Georg Simmel: Περί πορνείας [Φιλοσοφία του Χρήματος, 1907]
Μόνον οι ανταλλαγές επί χρήμασι έχουν το χαρακτήρα μιας καθαρώς στιγμιαίας σχέσης που δεν αφήνει ίχνη, όπως στην περίπτωση της πορνείας. Η χρηματική προσφορά σ’ αποδεσμεύει πλήρως από τη δεσμευτική σχέση, σ’ επιτρέπει να τακτοποιηθής πολύ πιο ουσιαστικά εν συγκρίσει με την προσφορά οιουδήποτε αντικειμένου στο οποίο παραμένει κανείς εύκολα εξαρτημένος από το περιεχόμενό του, την επιλογή του και τη χρήση του, και το οποίο αποπνέει την μυρωδιά του προσώπου που κάνει την προσφορά. Μόνο το χρήμα είναι το κατάλληλο ισοδύναμο στη στιγμιαία κορύφωση και την εξίσου στιγμιαία ικανοποίηση του πόθου που εξυπηρετείται από τις πόρνες, καθώς το χρήμα κατ’ αρχήν δεν εγκαθιδρύει δεσμούς, είναι πάντα πρόχειρο, και πάντα ευπρόσδεκτο.
Το χρήμα δεν είναι ποτέ ένα κατάλληλο μέσο για διανθρώπινες σχέσεις που απαιτούν κάποια διάρκεια και ακεραιότητα —δέτε για παράδειγμα μίαν ερωτική σχέση, όσο σύντομα καν τούτη διακοπή. Στην περίπτωση της πορνείας αντιθέτως, καθώς πρόκειται για αγοραία ηδονή, που απορρίπτει οιανδήποτε συνέχιση της σχέσης πέρα από την αισθησιακή ικανοποίηση, τούτο το ίδιο το χρήμα, όπως, άπαξ και προσφερθή, αποκόπτεται εντελώς από την προσωπικότητα και διακόπτει ριζικά με κάθε είδους συνέπεια, προσφέρει την παροχή την πλέον τέλεια, τόσο πραγματικά όσο και συμβολικά· πληρώνοντας σε χρήμα, τελειώνεις ριζικώς με τα πάντα, όπως ακριβώς με την πόρνη μετά από την ικανοποίηση.
Στην πορνεία η σχέση μεταξύ των φύλων, αναγόμενη, δίχως άλλο, στην αισθησιακή πράξη, βρίσκεται υποβιβασμένη στο καθαρό της γενικό περιεχόμενο· συνίσταται σε κείνο που κάθε δείγμα του είδους μπορεί να αισθανθή, σε κείνο που επιτρέπει την συνάντηση αντιθέτων κατά τ’άλλα προσωπικοτήτων και την απώλεια κάθε ατομικής διαφοράς. Επομένως, το χρήμα είναι το οικονομικό αντίβαρο αυτού του είδους σχέσης αφού το ίδιο αναπαριστά εξίσου τον γενικό τύπο των οικονομικών αξιών, κείνο που είναι κοινό σε κάθε ιδιαίτερη αξία. Ομοίως η ουσία του χρήματος μοιάζει με την ουσία της πορνείας. Η αδιαφορία με την οποία δανείζει εαυτόν σε κάθε χρήση, η απιστία με την οποία αποκόπτεται από κάθε υποκείμενο, καθώς στην ουσία δεν δένεται με κανέναν, η αντικειμενικότης που, αποκλείοντας κάθε εγκάρδιο σχέση, τ’ αποδίδει την ποιότητα του καθαρού μέσου —όλα τούτα θεμελιώνουν μίαν μοιραία αναλογία μεταξύ του χρήματος και της πορνείας. Αν ο Kant θέτη ως ηθική προστακτική να μην χρησιμοποιήται ποτέ ο άνθρωπος ως απλό μέσο, αλλά να αναγνωρίζεται ο ίδιος, την ίδια στιγμή και κάθε στιγμή, ως τέλος καθ’ αυτόν, και, συνεπείᾳ αυτού, τέτοια να είναι η μεταχείρισή του —η πορνεία μαρτυρεί μίαν συμπεριφορά εντελώς αντίθετη και για τις δύο εμπεπλεκόμενες πλευρές. Έτσι, από όλες τις διανθρώπινες σχέσεις, είναι αυτή η πιο χαρακτηριστική περίπτωση της αμοιβαίας υποβίβασής των μετόχων στην τάξη του απλού μέσου· και εκεί κείται αδιαμφισβήτητα ο παράγων ο πιο ισχυρός, ο πιο βαθύς που συσχετίζει τόσο στενά την πορνεία με την χρηματική οικονομία, τούτην την οικονομία την εξοπλισμένη με «μέσα» με την πιο αυστηρή έννοια του όρου.
Ιδού πώς ο τρομερός εξευτελισμός της πορνείας ευρίσκει μέσα στο χρηματικό του ισοδύναμο την πιο καθαρή έκφραση. Το ναδίρ της ανθρώπινης αξιοπρέπειας εγγίζεται όταν, για μία αμοιβή τόσο ανώνυμη, εξωτερική, αντικειμενική, μία γυναίκα προσφέρη ό, τι πιο οικείο και προσωπικό κατέχει, το οποίο δεν θάπρεπε να θυσιάζη πάρα για μιαν ορμή ατομική, αντιπαρασχομένη από μία δωρεά όχι λιγότερο ατομική του ανδρός —όσο διαφορετικό μπορεί να είναι το νόημα αυτής της τελευταίας προς την δωρεά της γυναικός. Αισθανόμαστε εδώ την πληρέστερη και την πιο οδυνηρή ανισομέρεια μεταξύ παροχής και της αντιπαροχής της· ή μάλλον: ο εξευτελισμός της πορνείας βρίσκεται ακριβώς στο γεγονός ότι υποβιβάζει την κτήση την πλέον προσωπική, την πλέον φυλαγμένη της γυναικός, σε ένα τέτοιο σημείο που η αξία η πλέον ουδέτερη και η πλέον ανώνυμη γίνεται το αντίστοιχο ισοδύναμό της. Τούτου λεχθέντος, ο ορισμός της πορνείας από την χρηματική αμοιβή προσκρούει σε κάποιες αντίθετες θεωρήσεις, που θα αναπτύξουμε για να διασαφηνίσουμε τούτην την σημασία του χρήματος.
Ο χαρακτήρας ο εντελώς προσωπικός, ο στενά ατομικός που η σεξουαλική δωρεά της γυναικός υποτίθεται πως ενδύεται, ουδόλως φαίνεται να συμφωνή με το γεγονός που υπογραμμίσαμε παραπάνω: ήτοι, ότι η αισθητηριακή σχέση μεταξύ των φύλων είναι καθαρώς γενικής φύσης, κοινή σε εμάς και το ζωικό βασίλειο, όπου χάνεται κάθε προσωπικότης, κάθε πραγματική εσωτερικότης. Εάν οι άνδρες έχουν την τάση να μιλούν περί γυναικών στον «πληθυντικό», να τις βάζουν στον ίδιο σάκκο για να τις κρίνουν εν συνόλῳ, ένας από τους λόγους είναι σίγουρα ο παρακάτω: εκείνο που κυρίως ενδιαφέρει τους άνδρες στις γυναίκες, και δη τους πλέον χοντροκομμένους, είναι κείνο που έχουν όλες κοινό, από την μοδίστρα μέχρι την πριγκήπισσα. Φαίνεται λοιπόν αδύνατο να αποδώσουμε μίαν προσωπική αξία σε αυτή τη λειτουργία· και οι λοιπές λειτουργίες έχουν την ίδια γενικότητα: η βρώσις και η πόσις, οι φυσιολογικές λειτουργίες, ηδέ οι ψυχολογικές, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης όπως επίσης και οι λειτουργίες οι τυπικά λογικές, ουδέποτε σχετίζονται κατά μεμονωμένο τρόπο με την προσωπικότητα ως τέτοια, και ουδέποτε κανείς θα θεωρήση πως οιοσδήποτε, ασκώντας ή παρουσιάζοντας αυτό που έχει αδιακρίτως κοινό με τον καθένα, εκφράζει ή εκλύει κάτι ως το πλέον οικείο, ουσιώδες και ολικό. Επομένως την σεξουαλική δωρεά της γυναικός, αδιαμφισβήτητα, συνέχει μια ανωμαλία: τούτην την πράξη την εντελώς γενική, ταυτόσημη σε όλα τα στρώματα της ανθρωπότητας, στην πραγματικότητα την νιώθει εξίσου —από την μεριά της εν πάσῃ περιπτώσει— ως μια πράξη εξόχως προσωπική, που εμπλέκει την εσωτερικότητά της. Μία εξήγηση θα ήταν ότι οι γυναίκες είναι βυθισμένες πλειότερο στο είδος απ’ ό, τι οι άνδρες, καθώς τοούτοι γνωρίζουν μια διαφοροποίηση και μίαν πλέον ανεπτυγμένη εξατομίκευση. Κατ’ αρχάς, θα προέκυπτε εξ αυτού ότι το γενικό στοιχείο και το προσωπικό στοιχείο συμπίπτει καλύτερα στις γυναίκες. Εάν είναι αλήθεια ότι οι γυναίκες σχετίζονται κατά στενότερα και εντονώτερα από τους άνδρες με το πρώτο και σκοτεινό θεμέλιο της Φύσεως, τότε το ουσιώδες της προσωπικότητάς τους είναι ακροβολισμένο, όσο στερεώτερα γίνεται, στις εξόχως φυσικές και καθολικές λειτουργίες που εξασφαλίζουν την ενότητα του είδους. Κατά δεύτερον, θα προέκυπτε ακόμη πως η ομοιογένεια του γυναικείου φύλου, χάριν της οποίας ὁ τι όλες οι γυναίκες έχουν κοινό διαχωρίζεται λιγότερο σαφώς από ὁ τι η καθεμιά είναι για τον εαυτό της —θα ώφειλε να αντικατοπτρίζεται κατά την μεγαλύτερη ομοιογένεια του ατομικού τους όντος. Η εμπειρία φαίνεται να επιβεβαιοί πως οι δυνάμεις, οι ποιότητες, οι ορμές οι πλέον ιδιαίτερες των γυναικών, ψυχολογικά, είναι αμέσως και στενώς συσχετισμένες μεταξύ αυτών από ό, τι στους άνδρες, των οποίων τα χαρακτηριστικά αναπτύσσονται με μεγαλύτερη αυτονομία, καθώς το γίγνεσθαι και το πεπρωμένο του καθενός εξ αυτών παραμένει αρκούντως ανεξάρτητο από το σύνολο των υπολοίπων. Η ουσία της γυναικός —κατά γενική ομολογία— επίζει πολύ περισσότερο υπό το σήμα του «όλα ή τίποτε», οι κλίσεις της και οι δραστηριότητές της είναι μάλλον συγκεχυμένες, η ολότης του όντος της εξυψούται ευκολώτερο από ένα σημείο από ό, τι στους άνδρες —συμπεριλαμβανομένων προδιαθέσεων, θελήσεων και σκέψεων. Εάν είναι έτσι, οφείλουμε να υποθέσουμε πως η γυναίκα, με την προσφορά αυτής της κεντρικής λειτουργίας, τούτου του τμήματος του εγώ της, δίδει όλο της το πρόσωπο με μεγαλύτερη πληρότητα, με λιγότερη επιφύλαξη από τον άνδρα, που ως πιο διαφοροποιημένος δεν το κάνει σε αυτή την ευκαιρία. Από τα αρκετά αθώα ακόμη στάδια της σχέσης ανδρός-γυναικός, επιβάλλεται ανάμεσα στους συντρόφους τούτη η ανισομέρεια των ρόλων· ακόμη και οι πρωτόγονοι λαοί κανονογράφουν με διαφορετικό τρόπο τις αποζημιώσεις που ο αρραβωνιαστικός ή η αρραβωνιαστικιά πρέπει να καταθέσουν στην περίπτωση μη-αμοιβαίας διακοπής των αρραβώνων· έτσι στους Bakaks, εκείνη οφείλει να καταβάλει πέντε φλορίνια και εκείνος δέκα, στους κατοίκους του Bankulen, ο αρραβωνιαστικός που δεν εσεβάσθη το συμβόλαιο, σαράντα φλορίνια, και η αρραβωνιαστικιά μονάχα δέκα. Το νόημα και τα αποτελέσματα που η κοινωνία αποδίδει στην αισθησιακή σχέση ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα, προϋποθέτουν πως αυτή η τελευταία οδηγεί στην συνδιαλλαγή όλο της το εγώ, μαζί με όλες της τις αξίες, ενώ ο πρώτος τίποτε περισσότερο από ένα μέρος της προσωπικότητάς του. Είναι προς τούτο είναι που το νεαρό κορίτσι, άπαξ και εκμαυλισθή, απολλύει την «τιμή» της, είναι προς τούτο το ότι η μοιχεία της γυναικός καταδικάζεται μάλλον βαρέως από εκείνη του ανδρός, του οποίου μοιάζει να παραδεχόμαστε ότι οι ευκαιριακές του ασωτίες, καθαρώς αισθησιακές, δύνανται τουλάχιστον να συνάδουν με την συζυγική πιστότητα ως προς το οικείο και το ουσιώδες της· είναι προς τούτο το ότι η πόρνη είναι ανεπανόρθωτα υποβαθμισμένη, ενώ ο έκφυλος πατέρας θα δύναται πάντα, χάριν των άλλων απόψεων της προσωπικότητάς του, να ερύσεται από τον βούρκο και να κατακτά την όποια κοινωνική θέση. Στην πράξη την καθαρά αισθησιακή που ορίζει την πορνεία, ο άνδρας δεν δεσμεύει παρά ένα ελάχιστο μέρος του εγώ του, η γυναίκα τουναντίον, ένα μέγιστο —όχι, βέβαια, κάθε φορά συγκεκριμένα, αλλά εν συνόλῳ· είναι ένας τύπος σχέσης που μας επιτρέπει να αντιληφθούμε την μαστροπεία όσο και τις πασίγνωστες συχνές περιπτώσεις λεσβιασμού ανάμεσα στις πόρνες: όπως ελκύουν από τις σχέσεις τους με τους άνδρες ένα τρομερό κενό και ένα τρομερό ανικανοποίητο, καθώς αυτοί δεν φέρουν σε αυτές την πλήρη και ακέραια ανθρωπότητά τους, αναζητούν ένα συμπλήρωμα διαμέσου σχέσεων που ενέχουν τουλάχιστον κάποιες ακόμη όψεις της ίδιας τούτης ανθρωπότητας. Έτσι λοιπόν, ούτε η ιδέα πως η γενετήσια πράξη είναι κάτι γενικό και ανώνυμο, μήτε το γεγονός, ιδωμένο εκ των έξω, ότι ο άνδρας συμμετέχει, όσο και η γυναίκα, δεν μπορεί να αναποδογυρίση την κατάσταση που προαναφέραμε: ήτοι, πως η συμμετοχή της γυναικός είναι απείρως πλέον προσωπική, ουσιαστική, ολική για την εμπλοκή του Εγώ από ό, τι του ανδρός, και πως επομένως το χρηματικό ισοδύναμο είναι το λιγότερο κατάλληλο, το πλέον αναντίστοιχο, που μπορεί κανείς να φαντασθή, και η προσφορά του χρήματος και η αποδοχή του αποτελούν τη χείριστη ταπείνωση της γυναικείας προσωπικότητας.
Ο εξευτελισμός από την πορνεία δεν στηρίζεται επίσης, ληφθείς καθ’αυτόν, στον πολύανδρο χαρακτήρα, δηλαδή στο γεγονός ότι η γυναίκα δίδεται σε πολλούς άνδρες· η πολυανδρία προκαλεί επίσης συχνά στις γυναίκες μία επικράτηση πολύ καθαρή, π.χ. στις Ινδίες, μέσα στην υψηλότερη σχετικά τάξη των Μαύρων. Ειπωμένο διαφορετικά, το μόνο πράγμα που έχει σημασία εδώ, δεν είναι ότι η πορνεία σημαίνει πολυανδρία, αλλά πολυγυνία. Παντού, αυτή υποτιμά ασυγκρίτως την ίδια την αξία της γυναικός: η γυναίκα χάνει την αξία της σπάνεως. Εξωτερικά, η πορνεία συναρμόζει πολυανδρία και πολυγυνία. Αλλά το συνεχές πλεονέκτημα εκείνου που δίδει το χρήμα υπέρ εκείνου που δίδει το εμπόρευμα, επισύρει το γεγονός ότι μόνη η πολυγυνία, που αποδίδει στον άνδρα επικράτηση, προσδιορίζει τον χαρακτήρα της πορνείας. Ακόμη σε μία περίσταση άσχετη με την πορνεία, οι γυναίκες βρίσκουν συνήθως δυσάρεστο και υποτιμητικό να λάβουν χρήματα από τη πλευρά των εραστών τους, ενώ συχνά, τούτη η εντύπωση δεν γίνεται αντιληπτή σε άλλα προσφερόμενα αντικείμενα· τουναντίον, θα είχαν, από τη μεριά τους, την ηδονή και την ικανοποίηση να δώσουν χρήματα στους εραστές τους· για τον Marlborough, έχει ειπωθή ότι η επιτυχία του με τις γυναίκες προερχόταν από το γεγονός ότι εδέχετο χρήματα από αυτές. Η στιγμιαία υπεροχή εκείνου που δίδει το χρήμα επί εκείνου που το λαμβάνει —υπεροχή που μεγεθύνεται στην τρομερότερη κοινωνική διαφορά στην περίπτωση της πορνείας— προκαλεί, σε αυτό το αντίθετο παράδειγμα, στη γυναίκα την ευχαρίστηση να βλέπη εξαρτώμενο αυτής τον άνδρα που η ίδια είχε συνηθίσει να τον βλέπη από χαμηλά.
Αλλά ιδού τώρα που βρισκόμαστε εμπρός σε ένα εκπληκτικό φαινόμενο: σε πολυάριθμους, πιο πρωτόγονους πολιτισμούς, η πορνεία ουδαμώς λαμβάνεται ως υποβαθμιστική ή υποτιμητική. Υπάρχουν αφηγήσεις πως άλλοτε στην Ασία οι κόρες όλων των τάξεων εξεπορνεύοντο για να αποκτήσουν το τίμημα της προικός τους ή ενός πρόσφορου στον θησαυρό του ναού, όπως ακούμε επίσης να λένε σήμερα για ορισμένες φυλές νέγρων όσον αφορά στο πρώτο. Τούτες οι κόρες, συμπεριλαμβανομένων συχνά και πριγκιπισσών, δεν χάνουν εν προκειμένω τίποτε από τη δημόσια εκτίμησή τους, και ο ακόλουθος συζυγικός τους βίος δεν υποφέρει από καμία προκατάληψη. Τούτη η άβυσσος προς τον τρόπο που εμείς νιώθουμε τα πράγματα, μάς λέει ότι οι δύο παράγοντες —σεξουαλική τιμή της γυναικός και χρήμα— βρίσκονται σε έναν συσχετισμό όλως δι’ όλου διαφορετικό. Εάν η περίπτωση της πορνείας αποτυπώνεται σε εμάς από μιαν αγεφύρωτη απόσταση ανάμεσα στις δύο αξίες και από την ολοκληρωτική έλλειψη ικανότητας σύγκρισης, τούτες οι αξίες δεν μπορούν να έλθουν εγγύς σε συνθήκες που γεννούν μίαν άλλη όψη της πορνείας. Τούτο μας ωθεί στον παραλληλισμό με το Wergeld, την χρηματική αποζημίωση για την ανθρωποκτονία. Μια υψηλότερη αξιολόγηση της ανθρώπινης ψυχής και η παράλληλη απαξίωση του χρήματος συναρμόζονται για να καταστήσουν το Wergeld αδύνατο. Η ίδια διεργασία διαφοροποίησης που αποδίδει στο άτομο την ιδιοσυχνότητά του και την σχετικά ασύγκριτη και δίχ’ αντισταθμίσματος θεώρηση του, κάνει το χρήμα και το πραγματικό του ισοδύναμό, τόσο αντιμαχόμενα, που η αδιαφορία και η αντικειμενικότης του το κάνουν το πλέον ακατάλληλο για να αντισταθμίση προσωπικές αξίες. Τούτη η δυσαναλογία μεταξύ εμπορεύματος και πληρωτέας τιμής, που δίδει στον πολιτισμό μας τον χαρακτήρα της πορνείας, δεν είναι η ίδια σε κοινωνίες λιγότερο εξελιγμένες,
Όταν οι περιηγητές αφηγούνται ότι σε πολλές πρωτόγονες φυλές οι γυναίκες παρουσιάζουν μια κτυπητή ομοιότητα στο σώμα και συχνά στη διάνοια με τους άνδρες, λείπει ακριβώς από αυτές η διαφοροποίηση που προκαλεί στις πιο πολιτισμένες γυναίκες, όσον αφορά τη σεξουαλική τους τιμή, μία αξία μη μετρήσιμη με το χρήμα, ακόμα κι όταν εμφανίζονται, μπρος στους άνδρες του ιδίου περιβάλλοντος, λιγότερο διαφοροποιημένες και πιο ριζωμένες στον γενικό τύπο. Η αξιολόγηση της πορνείας έχει την ίδια ακριβώς εξέλιξη που βλέπουμε στην περίπτωση της εκκλησιαστικής μετανοίας και της αποζημίωσης του αίματος: στις επιλεγόμενες πρωτόγονες εποχές, τον όλον του ανθρώπινου όντος, συμπεριλαμβανομένων των εσωτερικών αξιών, έχει έναν σχετικό χαρακτήρα ήκιστα ατομικό, ενῴ αντίθετα το χρήμα, ένεκα της σπάνεως του και της περιορισμένης χρήσης του, έναν σχετικό χαρακτήρα περισσότερο ατομικό. Η διαφορετική εξέλιξη που θα ακολουθήση, κάνει αδύνατη την μέτρηση της πρώτης με το δεύτερο, ή όταν υφίσταται μια τέτοια δυνατότης, όπως στην περίπτωση της πορνείας, τότε προκύπτει μια τρομερή απαξίωση της προσωπικότητας.
Στα μύχια της πορνείας επίσης, εμφανίζεται το γεγονός ότι το χρήμα, πέρα από μιαν ωρισμένη ποσότητα, δεν είναι ούτε ανάξιο μήτε ακατάλληλο να μετρήση τις ατομικές αξίες. Η αηδία της «καλής» σύγχρονης κοινωνίας έναντι της πόρνης αποτυπώνεται ακόμη καλύτερα στο ότι τούτη-δω εμφανίζεται πιο αξιοθρήνητη και πιο δυστυχισμένη· μετριάζεται με την αύξηση της τιμής που ζητείται από την πελατεία, μέχρι το σημείο που η τάδε ηθοποιός, που συντηρείται στα φανερά από έναν εκατομμυριούχο, φθάνει να γίνη δεκτή στα σαλόνια· ενώ τούτο το είδος γυναικός είναι πολύ περισσότερο vampirique και απατηλό, πολύ περισσότερο διεφθαρμένο από χιλιάδες κορίτσια του δρόμου. Υπάρχει εδώ ένα γενικό φαινόμενο: ότι κανείς αφήνει να ξεφύγουν οι μεγάλοι κλέφτες και κρεμάει τους μικρούς, ή ακόμη ότι κάθε σημαντική επίτευξη, όποιο και να είναι το πεδίο της ή το περιεχόμενό της, προκαλεί έναν κάποιο σεβασμό. Τούτου λεχθέντος, αυτό που απομένει ως ο μέγιστος και βαθύς λόγος, είναι ότι όταν η τιμή πώλησης εγγίζη ένα εξωφρενικό ύψος, το αντικείμενο της συνδιαλλαγής γλιτώνει από τον εξευτελισμό που απορρέει του γεγονότος ότι τίθεται προς πώληση. Ο Zola, σε μία περιγραφή της δευτέρας αυτοκρατορίας, θυμίζει την σύζυγο ενός υψηλόβαθμου προσώπου, την οποία μπορούσε κανείς να έχει στα φανερά για 100000 με 200000 φράγκα. Σε αυτό το επεισόδιο θεμελιωμένο σε ένα ιστορικό γεγονός, διηγείται κατ’ αρχάς ότι η συγκεκριμένη γυναίκα σύχναζε τους πιο διακεκριμένους κύκλους, και ακολούθως, πως όσοι ήσαν γνωστοί ως εραστές της επωφελούντο μιας εξαίρετης φήμης στην «κοινωνία». Η εταίρα που πωλείται σε υψηλή τιμή κερδίζει μιαν «αξία σπάνεως» —γιατί όχι μόνον τα σπάνια πράγματα εγγίζουν μιαν ανεβασμένη τιμή, αλλά και αντιστρόφως, τα πράγματα έχουν μιαν αξία σπάνεως όταν εγγίζουν μιαν ανεβασμένη τιμή για οιονδήποτε άλλο λόγο, ακόμη καν αυτός ήταν μία ιδιοτροπία της μόδας.
από το PHILOSOPHIE DES GELDES (1907), V : ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΚΟ ΙΣΟΔΥΝΑΜΟ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ
απόδοση από την γαλλική μετάφραση, Γ.Α.Σιβρίδης