Adolf Loos: Αρχιτεκτονική (1910)

[απόσπασμα]

Το σπίτι πρέπει να ευχαριστεί όλον τον κόσμο. Αυτό το διακρίνει από το έργο τέχνης που δεν είναι υποχρεωμένο να ευχαριστεί κανέναν. Το έργο τέχνης είναι προσωπική υπόθεση του καλλιτέχνη. Το σπίτι δεν είναι προσωπική υπόθεση. Το έργο τέχνης έρχεται στον κόσμο δίχως κανείς να το έχει ανάγκη. Το σπίτι απαντά σε μια ανάγκη. Ο καλλιτέχνης απέναντι σε ουδένα είναι υπεύθυνος. Ο αρχιτέκτων είναι υπεύθυνος απέναντι σε όλον τον κόσμο. Το έργο τέχνης ξεριζώνει τους ανθρώπους από την άνεσή τους. Το σπίτι εξυπηρετεί την άνεση. Το έργο τέχνης είναι εκ φύσεως επαναστατικό, το σπίτι συντηρητικό. Το έργο τέχνης σκέπτεται το μέλλον, το σπίτι το παρόν. Αγαπάμε όλοι την άνεσή μας. Απεχθανόμαστε αυτό που μας ξεριζώνει από την άνεσή μας και έρχεται να ανησυχήσει την ευφορία μας. Είναι γι’ αυτό που αγαπάμε το σπίτι και απεχθανόμαστε την τέχνη.

Αλλά τότε το σπίτι δεν θα ήταν έργο τέχνης; Η αρχιτεκτονική δεν θα ήταν μια τέχνη; Ναι, έτσι είναι. Υπάρχει μόνο ένα μικρό κομμάτι της εργασίας του αρχιτέκτονα που να είναι της περιοχής των καλών τεχνών: ο τάφος και το αναθηματικό μνημείο. Όλο το υπόλοιπο, ό, τι είναι ωφέλιμο, ό, τι απαντά σε μια ανάγκη, πρέπει να ξεριζωθή από την τέχνη.
[…]
Επειδή υπάρχουν σπίτια καλόγουστα και κακόγουστα, το κοινό σκέπτεται ότι τα μεν είναι έργο καλλιτεχνών, και τα δε έργο τεχνιτών. Αλλά το να κτίσεις με γούστο δεν είναι μεγαλύτερη αρετή από το να μην τρώς με το μαχαίρι σου ή να πλένεις τα δόντια σου κάθε πρωί. Είναι πάντοτε η ίδια σύγχυση μεταξύ τέχνης και πολιτισμού. Οι αρχιτέκτονες των περασμένων εποχών δεν εστερούντο γούστου. Εστερούντο ενίοτε ταλέντου. Οι αρχιμάστορες των μικρών χωριών έκτιζαν με γούστο ταπεινά σπίτια. Για τους μεγάλους διδασκάλους προορίζονταν τα μεγάλα έργα. Οι μεγάλοι διδάσκαλοι ήσαν εκείνοι που, χάριν μιας βαθύτερης προσωπικής καλλιέργειας, ήσαν σε μία στενώτερη σχέση με το πνεύμα του καιρού τους.

Τα έργα της αρχιτεκτονικής μιλούν στην καρδιά του ανθρώπου, ξυπνούν συναισθήματα. Το καθήκον του αρχιτέκτονα είναι να προκαλεί τα σωστά συναισθήματα. Ένα δωμάτιο οφείλει να είναι ευχάριστο, ένα σπίτι να χαμογελά στον περαστικό, να τον προσκαλεί να το επισκεφθή. Ένα δικαστικό μέγαρο οφείλει να κάνει την χειρονομία του νόμου που απειλεί ή προειδοποιεί. Μία τράπεζα οφείλει να μας λέει: κατάθεσε το χρήμα σου, εδώ θα φυλαχθή καλά. Για να εκφράσει αυτά τα συναισθήματα, ο αρχιτέκτων δεν χρειάζεται να εφεύρει μία καινούργια γλώσσα. Όπως ο συγγραφεύς δεν έχει παρά να μιλήσει, με τον τρόπο του, την γλώσσα που ήδη έχουν ορίσει οι πρόγονοι του. Οι Κινέζοι φέρουν το πένθος με το λευκό, εμείς το φέρουμε με το μαύρο. Γι’αυτό είναι αδύνατον για τους αρχιτέκτονες μας να εκφράσουν την χαρά και την άνεση με το μαύρο.

Αν συναντήσουμε μέσα στο δάσος ένα ανάχωμα έξι πόδια μήκος, τρία πόδια εύρος, πατικωμένο με το φτυάρι σε μορφή πυραμίδας, σταματάμε και μία σοβαρή φωνή μάς λέει: κάποιος είναι θαμμένος εδώ. Ιδού τι είναι η αρχιτεκτονική.

Ο πολιτισμός μας κείται ολάκερος επάνω στην κλασική αρχαιότητα· η αρχιτεκτονική μας, επάνω σε εκείνη των Ρωμαίων· εμείς δεν μπορούμε τίποτε. Ο τρόπος να σκεπτόμαστε και να αισθανόμαστε μάς έρχεται από τους Ρωμαίους. Μάθαμε από αυτούς να σκεπτόμαστε κοινωνικά και να χαλιναγωγούμε τα πάθη μας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Ρωμαίοι δεν κατάφεραν να εφεύρουν ούτε έναν καινούργιο ρυθμό κιόνων, ένα καινούργιο κόσμημα. Οι Έλληνες που εφηύραν τα κυμάτια, ήταν ατομικιστές: μετά βίας μπορούσαν να κυβερνήσουν την πόλη τους. Οι Ρωμαίοι εφηύραν την κοινωνική οργάνωση και κυβέρνησαν τον κόσμο. Οι Έλληνες έβαλαν όλη το εφευρετικό τους σθένος στην κατατομή (profil) που είναι ατομική, οι Ρωμαίοι στο σχέδιο (plan) που είναι κοινωνικό. Οι Ρωμαίοι είναι πέρα από τους Έλληνες, και εμείς, πέρα από τους Ρωμαίους.

το κείμενο περιέχεται στην συλλογή κειμένων του Loos, Trotzdem (1900-1930)

απόδοση από την γαλλική μετάφραση του C.Heim, Γ.Α.Σιβρίδης