Γ.Α. Σιβρίδης: άσμα β΄

 I

(The Three Ravens)

 Τρία κοράκια κάθονταν    στν κλώνο π νος δέντρου·
σαν μαῦρα κατάμαυρα    σὰν σβολο φρυγμένα.

Κ’ἐρώτησεν νξ ατν    τν μαρο σύντροφό του:
«Πο σήμερα θα πάρωμε    τ πρωινό μας γεμα;»

»’Κεσε σπόμακρη χλωρὴ    πεδιάδα νας ππότης
’ποκάτω στν σπίδα του    κεῖται κατασφαγμένος·
 
μὰ τ σκυλιά του κάθονται    στ βάση τν ποδιν του
στε καλὸν τν Κύρη τους    χουσι φυλαγμένο.
 
Κ’οἱ ἀετοί του ὁλόγυρα πετον    μ’ σβεστη καρτερία
καὶ ἔτσι οδέν πετειν τολμ    ν τόνε πλησιάσῃ.
 
Κεῖ στν λειμῶναν  ρχεται    τώρα μι’ ρι’ λαφίνα
γγαστρωμένη μ μικρ    σον λλο δν πάῃ.»
 
Σήκωσε τν αμόφυρτη    π χαμα κεφαλή του
κα τς πληγές του φίλησε    πο πορφυρόχροες σαν·
 
πὰ στν σπρη άχη της     φορτώθη τ κορμί του,
κα μόνη τ κουβάλησε    σ χωματένια βάλτα.
 
Τὤθαψε κεῖ πριχο φαν    πρώτη αγ κα μέχρι
τν ρα τν σπερινῶν    εχ’ ποθάνει κ’ δια.
 
Ἔτσι τν κάθ’ εγενικὸν    Θειός καπότε στέλνει:
Τέτοιους ἀετοὺς τέτοια σκυλιά,   κα μι’ ρωμένη τέτοια.

 

 

(Φίλαι)

DARLEY  ATHERTON WOLF
LOST THEIR LIVES
IN THE SOUDAN
KILLED IN ACTION
OR
DIED FROM DISEASE

                                                «Τὰ ὀνόματά μας βρίσκονται
ἐγχάρακτα στὴν πέτρα τῆς Συήνης
στοὺς τοίχους τοῦ τεμένους τούτου
                                                μὲ τοὺς ἀνήλατους θεούς!
                                                Ταξιδευτή, θαμὼν ἀποικιακῶν θερέτρων,

ἐὰν ἔλθῃς στὸ κραταιὸ     τοῦτο σύνορο τὸ καταμεσήμερο,
ὁπόταν καὶ ὁ πανδερκής      ἥλιος σβήνῃ
πᾶσα χάραξιν στο δροσερό του ἥσκιο,    μέμνησο ἡμῶν.
Ἔνθε τὰ σώματά μας     μὴ ζητῇς. Χωστά
σαὕτη τὴ νησῖδα    δὲν εἶναι·   ἀλλὰ σκόρπια
κεῖσε ὑπὸ τὶς χρυσοῦς    ἄμμους μαζί
μὲ θραύσματα, σάρματα,     περιττώματα,   σὲ Μερόη, Xαρτοὺμ,
ἀφρόντιστα σκύβαλα    ἐκείθεν τῆς πατρίδος.

Θυμήσου ὅτι ἥμασταν κάποτε νέοι καὶ δυνατοί
σὰν καὶ σὲ : ὅτ’ εἴχαμε δειλινὰ στο Chelsea, τσάι
στὴν Saint James Street καὶ ποτὰ  καὶ καπνὸ στὸ Soho εἴχαμε
τῆς Ἴσιδος τοὺς μαστούς, στὸ Hôtel d’Alexandrie.»

 

II

(The Twa Corbies)

λόμονος περπάταα ὅτ’ ἀφηγκράσθην
δυὸ κόρακες νὰ γρύζουν ὁ ἕνας τἄλλου
κρώζοντας «ἔχεις τί γιὰ δεῖπνο ὑπ’ὄψει;»
«Πίσω ἀπ’τὴν χλωρὴ αἱμασσιά κεικάτου
κεῖται, νιώθω, ἕνας πρόσφατος ἱππέας
Π’οὐδεὶς τὸ ξεύρει, ἐξόν ὁ ἀετός του
τὸ λαγωνικό του, ἡ κυρά του ἡ ὡραία.
Ἔφυγ’ ὁ σκύλος του, στὴ θήρα πῆγε
κ’ὁ ἀετός του οἴκαδε νὰ πάῃ τὴ λεία·
κ’ἡ κυρά του ἄλλον ἐραστήν ἐπῆρε.
Θὰ γλυκοφᾶμε σὰν τἀγρίμια τἆλλα.
Ἐκεῖ ποὺ τοῦ λαιμοῦ τὸ κόκαλο εἶναι
κάτσε, κἀγὼ τσιμπολογῶ τὰ μάτια·
καὶ μὲ δεμάτι ἀπ’τὴ χρυσῆ του κόμη
θὰ φτειάξωμε την ἀσκεπὴ φωλιά μας.
Θὰ θρηνήσουν πολλοί γιὰ αὐτόν ἀκόμη,
μὰ οὐδεὶς θὰ ξεύρῃ ποῦ ὁ ἄμοιρος ἐχάθη
’Σ τἀργά του ὀστᾶ καθώς θὰ γυμνωθῶσι
Ὁ ἄνεμος κεῖ για πάντα θὰ φυσάῃ.»