Louis MacNeice: Λόγος μετά παρρησίας [1940]

Στὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος ὁ μόνος προσήκων
ὁρισμὸς εἶν’ τὸ τα‎ὐτολόγημα: ὁ ἄνδρας εἶν’ ἄνδρας
ἡ γυναῖκα, γυναῖκα, καὶ τὸ δένδρο, δένδρο,
ὀλισθηρά καὶ αὐτάρκη· εἴ τί που ἔστι.

Τὰ ὁποῖα ὁπόταν καθίστανται μεταξὺ ἀρχῆς καὶ τέλους
τρέπονται σ’ ἄλλα, λύονται οἱ οὐσίες αὐτῶν,
καὶ πτερυγίζουν παραλλάξ ―τὸ δένδρο γίνεται
ὁμιλῶν πύργος, καὶ μία γυναῖκα γίνεται κόσμος.

Καὶ τὰ λινεύεις, ἀλλ’ εἴτε τὸ νῆμα εἶναι λεπτό
ἢ ὁ βρόχος τόσο εὐρύς ἢ, τρίτον, τὸ ψάρι πεθαίνει
καὶ ἔτσι ὁ ἄνδρας ἕνεκα κακῆς κοινωνίας φθίνει πάλι
’ς ἁπλοῦν ἄνδρα ὑπὸ ἕναν ψιλὸ οὐρανό.

Μὰ τοὔνειρο ἦταν ὄνειρο καὶ δὴ ὁ ἔρως ἦταν ἔρως
καὶ ὅ τι συνέβη, συνέβη ―τὶ κἂν ὁ κριτὴς εἶπε
ἂν ἔπρεπε νὰ εἶν’ ἄλλως― καὶ ἡ μαρμαρυγὴ μαρμαίρει
κἀγὼ εἶμ’ αὐτός, παρότι εἶν’ οἱ νεκροί, νεκροί.

[Plain Speaking, ἀπόδοση: Γ.Α. Σιβρίδης]

 

εἴ τί που ἔστιν: ἂν κατὰ κάποιο τρόπο εἶναι δυνατό [catch as catch can]

λίνευσε: ἀλείευσε μὲ δίχτυ

ψιλό: γυμνωμένο