγω της ομορφιάς του αλλά όταν το αγγίξω και πληγωθώ από τα αγκάθια του μπορεί να δυσαρεστηθώ. Αντίθετα στην απαθή, αδιάφορη αναπαράσταση του ρόδου, αγάπη και μίσος συνυπάρχουν ταυτόχρονα. Φυσικά ο λόγος που δεν θα μισήσω το ρόδο ή θα προσέξω όταν το πιάσω είναι επειδή υπάρχει η φανταστική άχρονη αναπαράσταση. Ή ας δούμε ένα άλλο παράδειγμα: η απόδοση της πτώσης της πολιτείας στην θεϊκή τιμωρία, δεν διαστρεβλώνει την πραγματικότητα (η ήττα επιβεβαιούται όπως επίσης το ότι η πολιτεία είχε εσωτερικά προβλήματα), δεν αμφισβητεί την θεότητα και η κοινότητα μπορεί να συνεχίσει να διαβίοι υπό τον νέο κυρίαρχο χωρίς να κάνει παρακινδυνευμένες κινήσεις που θα κόστιζαν την υπόστασή της. Ας το συγκρίνουμε αυτό με τις κομματικές διαμάχες: όταν χάσει το ένα κόμμα, δεν δέχεται ότι έχασε από λάθος αλλά αποδίδει την ήττα αποκλειστικά σε κάποια πονηριά του άλλου (διαστρεβλώνει την πραγματικότητα), αμφισβητεί το ίδιο το πολίτευμα βάσει του οποίου θα πάει στις επόμενες εκλογές και φυσικά με τέτοια μυαλά διακινδυνεύει και μία νέα ήττα. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτά τα κόμματα είναι εκείνα που ταυτίζονται με το πολίτευμα τα πιο «δημοκρατικά» και θεωρούν ότι δεν είναι δυνατόν να ηττηθούν. Στην πρώτη περίπτωση η αμφισημία του Θεού ως κάτι που μπορεί να με ευνοήσει ή να με βλάψει εξίσου εγγυάται την συνέχεια της κοινότητας ενώ στην δεύτερη η ταύτιση του πολιτεύματος με τα συμφέροντα του κόμματος το οδηγεί στην απώλεια της σχέσης με την πραγματικότητα. Το βλέπουμε όταν όσοι θεωρούν εαυτούς εκφραστές του «ορθού» είναι και εκείνοι που αποτρελαίνονται όταν διαψευσθούν από την πραγματικότητα. Πώς θα παρήκμαζαν άλλωστε οι κυρίαρχοι αν απ’ ένα σημείο και μετά δεν ταύτιζαν την πραγματικότητα με τα συμφέροντά τους; Για τον ίδιο λόγο λαοί που θεωρούν ότι πάντοτε «προδίδονται» δεν ισχυροποιούνται πότε και επαναλαμβάνουν τα σφάλματά τους. Ο χειραφετημένος άνθρωπος τελικά δεν είναι όπως τον παρουσιάζουν, ένας ανεξάρτητος δρών εαυτός αλλά ένα παθητικό, ψυχολογικό υποκείμενο που άγεται και φέρεται από τα καπρίτσια του κόσμου. Δεν έχει έναν εαυτό, αλλά μύριες ψυχολογικές διαθέσεις, όσες και τα γεγονότα που τον τυχαίνουν.

Όπως όμως και νάχει, η φαντασία δεν εγκαταλείπει ποτέ τον άνθρωπο ακόμη και στην εποχή της απομάγευσης. Σε μία χρηματοπιστωτική οικονομία θα δούμε να εμφανίζεται ο εξωτισμός και η φυγή σε φανταστικούς κόσμους. Το χρήμα εμφανίζεται με την δυνατότητα να γίνει δυνητικά τα πάντα. Αυτό ακριβώς όμως δημιουργεί έναν κόσμο που τα πάντα είναι δυνατά, όπου η φαντασία κάνει την είσοδό της. Αν ο εικονοκλάστης Karl Marx βλέπει ως κακό τον φετιχιστικό χαρακτήρα του εμπορεύματος, ο Georg Simmel βλέπει την ίδια την λειτουργία της κοινωνίας. Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι δυνατές χάρη σε μορφές παιχνιδιού [Spielformen] που ονομάζει κοινωνικότητα [Geselligkeit]. Η φαντασία είναι η ανταλλακτική αξία που κάνει δυνατή την κοινωνία. Αν ένας εικονοκλάστης λέει: «ιδού η κοινωνία δεν διαλύθηκε όπως έκραζαν οι συντηρητικοί» είναι γιατί ακόμη και το πιο χαζό καταναλωτικό αγαθό παραχθέν μαζικά υπακούει, προκειμένου να παραχθή μαζικά, σε έναν τύπο. Άλλωστε τι είναι η μόδα από εφήμερες λατρείες; Σίγουρα δεν έχει την ισχύ του ιερού, αλλά αυτό οφείλεται στον εφήμερο χαρακτήρα της μόδας. Η λειτουργία της όμως ως religio, κοινωνικό δεσμό μέσω μιας ευλαβούς  πρακτικής είναι η ίδια παρά τον ελαφρύ και επιπόλαιο χαρακτήρα της.  Η θρησκεία δεν είναι ιδιωτικό φαινόμενο όπως θέλουν οι εικονοκλάστες. Όπως η μόδα για τον Simmel προστατεύει την προσωπικότητα αποκρύβοντάς την από το κοινό δημιουργώντας ταυτόχρονα έναν κώδικα επικοινωνίας, έτσι και η αμφισημία του θρησκευτικού συμβόλου παντρεύει το ατομικό με το γενικό και λειτουργεί ως κόμβος για τα μέλη της κοινότητας.

3. Η ριζική φαντασία

Ας μιλήσουμε όμως για την ριζική φαντασία. Η καταφυγή σε έναν φανταστικό κόσμο δεν οφείλεται απλώς στην αποφυγή των δεινών του πραγματικού κόσμου ή την διασκέδαση της ανίας μας ή δεν είναι τέλος πάντων μια απώθηση, αλλά σε κάτι πιο θεμελιώδες: την υπέρβαση του θανάτου. Σε αυτό βασίζεται λίγο πολύ κάθε άλλη αιτιολόγηση. Ο ανθρώπινος βίος είναι επίκηρος, φθαρτός. Η ζωή είναι το αντίθετο της φθοράς. Η ζωή θέλει να υπερβεί τα χρονικά και τοπικά όρια του βίου.  

Ο Gilbert Durand στο βιβλίο του Les structures anthropologiques de limaginaire [Paris, 1969]―Oι ανθρωπολογικές δομές του φαντασιακού, χρησιμοποιεί μαζί με τον δάσκαλό του Gaston Bachelard τον όρο του Novalis, υπερβασιακό φανταστικό. Όπως έγραφε ο T.S. Eliot στο δοκίμιο του Tradition & Individual Talent, ο ποιητής δεν εκφράζει κάποια «προσωπικότητα» στο έργο, αλλά ένα συγκεκριμένο μέσο. Καμία δραματικότητα δεν θα πετύχει ο ποιητής ακόμη και αν έχει ζήσει τις συγκλονιστικότερες εμπειρίες αν δεν συναρμόσει θετικά και αρνητικά συναισθήματα. Το να γράψεις «αχ πώς πονώ!» ή «πώς χαίρομαι!» δεν προκαλεί κανένα συναίσθημα. Η ψυχική διάθεση είναι μες στο χρόνο και για να δείξεις τον χρόνο (το συναίσθημα) πρέπει να βρεθής έξω από αυτόν εκεί που συνυπάρχουν οι χρονικές στιγμές (τα συναισθήματα). Τελικά το έργο μέσω της τεχνικής του είναι για τον ποιητή μία απόδραση από το συναίσθημα και την προσωπικότητά του. Φυσικά, συμπληρώνει ο Έλιοτ δηκτικά, μόνον εκείνοι που έχουν συναισθήματα και προσωπικότητα ξέρουν τι σημαίνει να θέλεις να ξεφύγεις από αυτά. Ο ίδιος ο Durand μας δίδει μια σωρεία περιπτώσεων καλλιτεχνών που η παραγωγή τους δεν έχει σχέση, αν δεν είναι και αντίθετη προς τον βίο αυτών. Κάπως έτσι αντικρούεται όλη εκείνη η χυδαία ψυχολογική προσέγγιση που θέλει την τέχνη δημιούργημα κάποιου ανώμαλου, προβληματικού ατόμου που «εξυψοί», «εξιδανικεύει» τα δικά του συμφέροντα και ορμές. Είναι ακριβώς ο αρνητικός χαρακτήρ της φαντασίας που δίδει και την κοινωνική, καθολική επίδραση της τέχνης. Η τέχνη δεν είναι κοινωνική επειδή προσφέρει κάποια κοινωνική ωφέλεια αλλά επειδή είναι άρνηση της οποιαδήποτε ωφέλειας. Η φαντασία επηρεάζει την ιστορία επειδή είναι άρνηση της ιστορίας.

Όλοι οι εικονοκλάστες, προοδευτικοί, έγκλειστοι του εγκοσμίου όταν προσπαθούν να δικαιολογήσουν τις πολιτισμικές μεταβολές υποπίπτουν σε μία χυδαία βιολογική μεταφυσική. Δεν μπορούν να δικαιολογήσουν πώς έγινε κάποια μεταβολή. Όσο για το ερώτημα αν ο άνθρωπος κάνει την εποχή ή η εποχή το άνθρωπο, λύνεται με το ότι τον άνθρωπο και την εποχή την δημιουργεί ένα φαντασιάκο το οποίο όμως δεν ανήκει μήτε στον άνθρωπο μήτε στην εποχή. Αυτό θα εξηγήσουμε αμέσως παρακάτω. Οι ιδεαλιστικές θεωρήσεις της  ιστορίας συσχετίζουν την τέχνη και τα μνημεία της εποχής με τον βίο της κάθε εποχής. Σε αυτό άλλωστε βασίστηκε και η καλλιτεχνική επανάσταση κατά το τέλος του 19ου αι. που ήθελε τον καλλιτέχνη να εκφράζει την εποχή του και μέλημα του έπρεπε να είναι αυτό. Η ελευθερία του καλλιτέχνη θα δημιουργούσε το ύφος της εποχής ή όπως έλεγε η φράση των βιεννέζων της εποχής: Der Zeit ihre Kunst. Der Kunst ihre Freiheit. Είναι λίγο ασαφές αν η κοινωνία θα επηρεασθή από την τέχνη ή η τέχνη από την κοινωνία όπως συμβαίνει με αυτές τις ωραίες φράσεις. Την ίδια εποχή ο Max Weber εγκαινίασε μία ανάλυση σύμφωνα με την οποία οι αξίες ―ο θεός ας πούμε― μιας εποχής είναι υπεύθυνες για την δράση των ανθρώπων, και όχι απλώς τα μέσα παραγωγής, όπως ήθελε ο Marx. Η επιλογή των μέσων που είναι υπεύθυνα για την πλήρωση των ανθρωπίνων στόχων γίνεται στην βάση ενός νοητού πλαισίου, ενός δηλαδή φαντασιακού. Αυτή η «πραξεολογική» ή «φαινομενολογική» αντιμετώπιση της ιστορίας και της κοινωνίας στηρίζεται στον φίλο του, τον G. Simmel και γενικά στον νέο-καντιανισμό της εποχής που μιλεί για μία διαλεκτική ανάμεσα στις πολιτισμικές μορφές και την ανθρώπινη ζωή. Η ζωή θέλει να διαιωνισθή, αυτή είναι η φύση της, υπερβασιακή, και δημιουργεί μορφές (θεσμούς, τέχνη, τεχνολογία κτλ) τις οποίες όμως η ίδια κάποια στιγμή ξεπερνά αφήνοντάς τες παρωχημένες δημιουργώντας καινούργιες. Ο Simmel γράφει μέσα στο βιβλίο του Lebensanschauung: Vier Metaphysische Kapitel, Munich&Leipzig, 1918[3]:

Ο τρόπος υπάρξεως που δεν περιορίζει την πραγματικότητά της στην παρούσα στιγμή, ούτως θέτοντας παρελθόν και μέλλον στην επικράτεια του μη πραγματικού, είναι αυτό που ονομάζομε ζωή.

Αλλά ας δούμε τον μηχανισμό προς διαιώνιση της ζωής: Το σφάλμα στο οποίο υποπίπτει η ιδεαλιστική προσέγγιση είναι ότι δεν βλέπει ότι η φαντασία αντιτίθεται στην ζωή, καθώς η λειτουργία της ίδιας είναι να αρνηθή τον επίκηρο χαρακτήρα της.  Όταν βλέπουμε τις καθαρές μορφές τις ιταλικής αναγέννησης δεν σημαίνει ότι η ζωή στον δρόμο ήταν επίσης ειρηνική. Το αντίθετο. Η ζωή ήταν γεμάτη πολιτικές δολοπλοκίες, οδομαχίες συμμοριών και παράξενους έρωτες. Ο Durand μας δείχνει τις εικόνες των σπηλαίων με τα επίσης καθαρά περιγράμματα: αντιστοιχούν σε μία ζωή άθλια, σκληρή και σύντομη. Και τότε ακριβώς γεννάται η θρησκεία. Όχι γιατί ο άνθρωπος φοβόταν τα φυσικά φαινόμενα αλλά γιατί η ίδια η ζωή επιζητεί την διαιώνιση. Αντιθέτως αν πάμε στην τέχνη μιας όψιμης εποχής παρακμής, όπως η ελληνορωμαϊκή, η τέχνη είναι πιο δραματική, αγωνιώδης, επικεντρώνεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προσώπου χωρίς να εξιδανικεύει ακριβώς επειδή είναι μια εποχή μεγαλύτερης ειρήνης και ευμάρειας και επομένως ανίας. Η απονεκρωμένη ζωή επιζητεί την ζωτικότητα. Αντιστοίχως στην αυστηρή κοινωνία του Ισλάμ  αντιστοιχούν τα αραβουργήματα ενώ στην παρόμοια προτεσταντική της Ολλανδίας του 17ου αι. οι ζωγράφοι της σχολής του Delft. Η ρωμαϊκή Κωνσταντινούπολη δεν κατωκείτο από μία κοινωνία μυστικιστών αγίων αλλά από Ρωμαίους που πήγαιναν στα λουτρά και εμπορεύονταν ενώ δεν έλειπαν από την αυλή τα σεξουαλικά σκάνδαλα και οι μηχανορραφίες . Ο γαλήνιος Παντοκράτωρ συμβόλιζε την κοσμική τάξη που αντιπροσώπευε η αυτοκρατορία ως το “κατέχον”.  Όταν πάλι βλέπουμε την ρεαλιστική απεικόνιση της εργατικής ζωής στην Ευρώπη του τέλους του 19ου αι. αυτή δεν είναι η ζωή του καλλιτέχνη και των θεατών του έργου του αλλά ένα εξωτικό για αυτούς θέαμα όπως ο συγκαιρινός ιστορισμός ή οριενταλισμός.

Ο Durand μάς λέει ότι στο φαντασιακό πλαίσιο κάθε εποχής και κάθε κοινωνίας ενυπάρχουν ―επειδή ακριβώς είναι φανταστικές― δύο τάσεις: μία δεσπόζουσα και μία υποβόσκουσα που κυοφορείται μες στην πρώτη ως αντίθεση. Αυτή η δεύτερη είναι η δεσπόζουσα μιας άλλης εποχής. Θα έλεγα, ότι η δεσπόζουσα δημιουργεί την κοινωνική πραγματικότητα και η υποβόσκουσα είναι η φανταστική άρνηση αυτής της κοινωνικής πραγματικότητας. Καθώς μιλάμε για αντίθεση οι δύο τάσεις είναι συγκεκριμένες μέσα σε όλην την ανθρώπινη ιστορία: τις έχουμε ονομάσει «κλασικισμό» και «ρομαντισμό», ο Durand υιοθετεί τους όρους «καθεστώς της ημέρας» [régime diurne] και «καθεστώς της νυκτός» [régime nοcturne]. Το πρώτο είναι «άρρεν», ουράνιο, ποιούν, διακρίνει, ορίζεται αντιθετικά (το φώς ως αντίθεση στο σκότος), το δεύτερο, «θήλυ», χθόνιο, πάσχον, αναμιγνύει, ορίζεται συνθετικά. Είναι προφανές γιατί τα δύο αυτά δεν μπορούν να υπάρξουν απομονωμένα: χρειάζεσαι την διάκριση κατακορύφου (σχέσης προς ουρανό) και ορίζοντα (γης) για να φτιάξεις το σύμβολο του σταυρού, ή την διάκριση ηλίου και σελήνης για να φτιάξεις το σύμβολο της συναστρίας αστέρα και ημισελήνου. Το ίδιο το δημιουργό άρρεν στοιχειώνεται από δυνατότητες αναπαραστάσεων αντίθετες προς αυτό, δηλαδή θήλειες: της παρθένου, της μητρός, της μαγίσσης, της πόρνης, της αμαζόνος κτλ. (για αυτό και όταν βλέπουμε γυναικείες θεότητες κάθε άλλο παρά μητριαρχία σημαίνει). Για παράδειγμα, μπορούμε να δούμε το πέρασμα από την φυλή στην αυτοκρατορία μέσω της πολιτείας. Ο φυλέτης επιζητεί την ορθολογική οργάνωση που φέρνει την αυτοκρατορία, αλλά μέσα στο αυτοκρατορικό περιβάλλον εμφανίζεται το καθολικό, το παγκόσμιο, ως οργανισμός «αστροβιολογικός». Φυσικά η ιδέα του ανοιχτού σύμπαντος δεν είναι άσχετη προς αυτό. Μπορεί λοιπόν οι Έλληνες να αντετάχθησαν τους Πέρσες αλλά υπέκυψαν στους Μακεδόνες και τους Ρωμαίους που απετέλεσαν το όχημα του εξανατολισμού της Ευρώπης χωρίς το οποίο βέβαια δεν θα υπήρχε έδαφος για μία μυστικιστική θρησκεία όπως ο χριστιανισμός. Τόσο η εμπορική ανάπτυξη όσο και η φιλοσοφία που ανέπτυξαν καλούσε την δομή στην οποία τελικά οι πόλεις-κράτη υπετάχθησαν. Ο απέριττος νεοκλασικισμός των αρχών του 18ου αι. από την άλλην εμφανίζεται την εποχή της χρηματιστηριακής μαγείας και τρέλας για να προτείνει το ύφος της αυστηρής ρεπούμπλικας προς στο τέλος του ίδιου αιώνα. Παρομοίως μπορούμε να δούμε ότι αυτό που λέει ο Schumpeter ότι η ανάπτυξη του καπιταλισμού βασίζεται στην οικογενειακή επιχείρηση, σημαίνει ότι κληρονομείται από την πολεμική αριστοκρατία το φαντασιακό του οίκου που σχηματίστηκε κατά την προηγουμένη περίοδο. Θα μπορούσα να συμπληρώσω στην ανάλυση του Durand ότι η ίδια η απομάγευση του Weber είναι μια έκφραση της περιπέτειας του φανταστικού.

Από τα παραπάνω είναι δυνατόν να καταλάβουμε γιατί οι μούσες και οι νεκρές ερωμένες που αποτυπώνει η τέχνη γίνονται τα πρότυπα των γυναικών που θα αναζητήσουν οι επόμενες γενεές, γιατί τα άχρηστα μνημεία που συνήθιζαν να υψώνουν οι ηγεμόνες εγγυώνται την συνέχεια της κοινωνίας και η 100% ωφελιμιστική κοινωνία  που ονειρεύονται οι ουτοπιστές της προόδου θα σήμαινε και τέλος της, γιατί το κόστος ενός αγαθού δεν αγοράζει μόνον μίαν υπηρεσία που ικανοποιεί μίαν ανάγκη αλλά είναι η απώλεια που ορίζει την φανταστική αξία του, γιατί μια κοινωνική ομάδα υπακούει σε ένα σχήμα και τα μέλη πρέπει να θυσιάσουν κάτι από τον εαυτό τους για συμμετάσχουν σε αυτήν, γιατί ο μοναχός της ερήμου δεν είναι μόνος και είναι μακάριοι οι αλαφροΐσκιωτοι, και πολλές άλλες εκφάνσεις άσχετες μεταξύ αυτών του ανθρώπινου βίου.

 

[1]J.G.A.POCOCK, The Machiavellian Moment: Florentine Political Thought and the Atlantic Republican Tradition, Princeton University Press, 1975.

[2] John TRENCHARD & Thomas GORDON, Cato’s Letters, II.40. Saturday, Aug. 5, 1721

[3] μτφ. στα αγγλικά από τον D.N.Levine ως The Transcendent Character of Life στη συλλογή κειμένων Georg SIMMEL, Individuality&Social Forms, Chicago&London 1971