Arthur Rimbaud: Στο Cabaret-Vert

5.00 μ.μ.

Εἶχα ἔτσι σχίσει τὰ καλίγια μου, ὀκτώ μέρες
Στὰ σκύρα τῶν μονοπατιῶν. Ἔμπαινα στο Charleroi.
―Στὸ καπηλεῖο τὸ πράσινο: μισόκρυες φέτες
μὲ βούτυρο και χοιρομέρι ζήτησα.

Εὐτυχής, τὰ πόδια ἄπλωσα κάτ’ἀπ’τὴν τάβλα
Τὴν πράσινη: ἐνατένιζα τὰ λαϊκά
Θέματα τῆς ταπετσαρίας. ―Κ’ἦταν θαῦμα,
Ὅταν ἡ κόρη μὲ τὰ πελώρια βυζιά,

Τὰ ζωηρά μάτια―Αὐτήν ἕνα φιλί δὲν τήν φοβίζει!―
Γελᾷ, μἔφερε φέτες, βούτυρο καὶ χοιρομέρι
Χλιό, σὲ πιάτο χρωματιστό, ροδόλευκο

Χοιρομέρι π’ἀρωμάτιζε μία σκορδοσκελίς
―Κ’ἐγέμισε τὸ τεράστιο ρυτό, καὶ μία ἀκτίς
παρῳχημένου ἡλίου χρύσιζε τὸν ἀφρό.

(απόδοση: Γ.Α.Σιβρίδης)