Ἐσάρωσα τὴν χώραν ὅλη
μ’ ἕνα μόνον κῶμο κρατερό·
πανταχοῦ ὁ λαὸς ὑπετάγη,
μ’ ἔχει ψάλλει δὲ τὸ ἐγκώμιο.
Εἶν’ ἕωλος πλέον τούτη ἡ τελετή·
σὲ τοίχους οἱ ῥήσεις μου ἀνεγράφησαν.
Ἄγετε παρ’ ἐμὲ (ἀλλὰ δίχως βοή)
κορίτσια γιὰ τὰ τερπνὰ παιγνίδια.
Ἡ μὲν ὁλολύζει, ἡ δὲ περίτρομος,
ἡ τρίτη φέρει στῆθος ἀπατηλό
κ’ ἡ ἄλλη πάλι ἐφάνη ἀμφεμμένη ἀκρίδα.
Ἀλλ’ ἡ περικαλλεστέρα σιωπᾷ
αἰθέρια αὐτὴ γελᾷ,
καὶ δὲν φοβεῖται νὰ τὴν ἔχουν σέβας.
(Conquérant, απόδοση: Γ.Α. Σιβρίδης)
κῶμος: θριαμβική πομπή
κρατερός: άγριος, ισχυρός
ἕωλος: περασμένος, έχει γίνει παρελθόν