W.B.Yeats: Σ’ένα παιδί που χορεύει στον άνεμο [1916]

I

Χόρεψε ἐκεῖ ἀνὰ τὸν γιαλό·
ποία ἡ χρεία νἄχῃς ἔννοια
τοῦ νεροῦ ἢ τἀνέμου τὸν χοχλό;
Λύσε κ’ ἄφησε κάτω τὰ μαλλιά
που ἔβρεξαν οἱ ἁλμυρὲς σταγόνες·
εἶσαι νέα γιὰ νἄχῃς γνωρίσει
τὸν θρίαμβο τοῦ ἠλιθίου, κ’ ἀκόμη
ἔρωτα π’ ἐχάθη μόλις κερδήθη,
καὐτὸν τὸν δουλευτὴ τὸν πρῶτο
νεκρό, λυτὰ ὅλα τὰ δεμάτια.
ποία ἡ χρεία νἄχῃς φόβο
τἀνέμου τὴν τρομερή ἀντάρα;

II

Δὲν σ’ εἶπε κανεὶς ὅτι τοῦτα τὰ ἀγαθά
γενναία μάτια πρέπει νὰ μάθουν πιὸ πολλά;
Ἢ νὰ σὲ προείπῃ πόσο ἀπεγνωσμένοι
εἶναι οἱ σκόροι ὅτε ἡ φλόξ τοὺς καίῃ,
θὰ ἠδυνάμην νὰ σὲ προείπω, ἀλλ’ εἶσαι νέα,
κ’ ἔτσι ὁμιλοῦμε σ’ἄλλη γλῶσσα.

Ὦ καὶ θὰ παίρνῃς ὅ τι σὲ προσφέρεται
θὰ ὀνειρώσσῃς τὸν κόσμον ὅλο ὡς φίλο,
θὰ ὑποφέρῃς ὡς ἡ μάνα σου ὑπέφερε,
θἆσαι τόσο ρημαγμένη στὸ τέλος.
Ἀλλ’ εἶμαι γέρος και εἶσαι νέα,
καὶ ὁμιλῶ μία βάρβαρη γλῶσσα.

 

(απόδοση: Γ.Α. Σιβρίδης)