Carl Schmitt: Υπαρξιακή ιστοριογραφία: Alexis de Tocqueville

1

               Ἀπὸ καιροῦ, ὁ Alexis de Tocqueville εἶναι κατ’ἐμὲ ὁ μείζων ἱστορικὸς τοῦ ιθ΄ αι. Ἔχει κάτι τὸ κομψῶς παρωχημένο ποὺ τὸν κάμει ἕναν τῶν σπανίων ἱστορικῶν τῆς ἐποχῆς μας ποὺ δὲν ὑπέκυψαν τῷ ἱστορικισμῷ. Τὸ βλέμμα του δέρκεται κατὰ θαυμαστὸν τρόπο τὰ πρῶτα σχέδια τῶν ἐπαναστάσεων καὶ τῶν παλινορθώσεων ὥστε κοιτάζῃ στὴν καρδιὰ τῆς μοιραίας ἐξελίξεως ποὺ συνετελέσθη μετόπισθεν τῶν μετώπων καὶ τῶν ἀντιφατικῶν λέξεων ― ἐξέλιξις ποὺ μεταχειρίζεται τὰ πάντα, ἐκ τῆς δεξιᾶς μέχρι τῆς ἀριστερᾶς, διὰ νὰ ὠθήσῃ πάντοτε παραπέρα, στὸν συγκεντρωτισμόν καὶ τὴν εκδημοκράτισι.
               Ὅταν λέγω πὼς τὸ βλέμμα τούτου τοῦ ἱστορικοῦ δέρκεται, τοῦτο δὲν σημαίνει ὅτι ἑστιάζει κατὰ ἐντατικὸν τρόπο. Οὐκ ἔνι τὸ ἔμπυρο πάθος τοῦ κοινωνιολόγου μήτε τοῦ ψυχολόγου νἀποκαλύπτῃ τὰ προσωπεία, μήτε ἡ ματαιότης τινός σκεπτικοῦ· καὶ οὐδεμία μεταφυσική φιλοδοξία. Δὲν ἀναζητεῖ νὰ εὕρῃ τοὺς διέποντες τὴν παγκόσμιον ἱστορίαν αἰωνίους νόμους, τὸν νόμο τῶν τριῶν σταδίων μήτε τοὺς κύκλους  τῶν πολιτισμῶν. Δὲν ὁμιλεῖ περὶ πραγμάτων οἷς δὲν συμμετέσχε αὐτῷ ὑπάρξει, δὲν ὁμιλεῖ οὖν περὶ τῶν Ἰνδῶν μήτε τῶν Αἰγυπτίων, μήτε τῶν Τυρρηνῶν καὶ τῶν Χιττιτῶν. Δὲν θρονιάζεται, ὅπως ὁ μέγας Ἕγελος εἴτε ὁ σοφὸς Ράνκε, παρὰ τὸν Ἀγαθὸ Θεό, ἐν τῷ βασιλικῷ θεωρείῳ τοῦ παγκοσμίου θέατρου. Ὁ Τοκβίλλ εἶναι, ὅπως ὁ Montesquieu, ἠθικοκράτης κατὰ τὸ πνεῦμα τῆς γαλλικῆς παραδόσεως, καὶ ταυτοχρόνως ζωγράφος κατὰ τὴν ἔννοιαν τὴς γαλλικῆς συλλήψεως τῆς ζωγραφικῆς. Τὸ βλέμμα του εἶναι ἀνεκτικό, διαυγὲς καὶ πάντοτε κάπως μελαγχολικό. Καίτοι πεπροικισμένος διανοητικοῦ θάρρους, λόγῳ εὐγενείας καὶ ἀφιερώσεως δίδει εὐκαιρία εἰς τὸν καθέναν καὶ οὐδεμία ἀπελπισία ἐπιδεικνύει. Οὐτωσί, κατὰ τὸ 1849, ἦταν, δία ὡρισμένων μηνῶν, ὑπουργὸς τῶν ἐξωτερικῶν ὑποθέσεων τοῦ προέδρου Λουδοβίκου Ναπολέοντος, οὗ τὸν ἱστριονικὸ χαρακτῆρα ἔφερε στὸ φῶς. Τὸ κεφάλαιο τῶν ἀπομνημονευμάτων του ἀφιερωθὲν στὴν ἐμπειρία του ἐκεῖνη εἶν’ἐντελῶς ἐπίκαιρο. Ἐπιπλέον, χάρις στὰς ἀναμνήσεις ταύτας τὸν γνωρίζει τις. Οὐδεὶς ἄλλος μᾶς προσφέρει κάτι ἀνάλογο στὸ θαυμαστὸ ἔργο τοῦ Τοκβίλλ. Ἀλλ’εἶναι ἡ μεγάλη του πρόγνωσις ποὺ τελεῖ τὸ τελευταίο κεφάλαιο τῆς Δημοκρατίας ἐν τῇ Ἀμερικῇ, ποὺ τὸν θέτει ὑπεράνω πάντων τῶν ἱστορικῶν τοῦ ιθ΄ αι. Ὁ Τοκβίλλ  προφήτευσε ὅτι ἡ ἀνθρωπότης θὰ συνεχίσῃ νἀκολουθῇ ἀνεπιλέκτως καὶ ἀναποδράστως τὴν ὁδὸν πρὸς τὸ συγκεντρωτισμὸν καὶ τὴν ἐκδημοκράτισιν ποὺ ἀκολουθεῖ ἀπὸ καιροῦ. Ἀλλ’ὁ ἱστορικὸς ποὺ προβλέπει δὲν ἱκανοποιεῖται νὰ ὑποστηρίξῃ μία γενική ἐξελικτικὴ τάσι. Περιγράφει ἐν ἁπλότητι καὶ διαυγείᾳ τὰς συγκεκριμένας ἱστορικὰς δυνάμεις αἵπερ φέρουσι αὐτὴν καὶ τὴν ἐπιβάλλουσι: τὴν Ἀμερικὴ καὶ τὴν Ρωσία. Ὅσο ἀλλότροποι καὶ ἀντίθετοι κἂν εἶναι, φθάνουσι ἀμφότεραι, ὑπὸ διαφορετικῶν ὁδῶν, ἡ μία ὑπὸ μορφῇ μιᾶς φιλελευθέρας ὀργανώσεως, ἡ ἄλλη ὑπὸ ἐκείνῃ μιᾶς δικτατορικῆς, στὸ ἴδιο ἀποτέλεσμα, ἤτοι μίαν ἀνθρωπότητα συγκεντρωτικὴ και ἐκδημοκρατισμένη.

2

               Πράγματι, εἶναι θαυμαστόν ὅτι νέος Εὐρωπαῖος νομικὸς πρὸ ἐκατὸ ἐτῶν περὶ τὸ 1834, κατέφερε τέτοιαν πρόγνωσιν, ἐνῷ ἡ δεσπόζουσα εἰκὼν κατὰ τὴν ἐποχὴν του ἦταν τελείως εὐρωκεντρική. Ὁ Ἕγελος εἶχε μόλις ἀποθάνει, τὸ 1831, χωρὶς νἀντιληφθῆ τὰς δύο παγκοσμίους δυνάμεις φορεὶς μιᾶς καινούργιας ἐξελίξεως. Ἔτι πλέον θαυμαστόν εἶναι ὅτι ὁ Γάλλος ἱστορικὸς περιγράφει μαζὶ, κατὰ τοῦτον τὸ συγκεκριμένον τρόπο, τὴν Ἀμερικὴ καὶ τὴν Ρωσία, δύο χώρας οὐδόλως ἐκβιομηχανισμένας τότε. Δύο γίγαντες ποὺ ἀπογειοῦνται, γονιμοποιημένοι ἀμφότεροι ἐξ εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος, ἂν καὶ μὴ Εὐρωπαίοι, θὰ συναντηθῶσι ὑπὲρ τὰ σύνορα καὶ τὸ πνεῦμα τῆς μικρᾶς Εὐρώπης.
               Ὅτι τοιουτοτρόπως προφήτευε ὁ Τοκβίλλ δὲν ἦταν ἀσαφὲς ὄραμα, μήτε προφητική θέασις, πολλῷ μᾶλλον φιλοσοφικὸ σύστημα τῆς παγκοσμίου ἱστορίας. Ἦταν μία πραγματική πρόγνωσις ὅπου εἶχε φθάσει χάρις σε ἀντικειμενικὰς παρατηρήσεις, ἀναλύσεις ὡρίμων συλλογισμῶν, οἷας ὁ Τοκβίλλ ἔθιξε μὲ γενναιότητα εὐρωπαϊκῆς διανοίας καὶ ἐξέφρασε μὲ ἀκρίβεια γαλλικοῦ πνεύματος. Ἡ πρόβλεψις αὕτη μετέβαλε τὴν ἰδέα πὦχε ἡ Εὐρώπη τοῦ ἐαυτοῦ της καὶ σημάδευσε τὴν ἀρχὴ ἑνὸς καινούργιου προσανατολισμοῦ τοῦ ἡμετέρου πνεύματος. Αὐτὸ δὲν ἔφθασε στὰ σχετικῶς εὐρεία στρώματα ἀλλὰ ταῖς προβολαῖς τῆς δημοσίου δυστυχίας καὶ διὰ τὴν ρητορικὴν αὔξησιν καὶ ὑπερβολή λόγῳ τῆς καθαρότητος τοῦ τίτλου ἐνὸς ἔργου: Ἡ πτῶσις τῆς Δύσεως[i]. Τὸ πρόβλημα τοῦτο δὲν ἐνεφάνη σήμερον μήτε ἐχθές. Ἡ πρώτη σύγχρονος συνεισφορὰ εἰς τοῦτο τὸ ἐγκόσμιο θέμα εἶναι ἐκείνη τοῦ Τοκβίλλ. Καὶ ἔχει μείνει μέχρι τῶν ἡμερῶν ἡμῶν ἡ μείζων συνεισφορὰ, ἐπειδὴ εἶναι ἡ πλέον συγκεκριμένη. Βαθεῖαι ἱστορικαὶ ἀλήθειαι ἔχουν εὖρει τὴν καθαροτέραν ἐκφρασίν των τὴν αὐτὴ στιγμὴ ποὺ ὑψοῦνται ἐπὶ τὸν ὁρίζοντα.

3

                Ὁ Τοκβίλλ ἦταν ἡττημένος. Ἤγειρε ἐν ἑαυτῷ κάθε εἴδους ἧττα· δὲν ἦταν τυχαῖο, ἀλλὰ ὑπαρξιακὴ εἱμαρμένη. Ἀριστοκράτης ὤν, ἦταν ἡττημένος τοῦ ἐμφυλίου πολέμου, ἤτοι τοῦ χειρίστου εἴδους πολέμου ποὺ ὁδηγεῖ στὸ χείριστο εἶδος ἥττης. Ἀπετέλει μέλος τοῦ ἡττημένου τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1789 κοινωνικοῦ στρώματος. Ὡς Φιλελεύθερος, εἶχε προβλέψει τὴν ἐπανάστασιν τοῦ 1848 πὦχε φανερωθῆ οὐχ ἤττον φιλελευθέρα, καὶ ἐπλήγη θανασίμως ὑπὸ τῆς τρομοκρατίας. Ὡς Γάλλος, οἰκεῖος ἦταν τῷ ἔθνει τῷ πρὸ εἴκοσι ἐτῶν ἡττηθέντι ὑπὸ τὴν συμμαχίαν τῆς Ἀγγλίας, τῆς Ρωσίας, τῆς Αὐστρίας καὶ τῆς Πρωσίας. Ἐκ τούτου τοῦ γεγονότος, ἦταν ἡττημένος ἑνὸς παγκοσμίου πολέμου ἐξωτερικῆς πολιτικῆς. Ὡς Εὐρωπαῖος, ἔλαβε τὸν ρόλο τοῦ ἡττηθέντος, ἐπειδὰν προείδε τὴν ἐξέλιξιν ποὺ ἔκαμε ἀναποδράστως τὰς δύο καινὰς δυνάμεις, τὴν Ἀμερικὴ καὶ τὴν Ρωσία, φορεὶς καὶ κληρονόμους ἑνὸς συγκεντρωτισμοῦ καὶ ἑνὸς ἐκδημοκρατισμοῦ. Ὡς χριστιανός, τέλος, οἷος ὑπὸ τοῦ βαπτίσματος και τῆς παραδόσεως εἶχε μείνει ἐν τῇ πίστει τῶν πατέρων του, ὑπέκυψε τῷ ἐπιστημονικῷ ἀγνωστικισμῷ τῆς ἐποχῆς του.
                Δία τοῦτο ὁ Τοκβίλλ δὲν ἐτράπη εἰς ὅ τι ἐφαίνετο ἀντὶ τῶν ἄλλων ἱστορικῶν προορίσθαι: Χριστιανόν τινα Ἐπιμηθέα. Ἦταν χῆρος τοῦ στηρίγματος τῆς σωτηριολογικῆς ἱστορίας ὥστε νὰ συντηρήσῃ τὴν ἰδικήν του ἱστορικὴν ἰδέα τῆς ἀπέλπιδος Εὐρώπης. Ἡ Εὐρώπη ἀπωλέσθη χωρίς τὴν ἰδέα τοῦ κατέχοντος[ii]. Ὁ Τοκβίλλ οὐδὲν κατέχον ἤξευρε. Ἀντ’αὐτῶν ἀνεζήτει νομικὰς συμβάσεις. Ἤσθάνετο πολλῷ δε μᾶλλον τὴν ἀδυναμίαν αὐτῶν, ὅσο καὶ οἱ ἀντίπαλοί του, οἷς προσέφερε τὴν εὐκαιρία νὰ τὸν περιγελάσωσι.
                Οὐτωσὶ ἦταν «ἡττημένος ποὺ ἀποδέχεται τῆν ἧττα του», εἶπε ὁ Guizot περὶ τοῦ ἰδίου καὶ ὁ Saint-Beuve μετὰ ζήλου τὸ μετέφερε. Αὐτὸ δὲν ἐλέχθη χωρὶς πρόθεσιν κακή. Ὁ κριτικὸς τῆς λογοτεχνίας ἐχρησιμοποίησε τὴν λέξη ταύτη ὡς φαρμακωμένη λόγχη δία νὰ πλήξῃ θανασίμως τὸν ἐπιφανὴ ἱστορικό. Ὅμως ὁ Θεὸς μεταμορφοῖ τὴν ἔννοια παρομοίων κακολογιῶν δία νὰ δώσῃ ἀντ’αὐτῶν τὴν μαρτυρία ἑνὸς βαθέος πνεύματος τόσο ἀκουσίου, ὅσο καὶ ἀπροσμένου. Ὡσὰν ἡ λέξις ταύτη ἐκουσίως κακόβουλος ἐπιτρέπει νὰ προαισθανθῶμε τὸ μυστικὸ τοῦ μεγαλείου ποὺ ἀνυψοῖ τὸν ἡττηθέντα Γάλλο ὑπεράνω πάντων τῶν ἱστορικῶν τῆς ἐποχῆς του.

4

                Κατὰ τὸ Φθινόπωρο τοῦ 1940, ἐνῷ ἡ ἡττηθείσα Γαλλία ἐκεῖτο κατὰ γῆς, εἶχον συζήτησίν τινα μετὰ ἑνὸς Γιουγκοσλάβου, τοῦ ἀγαπητοῦ μου Σέρβου ποιητοῦ Ἴβο Ἄντρικ. Εὑρέθημεν χάριν τῆς κοινῆς ἡμετέρας ἐμπειρίας τοῦ Léon Bloy καὶ τοῦ πρὸς αὐτὸν θαυμασμοῦ. Ὁ Σέρβος τότε διηγήθη μοι τὴν ἐξὴς ἰστορία ἐκ τῆς μυθολογίας τοῦ λαοῦ του:  ὁ Μάρκος Κάρλιεβικ, ὁ ἥρως τοῦ θρύλου τούτου, ἐπολέμησε μίαν ὁλόκληρον ἡμέραν ἡρακλείου δυνάμεώς τινα Τούρκον, καὶ κατόπιν μάχης κατέβαλε αὐτόν. Ἀφοῦ δε εἶχε φονεύσει τὸν πολέμιόν του, ὄφις τις καταδαρθάνων ἐπὶ τῆς καρδιᾶς τοῦ νεκροῦ ἀφυπνήσθη καὶ εἶπε τῷ Μάρκῳ: «εἶσαι τυχερός ποὺ κατὰ τὴν μάχην ἡμῶν ἐγὼ ὕπνωττον». Ἔκραξε τότε ὁ ἥρως: «Ἀλίμονο ἐφόνευσα κάποιον ἱσχυρότερό μου!»
                Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο διηγήθην φίλοις τὴν ἱστορίαν αὕτη, ὅπως τῷ Ernst Jünger, ὅς ἦταν τότε ἀξιωμάτικος τοῦ στρατοῦ κατοχῆς ἐν Παρισίοις. Ἡ ἱστορία μᾶς ἔκαμε ὅλους βαθεῖαν ἐντύπωσιν. Ὅμως ἄπαντες ἐλογισάμεθα ὅτι ὁ σημερινὸς νικητής δὲν θἀφήσῃ ἐαυτὸν νὰ ἐντυπωσιασθῆ ἐκ μεσαιωνικῶν ἱστοριῶν. Ὅμως καὶ αὐτὸ ἀνήκει στὴν πρόγνωσί σου πτωχέ μου ἡττημένε τῆς Tocqueville!

Ernst Jünger και Carl Schmitt στο κατεχόμενο Παρίσι

[απόδοση: Γ. Α. Σιβρίδης]

[i] Αναφέρεται στο γνωστό βιβλίο του Oswald Spengler, Der Untergang des Abendlandes: Umrisse einer Morphologie der Weltgeschichte [The Decline of the West: Outlines of a Morphology of world history], Gestalt und Wirklichkeit; Welthistorische Perspektives, 1918–22, 2 τόμοι.

[ii] Το κατέχον είναι μία έννοια που χρησιμοποιεί ο Schmitt από το 1942 και μετά. Είναι μία βιβλική έννοια που εμφανίζεται στην δεύτερη επιστολή του αποστόλου Παύλου προς τους Θεσσαλονικείς (2:6-7):  καὶ νῦν τὸ κατέχον οἴδατε, εἰς τὸ ἀποκαλυφθῆναι αὐτὸν ἐν τῷ ἑαυτοῦ καιρῷ· τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας, μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται· Είναι εκείνο που συγκρατεί―der Aufhalter, τον κόσμο έναντι της έλευσης του Αντιχρίστου. O Schmitt την χρησιμοποιεί στον Νόμο τῆς Γῆς (1950) ως χαρακτηριστική πολιτικοθρησκευτική έννοια  μεσαιωνικής Ευρώπης, όπως επίσης στην δεύτερη Πολιτική Θεολογία (1969) όπου ασχολείται με τον πανηγυρικό του Ευσέβιου στον Μέγα Κωνσταντίνο. Η πολιτική έκφραση του κατέχοντος είναι το imperium romanum και η χριστιανική Ευρώπη. Ουσιαστικώς πρόκειται για την πολιτική τάξη έναντι της αναρχίας που εκκοσμικεύει ο Hobbes.