“Στο τέλος δεν απομένει παρά ο Θεός και το Κρασί”
Οι τεχνίτες του συγγράφειν έχουν έρθει πολλές φορές σε σύγκρουση με την εξουσία, θρησκευτική ή πολιτική, αντιμετωπίζοντας αν όχι τον θάνατο, τότε την λογοκρισία ή την απαγόρευση δημοσίευσης (ή, πιο ύπουλα, την μεθοδευμένη απαξίωση). Είτε μιλάμε για τις λίστες του Index Librorum Prohibitorum του Βατικανού, την καύση των βιβλίων από τους Ναζί ή σε πιο πρόσφατα παραδείγματα όπως είναι οι απειλές των μουλάδων του Ιράν ενάντια στον Salman Rushdi, συγγραφέα των «Σατανικών Στίχων» (ενός βιβλίου που σκανδάλισε μέρος του μουσουλμανικού κόσμου) και την δίωξη του Orhan Pamuk στην Τουρκία (για προσβολή του “Τουρκισμού”) ο κοινός παρανομαστής όλων αυτών των διώξεων ήταν και είναι η επιθυμία να φιμωθεί κάθε ενοχλητική φωνή.
Τα κομμουνιστικά καθεστώτα των χωρών του Σιδηρού Παραπετάσματος δεν αποτέλεσαν εξαίρεση. Στο όνομα της “Δικτατορίας του Προλεταριάτου” πολλοί συγγραφείς (μεταξύ άλλων) στην Σοβιετική Ένωση είτε βρήκαν τον θάνατο στα σταλινικά γκούλαγκ, όπως για παράδειγμα ό Πολωνοεβραίος ποιητής Osip Mandelstam, είτε εκτελέστηκαν όπως ο Nikolay Gumilyov, είτε υποχρεώθηκαν να σταματήσουν κάθε εκδοτική δραστηριότητα, όπως η περίφημη (και ιδιαιτέρως αντιπαθής στο καθεστώς) Anna Akhmatova.
Με την επιβολή ανάλογων κομμουνιστικών καθεστώτων στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, η τακτική της λογοκρισίας επεκτάθηκε και εκεί, έστω κι αν δεν ακολούθησε την σκληρότητα των σταλινικών πρακτικών. Ωστόσο ο αντιρρησίας, ο “εχθρός του λαού”, ενίοτε απλώς ο μη-αρεστός σε κάποιον γραφειοκράτη λογοκριτή έπεφτε σε δυσμένεια και σε υποχρεωτική σιγή.
Ο Ούγγρος συγγραφέας Béla Hamvas βίωσε ακριβώς αυτήν την καταδίκη στην υποχρεωτική λήθη διότι δεν συνεμορφώθη με το πνεύμα της νέας σοσιαλιστικής εποχής. Βέβαια, ευτυχώς για την ιστορία, τα γραπτά του έζησαν περισσότερο από το καθεστώς που τον καταδίκασε. Ο ίδιος όμως δεν ευτύχησε να δει την αναγνώριση που του έπρεπε ενώ ακόμη και σήμερα το έργο του δεν έχει δημοσιευθεί παρά μόνον μερικώς.
Γεννημένος το 1897 στο Eperjes της σημερινής Σλοβακίας, έζησε στην Μπρατισλάβα από την οποία απελάθηκε με την οικογένειά του επειδή ο πατέρας του, Ούγγρος ων, αρνήθηκε να αναγνωρίσει την συνθήκη του Τριανόν και να δώσει όρκο τιμής στην νεοσύστατη Σλοβακική πολιτεία. Στην Βουδαπέστη, όπου μετακόμισε, δούλεψε ως δημοσιογράφος μετά τις σπουδές ίδρυσε τον φιλοσοφικό όμιλο Sziget (“νήσος”) ο οποίος πρέσβευε τις αξίες του ελληνικού πνεύματος σε μια εποχή που έτεινε προς τον εκβαρβαρισμό των ολοκληρωτισμών. έλαβε μέρος στον 2. Παγκόσμιο Πόλεμο ενώ το 1945 μία βόμβα κατέστρεψε το σπίτι του όπου είχε συγκεντρωμένα όλα του τα βιβλία και τις πολυάριθμες σημειώσεις του. Κατά την διάρκεια του πολέμου ασχολείτο συστηματικά με την συγγραφή, οπότε και ξεκίνησε το πολύτομο έργο του Scientia Sacra, στο οποίο επιχείρησε μια σύνθεση ανατολικού και δυτικού μυστικισμού.
Το 1948 ο, άρτι αφιχθείς από την Μόσχα (και κατόπιν ιδιαίτερα δημοφιλής) μαρξιστής φιλόσοφος και κριτικός λογοτεχνίας Georg Lukács έγραψε μια δριμεία κριτική ενάντια στο έργο του Β. Hamvas “Επανάσταση στην Τέχνη – Αφαιρετικότητα και Σουρεαλισμός στην Ουγγαρία” που είχε συγγράψει μαζί με την γυναίκα του. Λόγω αυτής της κριτικής ο Β. Hamvas έχασε την δουλειά του ως βιβλιοθηκάριος και τα επόμενα χρόνια δούλεψε κυρίως ως εργάτης έως και τέσσερα χρόνια πριν τον θάνατό του το 1968. Παράλληλα του απαγορεύτηκε να εκδίδει τα έργα του, τα οποία κυκλοφορούσαν ως samizdat, δηλ. σε αντίτυπα που μοιράζονταν από χέρι σε χέρι εντός συγκεκριμένων αναγνωστικών κύκλων. Μετά τον θάνατό του το έργο του παρέμεινε μεν ακυκλοφόρητο αλλά σταδιακά το όνομά του ακουγόταν όλο και περισσότερο με αποτέλεσμα την δεκαετία του ’80 να γίνεται σημείο αναφοράς με συμβολικές διαστάσεις ενώ με την πτώση του καθεστώτος άρχισε η δημοσίευση των έργων του που ακόμη συνεχίζεται. Παράλληλα μέρος της δουλειάς του μεταφράστηκε στα αγγλικά, τα γερμανικά και τα σερβοκροάτικα.
Η επίμονη και συστηματική ενασχόληση του Hamvas με τον μυστικισμό και την πνευματική παράδοση των λαών δεν οφείλεται σε κάποια τάση εσωτερισμού με την μεταμοντέρνα έννοια του όρου. Αυτό που αναζητά είναι οι ρίζες και οι πηγές του ευρωπαϊκού πολιτισμού που πλέον φαντάζουν αθέατες και γι΄αυτό η επιδίωξή του ήταν μέσα από τη μετάφραση και την παρουσίαση στην μητρική του γλώσσα να καταστήσει κτήμα των συμπατριωτών του την παμπάλαια παράδοση όχι μόνο για λόγους ιστορικούς αλλά και γιατί αυτή η παράδοση είναι εγγύτερα στα θεμέλια της πνευματικής μας ύπαρξης και οδηγός για την ατομική σωτηρία,όχι στα πλαίσια μιας θρησκείας αλλά σε αυτά του πνεύματος. Όπως έγραψε «δεν υπήρξα θρήσκος αλλά περιέργως κάθε μεγάλη, αποφασιστική εμπειρία της ζωής μου ήταν θρησκευτικού χαρακτήρα». Έτσι ως υπαρξιστής τοποθέτησε την σωτηρία στην προσωπική αναζήτησε, αλλά ως παραδοσιοκράτης έψαξε τον δρόμο στα θρησκευτικά και “μεταφυσικά” κείμενα του παρελθόντος, όχι προς χάριν μελέτης της ιστορίας αλλά ακριβώς για την υπέρβασή της, ψάχνοντας δηλαδή υπερχρονικές σταθερές.
Η “Φιλοσοφία του Οίνου” (“A bor filosófiája”) είναι ένα κείμενο με σατυρική αλλά και δηκτική διάθεση που κινείται μεταξύ φιλοσοφίας και δειπνοσοφισμού, πορευόμενο μάλλον από το ένα στο άλλο και τούμπαλιν. «Το βιβλίο αυτό γράφτηκε από έναν άντρα που αγαπούσε το κρασί, διότι αγαπούσε τους θεούς και την ποίηση. Αυτό σημαίνει ότι αγαπούσε την ζωή», όπως γράφει ένας Ούγγρος σχολιαστής του Hamvas. Το κρασί όμως στον Hamvas δεν είναι διέξοδος ή υποκατάστατο αλλά μια κατάφαση του κόσμου, μαζί με το βίωμα των αισθήσεων ή τον σωματικό Έρωτα. Ο Hamvas μιλάει για την εμπειρία του πίειν κρασί με ζέση μυσταγωγική ενώ παράλληλα επιτίθεται τόσο στους “άθεους” της εποχής του, τους σκοτεινούς οπαδούς μιας “αφηρημένης” και λογοκρατικής ζωής τους οποίους χαρακτηρίζει ως τους “φτωχούς τω πνεύματι” της εποχής μας (μια έμμεση κριτική στις απολυταρχίες που εναλλάσσονταν στην Ευρώπη;), όσο και στους “θρησκόληπτους” που χαρακτηρίζει “μασκαρεμένους άθεους” που αρνούνται την ομορφιά και τις χαρές των αισθήσεων.
Ευθύς εξαρχής στον πρόλογο της “Φιλοσοφίας” ο Hamvas θέλει να κάνει ξεκάθαρο για ποιους γράφτηκε το βιβλίο:
«Αποφάσισα να γράψω ένα προσευχητάρι για τους άθεους. Μέσα στην κακομοιριά της εποχής μας αισθάνομαι συμπόνοια για όσους υποφέρουν και με αυτόν τον τρόπο θέλω να τους βοηθήσω.
Μου είναι σαφές πόσο δύσκολο είναι το καθήκον που έχω αναλάβει. Γνωρίζω πώς οφείλω να μην αναφερθώ ούτε μια φορά στο όνομα του θεού, πως πρέπει να τον ονοματίσω με άλλα ονόματα, να τον πω για παράδειγμα Φιλί ή Μέθυ ή καλομαγειρεμένο Κρέας. Ως κύριο όνομα διάλεξα το Κρασί, εξ ου και το όνομα του βιβλίου μου “Φιλοσοφία του Οίνου”. Και για αυτό αρχίνησα με τον αφορισμό:
“Στο τέλος δεν απομένει παρά ο Θεός και το Κρασί”».
Ο Hamvas έγραψε αυτό το βιβλίο των αισθητικών απολαύσεων πεινασμένος και χωρίς να μπορεί να πίνει το καλό κρασί που αγαπούσε, στα χρόνια μετά τον πόλεμο. Εντούτοις διατήρησε την ανάμνηση των προηγούμενων απολαύσεων και της κατάφασης της ζωής. Την ίδια στάση θα κρατήσει και τα επόμενα χρόνια της υποχρεωτικής λογοκρισίας και σιγής. Μπορεί να τον αγνόησαν και να τον πολέμησαν οι σύγχρονοί του αλλά φαίνεται να τον δικαιώνει η Ιστορία.
Ας ελπίσουμε ότι κάποιος ομιλητής της ουγγρικής και της ελληνικής θα ασχοληθεί κάποια στιγμή με την μετάφραση του έργου του μεγάλου αυτού συγγραφέα.
Κωνσταντίνος Σαμπάνης
(Η έκδοση την οποία εγώ χρησιμοποίησα για το άρθρο είναι η γερμανική μετάφραση του 1994 από τις εκδόσεις Brinkmann & Bose. Το ελληνικό απόσμασμα είναι σε δική μου μετάφραση από τα γερμανικά. Πληροφορίες για την ζωή του Β. Hamvas στην αγγλική βρίσκονται και στην σελίδα http://www.hamvasbela.org/2011/12/about-bela-hamvas-in-english.html)