Thomas Babington Macaulay, Baron Macaulay: Επιτάφιος Ιακωβίτου

Προσέφερα, ἄψογος, στὸν ἀληθή μου βασιλέα
πίστι καὶ ἀνδρεία: ματαία πίστι, καὶ ἀνδρεία ματαία.
Χάριν αὐτοῦ, γαῖες καὶ τιμές, πλούτους ἀπέλιπον,
Καὶ μία ἐλπίδα πολύτιμο, πλέον ἐκτίμησα αὐτῶν.
Σὲ ξένο κλίμα ἀπέκαμον, πάλιν χάριν αὐτοῦ,
πολιὸς καθὼς περίλυπος τῇ ἀκμῇ τῆς ἥβης μου·
στὸ Λαβέρνιο ἄκουον τὰ ψιθυριστά τοῦ Σκάργιλλ δένδρα,
παρὰ τὸν Ἄρνο πόθεον δέ, τἀστεῖα μου παρωνύμια·
νύκτες ἔβλεπα ’γὼ τὸ δῶμα μου σ’ ἐμπύρετο ὕπνο,
ἐκκίνουν ἀπ’ τοὐνείρατος, κατ’ ἦμαρ, νὰ δακρύζω·
μέχρις ὁ Θεός, ποὺ μ’ ἔβλεπε σφόδρα ἔτσι νὰ πονέω
ἔδωσε τόπο ἀνάπαυλας που ἀξίωνα, τάφο πρώιο.
Σύ, ποὺ ἡ τύχη ἄγει στὴν ἀδέσποτο τούτη ’δῶ πέτρα
ἐκεῖθε τῆς περήφανης χώρας ποὺ μ’ ἦταν ποτ’ οἰκεία,
μὲ κείνους τοὺς λευκοὺς κρημνούς ποὺ οὐκέτι πρέπει νὰ ἴδω
μὲ γλῶσσα κείνην προσφιλή ποὺ σὰν καὶ σὲ ’γὼ ὡμίλουν,
ἐπιλήθου ἔριδες, καὶ δάκρυ λεῖψε σὺ ἀγγλικό
στὴν ἀγγλίδα κόνιν. Καρδιά τάλαινα κεῖται ἐδῶ.

(Epitaph on a Jacobite, απόδοση Γ.Α. Σιβρίδης)

πολιὸς=ψαρός, λευκομάλλης

πόθεον=ποθούσα

ἐπιλήθου=ξέχνα