Σπονδὲς ἂς γίνουνε κρασιοῦ, χορὸς νὰ ξεκινήσῃ
Τ᾿ Ἀνθρώπου ἡ ῥάτσα ἂν ἔχει ἀκόμα λίγη περηφάνεια,
Φέρτε ῥόδα ἀφοῦ τὸ Ῥόδο ἔχει ἀνθίσῃ·
Ξαχνίζει στὴν βουνοπλαγιὰ ὁ καταρράκτης,
Πατέρα μας Ῥοδόσταυρε ποὺ ἐτάφης.
Κλεῖστε τὰ βῆλα! Φέρτε σουραύλια καὶ βιολιά!
Μὴ μείνει πόδι σιωπηλό στὴν κάμαρην ἐτούτη
Στόμα στεγνὸ μὴ μείνει! Χωρὶς κρασί, χωρὶς φιλιά!
Πατέρα μας Ῥοδόσταυρε σέ τάφου ἀγκαλιά.
Μάταια! Μάταια!, ὁ κλαυθμὸς τοῦ καταρράκτη
Ἀείφωτη λουσέρνα φωτίζει τὴ σκοτία·
Ὅλ’ ἡ Σοφία στὰ πέτρινά του μάτια, νάτη!
Πατέρα μας Ῥοδόσταυρε, κοιμήσου στὸ μνῆμα μ᾿ ἡσυχία.
[απόδοση: Φρεάντλης]