Το τακτικό λάθος των προοδευτικών

“Πείσε τους ανθρώπους με το παράδειγμά σου”

Ο Γάλλος στοχαστής, Frederic Bastiat, είχε πει κάποτε: “διαφωνούμε με την κρατική εκπαίδευση και οι σοσιαλιστές μάς κατηγορούν ότι δεν θέλουμε καθόλου εκπαίδευση. Διαφωνούμε με την κρατικά επιβαλλόμενη ισότητα και μας κατηγορούν πάλι ότι δεν θέλουμε καθόλου ισότητα. Το ίδιο συμβαίνει σε όλα τα ζητήματα. Είναι ικανοί να μας κατηγορήσουν ότι δεν θέλουμε να τρώνε οι άνθρωποι επειδή δεν θέλουμε να αυξάνει τα σιτηρά το κράτος”. Αυτό το απόσπασμα περιγράφει πολύ εύστοχα τους σοσιαλδημοκράτες και γενικώς τους liberals της σύγχρονης εποχής.

Την τελευταία εικοσαετία παρατηρείται ολοένα και μεγαλύτερη παρέμβαση του κράτους στη προσωπική μας ζωή, το οποίο προσπαθεί πολλές φορές να επιβάλλει νέα κοινωνικά και πολιτισμικά πρότυπα χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ενστάσεις μεγάλης μερίδας πολιτών και χωρίς να σέβεται/κατανοεί τις ρίζες και τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες μίας κοινωνίας.

Από τα οικολογικά ζητήματα, την οικονομική οργάνωση, μέχρι τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, οι σοσιαλδημοκράτες προσπάθησαν να τα καθιερώσουν διαμέσου του κράτους, είτε μέσω φορολογίας (πχ περιβαλλοντικοί φόροι, κανονισμοί), είτε μέσω καταναγκασμού (πχ αντιρατσιστικό νομοσχέδιο), είτε μέσω κρατικής χρηματοδότησης φορέων που προωθούν την συγκεκριμένη ατζέντα (πχ ΜΚΟ, πολιτιστικούς συλλόγους, διεθνείς οργανισμούς). Ακόμη χειρότερα, επιβλήθηκε στη κοινωνία μία απεχθής πολιτική ορθότητα που απαγόρευε σε οποιονδήποτε να εκφράσει τον σκεπτικισμό του για τα ζητήματα που υποστηρίζουν και προωθούν οι θιασώτες της προοδευτικότητας. Οι μέθοδοι ήταν και παραμένουν ο στιγματισμός, η περιθωριοποίηση, ο τραμπουκισμός, οι χαρακτηρισμοί και σε κάποιες περιπτώσεις η ποινική δίωξη.

Στο παρόν κείμενο δεν θα αναλύσω το δίκαιο ή το άδικο των προοδευτικών, αλλά την τακτική που ακολούθησαν και απέτυχε παταγωδώς, δεδομένου ότι η Δύση ήδη βρίσκεται σε μεταβατική φάση σε πολιτικό, κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο με τις εθνικιστικές και συντηρητικές δυνάμεις να ισχυροποιούνται με ταχείς ρυθμούς. Πριν λίγο καιρό παρακολουθούσα την εκπομπή του σεφ, Jamie Oliver, ο οποίος κάνει μία εκστρατεία για να ενημερώσει και να ευαισθητοποιήσει τους καταναλωτές σχετικά με τις επιπτώσεις της ζάχαρης στη διατροφή μας. Μπορώ να πω ότι συμφώνησα σχεδόν σε όλα τα σημεία και τις θέσεις του, μέχρι την στιγμή που πρότεινε ως λύση την επιβολή φόρου στις επιχειρήσεις που προσθέτουν ζάχαρη στα προϊόντα τους. Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Δεν είναι η άποψη του Jamie για την ζάχαρη και τις επιπτώσεις της, ασχέτως αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε, αλλά το μέσο που επέλεξε για να την καθιερώσει: την κρατική παρέμβαση. Τώρα, αν κάποιος διαφωνήσει μ’ αυτό το μέτρο, πολλοί θα τον κατηγορήσουν ότι δεν θέλει να είναι υγιέστεροι οι καταναλωτές και σε ακραίες περιπτώσεις θα τον αποκαλέσουν ανάλγητο που ενδιαφέρεται πρωτίστως για το κέρδος. Ο Bastiat λοιπόν ήταν εύστοχος και παραμένει επίκαιρος. Το ίδιο συμβαίνει με όλα τα ζητήματα που προωθούν οι προοδευτικοί σοσιαλδημοκράτες: αυτό που θεωρούν σωστό και ωφέλιμο πρέπει να επιβάλλεται στο σύνολο της κοινωνίας και οποιοσδήποτε διαφωνεί θα στιγματίζεται και θα περιθωριοποιείται.  

Δεν αρκεί μόνο να έχεις δίκιο, αλλά να το υπερασπίζεσαι με τέτοιο τρόπο που δεν το χάνεις και δεν το αμαυρώνεις. Εφόσον οι σοσιαλιστές δεν πιστεύουν στην ατομική ιδιοκτησία, θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν σε ένα μέρος, να ιδρύσουν μία κοινότητα και να προσπαθήσουν να οργανωθούν κολλεκτιβιστικά με σκοπό ν’ αποδείξουν στους υπόλοιπους ότι είναι καλύτερο και πιο επιτυχημένο σύστημα κοινωνικής οργανώσεως. Αντ’ αυτού, επιλέγουν με σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να καθιερώσουν τον σοσιαλισμό και δυστυχώς καταλήγουν στον καταναγκασμό και την επιβολή (ποτέ στην ιστορία δεν υπήρξε δημοκρατικός και συναινετικός σοσιαλισμός, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα). Αυτοί που είναι υπέρ των ανοιχτών συνόρων και της ελεύθερης μετανάστευσης θα μπορούσαν να ανοίξουν τα σπίτια τους, να αναλάβουν την σίτιση και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες που εισέρχονται στη χώρα αντί να παρεμβαίνει το κράτος με κέντρα φιλοξενίας και άλλους πόρους που επιβαρύνουν και πολίτες που δεν συμφωνούν με την ελεύθερη μετανάστευση. Δεν το γράφω ειρωνικά, θεωρώ ότι είναι το πιο δίκαιο μέτρο. Όταν αναγκάζεις τον πολίτη που διαφωνεί να δεχθεί και να πληρώσει τους μετανάστες, τότε να περιμένεις αντίδραση. Οι οικολόγοι, αντί να προσπαθούν να ασκούν επιρροή στους πολιτικούς με σκοπό να επιβάλουν περιβαλλοντικούς φόρους, μπορούν να κάνουν ενημερωτικές και εκπαιδευτικές δράσεις που θα ευαισθητοποιήσουν και θα δημιουργήσουν οικολογική συνείδηση στους καταναλωτές. Το ότι υπάρχουν άνθρωποι που διαφωνούν με τις λύσεις και τα μέσα που προτείνουν οι οικολόγοι δεν σημαίνει ότι είναι αρνητικοί με την οικολογία. Αυτό ισχύει για όλα τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. 

Οι προοδευτικοί λοιπόν ηττήθηκαν σε τακτικό επίπεδο. Και δυστυχώς δεν φαίνεται να έχουν κατανοήσει τα λάθη τους. Η εκλογή του Donald Trump προκάλεσε βίαιες αντιδράσεις, ταραχές και πολεμικές δηλώσεις από την πλευρά των προοδευτικών/σοσιαλιστών, όμως, αν μπορούσαν να κρατήσουν για μια στιγμή την ψυχραιμία τους, θα αναρωτιόνταν: “πόσο με ωφέλησε αυτή η μέθοδος τα τελευταία χρόνια;”. Καθόλου, απαντώ εγώ. Δυστυχώς γι’ αυτούς, δεν είμαστε στις αρχές ή τα μέσα του 20ου αιώνα όπου μπορούσες να γίνεις σαν τον Πολ Ποτ ή τον Ιωσήφ Στάλιν και να σκοτώσεις εκατομμύρια διαφωνούντες για να επιβάλεις τον σοσιαλιστικό παράδεισο. Κάθε φορά που μία ομάδα ανθρώπων τραμπουκίζει και βρίζει τον Trump και τον κάθε Trump, τραμπουκίζει και βρίζει τα εκατομμύρια ανθρώπων που τον στήριξαν. Κάθε φορά που επιτίθεσαι σε κάποιον που εκφέρει δημόσια τη γνώμη του, επιτίθεσαι στο σύνολο των ανθρώπων που ταυτίζονται μαζί του. Θα μου πείτε, μήπως ο Trump δεν θα προωθήσει τις ιδέες του; Δεν θα υπάρχει κρατική παρέμβαση σε πολιτιστικά και κοινωνικά ζητήματα; Πολύ πιθανό, όμως ο σοσιαλδημοκράτης είναι ο τελευταίος που θα μπορεί να τον κατηγορήσει γι’ αυτό.