Saint-John Perse: Σημαφόροι [Amers]: Στροφή I, II, III, IV, V, VI

I

[…]

Ὀχυρωματικὴ ἀρχιτεκτονική. Σύμφυρτες ἐργασίες τῶν λιμένων. …Σᾶς παρακαλοῦμε, Μεσοθάλασσα καὶ σᾶς Γῆ τοῦ Ἄβελ! Οἱ παροχές ἐνεκρίθησαν, οἱ ὑπηρεσίες ἀντηλλάγησαν. Πρὸς ἀγγαρεία ἡ γῆ στὴν κρίση τῆς πέτρας.
Ἡ θάλασσα αἰνετὴ ἄνοιγε τοὺς πάγους της πράσινης ἰάσπιδος. Τὰ μαλακὰ ὕδατα ἔπλεναν τὶς σιωπηλὲς κρηπῖδες.
«Βρὲς τὸ χρυσό σου Ποιητὰ γιὰ τὸ δακτυλίδι τῶν ἀρραβώνων―καὶ τἀμαλγάματα γιὰ τοὺς κώδωνες, στὶς ὁδοὺς τῆς πλοήγησης.
Εἶναι θαλασσία αὔρα ’ς ὅλες τὶς πύλες καὶ θάλασσα στὴν ἄκρη ὅλων τῶν δρόμων, εἶναι θαλασσία αὔρα στὰ ἀξιώματά μας καὶ κατὰ τὴν γένεση τῶν νόμων μας.
Κανών δοσμένος μὲ τὴν πιὸ ὑψηλή πολυτέλεια: ἕνα σῶμα γυναικεῖο ―χρυσοῦς κανών― καὶ γιὰ τὴν Πόλη χωρίς ἐλεφαντοστᾶ, τὸ γυναίκειο σου ὄνομα, Πατρικία!»
Γιατί ἔχομε ἅπαντα ἐν μισθώσει, καὶ ἀρκεῖ ὥστε νὰ ἐφυαλώσωμε τὴν ὥρα στὶς κίτρινες ἁλύσους τῶν νεωρίων μας.
Ἡ θάλασσα στοὺς σπασμοὺς τῆς μέδουσας ὡδήγει, ὡδήγει τὶς χρυσές ἀντιφωνίες, μὲ μεγάλες φράσεις φεγγοβολοῦσες καὶ μεγάλες ἀγωνίες πράσινου πυρός.

[…]

Καὶ τὸ φεγγάρι στὴν κώμη τῶν μελαίνων πυθιῶν
Ἐξέθνισκε μὲ ὀξείς αὐλούς καὶ κλαγγές κασσιτέρου: «Βάσανε τῶν ἀνδρῶν, πυρά τοῦ βραδιοῦ! Ἑκατὸ θεοὶ βωβοὶ στὶς λίθινες τράπεζές των! Ἀλλὰ ἡ θάλασσα πάντα ὑπὸ τὶς οἰκογενειακές σας τράπεζες, καὶ ὅλο τοῦτο τἄρωμα φύκεος τῆς γυναικός, λιγότερο ἐξίτηλο τοῦ ἄρτου τῶν ἱερέων… Ἡ ἀνδρική σου καρδιά, ὦ ὁδοιπόρε, θὰ αὐλισθῇ τοῦτο τὸ βράδυ μὲ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ λιμανιοῦ, ὅπως λέβης πυρίφλεγος σὲ ξένη πρῴρα.»
Γνώμη  τοῦ Κυρίου τῶν Ἄστρων καὶ τῆς πλοήγησης.

II

«Μἀπεκάλεσαν Σκοτεινό, καὶ ἡ δημηγορία μου ἦταν περὶ θαλάσσης:
«Ἡ χρονιὰ περὶ ἧς ὁμιλῶ εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη Χρονιά· ἡ θάλασσα ποὺ ἐρωτῶ εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη Θάλασσα.
«Σέβας στὴν ὄχθη σου, μανία, ὦ Θάλασσα μεγίστη τοῦ ἱμέρου…
«Ἡ κατὰ γῆν ἕξις ἀθλία εἶναι, ἀλλὰ ὅμως ἡ περιουσία μου ἀπέραντος στὴν θάλασσα, καὶ ἡ ἐπικαρπία μου ἀνυπολόγιστος στὶς ὑπεράκτιες δέλτους.

«Κάποιο βράδυ εὔσπορο μὲ ἀργύρια λαμπυρίζοντα
«Μᾶς ἔχει στὴν ἄκρη τῶν μεγάλων Ὑδάτων ὅπως στὴν ἄκρη τοῦ ἄνδρου της ἡ Μολοχοφάγος,
«Ἐκείνην ποὺ οἱ παλαιοὶ Πλοηγοὶ μὲ χιτῶνες λευκῆς δορᾶς
«Καὶ οἱ μεγάλοι τυχοδιώκτες ποὺ φέρουν πανοπλίες καὶ ἔγγραφα, στὴν προσέγγιση τοῦ μαύρου βράχου ἱστορισμένου μὲ δαντελωτὰ περιλαίμια, συνηθίζουν νὰ προσαγορεύουν διὰ εὐσεβὴν κῶμο.

«Θὰ σᾶς ἀκολουθήσω, Λογιστές! Καὶ σᾶς, Κύριοι τῶν  ἀριθμῶν!
«Θεότητες κρύφιες κἀπατηλές,  δὲν εἶναι μᾶλλον ἀλλὰ κατὰ τὸν ὅρθρον ἡ θαλάσσιος πειρατεία;
«Οἱ θαλάσσιοι κερδοσκόποι διατρίβουν μὲ χαρμονή
«’Σ ἔκτοπες δοκήσεις: τὰ χωρία ἀνοίγονται, ἀρίθμητα στὶς κάθετες πυρές…
«Μᾶλλον τῆς Χρονιᾶς ποὺ καλεῖται ἡλιακὴ μὲ τὶς χίλιες της καὶ χιλιάδες
«ἑκατονταετίες ἀνοιχτή, ἡ σύμπασα Θάλασσα μὲ περιβάλλει…
«Καὶ ὁ ἄπατρις ἀστὴρ ὁδεύει στὰ ὕψη τοῦ πρασίνου Αἰώνος,
«Καὶ τὰ δίκαια μου στὶς θάλασσες εἶναι νὰ ὀνειρεύομαι γιὰ σᾶς τοῦτο τοὔνειρο τοῦ αἰσθητοῦ… Μἀπεκάλεσαν Σκοτεινὸ καὶ κατῴκουν τὴν ἀστραπή.

[…]

ΙΙΙ

[…]

Αἱ Τραγωδοὶ κατέφθασαν, κατηφορίζουσες τὰ καλντιρύμια. Συνεχρωτίσθησαν μὲ τοὺς ἄνδρες τοῦ λιμανιοῦ μὲ τὴν σκευὴ τῆς σκηνῆς. Διήνοιξαν τὸν δρόμο των ἕως τὸ θαλάσσιο κράσπεδο. Καὶ μὲς στὸ πλῆθος ἔσιαξαν τοὺς πελώριους ἀγροτικούς γοφούς των. «Ἰδοὺ οἱ βραχίονές μας, ἰδοὺ οἱ χείρες μας! Οἱ παλάμες μας βαμμένες σὰν τὰ στόματα, καὶ οἱ προσποιητὲς πληγές μας γιὰ τὸ δράμα!»
Συνέφυραν στὰ συμβάντα τῆς ἡμέρας τὶς πελώριες των διεσταλμένες κόρες καὶ τὰ φανταστικά των σαϊτόμορφα βλέφαρα. Στὴν διχάλα τῶν δακτύλων ἡ ἄδεια κόγχη τοῦ πάνυ μεγάλου προσωπείου των διάτρητη σκιῶν σὰν τὸ πλέγμα τοῦ κρυπτογράφου. «Ἄ! Εἴχαμε μάλα πιστέψει στο προσωπεῖο και το κείμενο!»
Κατέβησαν, μὲ τὶς ἀρσενικὲς φωνές των, τὶς ἠχηρές κλίμακες τοῦ λιμανιοῦ. Ἡγεμονεύουσες ἕως τὸ θαλάσσιο κράσπεδο τὶς ἀνακλάσεις των τῶν μεγάλων τοίχων καὶ τὰ λευκά των τοῦ ψιμυθίου. Καὶ νὰ λακπατήσουν τὸν αἰόλο λίθο μὲ τἀστέρια τῶν κλειτύων καὶ τῶν χηλῶν, ἰδοὺ ποὺ ἐπανεύρισκαν τὸ βηματισμὸ τῶν γέρικων λεαινῶν μὲ τὴν κυρτὴ ῥάχη στὴν ἔξοδο τῶν φωλεῶν…
«Ἄ! Προείπαμε μάλα τὸν ἄνθρωπο ἐπὶ τῆς πέτρας. Καὶ βαδίζομε ἐπιτέλους ἐπὶ σὲ, Θάλασσα θρυλικὴ τῶν πατέρων μας! Ἰδοὺ τὰ σώματά μας, ἰδοὺ τὰ στόματά μας! Τὰ μεγάλα μας μέτωπα μὲ τὸ διπλοῦν λοβὸ τῶν δαμαλιῶν, καὶ τὰ γόνατά μας ἐκμεμαγμένα σὲ σχῆμα μεταλλίου πάνυ μεγάλου μεγέθους. Θὰ ἀποδεχθῇς, Θάλασσα ὑποδειγματικὴ, τὰ νεφρὰ μας σημαδεμένα μὲ ῥαγάδες διὰ τὶς ὡριμάνσεις τοῦ δράματος; Ἰδοὺ τὰ Γοργόνεια στήθη μας, οἱ καρδιές μας λύκαινας κάτω τοῦ χιτῶνα, καὶ οἱ μαῦροι μας τιτθοὶ πρὸς τὸ πλῆθος, τροφοὶ ἑνὸς λαοῦ βασιλόπουλων. Ἔπρεπε ἡμεῖς, ὑψώνοντας τὸν θεατρικὸ χιτῶνα, στὴν ἱερὴ ἀσπίδα τῆς κοιλιᾶς νὰ ἐμφανίσωμε τὸ μαλλιαρὸ προσωπεῖο τοῦ φύλου,
Ὅπως στὴ πυγμὴ τοῦ ἥρωα, μὲ τὴν φασκία μαῦρων κρίνων πρὸς τὸ ἐξαγριωμένο ξίφος, τὴν κομμένη κεφαλὴ τῆς Ξένης ἢ τῆς Μαγίσσης;

[…]

IV

Οἱ Πατρικίες ἦσαν ἐπίσης στὰ δώματα, ἔβριθαν ἀγκὰς μαῦρα καλάμια:

« …Τὰ διαβασμένα χείλη μας, τὰ κλειστά μας ὀνείρατα, δὲν ἦσαν παρά τοῦτο; Ποῦ λοιπόν ἡ τύχη, ποῦ λοιπόν ἡ ἔξοδος ; Ποῦ ἦλθε τὸ πρᾶγμα γιὰ νὰ τὸ ἀπολέσωμε, καὶ τὸ κατῶφλι ποιό εἶναι ποὺ πατήσαμε ;
«Εὐγενεῖς, ψεύσατε. Καταγωγὴ, προδώσατε! Ὦ γέλως, χρυσοῦ γυπαετὲ ὑπὲρ τοὺς κεκαυμένους κήπους!.. ὁ ἄνεμος ἀνυψώνει στὰ κυνηγετικὰ Ἄλση τὸ νεκρὸ πτερὸ μεγάλου τινὸς ὀνόματος.
«Τὸ ῥόδο, ἕνα βράδυ, ἦταν δίχως ἄρωμα, ὁ εὐανάγνωστος τροχός στὶς δροσερὲς ῥωγμὲς τῆς πέτρας, καὶ ἡ λύπη ἄνοιξε τὸ στόμα της μέσα στὸ στόμα τῶν μαρμάρων. (Τελευταίος ᾄδων στὰ χρυσᾶ καφασωτά μας, τὸ Μέλαν ποὺ ματώνει τοὺς λεοντιδεῖς μας καὶ θὰ δώσῃ τοῦτο τὸ βράδυ τὸ πέταγμα στοὺς νεοσσοὺς τῆς Ἀσίας.)
[…]
«Μὲ τὶς σπινθοροβολοῦσες πέτρες μας καὶ τὰ νυχτερινά μας κοσμήματα, μόνες καὶ ἡμίγυμνες στὶς ἑορτινές μας ἐσθῆτες, προχωρήσαμε ἐπὶ τοὺς λευκοὺς κρημνοὺς στὴν θάλασσα. Ἐκεῖ γήινες, ἐρύουσες
«Τὴν ἔσχατη ἄμπελο τῶν ὀνείρων μας ἐπὶ τούτο τὸ αἰσθητὸ σημεῖο τῆς κοπῆς, στηριζόμασταν μὲ τοὺς ἀγκῶνες στὸ σύσκιο μάρμαρο τῆς θαλάσσης, ὅπως στὶς τράπεζες τοῦτες ἀπὸ χαλκήρη μαύρη λάβα ὅπου ῥέπουν τὰ σήματα.
«Στὸ κατῶφλι μιᾶς τόσο μεγάλης Τάξης ὅπου ὁ Τυφλὸς ἱερουργεῖ, καλύψαμε τὴν ὅψη τῶν ὀνείρων τῶν πατέρων μας. Κι ὅπως ἀπὸ χώρας μελλοντικῆς μπορεῖ κανείς νὰ θυμηθῇ,
«Μᾶς θύμισε τὸ γονικό μας τόπο ποὺ δὲν λάβαμε γέννηση, μᾶς θύμισε τὸ βασιλικὸ τόπο ποὺ δὲν λάβαμε τὴν ἀρχή,
«Καὶ εἶν’ ὰπὸ κεῖνου τοῦ καιροῦ ποὺ φοιτῶμε παρὰ τὶς ἑορτές, τὸ μέτωπο ὡσὰν ἐστεμμένο μὲ μαῦρα κουκουνάρια.»

[…]

V

Ῥῆσις ποὺ ἐποίησε ἡ Ποιητρίς:

«Πικρία, ὦ εὔνοια! Ποῦ καίει ἀκόμη τἄρωμα;… Μὲ θαμμένο τὸν σπόρο τῆς παπαρούνας, στρεφόμαστε τέλος κατὰ σέ, Θάλασσα ἄγρυπνε τοῦ ζῶντος. Καὶ μᾶς εἶσαι πρᾶγμα ἄγρυπνο καὶ δεινὸ ὡσὰν ἀνόσιος συνουσία ὑπὸ τὸ βῆλο. Καὶ τὴν λέγομε, τὴν εἴδαμε, τὴν Θάλασσα μὲ γυναῖκες περικαλλεστέρα τῆς δυστυχίας. Καὶ γνωρίζομε μᾶλλον σοῦ τὸ μέγα καὶ τὸ αἰνετό,
«Ὦ Θάλασσα ποὺ πορφύρεις στὰ ὁνείρατά μας ὡσὰν ἀμαύρωση δίχως τέλος καὶ ὡσὰν ἱερὰ μοχθηρία, ὦ σὺ ποὺ βαρύνεις στοὺς μεγάλους μας παιδικοὺς τοίχους καὶ τοὺς ἡλιακούς μας σὰν ἀκάθαρτο οἴδημα καὶ ὡσὰν θείο κακό!

[…]

«Ἀλλὰ σεῖς ποὺ εἶστε ἐδῶ, θεῖοι πανδοκεῖς τῆς στέγης καὶ τῶν ἡλιακῶν, Τύραννοι! Τύραννοι! κύριοι τοῦ μαστιγίου! ὦ κύριοι νὰ χορέψετε στὸ βῆμα τῶν ἀνδρῶν παρὰ τοῑς Μεγάλοις, καὶ κύριοι καθὄλην τὴν ἔκπληξη ― ὦ σεῖς ποὺ ἔχετε ψηλὰ τὴν κραυγὴ τῶν γυναικῶν τὴν νύχτα,
«Κάμετε κάποιο βράδυ νὰ σᾶς θυμηθοῦν ἐφ’ ὅλο τοῦτο τὸ σεμνό καὶ τὸ αἰσθητό ποὺ ἀνηλώθη ἐδῶ, καὶ τὸ ὁποῖο μᾶς εἶναι θαλάσσιο, καὶ μᾶς εἶναι ἀλλότριο,

«Μεταξὺ πάντων τῶν παρανόμων πραγμάτων κἀκείνων ποὺ παρέρχονται τῆν νόηση…

VI

Καὶ τούτη ἡ κόρη παρὰ τοῖς Ἱερεύσι:

«Προφητεῖες! Προφητεῖες! Χείλη πολύπλαγκτα στὶς θάλασσες, καὶ ὅλο τοῦτο ποὺ ἁλυσοδένει, ὕπο τἀφροῦ, τὴν φράση ποὺ γεννᾶται τὴν ὁποῖα αὐτὰ δὲν περαίνουν…

«Οἱ κόρες ποὺ κεῖνται στὸν βυθὸ τῶν Ἀκρωτηρίων λάζονται τὸ ἄγγελμα.  Ἂς τὶς κατασωπάσῃ τις ἐν ἡμῖν: θὰ εἴπουν καλύτερο τὸν θεό ποὺ πέμπουν… Κόρες ποὺ κεῖσθε στὸ ἄκρο τῶν Ἀκρωτηρίων ὅπως στὸν ῥυμὸ τῶν ἁρμάτων…

«Καὶ ἡ προπέτεια εἶναι ἐπὶ τῶν ὑδάτων. Καὶ ἡ Θάλασσα πλύνει στὴν πέτρα τὰ μάτια μας ποὺ καίουν ἀπὸ τἀλάτι. Καὶ ἐπὶ τῆς ἀφύλου πέτρας μεγαλώνουν τὰ μάτια τῆς Ξένης…

[…]

«“Πεινῶ, πεινῶ γιὰ σᾶς πράγματα ἀπόξενα” : ἔκραξε τὸ θαλασσοπούλι στὸ πιὸ ὑψηλό του ζευγάρωμα! Καὶ τὰ πράγματα ἔχουν πλειότερο νόημα ἐπὶ τῆς δασώδους γαίας… Διὰ μᾶς ἡ θαλασσία Ἤπειρος, διόλου ἡ ὑμεναία γῆ καὶ τὸ ἄρωμά της τῆς φάβας·  διὰ μᾶς ὁ ἐλεύθερος θαλάσσιος τόπος, ὄχι τούτη ἡ κλειτὺς τοῦ συνήθους ἀνθρώπου ἐνεστίων ἄστρων τυφλωμένου.
Καὶ εὐλογημένες Ἐκεῖνες ἅμα μὲ μᾶς ποὺ, στὶς ἀμμουδιὲς ἀμαυρωμένες μὲ φύκη ὅπως τὰ ἔρημα λασποκάλυβα, καὶ στὴν ἱερὰ ἀποφορὰ ποὺ ἀνεβαίνει ἀπὸ ἀπέραντα νερά ― ὅταν ἡ ἰπομοία τῶν ἄμμων ἀλλάζει στὸ κόκκινο τοῦ ὑακίνθου ― καὶ ἡ θάλασσα ἐπανενδύεται τὸ χρῶμα της τοῦ ὁλοκαυτώματος ― ἂν ἔμαθαν νὰ τεντώνονται στὶς πιὸ ψηλὲς κεραῖες!…»

[…]

[ἀπόδοση: Γ.Α.Σιβρίδης]

 

αἰνετή: ἀξιέπαινη

ἐφυαλώσουμε: ἐπισμαλτώσουμε

ἰάσπιδος: ὀρυκτὸς ἡμιπολύτιμος λίθος

ἐξίτηλο: ξεβαμμένο

αὐλισθῇ: κατασκηνώσει

ἔκτοπες δοκήσεις: μακρινές ὑποθέσεις

Αἱ= είναι θηλυκές οι Τραγωδοί (Tragédiennes)

σκευὴ: ροῦχα θεάτρου

ψιμυθίου: λευκό του μολύβδου (Céruse) με το οποίο έβαφαν τα πρόσωπά.

αἰόλο: πιτσιλωτό

ὲκμεμαγμένα: πλασμένα

τιτθοί: ρώγες του στήθους

ἔβριθαν ἀγκὰς: εἶχαν φορτωμένες στὶς ἀγκάλες

ᾄδων: εκείνος που τραγουδά

χαλκήρη: χαλκόδετη

ῥυμό: τιμόνι τοῦ ἁμαξιοῦ

λάζονται: λαμβάνουν

ὑμεναία: νυφική

φάβα: η γνωστή μας φάβα έχει πολύ αρωματικά άνθη

ἰπομοία: είδος λουλουδιού