Δόμος, πόλις ϗ αγορά ―αρχιτεκτονική, πολιτική ϗ οικονομική ΙV: Κανών, νόμος, τάξις και κόσμος. Ο νόμος του υλικού.

Architecte de mes féeries,
Je faisais, à ma volonté,
Sous un tunnel de pierreries
Passer un océan dompté;

Ἀρχιτέκτων τῶν ἐμῶν ὀπτασιῶν,
ἔκαμα, ἐγώ, κατὰ προαίρεση,
κάτ’ ἀπὸ μία σήραγγα πετραδιῶν
τιθασός ὠκεανός νὰ διέρχεται·

Charles Baudelaire

Οἱ εἰκόνες τῶν ποιητῶν περιέχουν συχνὰ μεταφορὲς ποὺ ἀποδίδουν στὴ φύση τεχνητὸ χαρακτήρα χωρὶς νὰ σημαίνῃ ὅμως ὅτι αὐτὸ ποὺ περιγράφεται εἶναι σύνηθες ἢ ἐφικτό. Καὶ πράγματι στὶς ἀρχιτεκτονικὲς περιγραφές βλέπομε ὑπερβολὲς ὑλικῶν. Ἡ χλιδή ἔχει ἕναν μεταφυσικὸ χαρακτήρα καὶ σημαίνει σὲ συμβολιστὲς ὅπως ὁ Mallarmé, τὴν ποίηση. Σὲ κάθε περίπτωση τὸ ὑλικὸ εἶναι καθρέφτης τῶν αἰσθήσεων τοῦ ποιητὴ, κάνει δυνατὴ τὴν κοινοποιήση τῶν αἰσθημάτων του. Στὴν ἀναγεννησιακή εἰκονογραφημένη ἀλληγορία μὲ τίτλο Hypnoerotomachia Polyphilii (Πολυφίλου ὑπνερωτομαχία) ὅπου ὁ Πολύφιλος ἀναζητεῖ νεοπλατωνιστί τὸν ἔρωτα καὶ τὴν ἀλήθεια μετά τὴν φυγὴ τῆς ἐρωμένης του Πολίας σὲ μία διαδοχὴ ὀνείρων, περιγράφει τρεῖς περίκλειστους κήπους στὸ παλάτι τῆς βασιλίσσης Ἐλευθεριλλίδος[i]. Στὶς πέντε νύμφες ποὺ τὸν ὁδηγοῦν στὴν βασίλισσα ἀλληγοροῦνται οἱ πέντε αἰσθήσεις, στὴν βασίλισσα, τὸ αὐτεξούσιο, καὶ στὶς δύο νύμφες ποὺ τὸν περιάγουν στὸ παλάτι, ἡ βούλησις (Θελεμία) καὶ ὁ λόγος (Λογιστική). Ἔτσι καὶ στοὺς κήπους τὰ φυτὰ καὶ τὰ κτιστὰ στοιχεῖα εἶναι ἀπό πολύτιμα κατειργασμένα ὐλικά, ὥστε φανερώνουν «τὸ εὐγενές τῆς συστάσεως, τὸ κρυπτὸν τῆς τέχνης καὶ τὸ καινοτόμον τῆς ἐπινοήσεως».  Στὸν πρώτο κῆπο[ii] κυπάρισσοι καὶ πύξοι ἐναλλάξ στοιχισμένοι ἔχουν ρίζες και βλαστοὺς ἀπὸ χρυσὸ καὶ φύλλωμα ἀπὸ ἔγχρωμο γυαλί, ὅπως καὶ τὰ ὑπόλοιπα φυτά· ἀρωματικό λάδι τοὺς δίδει ἄρωμα. Ὁ κῆπος ὁρίζεται ἀπὸ κιονοστοιχία ποὺ εἶναι κ’ αὐτὴ ὑάλινη μιμουμένη ἴασπι, πρὸ ἀψιδωτῶν πυλώνων ἀπὸ χρυσό. Στὸν ἑξῆς κῆπο[iii], ἀπ’ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ παλατιοῦ, τὰ φυτὰ ἔχουν φυλλώματα ἀπὸ μετάξι καὶ εἶναι ἐμποτισμένα μὲ ἀρώματα. Ὁ περίβολος ἐδῶ εἶναι διάκοσμος μὲ μαργαριτάρια ὅπου ἀναρριχῶνται κισσοί μὲ χρυσοῦν βλαστὸ, σηρικά φύλλα καὶ κορύμβους ἀπὸ πολυτίμους λίθους. Ὁ τρίτος κῆπος[iv] περιβάλλεται ἀπὸ ἐκατὸ ἁψιδωτὲς κόγχες μὲ χρυσᾶ ἀγάλματα ἐπὶ βάθρων πορφυρίτη ποὺ κοιτάζουν στὸ κέντρο ὅπου ὑψοῦται ἕνας ὀβελίσκος  ἐπὶ βάσεως κρυσταλλικοῦ χαλκηδονίου.Μπορεῖ ὁ συγγραφεὺς Φραγκῖσκος Colonna νὰ περιγράφῃ ἕνα ὄνειρο ὥστε νὰ μὴν πολυνοιάζεται γιὰ τὸ ἐφικτὸ ὅσων περιγράφει, ὅμως μᾶς προσφέρει ἕναν συσχετισμὸ ἀνάμεσα στὸ ἄψυχο ὑλικὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Ἐδῶ ἀναζητεῖ στὴν ὑφὴ τῶν ὑλικῶν τὸ θαῦμα καὶ τὸ θάμβος, πρᾶγμα ποὺ ἐξεφράσθη στὴν ἀρχιτεκτονικὴ ναῶν καὶ ἀνακτόρων. Τὸ ὑλικὸ καὶ ἡ ἐπεξεργασία του ἐκφράζει τὴν ἵδια τὴν σχέση τῆς φύσεως καὶ τῶν κοινωνιῶν. Ὁ ἄνθρωπος ἀποκόπτει κομμάτια τῆς φύσεως, τὰ ἐπεξεργάζεται καὶ διαμορφώνει ἀφἑνὸς τὴν φῦσι ἐνώπιον του ἀνθρώπου, καθὼς τὴν οἰκειοῦται, καὶ ἀφἑτέρου, ἅπαξ ἡ ἀρχιτεκτονικὴ ἔχει κοινωνικὴ σημασία, τὴν ἵδια τὴν κοινωνικὴ σχέση. Τὰ ὑλικά, μὲ τὶς φυσικὲς ἰδιότητες ποὺ κατέχουν, στηρίζουν τὰ κτήρια ποὺ θὰ κάμουν δυνατὸ τὸ κοινωνικό ἀλισβερίσι, καὶ μὲ τὰ αἰσθήματα ποὺ ἐγείρει ἡ ὑφὴ αὐτῶν, ὁλοκληροῦν τὴν συμβολική ἔννοια του δευτέρου. Ἐπίσης ἠ ἐπιλογὴ αὐτῶν, ἂν εἶναι τοπικὰ ἢ ἐρχόμενα πώρροθεν φανερώνει τὴν οἰκονομική διάσταση. Ὅπως καὶ νἆναι, τὸ ὅτι ἡ χρήση κάθε ὑλικοῦ εἶναι ἐπαναλαμβανομένη δεικνύει ὅτι ἐκφράζει κάποιο νόμο.

1. Κανών, νόμος, τάξις καὶ κόσμος

 Ὁ λόγος ποὺ γιὰ τὴν μέθοδό μας δὲν ἀρκεῖ μία ἀναγωγή σὲ κάποια ἀρχὴ ὅπως κατὰ τὴν μεθοδολογία τοῦ προηγουμένου κεφαλαίου, εἶναι ὅτι εἶναι παράλογο νὰ ὁμιλῶμε γιὰ ἱσχύ της ἀρχῆς ὅταν ἱσχύει ὑπὸ ὡρισμένες συνθήκες. Εἶναι μᾶλλον ἐκ τῶν ὁμοίων, ceteris paribus, ποὺ λαμβάνομε τὴν ἀρχὴ τούτη. Γράφει ὁ Felix Kaufmann στὴν μεθοδολογία τῶν κοινωνικῶν ἐπιστημῶν [Methodology of Social Sciences, Oxford 1944] περί τῶν οἱκονομικῶν νόμων ἀμφισβητῶντας τὸ ὅτι στηρίζονται σὲ πρότερες (a priori) ἔννοιες τοῦ φαινομενολόγου δασκάλου του Ludwig von Mises :

There are two different ways of defining economic concepts. They may be defined in terms of economic laws, and then the latter ‘hold necessarily for these concepts’ but contain no assertions about reality. In this case an action cannot be called, say, ‘exchange’ unless it is in accordance with the ‘laws of exchange.’ If, however, economic concepts are not defined in this way, necessary validity cannot be claimed for any of these laws relating to the economic facts that they designate. Predictions in terms of these laws may or may not be fulfilled. (σελ. 227)

Γι’ αὐτὸ ὁ Ludwig Wittgenstein προτιμᾷ ν’ ἀναφέρεται στὴν «τήρηση κανόνων» παρὰ στοὺς ἰδίους τοὺς κανόνες: εἶναι ἡ πρακτικὴ τοῦ κανόνα ποὺ μᾶς τὸν φανερώνει. Ὅταν ἴδω τὴν σειρά μιᾶς ἀκολουθίας ἀριθμῶν (1,2,3,4 και 1,4,9,16) καταλαβαίνω ὅτι ὑφίσταται κάποιος κανών (x, x²). Ἐπίσης δὲν ἀναγγέλλω τὸν κανόνα προτοῦ παίξω μία κίνηση στὸ σκάκι. Ἂν ὅμως ἀπ’ τὴν ἄλλη,  διαβάσω x, x², δὲν ξέρω πῶς θὰ ἐφαρμόσω τὸν κανόνα καθὼς αὐτὰ εἶναι ἁπλῶς γράμματα, δὲν διαφέρουν ἀπὸ τὰ σημεῖα 1,2,3. Τὸ γενικόν τοῦ κανόνα (ὅπου καὶ διαφέρει ἀπ’ τὴν ἐντολὴ ἢ τὴν διαταγή) διαφαίνεται μόνον μέσα στὴν ἐφαρμογή του (ποὺ μπορεῖ νὰ μὴν ἔχῃ μία μόνον ἔκφραση), εἶναι δηλαδή καθ’ αὐτὸν ἄρρητο: ὁ κανών δὲν εἶναι σὰν τὸ κονίαμα ἀναμέσον δύο πλινθῶν, κ’ οὔτε μποροῦμε νὰ ἔχωμε ἕναν κανόνα ἐφαρμογῆς τοῦ κανόνα[v]. Τοιούτως ὁ κανὼν εἶναι κεῖνο ποὺ διορθώνει: ἡ φράση «sugar good» δὲν μοιάζει μὲ ἀγγλικὴ φράση, ἐκτὸς ἂν τὴν ἀντικαταστήσωμε μὲ τὴν φράση «sugar tastes good»[vi].  Ὁ κανών, ἀφοῦ εἶναι καθ’ αὐτὸν ἄρρητος, μαθαίνεται μόνον πρακτικῶς: ὅταν θέλω νὰ διδάξω σὲ κάποιον μία γλῶσσα, θὰ χρησιμοποιήσω παραδείγματα καὶ πρακτική, μεταφέροντας σ’ αὐτὸν ὅ τι ξέρω. Θὰ κάμει ὅ τι κάμω καὶ θὰ τὸν ἐπηρεάζω ἐκφράζοντας συμφωνία, ἀπόρριψη, προσμονή, ἐνθάρρυνση[vii]. Εἶναι μία συμβολικὴ περιγραφὴ τῆς χρήσης τοῦ κανόνα. Κατὰ τὴν ἐκμάθηση ἑνὸς κανόνα δὲν ἀναρωτῶμαι περί τοῦ αἰτίου, οὔτε ἐπιλέγω, ἁπλῶς ὑπακούω τυφλῶς, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ διαφορὰ τῆς λογικῆς σχέσης ἀπὸ τὴν αἰτιολογική[viii].  Εἶναι ἀκριβῶς πῶς μαθαίνει τὴν τέχνη ὁ κάλφας διὰ τοῦ μαΐστορα, ἀντιγράφοντας ἕνα μοτίβο. Θὰ ἀντιγράψῃ τὶς κινήσεις τοῦ δευτέρου μέχρι νὰ οἰκειωθῇ τὸν τρόπο, νὰ τὸν τρέψῃ σὲ δική του πρόθεση [intention].

Τούτη τὴν ἔννοια τοῦ κανόνα ὡς κάτι σχετιζομένου μὲ τὴν πρακτική, ὑποστήριζει ὁ Carl Schmitt, στὸ τέταρτο κεφάλαιο τοῦ πρώτου μέρους τοῦ βιβλίου του ὁ νόμος τῆς γῆςDer Nomos Der Erde: Im Volkerrecht Des Jus Publicum Europaeum (1950), ὅπου φιλοδοξεῖ νὰ ἀποκαταστήσῃ τὴν «ἐνέργεια καὶ τὸ μεγαλεῖο τοῦ νόμου» μακρὰν τῆς σύγχρονης «κατάχρησης διαφόρων ψηφισμάτων καὶ σκαλαθυρματίων τοῦ ἐννόμου [legalität] τοῦ κράτους ποὺ δύναται νὰ κληθῇ νομομαχία». Γιὰ τὸν Schmitt, ἡ γῆ εἶναι ἡ μήτηρ τοῦ νόμου, ἐπειδὴ πρῶτον, ἡ γόνιμος γῆ τὸν ἐνέχει στὴν πολυφορία της ὡς δίκαιον γιὰ τὸν γεωργὸ ποὺ τὴν καλλιεργεῖ, δεύτερον, ἡ ἄροσή της χαράσσει στὴν γῆ αὐστηρές γραμμές καὶ τρίτον, τὸ στέρεο ἐδαφός της ὁρίζεται ἀπὸ ἔρκους, ὄρχους, σύνορα, τοίχους, κτήρια καὶ ἄλλες κατασκευές, ὁπότε καὶ οἱ διατάξεις καὶ οἱ προσανατολισμοὶ τοῦ ἀνθρωπίνου κοινωνικοῦ βίου γεννῶνται. Τότε οἱκογένειες, φρατρίες, φυλές, κτήματα, μορφὲς ἰδιοκτησίας καὶ ἀνθρώπινης ἐγγύτητας, καὶ μορφὲς ἰσχύος καὶ ἐξουσίας, γίνονται θεατές. Πράγματι ἡ ἑλληνικὴ λέξη νόμος, ἐκ τοῦ νέμω, ―διαμοιράζω καὶ ὁδηγῶ τὸ ποίμνιο στὴν νομή, διοικῶ― ἀναφέρεται σέ χωρικὴ διάταξη. Νομοί δε, στὴν Αἴγυπτο τῶν Πτολεμαίων, ἦσαν οἱ ἐπαρχίες. Μέ τὸν Πλάτωνα ὁ νόμος ὡς κτήση γῆς χάνεται κάπως, καθὼς ὁμοιάζει ἔτι πλέον μὲ τὸν ἀφηρημένο κανόνα καὶ τὸν οὐτοπικὸ σχεδιαστικὸ χαρακτῆρα τῶν συγχρόνων νόμων, ὅμως ἡ ἔννοια τῆς τάξης καὶ τοῦ προσανατολισμοῦ ὑφίσταται στὰ πολιτικά τοῦ Ἀριστοτέλους. Ὁ Schmitt ἐρμηνεύει τὰ 1290a, 1290b τοῦ τετάρτου κεφαλαίου («πολιτεία μὲν γὰρ ἡ τῶν ἀρχῶν τάξις ἐστί, ταύτας δὲ διανέμονται πάντες…») ὅτι νόμος εἶναι ἐκεῖνο ποὺ χαρακτηρίζει κάθε πολιτεία καὶ ὄχι οἱ θεσμοί, τὰ ψηφίσματα καὶ τὰ ῥήματα (διαταγές), καὶ αὐτὸ ἀντιστοιχεῖ στὴν μέση, καλῶς διανενεμημένη γαιοκτήσια. Τούτη εἶναι ἡ πρωταρχικὴ σημασία τοῦ νόμου στὸν στίχο τοῦ Πινδάρου «νόμος ὁ πάντων βασιλεύς» [ix]. Ἀντιτιθέμενα νόμος καὶ φύσις ὡδήγησαν στὴν διάκριση δέοντος καὶ ὅντος καὶ στὴν ἐξομοίωση τῶν προηγουμένων. Κατὰ τὸν ιθ΄ αι. ὁ θετικισμὸς ἐξίσωσε τὸν νόμο μὲ τοὺς νόμους τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν μόνον αἴτιο καὶ ὄχι καταγωγὴ καὶ ἀρχέτυπο (καὶ αὐτὸ ἀμφισβήτησε ὁ Rickert ὅπως εἴδαμε στὸ προηγούμενο κεφάλαιο). Γιὰ νὰ ὑποστηρίξῃ τὴν χωρικὴ σημασία τοῦ νόμου, ὁ Schmitt χρησιμοποιεῖ τὴν ἀνάλυση τοῦ Jost Trier περὶ τοῦ Mannring, τοῦ προστατευτικοῦ κύκλου ποὺ σχημάτιζαν τὰ ἀνθρώπινα σώματα πέριξ τοῦ βωμοῦ. Ἔτσι δὲν ἦταν ἡ κατάργηση τοῦ πολέμου ἀλλὰ ἡ περιχάραξή του ποὺ ἦταν τὸ πρόβλημα κάθε νομικῆς τάξης καὶ αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ σκοπός του συγκεκριμένου ἔργου τοῦ Schmitt, ὅτι ὁ νόμος καὶ ἡ εἰρήνη κεῖνται σὲ χωρικὲς περιχαράξεις: «κάθε νόμος συνίσταται σὲ ὅ τι εἶναι ἔνδον τῶν ὁρίων του».

Τέλος, σὲ παρόμοιο πνεῦμα εἶναι ὁ Friedrich A. von Hayek  στὸ ‘Rules & Order’ (London 1973), πρῶτο τόμο τοῦ Law Legislation & Liberty (London 1982).  Ὁ ὁρισμὸς τῆς ἐννοίας τῆς τάξεως ποὺ δίδει εἶναι κεῖνος τῶν ποιοτήτων Gestalt ποὺ παρουσιάσαμε στὸ δεύτερο κεφάλαιο: μὶα κατάσταση πραγμάτων στὴν ὁποία ἕνα πλῆθος στοιχείων διαφόρων εἰδῶν ἀλληλοσυσχετίζονται τόσο, ὤστε δυνάμεθα νὰ μάθωμε ἀπὸ τὴν γνώρισή μας μὲ κάποιο χωρικὸ ἢ χρονικὸ μέρος τοῦ ὅλου νὰ σχηματίζωμε ὀρθὲς γνώμες καὶ προσδοκίες πρὸς τὸ ὑπόλοιπο, ἢ τουλάχιστον γνώμες καὶ προσδοκίες ποὺ ἔχουν σοβαρὴ πιθανότητα ν’ ἀποδειχθοῦν ὀρθές. Tέτοια τάξη ἔχει κάθε κοινωνία, χωρὶς νὰ σημαίνῃ ὅτι ἔχει δημιουργηθῆ ἑκουσίως. Ὅπως λέει ὁ ἀνθρωπολόγος Ε.Ε. EvansPritchard (Social Anthropology, London 1952) τὸ ὅτι ὑφίσταται κάποια τάξη, σύνταξη καὶ κάτι τὸ ἐνδελεχὲς στὴν κοινωνικὴ ζωή, εἶναι φανερό γιατὶ χωρὶς αὐτὴ οὐδείς ἡμῶν θὰ ἠδύνατο νὰ διάγῃ τὰ πράγματά του ἢ νὰ ἱκανοποιήσῃ τὶς στοιχειώδεις του ἀνάγκες. Διακρίνει δύο εἶδων τάξεις, τὴν ἐκουσία τάξη ἢ ὀργάνωση, ποὺ δημιουργεῖται ἀπ’ ἕναν ἔξωθεν ποιοῦντα (δράση κατὰ σκοπό) ὅπως πχ. ἡ διάταξη μιᾶς μάχης κατὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ στρατηγοῦ, καὶ τὴν ἀκουσία, spontaneous order ἢ ἑλληνιστὶ κόσμο, ποὺ σχηματίζεται ἀπὸ τὴν ἀλληλεπίδραση πολλῶν ποιοῦντων οἱ ὁποῖοι εἶναι ταυτοχρόνως πάσχοντες, ἔνθεν αὐτῆς· ὅπως τὸ τελικὸ προϊόν τῆς μάχης ἢ τοῦ πολέμου θὰ ἔλεγε ὁ Ἡράκλειτος. Ὁ κόσμος πρὸς τὴν ἁπλῆ ἐκουσία τάξη, ἐνέχει πλῆθος σκοπῶν, καὶ τέλος τοῦ εἶναι ἡ ἴδια ἡ συντήρησή του. Οἱ κανόνες ποὺ σχηματίζουν τῆν αὐτόματη τούτη τάξη δὲν εἶναι κατ’ ἀνάγκη γνωστοί, ἀλλὰ ἀντιλαμβανόμεθα ὅτι οἱ ἄνθρωποι δροῦν κατὰ τέτοιους. Πρόκειται μᾶλλον περὶ εὐκοσμίας [regularity], ἔξεις δηλαδή, συνήθειες καὶ ἔθιμα, παρὰ γιὰ κανόνες μὲ τὴν ῥητὴ ἔννοια τοῦ ὅρου. Τὸ ὅτι οἱ κανόνες προέρχονται ἀπ’ τὴν ἰδία τὴν ἀλληλεπίδραση εἶναι ὅτι στοχεύουν στὴν αὐτοσυντήρηση τῆς κοινωνίας, καὶ δὲν εἶναι ἁπλῶς φυσικοὶ νόμοι, φαίνεται ὅτι δὲν εἶναι σὰν τὸν δεύτερο νόμο τῆς θερμοδυναμικῆς ἢ ἐντροπίας. Ἂν μία τελεία κανονικὴ συμπεριφορὰ προκαλοῦσε μόνον κοινωνικὴ ἀταξία, ὅπως πχ. ἂν ἦταν δέον νὰ φονεύῃ ὁ καθείς ὅποιον συναπαντᾷ ἢ νὰ φεύγῃ ὅποτε βλέπῃ κάποιον, θὰ ἦταν ἀδύνατον νὰ ὑπάρξῃ κοινωνικὴ συνεργία. Οἱ καθ’ ἕκαστες περιστάσεις ποὺ ἐνσκήπτουν καὶ στὶς ὁποῖες ἀντιδρᾷ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὅσες γνωρίζει. Ἡ τάξη θὰ εἶναι συνολικὴ μόνον ἂν οἱ κανόνες ποὺ ὑπακοῦν τὰ καθ’ ἕκαστα ἄτομα παράγουν μίαν τέτοια τάξη. Ἄρα θὰ εἶναι κανόνες ποὺ μποροῦν νὰ ἐφαρμοσθοῦν σ’ ἕνα πλῆθος περιστάσεων, χωρίς νὰ εἶναι ἀναγκαία ἡ αὐτὴ πανομοιότυπη ἀντίδραση ἀπὸ διαφορετικὰ ἄτομα, ἀκριβῶς γιατὶ οἱ ἴδιοι οἱ κανόνες ἔχουν γενικὸ χαρακτῆρα (σελ.44). Ἐδῶ ὁ Hayek δὲν ἐννοεῖ ὅτι εἶναι ἀφηρημένοι ὡς διανοητικὲς κατασκευές ἀλλὰ πλειότερο κατὰ τὴν ἔννοια τοῦ ἀρρήτου τοῦ Wittgenstein. Μποροῦν νὰ περιγραφοῦν ὅλοι οἱ κανόνες ποὺ χαρακτηρίζουν πχ. τὸ fair play; Κάποιοι τηροῦν τοὺς κανόνες ἐπειδὴ συμπίπτουν μὲ τὸν τρόπο ποὺ προβάλλεται το περιβάλλον στὸ μυαλό αὐτῶν, ἄλλοι ἀπὸ συνήθεια, ἐκουσίως ἐπειδὴ εἶναι οἰκεῖοι τῇ κοινῇ αὐτῶν παραδόσει, καὶ ἄλλοι ποὺ παρότι θὰ ἦταν προς συμφέρον αὐτῶν νὰ τοὺς ἀμελήσουν, ἡ σύνολος τάξη ἀπ’ τὴν ὁποία ἐξαρτᾶται ἡ ἐπιτυχία τῶν πράξεων αὐτῶν εἶναι δυνατὴ μόνον ἐὰν οἱ κανόνες τοῦτοι τηροῦνται (σελ. 45).

Οἱ ἄνθρωποι ἐξέλιξαν τοὺς κανόνες τούτους, καὶ ὅλη ἡ θεωρία του Hayek θέλει νὰ δείξῃ τὸν ἐξελικτικὸ χαρακτῆρα τοῦ νόμου, μία συντηρητικὴ ἄποψη ποὺ ὑπεστηρίχθη ἀπὸ ὀπαδοὺς τοῦ common law ὅπως ὁ E. Coke, ὁ Μ. Hale, ὁ D. Hume, ὁ E. Burke. Ὅπως καὶ ὁ Schmitt παραπάνω, ὁ Hayek θεωρεῖ τὸν νόμο παλαίτερο τῆς νομοθεσίας καὶ ἐπιτίθεται ἀπό μέρους του στὸν νομικὸ θετικισμὸ. Ἂν ὁ ἄνθρωπος ἀνέπτυξε τῆν γλῶσσα καὶ τὸν λόγο [reason] ἦταν γιὰ νὰ ἐνισχύσῃ τοὺς καθεστηκότες κανόνες ποὺ ἐτήρει, ἀδιάφορον ἂν ἦσαν οἱ πλείονες ἐγγενεὶς (μεταδιδόμενοι γενετικὰ) ἢ ἐλάχιστοι διὰ μάθησης (μεταδιδόμενοι «πολιτισμικά»). Ἡ μελέτη τῆς συμπεριφορᾶς τῶν ζώων ἔχει δείξει ὅτι ἡ διαδικασία τῆς φυσικῆς ἐπιλογῆς ἔχει παραγάγει τελετουργικὲς μορφὲς συμπεριφορᾶς ἡγεμονευομένων ἀπὸ κανόνες ἀγωγῆς ποὺ ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα ν’ ἀπομειοῦν τὴν βία καὶ ἄλλες δαπανηρές μεθόδους προσαρμογῆς καὶ ἔτσι νὰ ἐξασφαλίζουν μίαν εἰρηνικὴ τάξη. Τούτη ἡ τάξη βασίζεται συνήθως σ’ ἀφορισμὸ περιοχῆς ἢ «ἰδιοκτησίας», ποὺ ἐξυπηρετεῖ ὄχι μόνον νὰ ἐξαφανίζῃ τὴν περισσὴ διαμάχη ἀλλὰ νὰ «κολλύῃ» ἀντὶ νὰ «καταστέλλῃ». Ἕνα ἀρσενικὸ ποὺ δὲν κατέχει περιοχὴ δὲν δύναται νὰ συζεύγνεται καὶ νὰ γεννᾷ. Δὲν εἶναι ἁπλῆ μεταφορὰ ὅταν διαβάζωμε ὅτι κατὰ τὴν ἅμιλλα μεταξύ τῶν ἐρίθακων (κοκκινολαίμηδων) «ἡ νίκη δὲν δίδεται στὸν δυνατώτερο ἀλλὰ στοὺς δικαίους [righteous]―δίκαιος δὴ εἶναι ὅποιος κατέχει ἰδιοκτησία» (σελ. 74-75).

Κανὼν λοιπὸν εἶναι ἁπλῶς μία προαίρεση [propensity] ἢ διάθεση [disposition] νὰ δράσῃς ἢ νὰ μὴν δράσῃς κατὰ τρόπον τινά, ποὺ θὰ ἐκδηλωθῇ σὲ ὅ τι ὀνομάζωμε πρακτικὴ ἢ συνήθεια [custom]. Δὲν χρειάζεται νὰ κάμῃ τὴν ἐμφάνισή του σὲ κάθ’ ἑκάστη δράση ἀλλὰ εἶναι κεῖνο ποὺ ἐπικρατεῖ στὶς πλείονες στιγμές. Κάθε τέτοιος κανὼν ἐνεργεῖ σὲ συνδυασμὸ καὶ συχνὰ σ’ ἀνταγωνισμό μ’ ἄλλους κανόνες καὶ ὁρμές· ἡ ἐπικράτησή του δεικνύει τὴν ἰσχύ τῆς προαίρεσής του (σελ. 75-76). Τὸ ἄρρητον τοῦ κανόνα διαφαίνεται στὸ ὅτι αὐτὸς μαθαίνεται διὰ τῆς μίμησης πράξεων: ὁ νόμος δὲν ἀναφέρει ποτὲ γιατὶ πρέπει νὰ πράξῃς ὅπως ὑπαγορεύει, ἁπλῶς πῶς πρέπει νὰ πράξῃς. Ὁ ταγὸς ἢ ὁ νομοθέτης χρησιμοποιεῖ τὴν ἀρχή του ὑπὲρ δύο διαφορετικῶν σκοπῶν: κατὰ πρῶτον θὰ διδάξῃ ἢ θὰ ἐπιβάλῃ κανόνες ἀγωγῆς ποὺ θεωρεῖ καθεστηκότες δίχως νὰ γνωρίζῃ γιατὶ εἶναι σημαντικοὶ. Κατὰ δεύτερον δίδει ῥήματα, ἐντολές γιὰ πράξεις ποὺ θεωρεῖ ἀπαραίτητες γιὰ τὴν ἐπίτευξη κάποιων στόχων (πχ. κατὰ τὸ κυνήγι) ποὺ θεωρεῖ ὁ ἴδιος κ’ ὄχι κατ’ άνάγκη οἱ ὐπόλοιποι. Ἡ ἀναγνώριση του ὡς ἄρχοντα καὶ το δικαίωμα του νὰ ἄρχῃ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τοὺς πρώτους κανόνες καὶ ἡ ῥηματικὴ διατύπωση ἔχει νὰ κάμῃ μὲ τοῦτο καὶ ὄχι μὲ τὴν δημιουργία νέων κανόνων (σελ. 77). Ὅταν ὁ κανὼν γίνεται φθέγμα διαφαίνεται ἡ διαφορὰ τοῦ γενικοῦ κανόνα ἀπὸ κεῖνον ποὺ περιγράφει ἕνα γεγονός. Ὀ τελευταίος ἀφορὰ τὸ πῶς θα πετύχω σὲ μία περίσταση ἕνα ὡρισμένο ἀποτέλεσμα καὶ ὑπακούει στὸν νόμο αἰτίας καὶ αἰτιατοῦ. Ὁ πρῶτος ἀντίθετα εἶναι γνώμων [norm] καὶ δύναται νὰ συγκρούεται μὲ κάποια ὁρμή (πχ. οὐ φονεύσῃς). Στὴν δράση ποὺ ἄγεται κατ’ ἕναν σκόπο, τὸ τέλος της εἶναι γνωστὸ στὸν ποιοῦντα· ἀντίθετα εἶναι ἄγνωστο σ’  αὐτὸν στὴν δρὰση ποὺ ἄγεται κατ’ ἕναν γνώμονα. Ἔτσι ὁ Hayek κατ’ ἀκολουθία τοῦ Schmitt διαχωρίζει τὸν νόμο, ius, droit, Recht ἀπὸ τὸν θεσμό, lege, loi, Gezetz. Ὁ ius gentium―ἐθνικὸς νόμος, ὁ νόμος μεταξὺ τῶν ἐθνῶν ἢ ὁ lex mercatoria εἶναι οἱ νόμοι μὲ τὸ μεγαλύτερο κοινωνικό εὖρος καὶ ἐκφράζουν τὸ εἶδος ἐξέλιξης ποὺ μᾶς περιγράφει. Ἡ ὠφελιμιστικὴ καὶ θετικιστικὴ ἐξέλιξη ἀντίθετα προσπαθεῖ νὰ παρουσιάσῃ κανόνες κατὰ σκοπόν ὡς γενικούς καὶ ἔτσι ὁμογενοποιεῖ τὸ πραγματικό. Τούτη δῶ εἶναι ἡ ἀφαίρεση ποὺ πραγμοποιεῖ τὶς κοινωνικὲς σχέσεις ὅπως ἔλεγαν ἑγελομαρξιστὲς ὅπως ὁ Lukács, καὶ καταγγέλλει ὁ Schmitt. Ἀντίθετα εἶναι τὸ ἄρρητον τοῦ κανόνα ἐκεῖνο ποὺ δίδει τὸ γενικό του κύρος ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Wittgenstein.

Ἔτσι λοιπὸν ὁ χῶρος ποὺ δημιουργοῦν οἱ ἀρχιτεκτονικὲς μορφὲς εἶναι ἕνας κόσμος, μία τάξη ποὺ ὑπόκειται σὲ ἄρρητους κυρίως, κανόνες. Εἶναι οἱ κανόνες ποὺ παίρνουν σχῆμα στὶς ἀρχιτεκτονικὲς μορφὲς καὶ συνέχουν τὴν κοινωνία, ἢ θὰ λέγαμε ὅτι ἡ ἀρχιτεκτονικὴ εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο παραδίδονται στὴν κοινωνία, δίδοντας προσανατολισμὸ σ’ αὐτήν. Ἀπ’ τὴν ἄλλη, οἱ κανόνες τοῦτοι ἀπ’ οὐδενὸς τίθενται, ἄλλα ἀξιώνουν μίαν φυσικὴ καταγωγή: ὅσο καὶ νὰ θέλῃ, οὕτως εἰπεῖν, ὁ ὠφελιμιστὴς ἀρχιτέκτων νὰ βάλῃ τὸν ἄνθρωπο νὰ κοιμᾶται ὀρθὸς γιὰ νὰ καταλαμβάνῃ ὀλιγώτερο χῶρο, ποιὸς θὰ κοιμηθῇ ἔτσι; Ἀπ’ τὸ νὰ κατακλιθῶ κάτω ἀπ’ ἕναν πλάτανο μέχρι τοῦ νὰ κάμω τὸ ἴδιο στὸν κοιτῶνα εἶναι μία διαδικασία τροπῆς τῆς φυσικῆς μου ἀνάγκης τοῦ ὕπνου σὲ κανόνα ἄλλα καὶ ἐπιθυμία: ὅταν νυστάξω ξέρω ποὺ θὰ κατευθυνθῶ. Βλέπομε λοιπόν ὅτι ἡ ἐπιθυμία ποὺ κάμει τοὺς χώρους σημαντικοὺς γιὰ ἑμᾶς εἶναι προϊόν μιᾶς διάταξης ποὺ κατακερματίζει ἕνα οἱονεὶ ἀδιαφοροποίητο φυσικό σύμπαν. Ἑπομένως καὶ οἱαδήποτε διαφωνία μεταξύ ἀρχιτέκτονα καὶ κατοίκου, εἶναι πράγματι ὅπως λέει ὁ NorbergSchültz, ἔλλειψη μιᾶς τάξης κοινῆς ἀμφοτέροις ποὺ ὅχι τυχαίως συμβαίνει σὲ μία ἐποχὴ γενικῆς χειραφέτησης, τόσο ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ ἀρχιτέκτονα ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ κατοίκου. Ὅ τι καὶ νὰ προκύπτῃ τελικὰ ὅμως καὶ πάλι εἶναι κάποια νέα τάξη ποὺ σχηματίζεται. Ὅπως εἴπαμε, ἕνα σύγχρονο σπίτι, ὅσο πολυτελὲς καὶ νὰ εἶναι δὲν παύει νὰ ἔχῃ τὴν ἐσωτερικὴ διάταξη μιᾶς ἐργατικῆς κατοικίας, ἐνῷ ἐξωτερικὰ μὲ τὸ αἰσθητικὸ ὕφος ἀπευθύνεται στὸ γούστο: τοῦτο εἶναι ἀκριβῶς μία σύμβαση μεταξύ ἀρχιτέκτονα καὶ κατοικοῦ, μία ἑλάχιστη, εὔθραυστη τάξη μὲν, ὑπαρκτή δε. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἐκεῖνο ποὺ ἐνδιαφέρει ἑμᾶς εἶναι ἡ ἀναγνώριση καὶ ἡ ἀνάγνωση τῶν ἑκάστοτε κανόνων τῆς χωρικῆς τάξης. Θὰ ξεκινήσωμε μ’ ἐκείνους τοὺς κανόνες ποὺ εἶναι ἐγγύτεροι στὴν φύση, δηλαδή τῶν ὑλικῶν καὶ τῶν τρόπων δόμησης.

2.Ὑλικὰ καὶ τρόποι δόμησης

Ἡ ἀρχιτεκτονικὴ εἶναι ἀπὸ τὶς πιο συντηρητικὲς ἐργασίες ὅχι μόνον γιατὶ οἱ καθημερινὲς, βασικὲς δραστηριότητες τοῦ ἀνθρώπου δὲν γνωρίζουν μεγάλες ἀλλαγές, ἀλλὰ κ’ ἐπειδὴ τὰ ὑλικὰ καὶ οἱ τρόποι δόμησης αὐτῶν εἶναι δοκιμασμένα ἐπὶ αἰώνες. Πλίνθους, τῶν πρώτων μαζικῶς παραγομένων τεχνιτῶν λίθων, ἔχομε ἐδῶ καὶ πεντε-ἔξ χιλιάδες χρόνια· σκυρόδεμα εἶχαν οἱ Ρωμαίοι κτλ. Ὁ χάλυψ εἶναι σίγουρα μία ἐπινόηση τῆς βιομηχανικῆς ἐπανάστασης, ἄλλα ἀντικαθιστάει τὸ ξύλο ὡς τρόπο δόμησης. Δηλαδή εἶναι ὡς εἰπεῖν ὁ νόμος τοῦ ξύλου ποὺ κάμει κάποιον νὰ φτειάξῃ μεταλλικοὺς φορείς. Ἀπ’ τὴν ἄλλη μία νοοτροπία ποὺ ἐσχηματίσθη μὲ τὴν βιομηχανικὴ παραγώγη, εὐνόησε τὴν ἐπινόηση καὶ χρήση ὑλικῶν τῶν ὁποίων ὅμως ἡ ἐργαστηριάκη μόνον δοκιμὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἐγγυηθῇ τὴν μακροημέρευση αὐτῶν. Τοῦτο τὸ τελευταῖο μᾶς φανερώνει ἕναν κανόνα: ὅτι τὰ σύγχρονα κτήρια δὲν ἔχουν τὸν συμβολικὸ χαρακτῆρα τῶν παλαιῶν καὶ σκοπεύουν μόνον στὴν ἕωλον ὠφέλεια ποὺ δίδει ἡ χρήση καὶ ἡ συναλλαγή. Ὅσο γιὰ τὸ αἰσθητικὸ ὕφος εἶναι πλειότερο περικάλυμμα καταναλωτικοῦ προϊόντος, δηλαδὴ ἀποσκοπεῖ στὴν ἐντύπωση ποὺ ἔχει σημασία κατὰ τὴν μόδα τῆς ἐποχῆς. Ὅμως προτοῦ ἴδωμε τὰ ὑλικὰ καὶ τοὺς τρόπους δόμησης αὐτῶν ἀνὰ καθ’ ἑκάστη κοινωνία, θὰ ἐκθέσωμε τὰ κυριώτερα αὐτῶν.

Ἐν γένει, ὑπάρχουν δύο βασικοὶ τρόποι δόμησης: ἐκεῖνος ποὺ σχηματίζει μία στέρεη συμπαγὴ μᾶζα ὅπως τὰ σπήλαια, καὶ τοῦτος ποὺ σχηματίζει ἐλαφροὺς φορεὶς ποὺ γεφυρώνουν σημεῖα μὲ μορφὴ ποὺ προσομοιάζει στὰ φυλλώματα τῶν δένδρων. Τὰ ὑλικὰ στὴν πρώτη περίπτωση πρέπει νὰ ἀντέχουν σὲ θλίψη ἀπ’ τὰ ὑπερκείμενα φορτία, στὴν δεύτερη, σὲ ἐφελκυσμό καὶ λυγισμό. Ἡ σύσταση μιᾶς πέτρας εἶναι τέτοια ποὺ δὲν διαλύεται ὅταν ἀσκηθῇ πίεση ἐπ’ αὐτῆς ἐνῷ οἱ ἶνες ἐπιτρέπουν στὸ ξύλο νὰ ἐπιταθῇ χωρὶς νὰ καμφθῇ. Ὅμως δύναται τὸ ξύλο νὰ χρησιμοποιηθῇ ὡς πέτρα σὲ περιοχὲς μὲ ἄφθονη ξυλεία ὅπως στὴν Ρωσία, τὴν Σκανδιναβία καὶ τὴν βόρειο Ἀμερική. Ἐπίσης μορφὲς ξύλινης κατασκευῆς μεταφέρονται στὸν λίθο στοὺς αἰγυπτιακοῦς καὶ ἑλληνικοῦς ναοὺς καὶ τὰ περσικὰ ἀνάκτορα. Ἡ κλασικὴ μορφολογία εἶναι ξυλίνη ἀλλὰ ἐπὶ λίθου: τὰ ἐπιστύλια σημαίνουν τὶς ξύλινες δοκοὺς ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ ζευγνύουν μεγάλα ἀνοίγματα καὶ οἱ στύλοι ποὺ μιμοῦνται φυτικὰ πρότυπα συνήθως διαμορφώνονται μὲ σπονδύλους. Τὸ ὡπλισμένο σκυρόδεμα μπορεῖ νὰ εἶναι μία λιθίνη κατασκευὴ μὲ ξυλίνη μορφὴ λόγῳ τοῦ χαλυβδίνου ὁπλισμοῦ. Ἄλλη διαφορὰ εἶναι ὅτι στὴν πρώτη περίπτωση οἱ λίθοι ἢ οἱ πλίνθοι ἐπιτίθενται ἐλεύθερα ἢ σὲ δόμους μὲ κονίαμα ὥστε νὰ σχηματίσουν ἕνα σῶμα, ἐνῷ στὴν δεύτερη, οἱ φορεὶς τοῦ ξύλου ἢ τοῦ σιδήρου συναρμόζονται μὲ ἀρθρώσεις. Ὅμως μία ἐν ξηρῷ τοιχοποιία, χωρίς δηλαδή κονίαμα (π.χ. οἱ ἑλληνικοὶ ναοί), ἀντιδρᾷ σὲ κάποια σεισμικὴ δόνηση σὰν ἀρθρωτὴ κατασκευὴ. Τέλος, ἡ κατασκευὴ μπορεῖ νὰ εἶναι σύνθετη: ξυλοδεσιὲς σὲ λιθίνες τοιχοποιίες ὥστε νὰ κρατύνουν τὴν οἰκοδομὴ στὶς ὁριζόντιες δονήσεις τοῦ σεισμοῦ ἢ ξύλινοι σκελετοὶ που πληροῦνται μὲ πλινθίνους τοίχους ὥστε νὰ προσφέρουν ἀκαμψία. Παρομοίους τρόπους δόμησης εἶναι πιθανόν ν’ ἀπαντήσωμε σὲ διαφορετικοὺς τόπους ἀλλὰ μὲ παρόμοια φυσικὰ χαρακτηριστικὰ, ὁπότε καταρχὰς θὰ τοὺς παρουσιάσωμε ὡς τέτοιους καὶ μετὰ θὰ ἐκθέσωμε παραδείγματα ἀνὰ τὸν κόσμο, ἱστοριογεωγραφικῶς.

2.1. Ξυλεία

Τὴν ἄνοιξη τοῦ 1780 ὁ ἀρχιτέκτων John Soane καθὼς ἐπέστρεφε ἀπ’ τὴν Ἰταλία μέσῳ Ἑλβετίας ἐξεπλάγη τόσο ἀπ’ τὶς ξυλίνες γέφυρες τῶν ἀδελφῶν Grubenmann ποὺ τὶς ἀπετύπωσε[x]. Γιατὶ νὰ ἐνδιαφερθῇ ἕνας ἀρχιτέκτων τῆς πλίνθου καὶ τοῦ θόλου γιὰ ξυλίνες κατασκευές, μάλιστα γέφυρες; Δὲν εἶναι μόνον ἐπειδὴ τὸ ταξείδι στὴν Ἰταλία ἦταν βραβεῖο διαγωνισμοῦ γιὰ μία θριαμβικὴ κλασικιστικὴ (λιθίνη) γέφυρα. Γιὰ νὰ κτίσω ἕναν θόλο χρειάζομαι νὰ στήσω ἕνα ξύλινο ἰκρίωμα ὡς ξυλότυπο τὸ ὁποῖο εἶναι καθ’ αὐτὸ μία κατασκευή. Οἱ στέγες ἐπίσης εἶναι ἀνεξάρτητες κατασκευές: ὁ ἴδιος ὁ Soane εἶχε δώσει διάλεξη γιὰ τὸν θόλο τοῦ Ἀγίου Παύλου τοῦ ὁποίου τὸ ἔξω ―ὑψηλότερο τοῦ ἐσωτερικοῦ θόλου― κέλυφος εἶναι ξύλινο.Ἡ πιὸ ἁπλῆ μορφὴ οἱκοδομῆς εἶναι ἡ σκηνὴ ἢ καλύβη τοῦ νομάδα.Ἴχνη τέτοιων ὑπάρχουν ἀπὸ τὴν παλαιολιθικὴ ἐποχὴ. Ὁ Sir Bannister Fletcher ἀναφέρει συνοικισμοὺς ὅπως Terre Amata (300000 BP) καὶ Molodova (44000 BP), φτειαγμένα ἀντιστοίχως ἀπὸ σκόλοπες, στερεωμένους στὴν ἄμμο ἀπὸ ἕνα περιτοίχισμα ξερολιθιᾶς καὶ ξύλινο σκελετὸ (πῆγμα) καλυμμένο μὲ δέρματα ζώων (ὅθεν καὶ ἡ λέξη πέτσωμα). Δὲν λείπει ἡ χρήση χαυλιοδόντων μαμμούθ ὡς σκελετός (Dolni Vestonice, 27000 BP). Ἡ σκηνὴ ἢ ἡ καλύβη (καλυμμένη μὲ ἄχυρα, δέρμα, φλούδες δένδρων κτλ.) ποὺ ἀπαντῶμε σὲ νομαδικὰ ἔθνη ἐκφράζει ἕναν ἐφήμερο χῶρο καθὼς οἱ ὁμάδες εὑρίσκονται ὑπὸ μετακίνηση πρὸς ἀναζήτηση ἄγρας ἢ βοτάνης γιὰ τὰ κτήνη. Οἱ σκηνὲς χρησιμοποιοῦνται ἐπίσης ἀπ’ τοὺς στρατοὺς σὲ ἐκστρατεία.Ὅταν ὁ βίος γίνεται γεωργικός ―ὁπότε ἀποκτᾷ νόμο καὶ χῶρο― καὶ ἡ οἰκοδομὴ γίνῃ μονιμώτερη, ἡ κατασκευὴ μπορεῖ νὰ γίνῃ πολυπλοκώτερη καὶ μὴ ἀναστρέψιμη (δὲν μπορῶ νὰ τὴν διαλύσω καὶ νὰ τὴν στήσω πάλι). Τὰ ξύλινα πήγματα στήνονται ἐπὶ ὀρύγματος (pithouse, dugout, Grubenhaus) ἢ ὑψοῦνται ἐπὶ πασσάλων (λιμναῖοι οἰκισμοι, Ἰνδονησία), περιχαρακώνονται διὰ πασσάλων (σταύρωμα), ἢ λαμβάνουν τοίχους πλεκτούς, ἀπὸ κορμοὺς ἢ ἀπὸ λάσπη, καὶ ἐνίοτε μακραίνουν.

λακκοκάλυβο (pithouse) κατὰ Quennell καὶ Quennell 1922

Ἡ τεχνολογία τοῦ ξύλου ἀναπτύσσεται παράλληλα μὲ τὴν ναυπηγική, τὴν ἀμαξοποιία, τὴν γεφυροποιία καὶ φυσικά, τὴν ἔπιπλοποιία, ἔτσι ὤστε νὰ κάμῃ στερεώτερη τὴν κατασκευὴ καὶ νὰ ζεύξῃ μεγαλύτερα ἀνοίγματα. Ἔτσι ἐπινοοῦνται

α) τρόποι συναρμογῆς μὲ ἐντορμίες ὅπου τὸ ἔνα κομμάτι ἕχει τόρμο καὶ τὸ ἄλλο γόμφο ἀλλὰ καὶ μὲ σφήνες, ἥλους, καρφιὰ καὶ (βιομηχανικῆς παραγωγῆς) κοχλίες

 

β) στατικὰ συστήματα, ὅπως ζευκτά.

Ἀκόμη κἂν δὲν χρησιμοποιεῖται ὡς δομικὸ καὶ φέρον φορτία ὑλικό, τὸ ξύλο ἀπαντᾶται σὲ θυρώματα, κλίμακες, ἐπενδύσεις, πατώματα, ἔπιπλα κ.α.

Ἑλληνιστὶ τέκτων σημαίνει καραβομαραγκός. Τὸ βενετικὸ marangone, σημαίνει ἐκεῖνον ποὺ ἐπιδιορθώνει πλοῖα στὸν ταρσανά ὑποβρυχίως.  Γαλλιστὶ ὁ charpentier κατέρχεται ἀπὸ τὸ λατινικὸ carpentarius ποὺ εἶναι ὁ ἁμαξάς, καὶ διακρίνεται ἀπ’ τὸν menuisier που φτειάχνει ἔπιπλα. Στὴν Ἰαπωνία οἱ ξυλουργοί διακρίνονται σὲ τέσσερα εἴδη κατὰ βαθμὸ μεγέθους ἔργου καὶ λεπτότητας ἐργασίας  α) ξυλουργοὺς ναῶν (μίγια-ντάικου) β) σπιτιῶν (σουκίγια-ντάικου) γ) ἐπίπλων (σασσιμόνο-σί) δ) διακοσμητικῶν κατασκευῶν (τάτε-γκουγιὰ).

[ΔΟΜΗΣΗ ΜΕ ΚΟΡΜΟΥΣ] Ἡ μέθοδος δόμησης μὲ κορμοὺς δένδρων κατάγεται ἀπ’ τὴν ὀχυρωματικὴ ἀρχιτεκτονικὴ ὅπου ἕνας χῶρος περιφράσσεται διὰ πασσάλων (χαράκων), καὶ καλεῖται ἑλληνιστί, περιχαράκωμα καὶ σταύρωμα, λατινιστὶ, vallum, ἀγγλιστί, palisade, ρωσιστί ὀσέκι ἢ πριάσλο. Ὅταν οἱ κορμοὶ ὅμως ἐπιτεθοῦν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο καὶ συναρμοσθοῦν μὲ τὸ ἑξῆς τοιχίο καὶ σχηματίσουν δὴ προμαχῶνες ἢ μία ὀφιοειδὴ μορφὴ κάμουν πιὸ ἰσχυρὴ τὴν σύνολον κατασκευή. Οἱ ἄκρες συναρμόζονται μὲ ἐντορμίες συχνάκις μορφῆς χελιδονοουρᾶς (σύνηθες στὴν ἐπιπλοποιία) καὶ σχηματίζουν πρίσματα κυρίως ὀρθογωνικά, ἀλλὰ καὶ ἑξαγωνικά καὶ ὀκταγωνικά (κυρίως στὴν ρωσικὴ ναοδομία)· παίρνουν ὅλες τὶς ἀρχιτεκτονικὲς μορφές: σπίτι (ρωσ. ἰσμπά, γκλαγκόλ, κοσσέλ), ἀνεμόμυλος, γέφυρα, ὀχυρό, ναός, νεκροταφείο (πογκόστ)[xi]. Ἡ οἰκοδόμηση μὲ κορμοὺς θυμίζει λιθίνους δόμους καὶ εἶναι οὕτως ἄκαμπτη ὅμως διατηρεῖ ὅλα τὰ πλεονεκτήματα τοῦ ξύλου. Κάθε τοῖχος εἶναι μία δοκὸς ποὺ ἀντέχει σὲ διατμήσεις καὶ τὸ σύνολο σὲ ὁριζόντιες ὠθήσεις.

ὀχυρὸ στὸ Maly Anyui, 1840, πηγή: A.V.& Y.A. OPOLOVNIKOV, The Wooden Architecture of Russia, London 1989, σελ. 135

Kizhi, ναὸς τῆς Μεσολαβήσεως, 1764, τομή, πηγή: A.V.& Y.A. OPOLOVNIKOV, The Wooden Architecture of Russia, London 1989, σελ. 174

Βόρνεο, Toraja tongkonan, πηγή: B. DAWSON & J. GILLOW, The Traditional Architecture of Indonesia, London 1994, σελ. 111

[ΔΟΜΗΣΗ ΜΕ ΣΚΕΛΕΤΟ] Ἡ διαμόρφωση ἑνὸς σκελετοῦ σὰν ἰκρίωμα πέραν τοῦ ὅτι χρειάζεται ὀλιγώτερη ξυλεία, ἐλευθερώνει τοὺς τοίχους ἀπ’ τὸ νὰ φέρουν τὰ φορτία τῆς στέγης καὶ τῶν ὀρόφων καὶ κάμει δυνατὴ τὴν στέγαση εὐρυτέρων χώρων· συνίσταται ἀπὸ κατακόρυφα τεμάχια, τοὺς στύλους (tournisses) καὶ ὁριζόντια, τὶς δοκοὺς (sablières) ἐπὶ τῶν ὁποίων στερεώνονται στέγη καὶ ὄροφοι. Οἱ ἀρθρώσεις στύλων καὶ δοκῶν μπορεῖ νὰ εἶναι ἐντορμίες, περιδέσεις (γιὰ μπαμπού), καρφιὰ καὶ κοχλίες ἢ πολυπλοκώτερα κιονόκρανα ὅπως στὴν κινεζικὴ καὶ τὴν ἰαπωνικὴ οἰκοδομική. Ὡς ἀρθρωτὴ κατασκευή, ὅσο μεγαλύτερο εἶναι τὸ πλῆθος τῶν συνδέσμων τόσο μεγαλύτερη ἡ ἀπορρόφηση σεισμικῶν δονήσεων. Ἀπ’ τὴν ἄλλη, πρέπει νὰ ἐξασφαλισθῇ ἡ ἀκαμψία τῆς οἰκοδομῆς, μὲ ἐσωτερικὲς ἀντηρίδες (echarpes). Συνήθως οἱ στῦλοι πυκνώνουν καὶ γίνονται ῥαδινώτεροι σχηματίζοντας ἕναν κλωβό, γαλλιστί pan de bois ἢ colombage, γερμανιστί Holzfachwerk. Τὰ διάκενα πληροῦνται εἴτε μὲ σανίδες, εἴτε μὲ πλίνθους (opus craticum), εἴτε μὲ τσατμὰ ἢ μπαγδατί.

pan de bois μὲ torchis (wattle & daub) καὶ opus craticum, Πύργος τοῦ Λονδίνου (φωτ. Γ. Σιβρίδης)

[ΓΕΦΥΡΕΣ ϗ ΖΕΥΚΤΑ] Πρὸ τῆς ἐποχῆς τῶν σιδηρῶν γεφυρῶν τοῦ Isambard Kingdom Brunel ποὺ σήμαιναν καὶ τὴν ἀνάγκη ἐμπορικῶν δικτύων γιὰ τὴν μεταφορὰ βιομηχανικῶν προϊόντων διὰ τοῦ σιδηροδρόμου, εἶχε ἤδη ἀναπτυχθῆ ἡ τεχνολογία τέτοιων φορέων στὸ ξύλο. Στοὺς Ρωμαίους ἡ γέφυρα εἶχε δὴ συμβολικὴ σημασία ὅθεν καὶ τὸ ὀφφίκιο τοῦ pontificis. Ἡ ἀρχαιότερη γέφυρα τοῦ Τίβερη ἦταν ξυλίνη χωρὶς καρφιά. Ὁ ῥωμαϊκός στρατὸς εἶχε μηχανικοὺς γιὰ νὰ γεφυρώνουν ποταμούς. Οἱ πιο γνωστὲς εἶναι τοῦ Ἱουλίου Καίσαρα στὸν Ῥῆνο τοῦ ὁποίου ἡ περιγραφὴ ἀπ’ τὸν ἴδιο  ἀπετέλεσε ἔργο ἀναφορᾶς γιὰ τὸν Alberti ὥς τὸν Παλλάδιο, καὶ τοῦ Τραϊανοῦ στὸν Ἴστρο (Δούναβι) μὲ μηχανικὸ τὸν Ἀπολλόδωρο τὸν Δαμασκηνό. Εἴτε ζευγνύει τὶς ὄχθες, εἴτε βάθρα ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ κάθε ζεῦγμα εἶναι μία δοκὸς ποὺ πρέπει ὑπὸ φορτίο νὰ μὴν διατμῆται πλησίον τῶν σημείων ἔδρασης καὶ νὰ μὴν σχηματίζῃ βέλος κάμψης. Ὁ λόγος ποὺ ἐπινοοῦνται τὰ διάφορα στατικὰ συστήματα εἶναι γιατὶ δὲν ὑπάρχει τεμάχιο ξύλου ἱκανοῦ πάχους καὶ μάκρους· καὶ νὰ εὕρῃς κάπου (φερ’ εἰπεῖν τὸν κορμό μιᾶς γιγαντιαίας σεκόιας) πῶς θὰ τὸ μεταφέρῃς καὶ θὰ τὸ θεσῃς ἐκεῖ; Ἤδη οἱ γεφυροποιοί εἶναι οἱ πρῶτοι ποὺ ὅσο ἠδύναντο, ἔκαμαν χρήση σύνθετης ξυλείας καὶ εὗραν τρόπους μεταφοράς.

σχέδια τοῦ J.Soane τῶν γεφυρῶν σὲ Näfels καὶ Ennenda, London, John Soane’s Museum πηγή: Angelo MAGGI & Nicola NAVONE (ed.): John Soane & the Wooden Bridges of Switzerland. Architecture & the Culture of Technology from Palladio to the Grubenmanns, Medrisio, London 2003

Μιὰ παρόμοια κατασκευὴ εἶναι ἡ στέγη (τὸ τέγος, toga, thatch) ποὺ πρέπει νὰ ζεύξῃ δύο ἀντικρὺ τοίχους. Τὰ πρῶτα κτήρια εἶναι ἐπιμήκη (μακρινάρια) ἀκριβῶς ἐπειδὴ ὑπόκεινται στὸν κανόνα ποὺ ἐπιβάλλει ἡ στέγη ὥστε οἱ στρωτῆρες (οἱ κεκλιμένες δοκοί) νὰ δύνανται νὰ τὸ γεφυρώσουν.  Μὲ τὴν ἐπινόηση τοῦ ζευκτοῦ ἔγινε δυνατὴ ἡ γεφύρωση μεγαλυτέρων ἐγκαρσίων ἀνοιγμάτων χωρὶς τὴν ἀνάγκη στυλῶν στὸ ἐσωτερικὸ μήτε πάχους τοίχου ἱκανοῦ νὰ πάρῃ τὶς ὠθήσεις τῶν στρωτήρων ἀφοῦ πλέον ὑπάρχει ἐλκυστήρ (ὁριζοντία δοκός). Στατικὸ σύστημα γέφυρας μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθῇ ἐπίσης καὶ γιὰ να στηρίξει τὸν κορφιά κατὰ μήκος.

πηγή: Α.Α.ΛΟΪΖΟΥ, Ξύλιναι Κατασκευαἰ, Ἀθήναι 1948 σελ. 103

μακέτα στέγης ἐκκλησίας στὸ Grub πηγή: Massimo Laffranchi & Paolo De Giorgi, Some remarks on the Grubenmanns’ wooden bridge structure, in Angelo MAGGI & Nicola NAVONE (ed.): John Soane & the Wooden Bridges of Switzerland. Architecture & the Culture of Technology from Palladio to the Grubenmanns, Medrisio, London 2003,σελ. 117

[ΝΑΥΠΗΓΙΚΗ] Τὸ σκάφος εἶναι μία ἀνεστραμμένη στέγη, ποὺ λειτουργεῖ ὡς δοκὸς στὰ κύματα. Σχηματίζεται κυρίως ἀπὸ τὴν τρόπιδα (καρῖνα), τοὺς νομεῖς (ἐκ τοῦ νέμω) ἢ ἐγκοίλια (τὰ ἐγκάρσια στραβόξυλα ποὺ σχηματίζουν τὰ κοῖλα), τοὺς ζυγοὺς ποὺ ἐνώνουν τοὺς νομεῖς, καὶ φυσικὰ τὸ πέτσωμα (λέξη ποὺ χρησιμοποιεῖται καὶ γιὰ τὴν στέγη). Τὰ πλοῖα καθὼς κατοικοῦνται, ἔχουν ἀρχιτεκτονικά στοιχεῖα, ὅπως σκιάδια, παράθυρα, ἐξώστες καὶ φυσικὰ διακοσμητικὰ στοιχεῖα.

οἰκισμός στὴν Συήνη τῆς ἄνω Αἰγύπτου (φωτ. Γ. Σιβρίδης)

2.2. Πηλός, πλίνθος, λίθος

[ΠΗΛΟΣ] Ἀπὸ τὰ παλαιότερα ὑλικὰ δόμησης εἶναι ἡ ἴδια ἠ γῆ ὡς πηλός. Πηλoδόμους τοίχους εἶχαν νεολιθικοὶ οἰκισμοὶ ὅπως τῆς Χοιροκοιτίας, τοῦ Çatalhöyük κτλ. Ὡς ἠχυρωμένος ἢ τετριχωμένος πηλός, ἀγγλιστὶ cob, γαλλιστὶ bauge, ἀναμεμιγμένος δηλαδὴ μὲ φυτικὲς ἷνες, ἄχυρα καὶ ἄμμο, μπορεῖ νὰ κτισθῇ μονολιθικῶς ἢ σὲ ὠμοπλίνθους, adobe (الطوب), στεγνωμένες στὸν ἥλιο. Ὁ πηλός  μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ὑλικὸ πλήρωσης ξυλίνου σκελετοῦ ἐφηρμοσμένου ἐπάνω σὲ πλέγμα καλαμιῶν ἢ δοκίδων, τὸ λεγόμενο μπαγδατί, γαλλιστί, torchis, ἀγγλιστί, wattle and daub καὶ bajareque στὴν προκολομβιανὴ Ἀμερικὴ. Ἐξίσου ὅμως ἀρχαία μονολιθικὴ φέρουσα κατασκευὴ ἀπὸ χῶμα εἶναι ἡ στιπτὴ γῆ, ὅταν αὐτὸ κοπανίζεται, pisé γαλλιστί, rammed earth ἀγγλιστί, tapial ἱσπανιστί,  ὅπου ἀργιλώδης γῆ μὲ ἄμμο καὶ σκῦρους ποικίλης κοκκομετρίας (20μm-200mm) καταπατεῖται μὲ κόπανο καὶ συμπυκνοῦται σὲ ξυλότυπο ὥστε νὰ σχηματισθῇ τοιχίο. Οἱ πήλινοι τοῖχοι εἶναι φθηνοί, μὲ ἱκανὴ φέρουσα συμπεριφορά ἀλλὰ καὶ σεισμικὴ καθὼς εἶναι ἐλαστικοί, εὐαίσθητοι ὅμως σὲ καθιζήσεις τοῦ ἐδάφους ἢ ὠθήσεις ἀπὸ τὶς ἐγκάρσιες ξύλινες δοκοὺς (viz. ὀρόφων, στέγης). Μονωτικοί, δὲν πρέπει ὅμως νὰ ἐπενδύονται μὲ ὑλικὰ ποὺ τοὺς ἐμποδίζουν νὰ ἀναπνέουν. Οἱ πήλινοι τοῖχοι φαντάζουν ἰδανικοὶ γιὰ στάβλους, σιτοβολῶνες, ἀποθήκες κτλ. ὅμως ὅπως καὶ κατὰ τὴν δόμηση μὲ κορμοῦς δὲν ἀπομένουν πολλὲς δυνατότητες γιὰ ἀνοίγματα (τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ παίρνουν ξύλινο, λίθινο ἢ ὀπτοπλίνθινο πλαίσιο)  καὶ εὐελιξία στὸν σχεδιασμό ἐνῷ χρῄζουν ἀπὸ καιροῦ σὲ καιρό κάποιας συντηρήσης.

ὠμὴ πλίνθος στεγνωμένη στὸν ἥλιο. Συήνη, ἄνω Αἴγυπτος (φωτ. Γ. Σιβρίδης)

pisé, Cointeraux, Ecole d’architecture rurale – c.1 pl.10

[ΚΕΡΑΜΕΟΣ ΠΛΙΝΘΟΣ] Ἡ ὀπτὴ πλίνθος, ἢ κεράμεος ἢ γήινος πλίνθος, τὸ κοινὸ τοῦβλο, εἶναι πιὸ ἄτεγκτος, στερεώτερη, ἀνθεκτικώτερη καὶ δίδει μεγαλύτερες δυνατότητες στὸν σχεδιασμό. Ἔκαμε τὴν ἐμφάνισή του νωρὶς ὡς ἐξέλιξη τῆς ὠμῆς πλίνθου περὶ τὸ 4400 π.Χ. στὴν Κίνα γιὰ δάπεδα (Chengtoushan) καὶ τὸ 3000 π.Χ.  στὴν κοιλάδα τοῦ Ἰνδοῦ ποταμοῦ σὲ καμίνους ἢ κλιβάνους (Kalibangān) προτοῦ ἀποτελέσῃ ὑλικό δόμησης τοίχων. Ἡ ἐπινόηση τῆς ὀπτοπλίνθου ἀκολουθεῖ μία γενικὴ ἀνάπτυξη τεχνῶν: διαβάζομε πάλι στὸν Fletcher, ὅτι κατὰ τὴν προ-Σία περιόδο στὶς ταφὲς ἀπέθεταν ἀγγεῖα ἀπὸ κόκκινο πηλό (ψημένο στοὺς 600⁰C),  καὶ μετὰ τὴν Σία, ὁπότε ἐφευρίσκεται ὁ τροχός ἀγγειοπλαστικῆς, κατὰ τὴν περίοδο τῶν Σάνγκ, ἐμφανίζεται στὴν ἀγγειοπλαστική ὁ φαιὸς πηλὸς καὶ ὁ λευκός ἀπὸ καολίνη, προπομπός τῆς πορσελάνης (σκληρότεροι, ὑψηλοτέρης ὄπτησης). Στὸν Ἰνδὸ (πολιτισμὸς Harappa, Mohenjo-Daro) ὅπου ὑπήρχε ξυλεία ἀλλὰ ὅχι ἐπαρκὴς δομικός λίθος, χρησιμοποιοῦνται πλαστὰ ἢ πριστὰ τοῦβλα, ὀπτὰ σὲ κάμινο ―πλινθεῖον, διάστασεων 280×140×70mm.  Στὴν Μεσοποταμία, ἐπὶ Ναβουχοδονόσορος, τὰ τοῦβλα ἐφυαλοῦνται καθὼς λαμβάνουν ζωγραφιστὲς ἀναπαραστάσεις στὶς θριαμβικὲς πύλες τῆς Βαβυλώνας. Ἡ ἐφυάλωση (κν. γυάλωμα ἢ σμάλτωμα) θὰ γίνῃ κανὼν μετὰ τὸν ι΄ αἰ. σὲ κεραμικὲς πλάκες στὴν ἰσλαμικὴ ἀρχιτεκτονικὴ, ἀναπαράγωντας τὸ αἴσθημα τῶν ὑαλίνων ψηφιδωτῶν καὶ τῶν κινεζικῶν πορσελάνων. Τὸ ἐφυαλωμένο τοῦβλο πέραν τῆς διακοσμητικῆς του σημασίας ἀντέχει στοὺς ῥύπους. Ἐφηρμόσθη σὲ μαγειρεία, ἐργαστήρια, νοσοκομεῖα κατὰ τὸν ιθ΄ αἰ. ἀλλὰ καὶ σὲ ἔξω ἐπιφάνειες κτηρίων σὲ μητροπόλεις.

Τὸ τοῦβλο συναρμόζεται μὲ ἐπίθεση διὰ κονιάματος ἀνὰ δόμους (σειρὲς). Οἱ τοῖχοι ἀπὸ τοῦβλο, γιὰ νὰ ἀποκτήσουν φέρουσα ἱκανότητα γίνονται διπλοὶ ἢ τριπλοὶ μὲ κάποια τοῦβλα νὰ γεφυρώνουν, τὰ λεγόμενα μπατικά, ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας δόμος ποὺ ἐπαναλαμβάνεται καθ’ ὕψος ἢ πλίνθοι ἐναλλάξ στὸν δόμο κτλ.· στὰ μνημειακὰ κτήρια ποὺ ἀπαιτοῦν παχεῖς τοίχους ἐφαρμόζονται κατὰ τὸ opus latericum (βλ. παρακάτω). Ἐν γένει ὁ νόμος ποὺ ὑπαγορεύει ἡ πλίνθος καὶ ποὺ ἐπιτρέπει τὴν εὔκολη σύνθεση ὁποιουδήποτε μεγέθους κατασκευῆς εἶναι ἡ πρισματική μορφή της. Τὸ ὅτι εἶναι οὕτως, τὸ ἀντιλαμβανόμαστε ἀπ’ τὴν χρήση τῆς λέξης πλίνθος ἀπ’ τοὺς Ἕλληνες γιὰ νὰ περιγράψουν τὸ βάθρο ἢ τὸν ἄβακα τοῦ κιονοκράνου, ἤτοι τῆς πλάκας (ἄβαξ σημαίνει σανίδα καὶ τράπεζα) μεταξὺ ἐπιστυλίου καὶ στύλου. Οἱ λίθοι λοιπὸν λαξεύθηκαν στὸ σχῆμα τῆς πλίνθου.

[ΛΙΘΟΣ] Πράγματι, ἀρχικὰ οἱ πέτρες συλλέγονται (λογάδες λίθοι ἢ λιθολόγημα) ἀπ’ τὰ ποτάμια (κάχληκες ἢ κροκάλες) ἤ ἀπὸ κατολισθήσεις (χάλικες) καὶ κτίζονται αἰμασιές (ξηρολιθιές) γιὰ περιφράξεις ἢ γιὰ θεμέλιο σὲ σκόλοπες ἢ πηλίνους τοίχους. Κατὰ τὴν νεολιθικὴ ἐποχὴ, κυρίως σὲ πετρώδεις περιοχὲς χωρὶς ἀργιλῶδες ἔδαφος καὶ ξυλεία (σὲ νήσους ἀπ’ τὸ Skara Brae στὴν Σκωτία μέχρι  τὸ ὑπόγειο τοῦ Ħal Saflieni στὴν Μάλτα), λατομοῦνται καὶ λαξεύονται λίθοι σὲ σχήμα πλάκας διαφόρων μεγεθῶν ποὺ ἐπιτίθενται μὲ τὰ μικρότερα τεμάχια νὰ συμπληροῦν τὰ μεγαλύτερα, ἀλλὰ καὶ σὲ διακριτές μορφὲς ὅπως πεσσοί καὶ θυρωμάτα, ἐνῷ δὲν λείπουν τὰ λεγόμενα μεγαλιθικὰ μνημεῖα. Γιὰ νὰ λαξεύονται εὔκολα ἐπιλέγονται συνήθως σχιστόλιθος, ψαμμόλιθος, ἀσβεστόλιθος ὅπως πωρόλιθος καὶ μάρμαρο. Ἡ κατειργασμένη πέτρα (ashlar) πρίν κτισθῄ κατὰ τὸ ἰσόδομο σύστημα τῆς πλίνθου εἶχε συναρμοσθῆ ἐν ξηρῷ (χωρὶς κονίαμα) κατὰ τὸ κυκλώπειο (viz. Δαναοί, Χετταίοι) ἢ τὸ πολυγωνικὸ σύστημα ὅπου κάθε πλευρὰ τῆς μιᾶς πέτρας ἐφαρμόζει στῆς ἄλλης ἐνῷ ὑπάρχει φροντίδα (κυρίως στὸ πολυγωνικό) οἱ ἐλεύθερες πλευρὲς νὰ σχηματίζουν ἐν συνόλῳ μία λεία ἐπιφάνεια. Ὑπάρχουν τοιχοποιίες πιὸ σύνθετες ὅπως ὁ τύπος τῆς λεγομένης ἐλληνοβακτριανῆς ὅπου οἱ ἁρμοί μεταξύ τῶν μεγάλων τεμαχίων πληροῦνται ἀπὸ μικρότερες σχεδόν ὀρθογωνικοῦ σχήματος πέτρες. Ἐν γένει οἱ πλέον καλολαξευτὲς πέτρες μπαίνουν ὅπου ὑπάρχει μεγαλύτερη καταπόνηση, στὴν βάση καὶ τὶς ἄκρες. Ἔτσι προκύπτουν συνθετότερα συστήμα δόμησης μαζί μὲ πλίνθους. Τέτοια ταξινόμησαν οἱ Ῥωμαῖοι οἱ ὁποῖοι ἐπιπλέον χρησιμοποιήσαν εὐρέως τὸ σκυρόδεμα ἀλλὰ καὶ τὶς ἐπενδύσεις. Τὸ σκυρόδεμα εἶναι ἕνα κρᾶμα ἡφαιστειακῆς τέφρας (θηραϊκῆς ἢ pozzuolli γῆς), ἄμμου καὶ σκύρων ποικίλης κοκκομετρίας. Ἡ ἡφαιστειακὴ τέφρα εἶναι τὸ ὑδραυλικὸ ὑλικό (μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ τετριμμένη κέραμος στὸ κονίαμα γνωστὸ ὡς κορασάνι), ποὺ ἀφοῦ βραχῆ καὶ στεγνώσει γίνεται στέρεο συνενώνοντας τὰ ἀδρανὴ ὑλικὰ σὲ μία ἰσχυρὴ, ἀδιάβροχη, κροκαλοπαγὴ μάζα. Τὸ σκυρόδεμα καλουπώνεται μὲ ξυλότυπο ἢ μὲ τοιχοποιία πλίνθων ἢ λίθων καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ γεννάει τὸν νόμο τῆς ἐπένδυσης. Μάρμαρα πολύχρωμα ποὺ πολλὰ ἐξ αὐτῶν δὲν μποροῦσαν νὰ χρησιμοποιηθοῦν δομικῶς ἐξαιτίας εἴτε σπάνεως εἴτε μὴ ἰσχυρῆς σύστασης ἐπενδύουν τους τοίχους ἀντὶ ἐπιχρίσματος. Ἡ ἐπένδυση ἔτσι γίνεται ἀρχιτεκτονικὴ συνήθεια καὶ νόμος καὶ χωρὶς τὸ σκυρόδεμα: θὰ προστεθοῦν ὑάλινα ψηφιδωτὰ (Ραβέννα, Κωνσταντινούπολη) καὶ στὴν ἰσλαμικὴ ἀρχιτεκτονικὴ, ἐφυαλωμένα κεραμικά.

ῥωμαϊκὴ τοιχοδομία καὶ θολοδομία, Sir Bannister FLETCHER’S, A History of Architecture

[ΡΩΜΑΪΚΑ OPERA] Τὰ ῥωμαϊκὰ opera, ὅπως καὶ ὁ ῥωμαϊκός νόμος καὶ ἐν γένει ὁ συνθετικός χαρακτὴρ τῆς αὐτοκρατορίας, ἀνακεφαλαιώνουν τὸν νόμο τῆς πλίνθου καὶ τοῦ λίθου ὅπως τὰ γνωρίζομε κυρίως ἀπ’ τὸν Βιτρούβιο (ΙΙ.VIII):

Opus siliceum: κυκλωπεία ἢ πολυγωνικὴ δόμηση

Opus isodomum ἢ opus quadratum: ἰσόδομη λίθινη· ὀρθογωνικοὶ λίθοι (λιθόπλινθοι, pierres de taille) ἐν ξηρῷ σὲ δόμους, δρομικοὺς ἢ μπατικοὺς

Opus pseudoisodomum: λίθινοι δόμοι ἀνίσου ὕψους

Opus caementum: σκυρόδεμα

Opus incertum: λογάδες λίθοι (λιθολόγημα) ἔμπλεκτοι σὲ σκυρόδεμα.

Opus reticulatum: ρομβοειδὴ τεμάχια τόφου (ἐλαφρόπετρας) ἔμπλεκτα σὲ πυρήνα σκυροδέματος (core-and-veneer). Κατὰ τὸν Βιτρούβιο, τὸ opus incertum εἶναι ὁ παλαιότερος τρόπος καὶ τὸ opus reticolatum ὁ νεώτερος.

Opus vittatum: ἰσόδομο ἢ ψευδισόδομο ἀπὸ λιθοπλίνθους τόφου ἐμπλέκτους σὲ πυρήνα σκυροδέματος.

Opus latericium ἢ opus testaceum: πλίνθοι σχήματος τριγωνικοῦ ὥστε νὰ ἐμπηγνύονται στὸ σκυρόδεμα ―τὸ ἔμπλεκτον κατὰ Βιτρούβιο, μὲ κάποιες σειρὲς ὀρθογωνικῶν πλίνθων σὲ ὅλο τὸ πάχος τοῦ τοίχου, οἱ διάτονοι κατὰ Βιτρούβιο (ὡς δεσιά, chaînage) ὅπως στὸ ἰσόδομο καὶ ψευδισόδομο σύστημα.

Opus mixtum: μίξη operum reticulatum καὶ latericium

Opus spicatum: πλίνθοι ἢ λίθοι σὲ σχήμα ψαροκόκαλου

Opus africanum: τοιχοποιία μὲ ὀρθὰ λαξευτὰ λίθινα τεμάχια ὡς chaînage ἐνῷ ὁ ὑπόλοιπος τοῖχος συμπληροῦται ἀπό μικροτέρων λίθων, τόφου ἢ πλίνθων. Συνηθιζόταν στὴν Καρχηδόνα.

Opus gallicum: ξυλοδεμα μὲ λιθολόγημα. Κατεγράφη ἀπ’ τὸν Καίσαρα, ἔγινε χρήση του ἀπ’ τοὺς Μεροβιγγίους καὶ τοὺς Νορμανδούς.

Opus craticum: ξύλινος σκελετός (colombage) μὲ πλήρωση opere incertum ἢ ἐκ πλίνθων (συχνάκις σὲ ψαροκόκαλο) ἢ ἀκόμη μὲ πηλό.

βασικὲς μέθοδοι λιθοδομίας, Sir Bannister FLETCHER’S, A History of Architecture

opus quadratum

 

opus africanum

opus gallicum

Ἴδιον τῆς ῥωμαϊκῆς ἀρχιτεκτονικῆς εἶναι ὅτι χάριν οἰκονομίας καὶ ἔκτασης οἰκοδομικῆς παραγωγῆς συνέλαβε ποιὲς περιοχὲς τῆς τοιχοποιίας καταπονοῦνται πλειότερο ὥστε νὰ φροντίσῃ γιὰ τὴν στερεότητα αὐτῶν. Παρὅτι μία ἀρχιτεκτονικὴ συμπαγής, σταδιακὰ ἀφηρέθησαν κομμάτια, σχηματίζοντας κόγχες καὶ διαμερίσματα φθάνοντας στὰ παραδείγματα τῆς Νέας Ῥώμης ὅπως εἶναι ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Σοφίας.  Οὐσιαστικὰ εἶναι ἡ σύλληψη ἑνὸς σκελετοῦ στὴν στέρεη κατασκευὴ ποὺ λαμβάνει τὴν μορφὴ ἀκρόγωνων λίθων, chaînages κτλ. καὶ ποὺ θὰ γίνει ἐκφραστικὸ στοιχεῖο στὶς νευρώσεις τοῦ γοτθικοῦ ὕφους. Ἕνας τέτοιος τρόπος ἀνακούφισης τῆς τοιχοποιίας καὶ σχηματισμὸ σκελετοῦ εἶναι ὁ σχηματισμὸς ἁψίδων.

[ΘΟΛΟΔΟΜΙΑ] Ὁ νόμος τῆς πλίνθου καὶ τοῦ λίθου δύναται νὰ προσφέρει καὶ γεφύρωση ἀνοιγμάτων ὡς θολοδομία· περιλαμβάνει ἁψιδωτὲς κατασκευές, ὅπως ἀψίδες θυρωμάτων ἢ στοῶν ἢ ἀνακουφιστικές, δρομικοὺς θόλους, σταυροθόλια, τρούλλους. Ἡ λέξη ἁψὶς (ἅπτω) σημαίνει κυκλικὸ σχῆμα ἢ δίσκο (viz. ἁψίς τρόχου, ἡμερία ἁψίς, ὑπουρανία ἁψίς). Ἡ λέξη θόλος προέρχεται ἀπ’ τοὺς ἑλληνικοὺς κυκλικοῦς ναοὺς, τὶς θόλους (μὅλο ποὺ δὲν καλύπτονταν ἀπὸ θόλο)· ἄλλες, λατινογενεὶς λέξεις ποὺ περιγράφουν τὴν κατασκευὴ εἶναι ὁ dome (ποὺ ἀναφέρεται στὸν ἴδιο τύπο κτηρίου ὡς domus dei, οἶκος θεοῦ), ἡ cupola (ὁ τρούλλος) καὶ ἡ volte, voûte, vault.  Οἱ παλαιότεροι καὶ πλέον ἀρχέγονοι τύποι δὲν χρειάζονται ξύλινη ὑποστήριξη. Ἡ πρώτη ἁπλῆ μορφὴ ἁψίδας εἶναι ἀντιστηρίζοντας δύο μεγάλες πέτρες σχηματίζοντας τρίγωνο. Μετὰ εἶναι ὁ λεγόμενος ἐκφορικὸς θόλος (corbel vault) ὅπου λίθοι, συνήθως πλακοειδείς, ἐξέχουν κλιμακωτά. Ἀπαραίτητο εἶναι νὰ ἔχουν ἀντέρεισμα, ἔτσι εἴτε διαμορφώνουν θυρώματα σὲ τοίχους, εἶτε ὑπόσκαφες οἰκοδομές (μεγαλιθικοὶ ναοί, μυκηναϊκοί θολωτοὶ τάφοι).

Ἄλλη περίπτωση εἶναι ὁ νουβικός θόλος (pitched brick barrel vault), δρομικοῦ σχήματος, ποὺ σχηματίζεται ἀπὸ ὠμόπλινθους, ἂν καὶ ὁ τρόπος θὰ περάσῃ στὴν ὀπτόπλινθο σὲ ρωμαϊκὰ κτήρια (λουτρά Ἄργους, οἶκος στὴν Ἕφεσο, βασιλικὴ στὴν Σμύρνη κ.α.[xii]). Ἐπὶ τοίχου σχηματίζεται ὑπὸ κλίση ἡμικύκλιο ἀπὸ κατακόρυφες πλίνθους καὶ ἀκολουθοῦν μὲ κονίαμα οἰ ὑπόλοιπες στρώσεις κατὰ μήκος (δηλαδὴ κτίζονται κατὰ τὴν σχεδὸν κατακόρυφη ἔννοια, μὲ κάθε ἡμικύκλιο νὰ ἐπικάθεται στὸ προηγούμενο). Τὸ τέλος τοῦ θόλου μπορεῖ εἴτε νὰ λάβῃ τοῖχο ὥστε νὰ σφηνώσῃ τὴν κατασκευὴ, εἴτε νὰ μείνῃ ἀνοιχτὸ ὑπὸ τὴν κλίση τῆς γένεσης.

δρομικὸς θόλος νουβικοῦ τύπου

εἴδη ἁψίδας, Sir Bannister FLETCHER’S, A History of Architecture

Ἡ θολοδομία ἀνεπτύχθη κυρίως στὴν Μεσοποταμία ὁπόθεν πέρασε στὰ ἀλεξανδρινὰ βασίλεια (τάφοι, ἀγορὰ Πρίηνης), τὴν ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, τὴν σασσανιδικὴ Περσία, τὰ ἰσλαμικὰ βασίλεια καὶ τὴν Εὐρώπη. Ὀ τυπικὸς θόλος χρειάζεται ξυλότυπο γιατὶ ἡ στερέωση τοῦ ὀφείλεται στὴν σφήνωση τῶν θολιτών ἀπ’ τὸ λεγόμενο κλειδὶ ἢ πέτρα στὴν κορυφή. Γι’ αὐτὸ, ὅταν ἡ ἁψῖδα εἶναι λιθίνη, οἱ ἁψιδόλιθοι ἢ θολίτες ἢ σφηνόλιθοι λαξεύονται σὲ τραπεζοειδὲς σχῆμα ἑνῷ δύνανται νὰ μὴν ἔχουν κονίαμα. Τὸ κλειδὶ δή, πολλάκις ἐξέχει σὲ ἁψῖδες ὡς ἐκφραστικὴ λεπτομέρεια. Σὲ ὑστερογοτθικὰ παραδείγματα σταυροθολίων κρέμεται ἀπ’ τὴν κορυφή, καθὼς εἶναι τὸ ἴδιον βάρος του ποὺ σφηνώνει τοὺς θολίτες. Γιὰ να δημιουργήσουν δὲ ἀργότερα ἕνα oculus ἢ ὀπαῖον, δηλαδὴ ἄνοιγμα στὴν κορυφή κατὰ ἀπομίμηση τοῦ Πανθέου τῆς Ῥώμης, προσέθεσαν ἕναν φανό, ὥστε νὰ ἐνεργῇ μὲ τὸ βάρος του ὡς κλειδί. Στὸ ἴδιο τὸ Πάνθεον δὲν ἐχρειάσθη, γιατὶ καθὼς ἡ ἁψιδωτὴ κατασκευὴ λειτουργεῖ ὑπὸ θλίψη καὶ καλουπώνεται, οἱ Ῥωμαῖοι χρησιμοποίησαν τὸ σκυρόδεμα. Σὲ θόλους σκυροδέματος διαμεσολαβοῦν πλίνθινα ἐνισχυτικά τόξα. Ἐπίσης πρὸς ἐλάφρωση τῆς κατασκεύης οἱ σκυρόδετοι θόλοι εἶχαν φατνώματα. Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο οἱ Ῥωμαῖοι σχημάτιζαν καὶ θόλους μὲ κεραμικοὺς σωλήνες[xiii]. Ἰδιάζουσα περίπτωση εἶναι ὁ τροῦλλος τοῦ Bruneleschi στὸν καθεδρικὸ τῆς Φλωρεντίας. Τὸ πρόβλημα ποὺ εἶχε νὰ λύσῃ ἦταν ἡ ἀνέγερσή του χωρὶς ξυλότυπο. Ἔτσι ἡ λογικὴ τοῦ θυμίζει τὸν νουβικό κατ’ ἄλλην ὅμως ἔννοια: κάποιες ζώνες πλίνθων κτίσθηκαν σὲ ψαροκόκαλο ἀνεβαίνοντας σπειροειδῶς, ἀρξὰμενες κατὰ μία σχεδὸν κατακόρυφη ἔννοια ποὺ δίδει καὶ τὸ χαρακτηριστικὸ ὠοειδὲς σχῆμα.

Οἱ θόλοι πέραν τῆς στέγασης μποροῦν νὰ γεφυρώσουν ὀρόφους καὶ βέβαια εἶναι ἡ συνήθης λύση γιὰ ὑπόγεια (caves). Λόγῳ σχήματος δίδουν στοὺς χώρους ἐπιπλέον τι ὕψος. Οἱ ἁψιδωτὲς κατασκευές μποροῦν ἐντούτοις νὰ μην εἶναι τέλειο ἡμικύκλιο καὶ διαφέρουν σὲ σχήματα: λογχοειδεὶς ἢ ὀξυκόρυφες, χαμηλές (τμήμα κύκλου), ἐλλειψοειδείς, πεταλόμορφες, φλογόμορφες, τρίλοβες, πολύλοβες, τριῶν κέντρων μέχρι καὶ ἐπίπεδες. Κατὰ τὸ τέλος τοῦ ιθ΄ αἰ. σὲ γαλλικὲς οἰκοδομές σχηματίζονται μικροὶ πλίνθινοι χαμηλοὶ θόλοι μετάξυ σιδηροδοκῶν προκειμένου νὰ σχηματίσουν ὄροφο. Ὡς θόλοι δίδουν διάφορες γεωμετρικές μορφές: μισό ἡμισφαίριο σὲ κόγχες·  σταυροθόλια (cross vault, cross-groined) καὶ ‘μοναστηριακοὶ’ ὅταν τέμνονται δύο δρομικοὶ θόλοι· σχήμα κιβωρίου (canopy) στὴν τομὴ κύβου καὶ σφαίρας (γνωστὸς ὡς domical καὶ Soane’s vault)· λοφία (σφαιρικὰ τρίγωνα) καὶ ἡμικώνια (pendentives καὶ squinches ἢ trompes), ὅταν κοπῇ καὶ ἡ κορυφὴ της σφαίρας καὶ λάβῃ κύλινδρικό τύμπανο καὶ τροῦλλο. Ἡ τελευταία τούτη γεωμετρία ποὺ ἀπαντῶμε ἀρχικὰ σὲ σασσανιδικὰ παλάτια, θὰ γίνῃ ὁ τυπικὸς τρόπος περάσματος ἀπὸ τετραγωνικὴ ἐπιφάνεια σὲ τροῦλλο, στὴν χριστιανικὴ καὶ ἰσλαμικὴ ναοδομία. Τέλος μία ἰδιαίτερη μορφὴ θόλου εἶναι τὰ ἰσλαμικὰ muqarnas μία μείξη ἐκφορικοῦ συστήματος καὶ squinches μὲ κορωνοειδεὶς ἀπολήξεις σχηματίζοντας ἕνα σύνολο σταλαγμιτοειδὲς ἢ κυψελοειδὲς ποὺ περνάει ὡς διάκοσμος στὸ ξύλο καὶ τὸν γύψο.

εἴδη τρούλλων, Sir Bannister FLETCHER’S, A History of Architecture

[ΣΙΜΕΝΤΟΛΙΘΟΣ] Μία σύγχρονη παραλλαγὴ τῆς πλίνθου εἶναι ὁ σιμεντόλιθος, concrete masonry unit, cinder ἢ breeze block, ἀπὸ χυτὸ σκυρόδεμα, κοῖλος γιὰ νὰ εἶναι ἐλαφρός, μονωτικὸς καὶ χρηστὸς γιὰ νὰ περνοῦν ράβδοι ὁπλισμοῦ ἂν χρειασθῇ. Οἱ διαστάσεις τοῦ εἶναι στὶς ΗΠΑ 16×8 in (410×200 mm) καὶ διάφορα πάχη· στὴν Βρεταννία εἶναι 17.3×8.5×3.9 in (440×215×100 mm) κ.α. Μπορεῖ κάποιος νὰ φτιάξῃ σιμεντόλιθους στὸ ἐργοτάξιο ὅπως ὁ Frank Lloyd Wright ποὺ ἐξέμασσε γεωμετρικὰ μοτίβα τὰ ὁποῖα ἐπαναλαμβανόμενα ἔδιδαν ὕφος προκολομβιανῆς μνημειακῆς ἀρχιτεκτονικῆς.

2.3. Χυτοσίδηρος καὶ χάλυψ

Σιδηρᾶ στοιχεῖα ὅπως ἐλάσματα-σύνδεσμοι σὲ λιθοπλίνθους, ἐμπόλια σὲ σπονδύλους, chaînages, agrafes, ἀγκύρια (ancres) σὲ τοιχοποιίες, ἐλκυστῆρες (tirants) σὲ ἁψῖδες καὶ βέβαια, καρφιά, ἐτύγχαναν οἰκοδομικῆς χρήσης ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα. Ὅμως μόνον κατὰ τὸν ιη΄αἰ. ὁ χυτοσίδηρος (cast iron, fonte), ἐπινοηθεὶς τὸν ϛ΄αἰ. στὴν Κίνα καὶ μετὰ τοῦ ὁποίου κατασκευάζονταν πυροβόλα, χρησιμοποιήθηκαν γιὰ γέφυρες. Ὁ γαιάνθραξ. τὸ σύμβολο τῆς λεγόμενης βιομηχανικῆς ἐπανάστασης, εἶναι μαζί μὲ τὸν σίδηρο βασικὸ συστατικό του. Οἱ περιοχὲς ὅπου ἀνεπτύχθη ἡ χαλυβουργία ἦταν πλησίον κοιτασμάτων: Sheffield, Shropshire, Staffordshire, Οὑαλία, νότιος Σκωτία, Creusot στὴν Βουργουνδία, ἄνω Σιλεσία καὶ Saar καὶ στὸ Charleroi τῆς Οὑαλλονίας.   Ὁ χυτοσίδηρος ἀντέχει σὲ θλίψη ἀλλὰ εἶναι ψαθυρὸς σὲ διάτμηση καὶ ἐφελκυσμό, δηλαδὴ εἶναι προικισμένος μὲ τὶς ἰδιότητες τῆς πέτρας. Ἔτσι ἔλαβε μορφὴ ἁψίδας καὶ στύλου καὶ καθὼς χύνεται σὲ μήτρα, καὶ ποικίλες διακοσμητικὲς μορφές (ποὺ ἔπαιζαν καὶ ρόλο δικτυώματος). Οἱ χυτοσιδηρὲς ἁψῖδες τοῦ ιθ΄ αἰ. γιὰ γέφυρες καὶ καλύψεις σιδηροδρομικῶν σταθμῶν ἀκολουθοῦν τὸ στατικὸ μοντέλο τοῦ τριαρθρωτοῦ τόξου, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπ’ τὴν ἀρχέγονη ἁψῖδα μὲ τοὺς ἀντιστηριζομένους μεγαλίθους· ἡ ἁψὶς εἶναι λοιπὸν σὲ δύο κομμάτια μὲ δύο ἀρθρώσεις στὸ ἔδαφος καὶ μία στὴν κορυφή μεταξὺ αὐτῶν. Ἔτσι εἴτε ὡς κλασικιστικὴ ἁψῖδα, εἴτε στὴν λογχοειδὴ μορφὴ τοῦ γοτθικοῦ ρυθμοῦ, εἴτε ἀκόμη ὡς κίων ἐξέφρασε τὸν ἱστορικισμὸ τῆς ἐποχῆς ἄλλα καὶ τὴν λογικὴ τοῦ σκελετοῦ καὶ τῶν νευρώσεων ποὺ εἶχαν τόσο ὁ κλασικός ὅσο καὶ ὁ γοτθικός ρυθμός. Οἱ τοῖχοι τῶν κτηρίων παρέμεναν λίθινοι καθὼς ὁ χυτοσίδηρος μετεχειρίσθη γιὰ τὴν στήριξη στέγης καὶ ὀρόφων ὅπως στὴν Bibliothèque Sainte-Geneviève (1843-1850) τοῦ Henri Labrouste ἀλλὰ καὶ στὴν δημιουργία μεγάλων ἀνοιγμάτων σὲ προσόψεις ἐμπορικῶν καταστημάτων στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ ιθ΄ αἰ.

Henry Labrouste, βιβλιοθήκη Sainte-Geneviève, τομή, κάλυψη μὲ τριαρθρωτἐς χυτοσιδηρὲς ἁψῖδες

Τὸ 1849 στὶς Forges de la Providence (Société Anonyme des laminoirs, forges, fonderies et usines de la Providence) στὴν Οὑαλλονία παρεσκευάσθη ἡ δοκὸς σχήματος Ι διὰ κυλίνδησης. Χάλυψ, σίδηρος ποὺ σκληροῦται διὰ τῆς ἔλασης ὑπήρχε ὅπως εἴπαμε ἀπ’ τὴν ἀρχαιότητα ἐξόν στὴν ὁπλουργία ξιφῶν, πανοπλιῶν καὶ σὲ ἐπικουρικὰ οἰκοδομικὰ στοιχεῖα, ἀλλὰ τὸν ιθ΄ ἔγινε δυνατὴ ἡ βιομηχανικὴ παραγωγή του, τόσο χάρις στὶς νέες φθηνότερες διεργασίες σχηματισμοῦ τοῦ κράματος ὅσο καὶ στὰ μηχανήματα (ἀτμόσφυρα, μύλοι). Τὸ 1855 ὁ Sir Henry Bessemer ἀνακαλύπτει τὴν φερώνυμο μέθοδο παραγωγῆς χάλυβα. Ὅμως δὲν εἶναι παρὰ τὸ 1885 στὸ Chicago ποὺ θὰ ἀνεγερθῇ τὸ πρῶτο κτήριο μὲ χαλύβδινο σκελετό μαζί μὲ ὡπλισμένο σκυρόδεμα, τὸ δεκαώροφο Home Insurance Building. Τὸ Rand McNally Building (160-174 Adams Street) τὸ 1890 θὰ κατασκευασθῇ ἐξ ὁλοκλήρου μὲ χαλύβδινο σκελετό. Ὁ σκελετὸς ἔχει δοκοὺς συνήθως διπλοὺ ταῦ καὶ οἱ συνδέσεις γίνονται μὲ ἥλους (περτσίνια), βλήτρα (μπουλόνια) ἢ κόλληση (weld). Πλέον ὁ σίδηρος προσομοιάζει στὸν νόμο τοῦ ξύλου. Οἱ πρῶτοι οὐρανοξύστες φτειάχθηκαν στὸ Σικάγο γιὰ νὰ γίνουν σύμβολο τῆς Νέας Ὑόρκης. Ὀ χάλυψ ἔδωσε ἐλαφρότερα καὶ ὑψηλότερα κτήρια γιὰ τὶς μητροπόλεις. Ἀνάμεσα στὸ 1875 καὶ τὸ 1920 στὶς ΗΠΑ ἡ παραγωγὴ χάλυβα ηὐξήθη ἀπὸ τὶς 380 χιλιάδες τόνους στὰ 60 ἐκατομμύρια.

2.4. Ὡπλισμένο σκυρόδεμα

Τὸ 1849 ἕνας γάλλος κηπουρὸς ὀνόματι Joseph Monier καθὼς προσπαθοῦσε νὰ φτειάξει ἀνθεκτικὲς γλάστρες γιὰ τὰ φυτά του, δοκίμασε σκυρόδεμα. Ὄμως οἱ σκυρόδετες γλάστρες ἦσαν παρὅλα αὐτὰ ψαθυρὲς μέχρι ποὺ ἐσκέφθη νὰ βάλῃ μεταλλικὸ πλέγμα ἐντὸς τοῦ σκυροδέματος. Τὸ σκυρόδεμα λαμβάνει τὶς θλιπτικές τάσεις καὶ ὁ μεταλλικὸς ὁπλισμός, τὶς ἐφελκυστικές. Παρουσίασε τὴν ἐφεύρεσή του στὴν διεθνή ἔκθεση τοῦ Παρισιοῦ τὸ 1867 καὶ ἔκτοτε σχεδιάσε διάφορες κατασκευές μὲ ὡπλισμένο σκυρόδεμα ἀπὸ σωλήνες μέχρι γέφυρες (στὸ Chazelet, σὲ rusticο ὕφος μὲ κιγκλίδες μιμουμένες κλαδιά) καὶ δεξαμενές (στὸ Clamart, σὲ κλασικίζον ὕφος).  Τὸν ἴδιο καιρὸ, τὸ 1853, ὁ χημικὸς βιομήχανος (καὶ οὐτοπικός σοσιαλιστής) François Coignet ἀφοῦ εἶχε ἤδη φτειάξει τὸ ἐργοστάσιό του διὰ τῆς μεθόδου τοῦ pisé ἀλλὰ μὲ προσθήκη σιμέντου (ἕνωση θηραϊκῆς γῆς―pozzuolana, καὶ ὀξειδίου τοῦ ἀσβεστίου―ἀσβέστου), ἀνήγειρε τὸ πρῶτο οἴκημα μὲ ὠπλισμένο σκυρόδεμα στὴν παρισινή γειτονιὰ τοῦ Saint-Denis (72 rue Charles-Michels) ὅπου ὅμως ὁ ὁπλισμὸς ἀφοροῦσε τὴν ἐνίσχυση τῆς μονολιθικῆς κατασκευῆς. Ἐκεῖνος ποὺ ἔβαλε στὸ σκυρόδεμα χαλυβδίνες ῥάβδους μὲ σπείρωμα καὶ δημιούργησε χρηστὸ σκελετό ἦταν ὁ Ernest L. Ransome, ὑγιὸς τοῦ Frederick Ransome, ἐφευρέτη τοῦ τεχνητοῦ ψαμμολίθου. Δημιούργησε τὸ πρῶτο κτήριο ὡπλισμένου σκυροδέματος στὶς ΗΠΑ (Arctic Oil Works, San Francisco, 1884), τὴν πρώτη γέφυρα (Alvord Lake Bridge, Golden Gate Park, San Francisco, 1889) καὶ τὸν πρῶτο οὐρανοξύστη (Ingalls Building, Cincinnati, Ohio, 1903). Στὶς ἀρχὲς τοῦ κ΄ αἰώνα κλασικιστικά, ἰστορικιστικά, ἐκλεκτιστικά καὶ Art-Nouveau κτήρια ἔχουν σκελετὸ ἀπὸ béton armé. Τὸ κτήριο τοῦ Adolf Loos στὴν Michaeler Platz (1910) ἐνῷ ἐπιδεικνύει στὴν πρόσοψη τέσσερις κίονες ἀπὸ πράσινο cipollino μάρμαρο Καρύστου τοσκανικοῦ ρυθμοῦ, οἱ κίονες δὲν στηρίζουν τίποτε, καθὼς κεῖνται ὑπὸ ἕνα πλαίσιο ὡπλισμένου σκυροδέματος. Κατὰ τὸν μεσοπόλεμο ὁ Auguste Perret θὰ παρουσιάσῃ τὸ ὡπλισμένο σκυρόδεμα ἀνεπίχριστο, μὲ λαξευτὲς ἐπιφάνειες ὥστε νὰ φαίνονται οἱ σκῦροι, διαμορφωμένο σὲ κλασικίζον ὕφος. Ἐν γένει τὸ ὡπλισμένο σκυρόδεμα μπορεῖ νὰ διαμορφωθῇ κατὰ προαίρεση, καθὼς συνδυάζει τις ἰδιότητες τῆς πέτρας καὶ τοῦ ξύλου. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι εἶναι ἐλεύθερο ἀπὸ νόμο, πλὴν τῶν στατικῶν ὑπολογισμῶν βέβαια. Θὰ γίνει τὸ βασικὸ ὑλικὸ τῆς ἐπιλεγομένης μοντερνιστικῆς ἀρχιτεκτονικῆς καὶ μεταπολεμικὰ θὰ ἐκφρασθῇ μάλιστα ὅπως βγαίνει ἀπὸ τὸ καλοῦπι ὡς brutalisme.

Auguste Perret, Palais d’Iéna

3. Ὑλικὰ καὶ κοινωνίες. Ἱστοριογεωγραφία τῶν τρόπων δόμησης.

Μακρὰν τῆς ἄποψης τῶν ἀκολούθων τῆς θεωρίας τῆς προόδου, τὰ ὑλικὰ δὲν παύουν ποτὲ νὰ χρησιμοποιοῦνται. Ἐπὶ παραδείγματι, κατὰ τὸν ιη΄ αἰ. τὸ pisé ἐπανήλθε στὴν Γαλλία, διὰ τοῦ François Cointeraux (1740-1830), γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσῃ τῆν ἀγροτικὴ ἀρχιτεκτονική, ὅχι τυχαίως τὴν ἐποχὴ τῆς Φυσιοκρατίας· ὅπως εἴδαμε ἀπετέλεσε δὴ βάση γιὰ μιάν ἄλλην ἐπανεύρεση κατὰ τὸν ἑπόμενο αἰῶνα, κείνην τοῦ ῥωμαϊκοῦ σκυροδέματος. Ὁ ἴδιος ὁ νόμος τοῦ πηλοῦ παρέμεινε ὡς κονίαμα ἐπιχρίσματος, εἴτε γιὰ νὰ στεγανώσει τὴν τοιχοποιία, εἴτε γιὰ νὰ δώσῃ στὰ κλασικιστικὰ κτήρια τὴν αἴσθηση τῆς λείας ἐπιφανείας τῆς λιθοπλίνθου καὶ τοῦ καθαροῦ στερεοῦ. Σήμερα ἀνὰ τὸν κόσμο ἐξεργάζονται ὅλοι οἱ τρόποι δόμησης, κάποιοι ὅπως ἀκριβῶς χιλιάδες χρόνια πρίν. Κάποιοι θὰ προτρέξουν νά ’πουν ὅτι οἱ παλαιοὶ τρόποι δόμησης ἐπιβιoῦν στὶς ὑπανάπτυκτες χῶρες. Ὅμως συμβαίνει μᾶλλον τὸ ἀντίθετο: μπορεῖ οἱ νέοι τρόποι δόμησης νὰ δοκιμάζονται στὶς βιομηχανικὰ ἀνεπτυγμένες χῶρες ὅπου καὶ ἐφευρίσκονται, ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ θὰ ἐφαρμοσθοῦν μαζικῶς εἶναι ἀκριβὼς στὶς ὑπόλοιπες χῶρες ὅπου εἰσάγονται προκειμένου νὰ ἐκσυγχρονισθοῦν ἀλλὰ καὶ νὰ ἀντιμετωπίσουν προβλήματα στέγασης. Ἔτσι στὴν μεγαλύτερη σύγχρονη οἰκονομία, τὶς ΗΠΑ, κτίζονται ξύλινα σπίτια στὰ προάστια, καθὼς τὸ σκυρόδεμα καὶ ὁ χάλυψ φυλάσσονται γιὰ κτήρια γραφείων καὶ διαμερισμάτων (developement, public housing) ἢ ἐπαύλεις. Τοὐναντίον στὴν ἐγγὺς ἀνατολὴ μετὰ τὴν εἰσαγωγή του, ἀρχικῶς ὡς σκυρόδεμα Coignet γιὰ τεχνικὰ ἔργα ὅπως γιὰ φάρους στὴν Αἴγυπτο τὴν ἐποχῆ τῆς διάνοιξης τῆς διώρυγας τοῦ Σουέζ[xiv], καὶ κατόπιν ὡς ὡπλισμένου, γιὰ ἐκλεκτιστικές πολυκατοικίες στὶς μεγάλες πόλεις, ἔγινε παραδοσιακὸς τρόπος τόσο, ποὺ συχνάκις ἀφήνουν σκελετὸ καὶ βιομηχανικὸ τοῦβλο ἢ σιμεντόλιθο, ἀσοβάντιστα, καθὼς οὐσιαστικῶς μεταχειρίζονται τὰ σύγχρονα ὑλικὰ ὅπως τὴν πλίνθο ποὺ εἶχαν συνηθίσει. Δὲν εἶναι ἁπλῶς «ὁ» καπιταλισμὸς, ἡ τεχνικὴ πρόοδος ἢ οἱ «δυνάμεις τῆς παραγωγῆς», ἀλλὰ ὡρισμένες κοινωνικὲς συνθήκες πρὸς φυσικὲς ἀνάγκες ἐκεῖνες ποὺ εὐνοοῦν τὴν χρήση τοῦδε ἀντὶ τοῦ δείνος ὑλικοῦ.

Στὶς παλαιότερες μεθόδους δόμησης ὑπήρχε ἕνας σαφὴς διαχωρισμός: ὅσοι εἶναι χρονοβόροι καὶ δαπανηροὶ ἢ ἀπαιτοῦν εἰσαγωγὴ ὑλικῶν πώρροθεν προορίζονται γιὰ ἄρχοντες καὶ πλουσίους ποὺ θέλουν νὰ ἐπιδείξουν κοινωνικὸ κῦρος ἐνῷ ὅσοι ἀπαιτοῦν ὀλιγώτερο χρόνο ἢ μὲ ὑλικὰ πρόχειρα πλησίον τοῦ τόπου ἀνέγερσης προορίζονται γιὰ τοὺς πτωχοτέρους ποὺ ἐνδιαφέρονται νὰ ἐξυπηρετήσουν τὴν ἀνάγκη γιὰ στέγαση. Ἐπὶ παραδείγματι, τὸ παλάτι τῶν Βερσαλλιῶν, προσθήκη τοῦ Λουδοβίκου ΙΔ΄ στὸ κυνηγετικὸ κατάλυμα τοῦ πατρός του, ἐκτίζετο ἀπ’ τὸ 1661 ὡς τὸν θάνατο του τὸ 1715. Οὑσιαστικῶς ὁ Βασιλεὺς-Ἥλιος ἐπέβλεπε τὶς κατασκευές τὸ σπίτι του καθὅλην τὴν διάρκεια τοῦ ἐνηλίκου βίου του. Ἡ λάξευση τοῦ λίθου ἀπαιτεῖ λατόμηση, μεταφορὰ του ἐπὶ τόπου, λιθοξόους, μηχανὲς ἀνύψωσης. Γιὰ ἕναν ἀγρότη ἀπ’ τὴν ἄλλη, εἶναι ταχύτερο καὶ δίχως ἰδιαίτερη δαπάνη νὰ κόψῃ δένδρα ἀπ’ τὸ πλησιέστερο δάσος ἥ να φτειάξει πηλὸ μὲ το χῶμα. Ὁ κύριος δέχεται τούτη τὴν δαπάνη χρόνου καὶ χρήματος ἀφοῦ κτίζει τὸ σπίτι του γιὰ νὰ στερεώσῃ καὶ νὰ κρατύνῃ στὸν χρόνο τὸ ὀφφίκιο του γιὰ τοῦς ἀπογόνους του. Ό ἀγρότης ἀπ’ τὴν ἄλλην ξέρει ὅτι οἱ ἀπόγονοί του ἂν χρειασθῇ θὰ κτίσουν πάλι τὸ σπίτι του ὡσαύτως. Τοῦτος ὁ κανὼν ἀλλάζει μὲ τὴν χρηματοπιστωτικὴ καὶ βιομηχανικὴ ἀνάπτυξη καὶ τὴν πύκνωση τῶν ἐμπορικῶν ἀνταλλαγῶν. Ὁ μὲν haut-bourgeois, «robber baron», ζάπλουτος ἀπ’ τὸ χρηματιστήριο, τὰ ὁμόλογα καὶ τὴν βιομηχανία του,  ποὺ δαπανᾷ ἀντιστοίχως μὲ τὸν παλαιὸ ἄρχοντα χρῆμα γιὰ νὰ ἀνεγείρῃ οἰκοδόμημα ἀνάλογο μὲ τὸ βασιλικό παλάτι, θὰ καταλάβῃ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ τὸ συντηρήσῃ χρηματικὰ καὶ φορολογικὰ καὶ θὰ τὸ πωλήσῃ ἢ θὰ τὸ κατεδαφήσῃ ὥστε ν’ ἀνεγείρῃ στὴν θέση του ἕνα ἔμπορικό οἰκοδόμημα (πχ. οὐρανοξύστη) ποὺ θὰ τὸν ἀποφέρῃ πρόσθετο κέρδος ἢ σταθερώτερο εἰσόδημα. Τούτη ἦταν ἡ μοίρα πολλῶν ἐπαύλεων τοῦ ἐπιλεγομένου gilded age στὶς ΗΠΑ, μετὰ τὴν φορολογικὴ ἐπιβάρυνση τὸ 1913. Ὁ δὲ ταπεινοτέρου εἰσοδήματος ἄνθρωπος, χάρις στὴν βιομηχανία του πρώτου, μπορεῖ ν’ ἀποκτήσῃ μίαν κατοικία ὡς διαμέρισμα στὸ κτήριο ἀπὸ χάλυβα καὶ σκυρόδεμα ποὺ ἀντικατέστησε τὴν ἔπαυλη τοῦ πρώτου. Δὲν ἀλλάζει ὁ χάλυψ καὶ τὸ ὡπλισμένο σκυρόδεμα τὴν κοινωνία, ἁπλῶς ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς κοινωνίας τῆς βιομηχανικῆς μητρόπολης. Ἂν τώρα κάποιος δήμαρχος θελήσῃ νὰ ἐπιβάλῃ ἐνοικιοστάσιο ὥστε νὰ κρατήσῃ τὰ ἐνοίκια χαμηλὰ πρὸς τὸν πληθωρισμό θὰ ἴδῃ τὰ κτήρια νὰ ἐγκαταλείπονται στὴν φθορὰ ἀπ’ τοὺς ἰδιοκτήτες. Ἂν πάλι ὁ ἴδιος, πρὸς διόρθωση, αὐξήσῃ τὰ δημοτικὰ τέλη καὶ φόρους ὥστε νὰ προσκαλέσῃ ὑψηλότερα εἰσοδήματα στὴν πόλη καὶ κίνητρο γι’ ἀνέγερση καινούργιων κτηρίων, σὲ μίαν κρίση θὰ ἴδῃ τὰ κτήρια νὰ ἐγκαταλείπονται ἀπὸ ἐνοίκους. Στὸν πανικὸ τοῦ 1929 στὴν Νέα Ὑόρκη εἶχε προηγηθῆ ὑπερανέγερση οὐρανοξυστῶν ἀλλὰ καὶ χλιδανῶν ἐπαύλεων. Κατὰ τὴν μεγάλη ὕφεση ποὺ ἀκολούθησε τὸ Empire State Building ἔμεινε ἀκατοίκητο καὶ ἡμιτελές κὰτα τὸ ἥμισυ, ἐνῷ τρῶγλες ἀστέγων εἶχαν στηθῆ στὸ Central Park καὶ σ’ ἄλλες πόλεις τῶν ΗΠΑ, ἤτοι shanty towns (παραγκουπόλεις) ποὺ ἔμειναν γνωστὲς ὡς Hoovervilles. Στὴν κορυφὴ δηλαδὴ τῆς παραγωγῆς τοῦ δομικοῦ χάλυβα, ὅσο κἂν προσέφερε μαζικὴ κατοικία, ὑπήρξε μία ἐπιστροφὴ σ’ ἀρχέγονες μεθόδους δόμησης.

Ἐν γένει ἡ ἐφαρμογὴ τῶν ὑλικῶν εἶναι ἕνας συνδυασμὸς τόπου, γεγονότων καὶ οἰκονομικῆς δυνατότητας. Ἂς ἀκούσωμε τὸν Fernand Braudel στὸν πρῶτο τόμο τοῦ Civilisation materiel, Économie et Capitalisme XVeXVIIIe siècle, Les Stuctures du Quotidien (σελ. 230-239). Κατἀρχὰς σὲ κάθε τόπο ὑπάρχει μία παράδοση ἐμμένουσα ἢ ποὺ ἐπανέρχεται ὅταν εὐνοηθῇ ἀπὸ κάποια περίσταση. Στὸ Βαγιαδολίδ μετὰ τὴν μεγάλη πυρκαϊὰ τοῦ 1564 οἱ πλούσιοι ποὺ θέλησαν νὰ ξαναφτειάξουν τὰ σπίτια πιὸ πυράντοχα κάλεσαν κτίστες ποὺ ἐξέφραζαν τὶς παλαίες μουσουλμανικὲς τέχνες. Τούτη ἡ ἐμμονὴ τῆς παράδοσης εἶναι ἐντονώτερη στὰ οἰκήματα τῶν πτωχοτέρων. Τὰ ξύλινα caboclo στὴν Βραζιλία κτίζονται ἀκόμη (ὁ συγγραφεὺς μαρτυρεῖ τὸ 1937) χωρὶς ὅμως νὰ δυνάμεθα νὰ γνωρίζωμε πότε ἐκτίσθη τὸ καθένα. Ἄλλο παράδειγμα εἶναι οἱ σκηνὲς τῶν νομάδων. Ό τόπος θέτει ἕναν περιορισμό: «ἐλλείψει λίθου ἐν Περσίᾳ ἀναγκάζεται τις νὰ κτίσῃ τειχία καὶ οἰκίες μετὰ πηλοῦ. Οἱ πλούσιοι κοσμοῦσι τὸ ἔξω τῶν τειχίων μετὰ κράματος ἀσβέστου, μοσχοβιτικοῦ πρασίνου καὶ κόμμεως, ἅττινα τρέπουσιν αὐτὰ ἁργυρόχοα» γράφει ὁ περιηγητὴς G. F. Gemelli Careri. Ἅλλος περιορισμὸς εἶναι οἱκονομικὸς καὶ τεχνολογικός: ἡ χρήση τῆς πέτρας καὶ τοῦ τούβλου μαρτυρεῖ μίαν κάποια χλιδή. Στοὺς Ἴνκας, στὰ παράλια συνηθιζόταν ἡ ὠμόπλινθος ἀλλὰ στὰ ὄρη ὁ τοπικὸς λίθος εἶναι ὁ κανών. Στοὺς Μάγιας ἡ πέτρα εἶναι προνόμιο μόνον ναῶν, πυραμίδων, ἀνακτόρων καὶ σταδίων· κατὰ τὸ ὑπόλοιπο τῶν οἰκοδομῶν, ἄρχουν pisé καὶ bajareque ποὺ ἀπαντῶμε μέχρι σήμερα[xv].

Ὁ τόπος προκαταβάλει τὴν τεχνολογία: ὅπου τὸ δάσος κυριαρχεῖ στὸ τοπίο ὅπως στὴν Εὐρώπη ἢ τὴν Ρωσία ἀρκεῖ ἕνας μόνον πέλεκυς γιὰ νὰ κτίσῃ κανεὶς ἕνα οἰκοδόμημα. Ἂν ὅμως σπανίζῃ τὸ ἴδιο τὸ ξύλο, γινόμενο πολυτέλεια, τότε εἶναι ὁ πηλός καὶ ἡ κάλαμος ἡ μόνη ἐπιλογή. Κατ’ ἀντιπέραν τῶν λιθίνων ὀχυρῶν, ἀνακτόρων καὶ ναῶν τῆς βορείου Ἰνδίας, στὸν νότο τὸ ξύλο φυλάσσεται γιὰ ναούς καὶ σεράγια, καθὼς οἱ πτωχικὲς κατοικίες εἶναι καμωμένες ἀπὸ καλάμια. Πλησίον τῆς πορτογαλλικής Γκόα, ἀναφέρει ὁ J.A. de Maneslo τὸ 1639,  τὰ σπίτια εἶναι στενὰ, μὲ μόνο ἄνοιγμα μία χαμηλὴ εἴσοδο ἐνῷ τὰ καλαμόεντα πετάσματα ἐπιχρίονται μὲ κοπριὰ ἀγελάδας γιὰ νὰ ἀποδιώκῃ τοὺς ψύλλους[xvi]. Στὰ ἀγροτικὰ σπίτια τοῦ κινεζικοῦ βορρά εὑρίσκεται τὸ πρότυπο τοῦ ἰαπωνικοῦ σπιτιοῦ: κατὰ τὶς περιγραφὲς τοῦ διπλωμάτη George Macartney ἢ τοῦ σινολόγου Chrétien-Louis-Joseph de Guignes (Voyage a Pékin, Manille et l’Ile de France, Paris, Imprimerie Impériale, 1808) εἶναι κατασκευασμένα ἀπὸ ἀτελῶς στεγνωμένες στὸν ἥλιο πλίνθους ἢ ἁπλῶς ἀπὸ κλώνες λυγαριᾶς μὲ ἐπίστρωση πηλοῦ. Οἱ στέγες εἶναι καλυμμένες μὲ ἄχυρο ἢ χλόη. Τὰ διαμερίσματα χωρίζονται μὲ χάρτινα πετάσματα ὅπου ζωγραφίζονται θεοὶ ἢ ἠθικές προτάσεις. Πέριξ τοῦ σπιτιοῦ κεῖται κενὸς χῶρος περιφραγμένος ἀπὸ ψάθα ἢ κλῶνες σοργοῦ (κάο-λιάν 高粱). Ἐν γένει στὸν νότο ἄρχει ἡ ὀπτὴ πλίνθος καὶ ἡ κεραμίς, δεῖγμα πλούτου καὶ παράδοσης, ἐνῷ στὸν ἄδενδρο καὶ ψιλό βορρά, τὸ pisé καὶ τὸ ἄχυρο (σογροῦ ἢ σίτου)[xvii].  Στὴν Ἰνδοκίνα καὶ τὴν Ἰνδονησία ἀπ’ τὴν ἄλλη ἡ οἰκοδόμηση γίνεται μὲ ἐλαφροὺς σκελετοὺς ξύλου καὶ ἰνδοκαλάμου (bamboo) ἐπὶ πασσάλων (pilotis) μὲ πλήρωση ἀπὸ σανίδες ἢ μπαγδατὶ καὶ στέγη ἀχύρου. Ἔτσι στὴν Κίνα παρὅτι ἡ οἰκοδόμηση καλεῖται «ἔργο γῆς καὶ ξύλου» (τουμού, 土木)τὸ ξύλο εἶναι σχετικῶς σπάνιο καὶ ἔχει χρήση σκελετοῦ καῖ στέγης.

Πέραν τῆς φυσικῆς σπάνεως κάποιες κατασκευὲς ἀπαιτοῦν μίαν παραγώγη ποὺ ἀπαιτεῖ συμπληρωματικὰ μέσα: ἡ ἐφαρμογὴ αὐτῶν φανερώνει ἔτσι μία συνολικώτερη εἰκόνα τῆς κοινωνίας ἢ καλύτερα, ἀπαιτεῖ μίαν εὐρύτερη κοινωνία. Ἤδη ἀπ’ τὸν πολιτισμό τοῦ Ἰνδοῦ ἡ δόμηση μὲ ὀπτόπλινθο ἀπαιτεῖ, πέραν τῆς πρώτης ὕλης, πρῶτον, πλινθεῖον (kiln) γιὰ τὴν ὄπτηση τῶν πλινθῶν, καὶ δεύτερον, τὸν τρόχο τῆς ἁμάξης γιὰ νὰ μεταφερθοῦν στὸ ἐργοτάξιο, ποὺ δὲν χρειάζεται γιὰ τὶς ὠμοπλίνθους ποὺ παρασκευάζονται ἐπὶ τόπου.

[ΚΙΝΑ] Στὸν πρῶτο κινεζικὸ οἰκοδομικό κανόνα (γίν-ζάο φά-σί, 營造 發誓) τὸ 1103, κατὰ τὴν δυναστεῖα τῶν Σόνγκ, προσδιορίζεται ἡ παρασκευὴ κεραμίδων (ϝά, ) καὶ κεραμέων πλίνθων (τσέν, ) μαζὶ μὲ τὴν ξυλουργία, τὴν τέχνη τῶν ἁρμῶν,  λιθοξοϊκὴ κτλ. ―δεκατρεῖς ἐργασίες συνολικά. Ἂς τὸ ἀναγνώσωμε[xviii]: Ἀπαιτεῖται πηλὸς χωρὶς ἄμμο γιὰ τὶς κεραμίδες, μὲ ἄμμο γιὰ τὶς πλίνθους. Γιὰ τὶς κεραμίδες κατασκευάζεται ἐλαφρῶς κωνικός κύλινδρος ποὺ πρίεται κατόπι σὲ ἡμίσεα ἢ τέταρτα. Γιὰ νὰ μὴν ρηγματωθοῦν κατὰ τὸ ψήσιμο ἀφίονται πρὶν νὰ στεγνώσουν στὸν ἥλιο. Οἱ ἡμικύκλιες προορίζονται γιὰ καλυπτῆρες (τόν-γκουά) καὶ τεταρτοκύκλιες, γιὰ στρωτῆρες (μπάν-γουά). Τὸ μῆκος τῶν πρώτων κυμαίνεται ἀπὸ 0,4 ὡς 1,4 τσὴ (κινέζικο πόδι, ) καὶ τῶν δευτέρων ἀπὸ 0,6 ὡς 1,6. Ἡ τελευταία σειρὰ καλυπτήρων ἔκλεινε μὲ δίσκους (τσὶ-ϝέϊ) ἀναλόγου διαμέτρου.  Οἱ πλίνθοι διακρίνονται σὲ πὶ (πράσινες, ὅσες προορίζονται γιὰ ψήσιμο), τσί (οἱ ἠχυρωμένες, στεγνωμένες στὸν ἥλιο), φά (οἱ νοπὲς ποὺ λαμβάνονται μαζί μὲ ρίζες ἀπ’ τὸ ἔδαφος). Οἱ ὀπτόπλινθοι εἶχαν δεκατρία μεγέθη, τῶν ὁποίων τὰ πέντε ἢ ἕξ προωρισμένα γιὰ δημόσια κτήρια, παγόδες, γέφυρες καὶ πηγάδια· κατὰ τὴν δυναστεῖα τῶν Σὸνγκ ἦσαν σχετικῶς εὐμεγέθεις γιὰ νὰ μικρύνουν κατὰ τὸ τέλος τῶν Μίνγκ: σὲ πολυώροφα κτήρια, γιὰ τοίχους 1,3×0,65×0,25 τσὴ (γιὰ δάπεδο ἀπὸ 1,5×1,5×0,25 ὡς 2×2×0,3), γιὰ τείχη πόλεων, ἀπὸ 1,2×0,6×0,2 μέχρι 1,3×0,65×0,25 κτλ. Διακρίνονται ἐπιπλέον σὲ πλήρεις καὶ εἰκονoγραφημένους πλίνθους (χουασιὰ τσέν 畫像 ) μὲ ἐκμαγεῖα μοτίβων. Κάποιοι πλίνθοι λειαίνονται πρίν τὸ ψήσιμο (ὀνομάζονται τσίν-γκὼν ϝά) γιὰ μεγαλύτερη στεγάνωση. Τοῦβλα καὶ κεραμίδια ψήνονται σὲ πλινθεῖα (γιάο, ), σὲ σουμπάι γιάο γιὰ τὰ κανονικά, καὶ σὲ τσίνγκων γιάο γιὰ τὰ λεῖα. Τὴν τρίτη ἡμέρα βρέχονται (τεχνικὴ γιάο-σαί, 窯水) ὥστε ὁ ὐδρατμὸς νὰ ἐμποδίζῃ τὴν εἴσοδο τοῦ ἀέρα κατὰ τὴν ψύξη καὶ νὰ τὴν ἐπιταγχύνῃ. Ὁ σίδηρος ποὺ μένει ὡς ὀξείδιο δίδει φαιὸ χρῶμα, ἀλλιῶς, ἂν τὸ περιβάλλον εἶναι πλούσιο σὲ ὀξυγόνο τὰ τρέπει ἐρυθρόχροα. Πλειότερος ὁ σίδηρος, σκουρότερα τὰ κεραμικά. Τὰ πλινθεῖα ἔκαιγαν μεγάλες ποσότητες καυσίμου, ἀπὸ ἄχυρα καὶ κλαδιά, μέχρι γαιάνθρακα στὴν νότιοανατολικὴ Κίνα ἐπὶ Μίνγκ. Γιὰ τὰ λεῖα ἡ καύσιμος ὕλη καλύπτεται μὲ κοπριὰ ἀμνοεριφίων, λέμματα ρυζιοῦ καὶ βαρὺ ἔλαιο ὥστε νὰ παραχθῇ αἰθάλη ποὺ φράζει περαιτέρω τοὺς πόρους. Τὰ κεραμικὰ προϊόντα τῆς καύσης γαιάνθρακα δέ, εἶναι ἐλαφρώτερα σ’ ἀπόχρωση ἀπὸ ἐκεῖνα τοῦ ξύλου.

Ἡ ἀνάπτυξη τῆς πλινθοποιίας ἔγινε αἰσθητὴ ἐπὶ Τάνγκ, ὅταν κτίζονται παγόδες, τάφοι καὶ τείχη. Ἡ ἀδιάκοπη ζήτηση ἀκολούθως ὁδήγησε σὲ βελτιώσεις αὔξησης τῆς παραγωγῆς ἀνὰ μονάδα καύσιμης ὕλης ὅπως στὴν τεχνικὴ τοῦ σβήσιματος μὲ νερό (γιάο-σαί), αὔξησης τοῦ μεγέθους τῶν πλινθείων κατὰ τὴν περίοδο τῶν Σόνγκ, ὅπου ἐπέτρεπε τὴν στὸ ἴδιο πλινθεῖο σώρευση πλίνθων καὶ κεραμίδων ἀναλόγως μὲ τὴν ἀναγκαῖα θερμοκρασία ὄπτησης. Κατὰ τὸν ζ΄-η΄ αἰ. μὲ τὴν ἐπινόηση τῆς πορσελάνης καὶ κατόπιν τῆς εἰσαγωγῆς τῆς τεχνικῆς τῆς ἐφυάλωσης (γυαλώματος) ἀπ’ τὴν δυτικὴ Ἀσία, τὰ ἐφυαλωμένα κεραμικὰ προϊόντα ἀντικατέστησαν τὰ λειασμένα ἀφοῦ προεσέφεραν καλύτερη στεγάνωση. Γιὰ τὸ γυάλωμα ἀπαιτεῖται μία δεύτερη ὄπτηση ἀφοῦ τὸ κεραμικὸ ἐπαλειφθῆ μὲ μίγμα λιθαργύρου (μονοξείδιο τοῦ μολύβδου, PbO), σκόνης χαλαζία καὶ χαλκοῦ. Ἔδιδε ἀπόχρωση πρασινωπὴ σὰν τοῦ νεφρίτη, ἐνῷ μὲ τὴν προσθήκη σιδήρου, ὠχρὴ, πράσινη ἢ σανδύκινη. Τὰ κινεζικὰ πλινθεῖα εἶναι τριῶν τύπων, ἐκεῖνα ποὺ ψήνουν ἀπὸ κάτω (ὁ πιὸ ἀρχέγονος), ὁριζοντίως ἢ ποὺ-γιάο καὶ ἀπ’ ἐπάνω (θολωτά) ἢ ντὰ-γιάο. Ὁ τελευταῖος εἶναι ὁ μεγαλύτερος (22,4 τσὴ ἢ 7,2 m ὕψος, 18 τσὴ ἢ 5,8 m διάμετρος). Ὁ δεύτερος προωρίζετο γιὰ γυάλωμα. Οἱ Σόνγκ ῥύθμισαν τὴν παραγωγὴ θέτοντας γνώμονες γιὰ τὰ μεγέθη ἔτσι ὥστε σ’ ἕνα ἔργο νὰ μπορούσαν νὰ χρησιμοποιηθοῦν προϊόντα διαφόρων πλινθείων τῶν ὁποίων οἱ τεχνίτες κατεγράφοντο. Γιὰ τοπικὲς οἱκοδομές, συχνάκις κατασκευαζόταν πλινθεῖο πλησίον τοῦ ἐργοταξίου ποὺ μεταποιοῦσε τοπικὰ ἀποθέματα πηλοῦ. Παρὰ τὴν παράδοση τοῦ τούβλου στὴν Κίνα, γιὰ τὰ κτήρια ποὺ κατασκευάστηκαν κατὰ τὴν περιόδο τῆς εὐρωπαϊκῆς ἐπιτροπείας, ἀντὶ τῶν κυανοχρόων, εἰσάγονταν κόκκινα τοῦβλα, ὅπως ἀποδεικνύει γιὰ τὴν Σαγκάη, πρόσφατη μελέτη[xix]. Αὐτὸ μᾶς δεικνύει βέβαια ὅτι ἅπαξ ἔγινε ἀποικία, ἔγινε τόπος πώλησης εὐρωπαϊκῶν προϊόντων, ἀκόμη καὶ γιὰ ἕνα βασικὸ ἀγαθό ὅπως αὐτὸ ποὺ θὰ συνέφερε ἀπὸ ἄποψης μεταφορικῆς δαπάνης ἀλλὰ καὶ ποιότητας (ἀγαθο δαπάνης ἀλλὰ καὶ φυσικοῦ μονοπωλίου κατὰ F. Wieser) νὰ παραχθῇ ἐκεῖ: ἡ εὔνοια τοῦ ἐμπορικοῦ ἰσοζυγίου ξεπερνάει τὴν ἁπλῆ οἱκονομικὴ λογική. Βλέπομε πῶς τὸ εἶδος τοῦ τούβλου σ’ ἕνα κτήριο μπορεῖ νὰ φανερώσῃ τὴν πολιτικὴ, κοινωνικὴ καὶ οἰκονομικὴ ἱστορία ἐνὸς τόπου ἀλλὰ καὶ τύπους ἀνθρώπινης δράσης.

[ΡΩΜΑΝΙΑ] Καὶ στὴν ἀντιπέρα ἄκρη τῆς Ἀσίας, τὴν ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, καίτοι ἡ πρακτικὴ εἶναι ὡρισμένη (opera), τὰ ὑλικὰ εἶναι, ἐξαιρέσει τῶν πολυτελῶν, τοπικά. Οἱ πρωτοχριστιανικοὶ ναοὶ στὴν Ῥώμη εἶναι κτισμένοι ἀπὸ opere latericium (πλίνθοι ἔμπλεκτοι σὲ σκυρόδεμα), ἐνῷ δὲν λείπουν τὰ παραδείγματα συμπαγοὺς πλινθοδομῆς ὅπως στὴν βασιλικὴ τοῦ Κωνσταντίνου στoὺς Τρεβήρους· ὅμως σταδιακὰ παραμερίζεται ὑπὲρ τοῦ operis mixtum ἢ listatum. Τὸ σκυρόδεμα στὸν πυρήνα ἀντικαθίσταται ἀπὸ λιθολόγημα. Εἶναι ἡ τυπικὴ κατασκευὴ ποὺ ἀπαντῶμε στὴν Κωνσταντινούπολη ὅπως τὰ θεοδοσιανὰ τείχη ἢ τὴν Ἀγία Σοφία, μὲ ζῶνες ἀνάμεσα στὴν λιθοδομὴ διατόνων στρώσεων πλίνθου ἐν εἴδει chaînage. Κατὰ τὸν ια΄ αἰ. ἡ μικτὴ τοιχοποιία μετασχηματίζεται στὸ πλινθοπερίκλειστο (cloisonné) σύστημα δόμησης (ἁρμολόγηση λιθοπλίνθων μὲ πλίνθους), συχνάκις (πλειότερο στὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Μακεδονία) μὲ θριγκὸ κεραμικῶν κοσμημάτων, ὅπως ἑλληνικὰ γράμματα, χριστογράμματα καὶ ψευδοκουφικά (ἰσλαμικὴ ἐπιρροή). Σὲ περιοχὲς πλουσίες σὲ πέτρα ὅπως ὁ Καύκασος, ἡ Συρία ἄλλα καὶ ἡ ἐνδοχώρα τῆς Μικράς Ἀσίας, ἄρχει ἡ λαξευτὴ τοιχοποιία μὲ διακοσμητικὲς λαξευτὲς ζῶνες (συριακὲς καὶ ἀρμενικές ἐκκλησίες) χωρὶς νὰ λείπουν τὰ παραδείγματα τῆς μικτῆς τοιχοποιίας (δ΄αἰ.), ὅπως τὰ τείχη τῆς Ἀντιοχείας ἐπὶ Ὀρόντου καὶ τὸ Qasr Ibn Wardan (c. 564) μὲ ζώνες ἐναλλὰξ βασάλτη καὶ ὠχρᾶς πλίνθου. Ἀναλόγως τῆς σκληρότητας τοῦ λίθου εἶναι καὶ ἡ ποιότητα τοῦ διακόσμου: ὁ μαλακὸς ἀσβεστόλιθος τῆς βορείου Συρίας ἔδιδε λεπτεπίλεπτα σχέδια ἐνῷ ὁ σκληρὸς βασάλτης τῆς νοτίου, χονδροκομμένα. Στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ opere quadratum στὴν βάση καὶ ἔμπλεκτον ἄνω ἦσαν κτισμένα τὸ ὑδραγωγεῖο, τὰ τεῖχη τοῦ Ἀναστασίου καὶ οἱ ροτόντες πλησίον τοῦ ἱπποδρόμου (δ΄-ε΄ αἰ.)[xx].  Συνήθως τὰ λατομεῖα (quarries) εἶναι πλησίον τοῦ κτηρίου, ἂν δὲν κεῖνται ἐπὶ τόπου· στὶς μεγάλες πόλεις κεῖνται ἔξωθεν τῶν τειχῶν. Στὴν Κωνσταντινούπολη λατομεῖα ψαμμολίθου καὶ ἀσβεστολίθου ἐντοπίζονται δυτικὰ στὸ προάστιο τοῦ Ἑβδόμου (Μπακιρκόι). Γιὰ σπανιώτερα ὑλικὰ ὅπως τὸ μάρμαρο, τὸ λατομεῖο τοποθετεῖται τοὐλάχιστον πλησιέστερον τῆς ἀκτῆς ὥστε νὰ φορτώνεται καὶ νὰ μεταφέρεται (Προκόννησος, Θάσος) ἀνὰ τὴν Μεσόγειο[xxi].

Qasr ibn Wardan

Οἱ πλίνθοι παρασκευάζονται ἀπ’ τοὺς ὀστρακαρίους ἢ κεραμοποιούς. Κάθε πλινθεῖον δύναται νὰ παράγῃ μέχρι καὶ πενήντα χιλιάδες πλίνθους ἀνὰ περιόδο, πέρι τὶς τέσσερις μὲ πέντε χιλιάδες ἀνὰ ὄπτηση, ἐνῷ ἡ σύνολος διαδικασία διαρκεῖ δύο μὲ τρεῖς ἑβδομάδες[xxii]. Οἱ πλίνθοι στὴν Κωνσταντινούπολη εἶναι τετράγωνες: μὲ διαστάσεις 310×310 mm (ἕνα τετραγωνικό πόδι) καὶ πάχους 55 mm, ἐπὶ Κωνσταντίνου· 370×370×45 mm, κατὰ τὸν ε΄- ἀρχὲς ϛ΄ αἰ.· 335×335×40 mm, κατὰ τὰ τέλη του ϛ΄αἰ.[xxiii] Σφραγίζονται στὴν λατινικὴ καὶ μετὰ τὸν ε΄ αὶ. στὴν ἑλληνική, μὲ τοὔνομα τοῦ κτίτορος ἢ τοῦ ἐργολάβου (σὲ γενικὴ) καὶ τὴν ἡμερομηνία πρὸς τὴν δεκαπενταετὴ φορολογικὴ περίοδο. Καθὼς ἀνατολικὰ τῆς Ἰταλίας ―πλὴν Κιλικίας καὶ νοτίου Συρίας, ἀλλὰ καὶ Θήρας καὶ Μήλου― δὲν ὑπήρχε ἡφαιστειακὴ τέφρα γιὰ caementum οἱ θόλοι πλέον κτίζονται μὲ πλίνθο, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς λιθόκτιστες ἐκκλησίες τῆς Συρίας (πχ. Ὅσίου Συμεών Στυλίτου) καὶ τῆς Ἀρμενίας  (Ἁγίας Ἐτσμιατζιν) ὅπου χρησιμοποιεῖται ἡ λαξευτὴ πέτρα. Ἔντούτοις παρὅτι στὶς ἐρῆμες περιοχὲς σπανίζει ἡ πλίνθος, στὴν ἐκκλησία του Qasr ibn Wardan βέβαιον εἶναι ὅτι ὑπήρχε πλίνθινος θόλος[xxiv].

Ἅμα τῇ υἱοθετήσει τοῦ χριστιανισμοῦ, τροῦλλοι ἀρχικὰ ἐφαρμόζονται σὲ περίκεντρα κτήρια (ροτόντες) ποὺ εἶχαν χρήση μαρτυρίου ἢ βαπτιστηρίου, ἐνίοτε μὲ ἁψιδωτὲς κόγχες στοὺς τοίχους καὶ σχηματίζοντας κύκλο ἢ ὁκτάγωνο. Στὴν Βασιλεία τῶν Ῥωμαίων ἀπαντῶμε σχεδόν ὅλες τὶς μορφὲς θόλου: ἀπὸ δρομικό νουβικοῦ τύπου, σταυροθόλιο, δομικό (πχ. μαυσωλείο τῆς Galla Placidia) γνωστὸς ἤδη ἀπ’ τὰ λουτρὰ τῆς Πέτρας (α΄αἰ.), τροῦλλο ἐπὶ λοφίων (πχ. Ἁγία Σοφία) ἢ ἐπὶ ἡμικωνίων (πχ. Ὁσιος Λουκᾶς), ποὺ προέρχεται ἀπὸ λιθοκτίστους ναοὺς του ε΄ αἰ. σὲ Κιλικία, Ἀρμενία, βόρειο Μεσοποταμία, μὲ πρῶτο παράδειγμα τὸ παλάτι τοῦ σασσανίδη βασιλέα τῆς Περσίδος Ἀρδασσίρ (c. 224). Ἐλλείψει ὑφαιστειακῆς τέφρας, γιὰ ν’ ἀποκτήσει ὐδραυλικὲς ἰδιότητες τὸ συνδετικὸ ἀσβεστοαμμοκονίαμα, προσέθεταν σ’ αὐτὸ τριμμένο κεραμίδι, σχηματίζοντας τὸ λεγόμενο κοράσανι. Τὸ μειονέκτημα αὐτοῦ πρὸς ἐκεῖνο τῆς pozzuolana εἶναι ὅτι ἀργεῖ μῆνες ν’ ἀποκτήσῃ πλήρη ἀντοχή μὲ ἀποτέλεσμα νὰ συμβαίνουν συχνάκις πλαστικὲς παραμορφώσεις, ὅπως ἐκείνη ποὺ ὡδήγησε στὴν πτώση τοῦ πρώτου θόλου τῆς Ἁγίας Σοφίας[xxv]. Γιὰ δέσιμο τῆς τοιχοποιίας ἀλλὰ καὶ γιὰ ἐλκυστῆρες σὲ ἁψῖδες χρησιμοποιεῖται τὸ ξύλο. Καθὼς δίδει τὴν αἴσθηση τοῦ σπανίου, ὅταν εἶναι ἐμφανὲς σμιλεύονται σ’ αὐτὸ κοσμήματα. Φυσικὰ ξύλινες εἶναι οἱ στέγες ὅπου σχηματίζουν ζευκτά, ὅπως στὶς βασιλικές. Τὰ ζευκτὰ καλύπτονται δὴ ἀπὸ ὀροφές. Τέλος, τὸ ξύλο εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ τὰ ἰκριώματα (σκαλωσιές) γιὰ τὴν ἐπίθεση τῶν δόμων, ποὺ εἴτε εἶναι ἐλεύθερες, εἴτε στερεωμένες μὲς στὴν τοιχοποιία, καὶ γιὰ τὴν ὑποστήριξη ἁψίδων καὶ θόλων μέχρι νὰ στεγνώσῃ τὸ κονίαμα. Τοῦτες οἱ τελευταῖες εἴτε ἄρχονται ἀπ’ τὸ  ἔδαφος, εἴτε ἀπ’ τὸ ὕψος τῶν ἐπικράνων καθὼς προσαρμόζονται στοὺς ἑκατέρωθεν τοίχους, ἀρκεῖ αὐτοὶ νὰ ἔχουν ἀποκτήσει ἀντοχή. Γιὰ συνδέσεις λιθοπλίνθων ἐν ξηρῷ γίνεται χρήση σιδηρῶν ἐλασμάτων ὅπως στοὺς Ἕλληνες. Εὐόλκιμο μέταλλο μπαίνει καὶ στὶς ἐπικαλύψεις τῶν πολυτελῶν καὶ ἐπιφανεστέρων κτηρίων, ὅπου δὲν ἐφαρμόζονται οἱ φθηνότερες κεραμίδες (στρωτῆρες καὶ καλυπτῆρες ἡμικυκλικοῦ σχήματος): κυρίως μόλυβδος, ἀλλὰ καὶ ὀρείχαλκος (κν. μπρούντζος) κατὰ τὴν περιγραφὴ Εὐσεβίου τοῦ τάφου τοῦ Κωνσταντίνου[xxvi]. Ὁ μόλυβδος τυγχάνει χρήσης καὶ στὰ ὑαλωτὰ τῶν παραθύρων, ἐνῷ φθηνότερη λύση εἶναι ὁ γύψος. Μεταλλικὰ ἐλάσματα στερέωναν καὶ τὶς μαρμάρινες ἐπενδύσεις (τζινέτια). Ἀντίθετα μὲ τοὺς Ἕλληνες ποὺ θεωρούσαν τὸ μάρμαρο ὡς δομικὸ ὑλικὸ, καθὼς συνεδύαζε ἀντοχὴ καὶ εὐκολία στὴν λάξευση, καὶ οὕτως τὸ κάλυπταν μὲ stucco, οἱ Ῥωμαῖοι ὄχι μόνον ἄφησαν τὰ νερά του νὰ φαίνονται ἀλλὰ ἐπένδυαν, ἐσωτερικὰ κυρίως, τὰ κτήρια, ὡς δεῖγμα χλιδῆς. Πέραν τῶν ἐπενδύσεων καὶ τῶν δαπέδων τὸ μάρμαρο χρησιμοποιεῖται, καθὼς συνδυάζει δομικὰ πλεονεκτήματα καὶ αἰσθησιασμό, σὲ κίονες, κιονόκρανα, θυρώματα, θριγκούς, γεῖσα, τέμπλα, ἄμβωνες. Τὰ ἀρχιτεκτονικὰ μέλη χαράσσονται μὲ ἀριθμούς, ἀρχικὰ ἢ κάποια εὐχή. Στὶς στῆλες τοῦ μαρμάρου γράφεται συνήθως τὸ κτήριο ποὺ προορίζονται. Καθὼς τὰ ἀρχιτεκτονικὰ μέλη οὐδέποτε καὶ οὐδαμοῦ εἶχαν ἀρχαιολογικὴ ἀξία (ἰδεολογία του ιη΄-ιθ΄ αἰ.) ἦταν συνήθης ἡ ἐπανάχρηση αὐτῶν ὡς spolia. Οἱ πρακτικοὶ λόγοι γιὰ αὐτὸ ποικίλουν: οἰκονομίας (πχ. πλίνθοι), διακόσμου (πχ. κιονόκρανα), θριάμβου (πχ. λάφυρα) ἀλλὰ καὶ θρησκευτικοῦ καθαρμοῦ τῆς εἰδωλολατρίας. Ὁ πάπας Ὁνώριος ἀπέγδυσε τὸν ναὸ τῆς Ῥώμης τῆς ὀρειχάλκινης ἐπικάλυψής της γιὰ νὰ τὴν μεταφέρει στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Πέτρου (Lib. Pont. 1.317 and 323)[xxvii].  Στὴν βιβλιογραφία τοῦτες  εἶναι οἱ συνήθεις αἰτιολογήσεις γιὰ τὴν χρήση τῶν σπολίων. Ὅμως ἂν μελετήσωμε τὸν ῥωμαϊκό νόμο, ἀπαγορεύεται ἡ κατεδάφιση οἰκοδομήματος καὶ ἡ ἀπομάκρυνση μαρμάρου, κίονα ἢ κοσμήματος πρὸς πώληση έκτὸς αὐτὸ ἂν ἐντεθῇ σὲ άλλο οἰκοδόμημα:

β΄ Imperator Alexander Severus . Negotiandi causa aedificia demoliri et marmora detrahere edicto divi vespasiani et senatus consulto vetitum est. Ceterum de alia domo in aliam transferre quaedam licere exceptum est: sed nec dominis ita transferre licet, ut integris aedificiis depositis publicus deformetur adspectus * ALEX. A. DIOGENI. *<A 222 PP. XI K. IAN. ALEXANDRO A. CONS.>
ϛ΄ Imperator Constantinus . Si quis post hanc legem civitate spoliata ornatum, hoc est marmora vel columnas, ad rura transtulerit, privetur ea possessione, quam ita ornaverit.
1 . Si quis autem ex alia in aliam civitatem labentium parietum marmora vel columnas de propriis domibus in proprias transferre voluerit, quoniam utrobique( !) haec esse publicum decus est, licenter hoc faciat: data similiter facultate etiam de possessione ornatum huiusmodi ad possessionem aliam transferendi, quamvis per muros vel etiam per mediam civitatem ea transferri necesse sit, ita ut easolummodo quae illata fuerint civitatibus exportentur. * CONST. A. HELPIDIO AGENTI VICEM PP. *<A 321 D. VI K. IUN. VIMINACII CRISPO II ET CONSTANTINO II CONSS.>

CODEX IUSTINIANI, liber VIII, titulus X: De aedificiis privatis

 Διάφορα μαρμάρινα κιονόκρανα ἐφαρμόζονται στὶς κιονοστοιχίες ποὺ μοιράζουν τὶς βασιλικὲς σὲ κλίτη, ἐνῷ δὲν εἶναι σπάνια ἡ ἔνθεση τέτοιων μόνον χάριν εὐθέτου συναρμογῆς (σὲ τοιχοποιίες, ἢ πχ. τὰ γοργόνεια στὶς βάσεις τῶν ὑποστυλωμάτων τῆς βασιλικῆς κιστέρνας τῆς Κωνσταντινούπολης). Ἐν γένει ἡ χρήση τῶν ὑλικῶν μᾶς βοηθεῖ ν’ ἀντιληφθῶμε τὴν σημασία του κτηρίου, τὸν σύνηθη τρόπο δόμησης, τὸν τόπο, ἀλλὰ καὶ τὸν πλοῦτο ἢ τὴν πτωχεία τῆς περιοχῆς ἢ τῆς χρονικῆς περιόδου.

κοσμήματα, χριστογράμματα, ψευδοκουφικά, πλινθοπερίκλειστο σύστημα, πηγή: Χ. Μπούρα, Μαθήματα Αρχιτεκτονικής ΙΙ

[ΑΛΛΕΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΥ ΠΕΡΙΟΧΗΣ―ΙΣΛΑΜ] Ἡ περιοχὴ ἀναμέσον τῆς Κίνας καὶ τῆς Μεσογείου ἦταν ὁ χῶρος ἐμπορικῶν διαδρόμων, χερσαίων ὅπως ἡ ὁδὸς τῆς μετάξης, ἢ θαλασσίων, τῶν θυμιαμάτων (λιβανωτό, μῦρρο, σμύρνα κτλ.) καὶ τῶν ἀρωματικῶν. Κεῖ ἐπεκράτουν πάντοτε αὐτοκρατορίες ἀσφαλίζοντας αὐτές, περσικῶν, ἑλληνικῶν, ἰσλαμικῶν, τουρκικῶν δυναστειῶν. Ὅμως στὴν σκιά αὐτῶν ὑπήρχαν ἀνὰ καιρούς καὶ μικρὰ πελατειακὰ κράτη. Πέριξ τῆς Ἐρήμου Ἀραβίας καὶ ἐπὶ ἐμπορικῶν ὁδῶν, ἐκεῖντο πλουσίες πόλεις: Σαφάρ, Σαββαθὰ, Μαρίβ κ.α. στὴν Εὐδαίμονα (νότιο) Ἀραβία, Πέτρα στὴν Πετραία (βόρειο) Ἀραβία. Ὡς δομικὰ ὑλικὰ ἄρχουν, κατὰ νότον, ἡ ὡμὴ πλίνθος ποὺ ἀπαντῶμε μέχρι σήμερα στὴν Ὑεμένη, χωρίς ν’ ἀπουσιάζῃ ὁ λίθος, μάλιστα λαξευτὸς σ’ ἐπιφανὴ οἰκοδομήματα ὅπως τὰ τεμένη τῶν Σαββαίων (Bar’an, Awwan) καὶ κατὰ βορρὰ, ὁ λίθος, συχνάκις λαξευτὸς, ὅπως στὰ ἑλληνορρωμαϊκὰ κτήρια ἀπὸ ψαμμόλιθο τῆς Πέτρας τῶν Ναβαταίων. Βορειότερα, στὴν Συρία καὶ τὴν βόρειο Μεσοποταμία, στὰ βασίλεια τῆς Ὀσροηνῆς, τῆς Ἐμέσης, τῆς Κομμαγηνῆς, τῆς Παλμύρας, τῶν Ἀτρῶν, δεσπόζει ὁ λαξευτὸς λίθος καὶ οἱ ἑλληνορρωμαϊκοὶ ῥυθμοὶ στὰ δημόσια ἔργα καὶ τὸ λιθολόγημα καὶ ἡ ὠμόπλινθος στὶς ταπεινότερες κατασκευές. Στὰ χριστιανικὰ προϊσλαμικὰ σαρακηνὰ κράτη, φοιδεράτων Ῥωμαίων καὶ Σασσανιδῶν, τῶν Γασσανιδῶν (στὴν Ἰορδανία, διεδέχθησαν τοὺς χριστιανοὺς ἐπίσης Ζοκομίδες καὶ Τανουχίδες) καὶ τῶν Λαχμιδῶν (στὴν νότιο Μεσοποταμία) ἀπαντῶμε ἀντιστοίχως λαξευτὲς τοιχοποιίες (πύργος τοῦ Ἀρέθα Γαβαλᾶ) καὶ πλινθίνες ἢ ἐπίχριστα λιθολογήματα (Al-Hira).

Ἐνῷ οἱ Πάρθοι εἶχαν συντηρήσει τὰ κτήρια τῶν Σελευκιδῶν, οἱ Σασσανίδες ἔφεραν στὴν ἐπίσημη ἀνακτορικὴ ἀρχιτεκτονικὴ τὴν παραδοσιακὴ θολοδομία (χωρὶς νὰ σημαίνει ότι ἐλειπαν οἱ ἁψῖδες ἀπὸ τοὺς Πάρθους καὶ τοὺς Σελευκίδες)· ἔκτισαν δὴ μὲ δρομικοὺς, νουβικοῦ τύπου θόλους χωρὶς ξυλότυπο, ἐπινόησαν τὰ ἡμικώνια γιὰ νὰ στηρίξουν τρούλλους (ἀνακτορο σάχη Ἀρδασσὶρ―Φιροὺζ-Αβάδ, σάχη Σαπώρη―Βισσαπώρη, σάχη Βαραμῆ―Σαρβιστάν, σάχη Χοσρόη―Κτησιφῶν) ἀλλὰ καὶ σειρὲς ἁψίδων καὶ πεσῶν στὴν πρόσοψη, ποὺ ὅπως καὶ τὰ μαρμάρινα ψηφιδωτὰ μαρτυροῦν ἑλληνορρωμαϊκὴ ἐπιρροή. Κατὰ τὸν Fletcher ἡ ἀρχιτεκτονικὴ τῶν Σασσανιδῶν συνδέει τὴν ἀρχαία Μεσοποταμία μὲ τὴν βυζαντινὴ ἀρχιτεκτονική. Πρὸς τὸ ὑλικὸ, τὰ τρία πρῶτα παλάτια εὑρισκόμενα στὴν περιοχή τῆς Περσίδος εἶναι ἀπὸ ἐπίχριστο λιθολόγημα (ἐλαφρῶς πελεκημένο) ἐνῷ τῆς Κτησιφώνος, κτισμένο ἐπὶ τοῦ Τίγρεως, ἀπὸ ὀπτοπλινθοδομή.

Μὲ τὴν ἰσλαμικὴ κατάκτηση τούτου τοῦ μείζονος χῶρου, τὸ πρῶτο χαλιφάτο, τῶν Ὀμεϋαδῶν, υἱοθέτησε τὰ σασσανιδικὰ καὶ ῥωμαϊκὰ πρότυπα ποὺ εὗρε. Ἡ λέξη qaṣr (πλ. quṣur) ἄλλωστε, ποὺ σημαίνει τό παλάτι ποὺ κτίζουν οἱ Ὀμεϋάδες μακρὰν τῶν πόλεων, προέρχεται ἀπ’ τὸ λατινικὸ castrum, κάστρο. Καθὼς προσανατολίζουν τὸ κέντρο τοῦ χαλιφάτου στὴν γῆ τοῦ Ἀβραάμ, ἡ ἀρχιτεκτονική αὐτῶν ἐντοπίζεται στὴν Συρία, τὴν Παλαιστίνη καὶ κυρίως πέραν τοῦ Ἰορδάνη (ὅπου ὑπήρχαν ἤδη γασσανιδικὰ κάστρα). Ὁπότε κύριο ὑλικό εἶναι ὁ λαξευτός λίθος, ἀπ’ τὸν ὁποῖο κατασκευάζονται καὶ οἱ θόλοι. Στὸ τέμενος τῆς Δαμασκοῦ ὅπως καὶ σὲ λουτρὰ, ἀπαντῶμε κίονες, ὑάλινα ψηφιδωτὰ καὶ ὀρθομαρμαρώσεις, μαρμάρινα ἐπιδαπέδια ψηφιδωτὰ, δείγματα τέχνης ῥωμαίων τεχνιτῶν.

Ἡ ἀπομόνωση καὶ ὁ χλιδανὸς βίος τῶν Ὀμεϋαδῶν κυβερνητῶν ἤρκεσε ὡς λόγος γιὰ τὴν ἐκθρόνιση αὐτῶν. Ἡ δυναστεῖα τῶν Ἀββασιδῶν ἑστιάζεται στὴν Μεσοποταμία καὶ ἡ νέα πρωτεύουσα Σαμάρρα ἐπὶ τῆς ἀνατολικῆς ὄχθης τοῦ Τίγρεως κτίζεται ἀπὸ pisé καὶ ὠμὴ πλίνθο, ἐνῷ ἡ ὀπτὴ προορίζεται γιὰ μεγαλύτερης σημασίας τοιχοποιίες (θρησκευτικὰ κτήρια, δώματα τοῦ παλατιοῦ) καθὼς σπανίζει ἡ καύσιμη ὕλη γιὰ τὴν ὄπτηση. Ἐπίσης ἡ ἀνέγερση μὲ πηλό γίνεται ἀπὸ ἀνειδίκευτους ἐργάτες (πχ. καταδίκους, δούλους, στρατιώτες, δουλευτὲς τῆς γῆς) ἐνῷ ἡ ὀπτοπλινθοδομὴ ἀπαιτεῖ τεχνίτες ποὺ εἶναι σπανιώτεροι γιὰ τέτοιας ἔκτασης ἔργα. Ὡσαύτως, ἡ χρήση τοῦ μαρμάρου καὶ τῶν ὐαλίνων ψηφίδων περιορίζεται κάπως ὐπέρ κοσμημάτων ἀπὸ stucco, σμιλευτῶν (yeseria) ἢ σ’ ἔκμαγμα. Ὑλικὸ χρηστὸ γιὰ ἀνάγλυφα ἤδη ἀπὸ Ῥωμαίους, Σασσανίδες καὶ Ὀμμεϋάδες θὰ γίνει ἴδιον τῆς ἰσλαμικῆς ἀρχιτεκτονικῆς καὶ ἀργότερα θὰ περάσῃ στὸ κλασικιστικό διάκοσμο κατὰ τὸ barocco, καθὼς ἦταν ἐλαφρὸ γιὰ τοὺς θόλους. Οἱ οἰκοδομικὲς καινοτομίες ποὺ ἐφηρμόσθησαν στὴν Σαμάρρα πράγματι θ’ ἀναπαραχθοῦν ἀνὰ τὴν ἰσλαμικὴ έπικράτεια, μάλιστα ἀπὸ πολεμίους τῆς δυναστεῖας ὅπως ο Ἰβν Τουλοῦν ποὺ ἵδρυσε τὴν πρωτευουσά του Al-Qaṭāʾi (القطائـع‎) κατὰ τὸ πρότυπο τῆς Σαμάρρα. Στὴν Σαμάρρα χρησιμοποιήθηκε σκληρὴ ξυλεία, γιὰ δομικὴ καὶ διακοσμητικὴ χρήση, ποὺ ὡδηγήθη κεῖ διὰ τοῦ ποταμοῦ, εἴτε ὡς ἐπιπλέοντες κορμοὶ ἀπ’ τὴν Ἀνατολία, εἴτε ὡς τροπικὴ, εἰσαγομένη ἀπ’ τοὺς λιμένες τοῦ περσικοῦ κόλπου[xxviii]. Ἡ ὕαλος τυγχάνει χρήσης, ἐξὸν στὰ ὑαλοστάσια ποὺ ἀκολουθοῦν τὸ βυζαντινορρωμαϊκὸ δισκοειδὲς κοῖλο σχῆμα («ὀφθαλμὸς τοῦ ταύρου»), στὶς ἐπὶσης βυζαντινορρωμαϊκὲς ψηφίδες, μὲ φύλλο χρυσοῦ ἀλλὰ καὶ σὲ μαῦρο καὶ πράσινο χρῶμα, συνδυαζόμενες μὲ μαργαριτάρια καὶ κόκκινη μαρμάρινη ψηφίδα μέσα σὲ stucco. Γιὰ τὴν προμήθεια μαρμάρου, καθὼς σπανίζει στὴν περιοχὴ, ὁ χαλίφης ἀλ Μουτασὶμ εἶχε ἐγκαταστήσει ἐργαστήριο μαρμάρου στὸν λιμένα τῆς Λαττακείας[xxix] (ἡ Λαοδικεῖα ἡ Πάραλος τῶν Σελευκιδῶν). Συνήθης εἶναι καὶ ἐδῶ ἡ χρήση σπολίων: ὁ Severus ibn Muqaffaʿ (d. 987) ἀναφέρει τὴν ἀποψίλωση κιόνων καὶ δαπέδων χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν τῆς Αἰγύπτου[xxx].  Ἐκεῖνο ποὺ θὰ γίνει ἴδιον ἐπίσης τῆς ἰσλαμικῆς ἀρχιτεκτονικῆς εἶναι τὰ ἐφυαλωμένα κεραμικὰ πλακίδια ποὺ ἐμφανίζονται, σὲ μικρὴ ἔκταση μὲν, στὴν Σαμάρρα.

Qasr Al-Ashiq πλησίον τῆς Σαμάρρα

Στὴν ἱβηρικὴ χερσόνησο ὅπου καταφεύγουν οἱ Ὀμμεϋάδες χαλίφες  μεταφέρουν τὴν τέχνη καὶ τὸν νόμο τοῦ λίθου  ποὺ ἀνέπτυξαν στὴν Συρία: κιονοστοιχίες μετ’ ἁψίδων (βυζαντινορρωμαϊκὴ ἐπιρροή) μὲ κίονες ἀπὸ ποικίλο μάρμαρο, καὶ ἡμικυκλικές, δίχρωμες πεταλοειδείς καὶ πολύλοβες ἁψῖδες. Στὰ ὀκτὼ λοφία ποὺ στηρίζεται ὁ τροῦλλος τοῦ τεμένους τῆς Κόρδοβας διαμόρφωνονται νευρώσεις. Ἐδῶ ἐμφανίζονται καὶ τὰ mocárabe γνωστὰ ὡς muqarnas, διακοσμητικὴ μορφὴ ποὺ ἔρχεται ἀπὸ την βόρειο Ἀφρική. Ὁ διάκοσμος μὲ κουφικὰ εἶναι εἴτε σμιλευτὸς στὸ μάρμαρο, εἴτε σὲ ὑάλινο ψηφιδωτό. Κατὰ τὶς μαυριτανικὲς δυναστεῖες ποὺ ἀκολουθοῦν, θὰ χρησιμοποιηθοῦν ὀπτόπλινθος, ξύλινες ὀροφές, yeseria (σμιλευτὸ stucco) καὶ κεραμικὰ ψηφιδωτά.

yeseria ἄνω, κεραμικό ψηφιδωτὸ κάτω. Αλάμπρα, The Grammar of Ornament (1856) τοῦ Owen Jones

τροῦλλος τοῦ μιχράμπ στὸ τζαμί τῆς Κόρδοβα, χρωμολιθογραφία τοῦ Mariano Fuster σὲ σχέδιο τοῦ Ricardo Arredondo y Calmache

Στὴν βόρειο Ἀφρικὴ ποὺ κτᾶται ἀπ’ τοὺς σιίτες Φατιμίδες ἐπίσης ἡ παράδοση εἶναι ῥωμαϊκή, μὲ ἁψιδωτὲς κιονοστοιχίες καὶ κίονες σὲ παραστάδες, μὲ τοὺς κίονες συχνάκις ν’ ἀποσπῶνται ἀπὸ κοπτικὲς ἐκκλησίες ὡς spolia. Οἱ ἀψῖδες εἶναι πεταλοειδεὶς καὶ λογχοειδείς. Τὰ τοιχία εἶναι πλίνθινα ἐπιχρισμένα μὲ stucco στὸ ὁποῖο σμιλεύονται κουφικὰ καὶ γεωμετρικὰ μοτίβα. Ὅμως δὲν λείπει ἡ λαξευτή τοιχοποιία ὅπως στὴν πρόσοψη τοῦ τεμένους τοῦ ἀλ-Ἁκιμ στὸ Κάιρο καὶ τῆς Μαδίγια στὴν Τυνησία. Στὴν Σικελία καὶ τὴν Μάλτα θὰ μείνουν οἱ τρόποι τῶν Φατιμιδῶν σὲ λαξευτό λίθο. Τὰ ἐπιφανὴ κτήρια καὶ τὰ ἀστικὰ σπίτια τοῦ Καΐρου τῶν Μαμελούκων εἶναι ἐπίσης ἰσόδομης λίθινης τοιχοποιίας σὲ δίχρωμες ζῶνες, ἐνῷ οἱ κίονες ἀντικαθίστανται ἀπὸ πεσσούς.

Ruines de la Mosquee du Calife Hakem au Caire – Musée du Louvre, Paris – Vers 1840

Ἐπὶ τῶν δυναστειῶν ποὺ καταλαμβάνουν τὴν ἐπικράτεια τοῦ ἀββασιδικοῦ χαλιφάτου, οἱ τρόποι δόμησης παραμένουν οἱ ἴδιοι ἀνὰ περιοχή: στὴν Συρία τῶν Ἀγιουβιδῶν, τὴν Ἀνατολία τῶν Σελτζουκιδῶν καὶ στὴν βόρειο Ἰνδία τῶν Γοριδῶν εἶναι ἡ πέτρα λατομείου. Στὴν Περσία καὶ τὴν Μεσοποταμία μέχρι τὴν ἀλ Ράκκα, ἡ ὀπτόπλινθος, ἐνῷ pisé καὶ ὠμὴ πλίνθος χρησιμοποιοῦνται γιὰ τείχη. Ἐφυαλωμένα κεραμικά, ἤτοι τοῦβλα, πλακίδια καὶ ψηφίδες, ἐφαρμόζονται στὰ σελτζουκικὰ ἐπιφανὴ κτήρια σὲ Ἀνατολία καὶ Περσία. Στοὺς Ἀγιουβίδες γίνεται χρήση ἐντεθειμένου ποικίλου μαρμάρου στὰ mihrab, ἀπ’ τὰ ἐργαστήρια τοῦ Χαλεπιοῦ (ἡ ἑλληνορρωμαϊκὴ Βέροια καὶ ἡ ἀρχαία Χαλυβών) τεχνικὴ ποὺ εἰσήχθη στὴν Δαμασκὸ καὶ τὴν Ἀνατολία. Σὲ τεμένη τῆς Περσίας ἀλλὰ καὶ σὲ κιόσκια τῆς Ἀνατολίας γίνεται χρήση σμιλευτοῦ stucco. Συνεχίζεται ἐπίσης ἀπ’ τοὺς Σελτζουκίδες ἡ χρήση spoiliorum. Στὰ περσικὰ τζαμιὰ, καθὼς οἱ ὑπόστυλες αἴθουσες («ἀραβικοῦ τύπου») ἐγκαταλείπονται ὑπὲρ τῶν θολωτῶν, στοὺς τροῦλους ἐφαρμόζεται τὸ πέρασμα σὲ τετραγωνικὴ κάτοψη διὰ ἡμικωνίων, ποὺ γίνεται τριμερὴς (τζαμιὰ Barsiyan, Ardistan, Zavara), λύση ποὺ ἐξελίσσεται στὰ muqarnas ἢ ahoopāy ( آهوپای ) [xxxi]. Οἱ Ὀσμανλίδες ποὺ διαδέχονται τοὺς Σελτζουκίδες στὴν Ἀνατολία, θὰ υἰοθετήσουν ὅχι μόνον τὸν τροῦλλο ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴν δομὴ τῶν τρουλοσκεπῶν ἐκκλησιῶν τῆς Ῥωμανίας.

Ἀγιουβιδικὸ παλάτι στὸ Χαλέπι

σελτζουκιδικὰ κεραμικά, τζαμί Malatya Ulu, 1247

muqarnas, παλάτι Hašt-Behešt τού Ἰσπαχᾶν. Σχέδιο τοῦ Pascal Coste

Οἱ πέρσες τεχνίτες ποὺ προσκαλοῦνται ἀπ’ τὸν Ταμερλάνο στὴν Ὑπερωξιανή, πετυχαίνουν καινοτομίες ποὺ θὰ γίνουν γνώμων γιὰ τὴν μνημειακὴ ἀρχιτεκτονικὴ στὴν Περσία καὶ τὴν Ἰνδία τῶν ἐπιλεγομένων Μεγάλων Μογγόλων (Mughals), κληρονόμων τῆς τιμουρικῆς δυναστείας. Οἱ ὀπτόπλινθοι εἶναι τετράγωνες ὅπως στὰ προϊσλαμικᾶ παραδείγματα. Πράγματι, ἐπὶ Ἰλχανιδῶν εἶναι πλευρᾶς 200 ἢ 210 mm καὶ πάχους 50 mm, ἐνῷ ἐπὶ Τιμουριδῶν, μεταξὺ 240 καὶ 270 mm καὶ πάχους 40 μὲ 70 mm[xxxii]. Θέλοντας νὰ ἐξαφανίσουν τὸ συναίσθημα τοῦ φορτίου τοῦ θόλου, ἀντὶ νὰ καλύψουν ἕναν ὀρθογωνικῆς κάτοψης χῶρο μὲ δρομικὸ θόλο, τὸν γεφυρώνουν μὲ ἐγκάρσιες ἁψῖδες καὶ τὶς τελευταίες μὲ ἄλλες κατὰ μήκος ἁψῖδες σχηματίζοντας λοφία (πχ. Ἰσπαχᾶν, mihrab στὸ Μέγα Τζαμὶ καὶ ὑπόστυλη αἰθουσα στὸ Σᾶχ Τζαμὶ). Ὁ ἀρχιτέκτων τοῦ Σᾶχ Ρῶχ, Qawam al-Din (c. 1410-1438), στὸν μεντρεσὲ τοῦ Khargird στηρίζει τοὺς τρούλλους σὲ τέσσερις κόγχες μὲ δρομικοὺς θόλους τῶν ὁποίων οἱ ἁψιδωτὲς νευρώσεις τέμνονται στὶς γωνίες, ἐγείροντας ἕνα συναίσθημα ὕψους. Ἐν γένει ἄπαντες οἱ τροῦλλοι ἐπὶ Τιμουριδῶν ἕχουν σχέδιο ὀκταστέρου μὲ νευρώσεις φέρουσες ἢ ἀπὸ stucco (yazdi-bandi, rasmi-sazi)[xxxiii]. Ἡ τάση τούτη γιὰ ὕψος φαίνεται καὶ στὴν προσθήκη ἐνὸς ἐξωτερικοῦ  κελύφους στοὺς τρούλλους ποὺ ἀποκτοῦν ἔτσι τὸ ὠοειδὲς σχῆμα ποὺ βλέπομε.

Μέγα Τζαμί, Ἰσπαχᾶν

Στὴν κοιλάδα τοῦ Ἰνδοῦ ἄρχει τὸ τοῦβλο (ὅπως πάντοτε) καὶ ἡ τεχνοτροπία τῆς Χορασμίας, ἐνῷ ἀνατολὰς, στὴν Ἰνδία, εἶναι ὁ λαξευτὸς λίθος, συνήθως σπόλια ἀπὸ ἰνδουιστικοὺς ναοὺς καὶ ἡ ἐκφορικὴ ἁψίς, φλόγοειδὴς (προκύπτει ἄλλωστε ἐκφορικῶς), λογχοειδὴς ἢ πολύλοβος. Ἔτσι οἱ τρόποι τῶν Τιμουριδῶν περνοῦν στὴν Ἰνδία τῶν Mughals, ἀλλὰ στὸν λίθο, ὅπως στὸν κόκκινο ψαμμόλιθο. Ὁ διάκοσμος ἐπιτυγχάνεται εἴτε μὲ σμίλευση τοῦ λίθου, εἴτε μ’ ἐπένδυση λυγδοῦ (λευκοῦ μαρμάρου) καὶ ἐρυθροῦ ψαμμολίθου κ’ ἀκόμη μ’ ἔνθεση ποικίλου μαρμάρου σὲ λυγδίνη ἐπένδυση (πχ. Taj Mahal). Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι δὲν χρησιμοποιεῖται τὸ stucco σ’ ὀλιγώτερο ἐπιφανεὶς οἰκοδομές (πχ. λουτρά). Τὸ σύστημα τῶν νευρώσεων ἀντικαθιστάει τὰ ἡμικώνια ἐνῷ τὸ ἔξω κέλυφος τῶν τροῦλλων τείνει πρὸς τὸ φλογοειδές, σὰν τὰ τοπικὰ στούπα. Κατὰ την περίοδο τῶν Ὀθωμανῶν, τῶν Σαφαβιδῶν καὶ τῶν Τιμουριδῶν τῆς Ἰνδίας (Μughals), ἀπαντῶμε τὸ ξύλο τῆς λαϊκῆς ἀρχιτεκτονικῆς σὲ σεράγια (Τὸπ Καπί, Ālī Qāpū, Chihil Sutun) ἀλλὰ καὶ ἀλλοῦ (ὑπόστυλο τζαμὶ στὸ μεντρεσέ τοῦ Οὐλούγ βέη, τζαμὶ στὴν Χίβα κτλ.). Στὴν Ἰνδία τῶν Mughals ἡ ξυλίνη μορφὴ ἐκφράζεται στὸν λίθο πλειστάκις μὲ τὸ χαρακτηριστικό σχῆμα μπαλούστρας καθὼς πατεῖ ἐπὶ θεμελίου λίθου.Τέτοια στήριξη ὑπάρχει καὶ στὴν κινεζική ἀρχιτεκτονική, τὸ βολβοειδὲς ὅμως σχῆμα πιθανόν νὰ ἔρχεται ἀπ’ τὰ purna ghata ἢ purna kalasha. Ὁ νατουραλιστικὸς διάκοσμος τῶν κιόνων τοῦ θρόνου τοῦ Σᾶχ Τζαχᾶν προέρχεται ἀπὸ εὐρωπαϊκὰ σχέδια, πιθανόν τοῦ Dürer, ποὺ ἔφεραν οἱ Ἰησουίτες[xxxiv].

Chihil Sutun, ξύλινο πρόπυλο. Σχέδιο τοῦ Pascal Coste

Βλέπομε πὼς ἕνας μείζων χῶρος ἀπ’ τὴν ἱβηρικὴ μέχρι τῆν ἰνδικὴ χερσόνησο μοιράζεται κοινὲς μορφὲς λόγῳ διαδοχικῶν καὶ ζηλοτύπων αὐτοκρατοριῶν καὶ ἐμπορικῶν δικτύων. Βυζαντινὰ καὶ ἀββασιδικὰ ὑάλινα σκεύη ἔχουν εὑρεθῆ σὲ κινεζικοὺς τάφους, καὶ κινεζικὰ κεραμικὰ ὑψηλῆς ὄπτησης σὲ περσικὰ σεράγια[xxxv]. Ὅμως ἀνὰ περιοχὴ ὑπερισχύει τὸ τοπικὸ ὑλικό. Ἄρα τὸ ὅτι ὁ θόλος ἔχει καθολικὴ ἐφαρμογὴ εἶναι ἐπειδὴ τὰ διάφορα ὑλικὰ, ὁ πηλός, ἡ πλίνθος καὶ ὁ λίθος, ὑπακοῦν σὲ παρομοίους νόμους.

[ΕΥΡΩΠΗ] Ἡ διαφορὰ τῆς πλίνθου καὶ τοῦ ἐπεξειργασμένου λίθου ἀπ’ τὸ ξύλο, εἶναι ὅτι ἀπαιτεῖ εὐρύτερες ἐργασίες μεταποίησης, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ διάδοση αὐτῶν δεικνύει μίαν εὐρύτερη καὶ ἀνεπτυγμένη οἰκονομικὰ κοινωνία. Τοὐναντίον, ἡ ἐξέλιξη τοῦ ξύλου βασίζεται στὰ ἴδια ἐργαλεία, τὸν ἴδιο ἀριθμό ἀτόμων μὲ τὶς ἴδιες δεξιότητες: ἡ εὕρεση τρόπων σύνδεσης ἢ στατικῶν συστημάτων ἐπαφίεται στὴν διάνοια μερικῶν ἀτόμων καὶ ὄχι σὲ εὐρύτερη κοινωνικὴ συνεργία, γι’ αὐτὸ μποροῦμε ν’ ἀπαντήσωμε ἀρκετὰ ἐξελιγμένες ἐντορμίες σὲ κατασκευές σὲ δάση· ἢ νὰ καταλάβωμε γιατὶ ἡ ἀρχιτεκτονικὴ θεωρία κάμει συχνάκις τὸ σφάλμα ν’ ἀποδίδῃ τὴν ἀρχιτεκτονικὴ ἐξέλιξη ἀποκλειστικῶς στὴν ἀτομικὴ διάνοια παίρνοντας ὡς παράδειγμα τὸν νόμο τοῦ ξύλου. Ἱστορικογεωγραφικῶς τὸ ἀντιλαμβανόμεθα αὐτὸ στὴν Εὐρώπη ποὺ ἡ ἀνάπτυξη τῆς ὀπτοπλίνθου καὶ τοῦ λαξευτοῦ λίθου σημαίνει καὶ τὴν οἰκονομική της ἀνέλιξη.

Πράγματι στὴν βόρειο Εὐρώπη ἂν ἐξαιρέσωμε τὶς ὀχυρώσεις (ἀρχικὰ περιχαρακώσεις) καὶ τὶς ἐκκλησίες, ποὺ εἶναι λίθινες (ἀρχικὰ μὲ λογάδες λίθους) ἡ παραδοσιακῆ οἰκοδομικὴ ἀρχὴ εἶναι τὸ ξύλο (colombage), μὲ πηλὸ γιὰ τὸ μπαγδατί καὶ ἄχυρο στὴν στέγη. Τὸ Παρίσι ἦταν μία πολὴ ξύλου, ἡ Troyes ἐκάη ὁλόκληρη τὸ 1547, ἡ Dijon εἶχε μέχρι τὸν ιϛ΄ αἰ. ξύλινα οἰκήματα μ’ ἀχυρίνες στέγες ἐνῷ στὴν Lorraine τὶς κάλυπταν ξύλινες πλάκες. Ὁ Braudel μᾶς προσφέρει καὶ ἄλλα παραδείγματα: Σὲ κώμες τοῦ Wettereau πλησίον τοῦ Main, πρέπει ν’ ἀπηγορεύθη τὸ ἄχυρο καὶ οἱ φλούδες δένδρων τὴν ἴδια ἐποχή. Τὸ 1772, στὴν Σαβοΐα ὁ διοικητὴς τῆς Σαρδηνίας, πρότεινε ὡς μέτρο κατὰ τῶν πυρκαϊῶν τὴν ἀντικατάσταση τῆς ἐπικάλυψης τῶν στεγῶν μὲ κεραμίδες ἢ σχιστολιθικὲς πλάκες. Πράγματι ἡ κεραμὶς παραμένει τὸν ιη΄ αἰ. σύμβολο εὐμαρείας καὶ σπανίζει στὴν ἀγροτικὴ κατοικία ἀκόμη καὶ τὸ 1815[xxxvi].

Ἡ κεραμοποιία στὴν Εὐρώπη εἶναι κληρονομιὰ τῶν Ῥωμαίων. Ἂς κοιτάξωμε λοιπὸν τὶς πληροφορίες ποὺ ἔχει συγκεντρώσει ὁ Richard A. Goldthwaite στὸ βιβλίο του The Building of Renaissance Florence, An Economic and Social History (Baltimore&London 1980). Ἡ παραγωγὴ πλίνθου λοιπὸν, ἦταν μία ἐπικερδὴς ἐπιχείρηση γιὰ τοὺς ῤωμαίους γαιοκτήμονες ποὺ εἶχαν καὶ τὸ ὑλικὸ καὶ τὰ χέρια γιὰ νὰ στήσουν ὑπερφυὴ πλινθεῖα μὲ εὐρυτάτη διανομὴ πλίνθου ὅπως δεικνύουν οἱ σφραγῖδες ποὺ ἔχουν ἀνακαλυφθῆ. Ἡ μεγάλη ἀγορὰ γιὰ τὴν πλῖνθο δημιουργεῖται ἀπ’ τὴν στροφὴ τῶν Ῥωμαίων πρὸς τὸ ἄστυ. Ἡ Ῥώμη ἀνοικοδομεῖται αὖθις πάλι, ἔτι πλέον μετὰ την πυρκαϊὰ τοῦ Νέρωνα. Ἡ ὀπτόπλινθος ἀντὶ τῆς ὠμοπλίνθου προσφέρει τὴν δυνατότητα εἰς ὕψος ἀνάπτυξης. Ἔχει καταγραφῆ ὅτι μία ῥωμαία δέσποινα κατείχε τεσσαράκοντα ἕξ πλινθεῖα. Κάποιοι αὐτοκράτορες ἐπένδυαν κ’αὐτοὶ στὸ ἐμπόριο τούβλων δημιουργώντας ἄτυπο μονοπώλιο. Ὁπότε μὲ τὴν διάλυση τοῦ δυτικοῦ μέρους τῆς αὐτοκρατορίας ἡ νεώτερη καὶ πτωχότερη κοινωνία ποὺ ἦλθε εὗρε στὶς ῥωμαϊκὲς κατασκευές ἔτοιμο οἰκοδομικὸ ὑλικό. Τὸν ια΄ αἰ. οἱ Νορμανδοὶ προμηθεύονταν ὑλικὸ ἀπ’ τ’ ἀποθέματα τούβλων στὰ ῥωμαϊκὰ ἐρείπια γιὰ νὰ οἰκοδομήσουν ἐκκλησίες. Δὲν γνωρίζομε ἂν ὑπήρχε παραγωγή τούβλου κατὰ τὴν καρολίγγειο περίοδο, λόγῳ τῶν πτωχῶν πηλῶν τῆς βορειοδυτικῆς Εὐρώπης, ὅμως περὶ τὸ 1200 Κιστερνιανοὶ μοναχοὶ στην Δανιμαρκία λέγεται ὅτι ἐπινόησαν μία μέθοδο παραγωγῆς ἀπὸ τέτοιους πηλούς, ἡ ὁποία καὶ διεδόθη ἀπὸ τὴν Ἀκυιτανία ὡς μὲ τὰ τευτονικὰ κράτη. Στὴν Ἰταλία γνωρίζομε ὅτι παράγεται ὀπτόπλινθος ἀπ’ τὸν ια΄αἰ. ―ἂν διεκόπη ποτὲ ἡ παραγωγή ἀπ’ τὴν ἐποχὴ τῶν Ῥωμαίων― καθὼς ἀπαντῶμε ἐκκλησίες μὲ ὀπτοπλίνθινες  τοιχοποιίες στὴν Bologna, Modena, Parma, Pavia, καὶ ἀλλοῦ στὴν Pianura Padana. Ἔκτοτε στὴν ἀστική, ἐκκλησιαστικὴ καὶ ὀχυρωματικὴ ἀρχιτεκτονικὴ δεσπόζει τὸ τοῦβλο. Τὸ συνδυάζουν σὲ διάφορες ἀποχρώσεις, τὸ πρίζουν καὶ τὸ πλάθουν σὲ διάφορα μεγέθη καὶ σχήματα γιὰ διακοσμητικὰ κομμάτια, κυμάτια, ἁψῖδες, παραστάδες, κίονες, ἐπίκρανα. Πέραν ὅπως ἀπὸ τὶς ἐξεζητημένες ἐφαρμογές, τὸ τοῦβλο γνωρίζει μία καθολική διασπορὰ καθὼς προσφέρει μία πιὸ πυράντοχη λύση στὸν πυκνοκατοικημένο βίο τῶν ἄστεων (σελ.172-174).

Πέραν τῶν κτισμάτων, ἀποδείξεις γιὰ τὴν παραγωγή τούβλου ἔχομε ἀπ’ τὶς μνείες σὲ κεραμοποιοὺς καὶ προϊόντα πλινθείων (ἀσβέστη, πλίνθους, κεραμίδες) σὲ ἔγγραφα σωματείων καὶ κοινοτήτων. Τὸ πρῶτο σωματεῖο κεραμοποιῶν ποὺ ἔχει μνείαν ἐγγράφως εἶναι στὶς ἀρχὲς τοῦ ιγ΄ αἰ. στὴν Βενετία, καὶ τὸ 1319 στὴν Βερόνα, ἐνῷ στὸ Ὀρβίετο περὶ τὸ 1300 ἀπαντῶμε ὡς διακριτὰ σωματεῖα, ἀσβεστοποιοὺς καὶ κεραμοποιούς. Ἂν δὲν εἶναι ἀνεξάρτητο σωματεῖο, οἱ κεραμοποιοὶ ἀποτελοῦν μέρος τοῦ σωματείου τῶν οἰκοδόμων. Στὸ σωματεῖο τῆς Πάδουας κεραμοποιοὶ μνημονεύονται ἀπ’ τὸ 1294 ὡς μέλη τῆς ἐπιτροπῆς ἔγκρισης νομικῶν ἀλλαγῶν, καὶ τὸ 1310 τὸ σωματεῖο εἶχε θεσπίσει ἀπαγόρευση νὰ ἐργάζονται οἱ οἰκοδόμοι σὲ ἔργα ποὺ δὲν χρησιμοποιοῦν τοῦβλα ἀπὸ ἀδελφό κεραμοποιό. Τὸ 1325 στὸ σωματεῖο τῶν τειχοποιῶν τῆς Φερράρα περιλαμβάνει πλινθοποιοὺς καὶ στὰ ὀφφίκια διακρίνονται οἱ οἰκοδόμοι ἀπ’ τοὺς πρίστες πλίνθων (tagliapietracotta). Κατὰ τοὺς δύο ἑπομένους αἰῶνες οἱ κεραμοποιοὶ θὰ ἔχουν σωματεῖα σὲ Φερράρα Ῥώμη, Πάρμα καὶ Μοδένα. Τὸν ἴδιο καιρό, τίθενται ῥυθμίσεις ἀπ’ τὶς κοινότητες ἐπὶ τῆς παραγωγῆς πλινθῶν: γιὰ τὸν ἔλεγχο τῶν τιμῶν θέτουν γνώμονες γιὰ τὶς διαστάσεις τῶν πλίνθων· γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῆς προσφορᾶς πλίνθων, ἡ Βενετία ἔχει κοινοτικὰ πλινθεῖα γιὰ τὰ δημόσια ἔργα, ἡ Πάρμα ἀπαιτεῖ κάθε κώμη στὴν ἐπικράτειά της μὲ ἐνορία νὰ κτίσῃ ἰδίοις ἐξόδοις πλινθεῖο νὰ ἐκκαίει δὶς κατ’ ἔτος ἐνῷ στὴν ἴδια τὴν Πάρμα πεντάκις. Στὴν Βενετία, ὑπὲρ τῆς προαγωγῆς τῆς πλινθοποιίας, θεσπίζουν ἀριθμὸ ἐκκαύσεων, δίδουν δάνεια στοὺς κεραμοποιοὺς καὶ ἀπαγορεύουν ἐξαγωγές ὀπτοπλίνθου καὶ ἀσβέστη. Στὴν Φλωρεντία ἐπίσης θεσμός τοῦ 1325 δεικνύει τὴν ἔννοια γιὰ ἱκανὸ πλῆθος πλινθείων γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς πόλης (σελ. 174-175). Στὴν Ἰταλία θὰ μείνει ὡς βασικὸ δομικὸ ὑλικὸ, παρὅτι μὲ τοὺς Οὑμανιστὲς ἢ Ἀρχαίους τὰ palazzi ἐπιχρίονται γιὰ νὰ μοιάζουν λίθινα σὲ μνημειακὸ ῥωμαϊκὸ ὕφος. Ὅμως εἶναι ἀπὸ opere latericum.

Στὴν Ἀγγλία, ἡ πρώτη μνεία περὶ πλίνθου ἀνάγεται στὸν ιβ΄ αἰ. σὲ ἔγγραφα γιὰ οἰκοδομὴ στὸ Little Coggeshall Abbey τοῦ Esssex. Βορειότερα στὴν πόλη τοῦ Hull ὑπήρχε μία δημοτικὴ μάνδρα τούβλων ἀμέσως μετὰ τὴν ἱδρυσή της (1293) γινομένη ἔτσι ἡ πρώτη πόλη ἀπ’ ὀπτόπλινθο στὴν χώρα. Ὅμως γιὰ τὸν Πύργο τοῦ Λονδίνου εἰσήχθησαν ποσότητες τοῦβλου ἀπ’ τὴν Yprès τὸ 1278 καὶ τὸ 1283 καὶ συνέχισαν νὰ εἰσάγονται ἀπ’ τὴν Φλάνδρα γιὰ βασιλικὰ ἔργα γιὰ δύο τοὐλάχιστον αἰώνες ἀκόμη. Κατὰ τὸν ιε΄ αἰ. ἡ παραγωγὴ ὀπτοπλίνθου ἦταν ἀρκούντως ἱκανοποιητικὴ γιὰ νὰ θεσπισθοῦν διαστάσεις καὶ σχῆμα. Ἐπαύλεις ἀπὸ τοῦβλο ἀνηγέρθησαν ὑπὸ τοῦ Wolsey καὶ τοῦ Ἑρρίκου Η΄. Παρὅτι τὸ τοῦβλο δὲν συνέπιπτε τόσο μὲ τὸ βασίλικο μεγαλεῖο ποὺ ἥθελαν νὰ ἐκφράσουν οἱ κτίτορες, καθὼς ἐπελέγη ὡς οἰκονομικώτερο λόγῳ τοῦ ὅτι τὸ κτίσιμο μὲ τοῦβλο ἀπαιτεῖ ὀλιγώτερη ἐξειδικευμένη ἐργασία (ἂν συγκρίνουμε μὲ τοὺς λιθοξόους γιὰ τὴν πέτρα), δημιουργήθη μία ἐντυπωσιακὴ ἀρχιτεκτονικὴ τούβλου. Ὅμως αὐτὴ, ἐξαιρέσει τῆς ἀνατολικῆς Ἀγγλίας, ἀφορᾷ μόνον πλουσίες ἐπαύλεις. Ἀπ’ τὴν ἐλισαβετιανὴ περίοδο ὁπότε καὶ ἡ Ἀγγλία ἀρχίζει νὰ πλουτίζει, τὸ Λονδίνο υἱοθετεῖ τὸ τοῦβλο («Great Rebuilding») ποὺ κεφαλαιώνεται κατὰ τὴν μεγάλη πυρκαϊὰ τοῦ Λονδίνου τὸ 1666 ὁπότε ἡ ὀπτοπλινθοδομὴ θεσπίζεται ὡς ὑποχρεωτικὴ στὸ Λονδίνο. Κατὰ τὸν ιη΄ αἰ. μὲ τὴν διάνοιξη διωρύγων σὲ ἅπασα τὴν χώρα διευκολύνθη ἡ μεταφορὰ τούβλων καὶ ζωπυρώθη ἔτι πλέον ἡ παραγωγή αὐτῶν. Μὲ τὴν ἐδραίωση τῆς βιομηχανικῆς ἐπανάστασης ἡ κεραμοποιία θὰ εἶναι ἡ μεταποίηση μὲ τὴν μεγαλύτερη ἀγορὰ στὴν Εὐρώπη ἐνῷ τὸ ἐμπόριο ὀπτοπλίνθου θὰ εἶναι τὸ μέτρο τῆς οἰκοδομικῆς δραστηριότητας (σελ. 175-176).

Hartfield House, 1611

Ὅμως ἡ χώρα τῆς βορείου Εὐρώπης μὲ παράδοση στὴν κεραμοποιία εἶναι οἱ Κάτω Χώρες. Ὁ Goldthwaite μᾶς ἐπισημαίνει τὸ βιβλίο τῆς Johanna Hollestelle, De steenbakkerij in de Nederlanden tot omstreeks 1560 (Assen, 1961). Ὁ πηλὸς καὶ ἡ τύρφη (ποάνθραξ) εἶναι τῶν ἐλαχίστων φυσικῶν πόρων τῆς περιοχῆς καὶ προμηθεύουν τὴν πρώτη ὕλη καὶ τὸ καύσιμο γιὰ τὴν παραγωγὴ ὀπτοπλίνθου. Φλαμανδικὰ τοῦβλα ἐξήγοντο στὴν Ἀγγλία ἀπ’ τὸν ιγ΄ αἰ. Οἱ ὁλλανδικὲς πόλεις εἶχαν δημοτικὲς μάνδρες μὲ τοῦβλα καὶ κανονισμοὺς ἀπ’ τὸν ιε΄αἰ. Ἡ εὐμάρεια ποὺ φέρει ἡ ἐμπορικὴ ἐξάπλωση τῆς Republiek τῶν Ἑπτὰ Ἡνωμένων Ἐπαρχιῶν, αὐξάνει τὴν οἰκοδομικὴ ζήτηση καὶ καθὼς ἡ ὀπτοπλίνθος ἦταν τὸ μόνο δομικὸ ὑλικὸ ποὺ μποροῦσε νὰ προσφερθῇ, τὰ πλινθεῖα γίνονται ἡ κυρία μεταποίηση. Στὴν ἀνάπτυξη τούτη συμβάλουν οἱ διώρυγες καθὼς κάμουν δυνατὴ τὴν φθηνὴ μεταφορὰ πηλῶν, καύσιμης ὕλης καὶ τοῦ τελικοῦ προϊόντος. Κατὰ τὸν ιϛ΄ αἰ. ἡ κατὰ κεφαλὴν παραγωγὴ τούβλου εἶναι διπλασία ἐκείνης τῆς Ἀγγλίας, μέχρι τὸ τέλος τοῦ ιη΄ αἰ. ὅταν ἔχει ἤδη ἀρχίσει ἡ βιομηχανικὴ ἐπανάσταση ἐκεῖ. Καθὼς τὰ τοῦβλα ἔχουν χρήση ἕρματος στὰ πλοῖα τῆς θαλασσοκρατίας της, ἡ ὁλλανδικὴ κεραμοποιία προμηθεύει ὅλον τὸν κόσμο, τὴν Ἀγγλία, τὴν Βαλτικὴ, τὴν Ἀσία, τὴν Ἀφρική, τὴν Ἀμερική. Τὸ ὁλλανδικὸ τοῦβλο μάλιστα, θὰ μείνῃ στὴν τοπικὴ ἀρχιτεκτονικὴ τῶν βαλτικῶν πόλεων καὶ τῆς ἀποικιακῆς Ἀμερικῆς. Ποτὲ ἄλλοτε ἕνα βασικὸ οἰκοδομικὸ προϊόν, ποὺ εἶναι εὔογκο, βαρύ καὶ σχετικῶς φθηνό, δὲν γνώρισε τέτοια παραγωγὴ γιὰ πλείονες τῆς μιᾶς τοπικῆς ἀγορᾶς (σελ. 176-177). Εἶναι δηλαδὴ ἡ περίπτωση ποὺ ἀναιρεῖ τὸν κανόνα τῆς ὑπεροχῆς τοῦ τοπικοῦ ὑλικοῦ, ὅπως εἶχε βεβαίως συμβῆ καὶ μὲ τὴν ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, ἡ μόνη ποὺ δύναται νὰ συγκριθῇ.

ὁλλανδικὸ τοῦβλο

Ἡ ἐπεξεργασία τοῦ λίθου στὴν Εὐρώπη ἀνάγεται ἐπίσης στοὺς Ῥωμαίους.Ἤδη κατὰ τὸ τέλος τῆς ῥεπούβλικας καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς αὐτοκρατορίας οἱ Ῥωμαῖοι ἀρχίζουν νὰ γοητεύονται ἀπ’ τὸ μάρμαρο καὶ τὴν ἀνέγερση μνημείων. Ἔτσι ἀνοίγουν λατομεῖα στῆν Άφρική, τὴν Καράρα, τὰ Πυρηναῖα ποὺ προστίθενται στὰ προϋπάρχοντα λατομεῖα τῆς Αἰγύπτου καὶ τοῦ Αἰγαίου. Ἐπρόκειτο γιὰ κρατικὰ ἐργοστάσια ποὺ ἐξειργάζοντο παρὰ δούλων καὶ ἄλλων εἰδῶν ‎ἐξηρτημένης ἐργασίας. Τέτοιο σύστημα παραγωγῆς ἀπαιτεῖ ἀρχὴ ποὺ δύναται νὰ διατάζῃ εὐρείες ἐργατικὲς ὁμάδες καὶ πλῆθος διαφόρων δεξιοτήτων ὅπως στὶς δεσποτεῖες τῆς Ἀνατολῆς. Ὅμως στοὺς Ῥωμαίους δὲν κατευθύνεται μόνον σὲ αὐτοκρατορικὰ ἔργα καὶ τοὺς αὐλικοὺς ἀξιωματούχους ἀλλὰ σὲ μία πιὸ ἐκτεταμένη ζήτηση. Ὀργανώνεται μιὰ γραμμὴ παραγωγῆς ποὺ παράγει μία ποικιλία ἀντικειμένων ἀπὸ δομικὰ τεμάχια μέχρι διακοσμητικὰ καὶ γλυπτικά, ὅλα ὑψηλῆς τυποποίησης. Πολλὰ αὐτῶν φεύγουν ἀπ’ τὸ λατομεῖο ἔτοιμα πρὸς ἔνθεση μὲ μόνον τὸ γυάλισμα νὰ ὑπολείπεται, ἀλλὰ ἡμιτελή, ὅπως σπόνδυλοι κιόνων τῶν ὁποίων οί γλυφὲς ἁπλῶς ἀδροχαράσσονταν γιὰ νὰ λαξευθοῦν μετὰ τὴν ἐπίθεση στὸ σύνολο τοῦ κίονα· ἐπίσης ἀνάγλυφα ποὺ ἀφίεντο τὰ πρόσωπα ἀνεπεξέργαστα γιὰ νὰ ὁλοκληρωθοῦν κατὰ τὴν προαίρεση τοῦ κτίτορα. Ἡ διανομὴ ἐξησφαλίζετο διὰ ἑνός πυκνοῦ δικτύου μεταφορῶν ποὺ ἔφεραν τὰ προϊόντα σὲ μάνδρες μαρμάρου στοὺς λιμένες πρὶν διανεμηθοῦν στὰ κατὰ τόπους ἐργοτάξια. Τεχνολογικῶς, γιὰ τὴν τομὴ τοῦ λίθου, οἱ Ῥωμαῖοι δὲν ἐπινόησαν τίποτε καθὼς βασίζονταν στὴν ἄφθονη ἐργατικὴ δύναμη, ὁπότε μετεχειρίσθησαν τὶς παραδοσιακὲς μεθόδους ποὺ παρέμειναν οἱ ἴδιες μέχρι τὸν ιθ΄ αἰ. (σελ. 212-213).

ἀσβεστόλιθος Caen στὸ Canterbury

Μὲ τὴν πτώση τοῦ δυτικοῦ κράτους, ὄχι μόνον χάνεται ἡ ζήτηση σὲ προϊόντα λίθου, ἀλλὰ κατακερματίζεται καὶ ὁ χῶρος ποὺ ἐπέτρεπε τὴν διανομή. Τὰ λατομεῖα τῶν Πυρηναίων πλησίον τῆς Tolosa ἐπιβίωσαν προσέτι τούτου, καθὼς συνέχιζουν νὰ προμηθεύουν σαρκοφάγους καὶ κιονόκρανα στοὺς Μεροβιγγίους βασιλεῖς, μέχρι τὶς ἐπιδρομὲς τῶν Σαρακηνῶν. Μὲτα τὴν καρολίγγια δυναστεῖα ἡ λιθοτομία σχεδόν ἐξαφανίζεται, ἐξαιρέσει κάποιας σπανίας ναοδομίας στὴν σαξωνικὴ Ἀγγλία, γιὰ νὰ ἐπανεμφανισθῇ ἀνὰ τὴν Εὐρώπη κατὰ τὸν ια΄ αἰ. κύριως σὲ ἔργα ναοδομίας (γοτθικοῦ ῥυθμοῦ) ἀλλὰ καὶ ὀχυρωματικά. Καθὼς ἡ μεταφορὰ ἦταν δαπανηρή, ἡ χρήση του λίθου δὲν εἶναι δυνατὴ ἀλλὰ ἂν εἶναι διαθέσιμος ἐκεῖ. Μόνον γιὰ ἐπιφανὴ κτήρια μεγάλης σημασίας, ὅπως οἱ καθεδρικοὶ ναοί, οἱ ἐργολάβοι ἀναζητοῦν λίθο ἐκτὸς περιοχῆς. Γιὰ τὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Sens οἱ οἰκοδόμοι εὗραν πέτρα  σὲ άπόσταση ἐκατὸ μιλίων. Τὰ ὀλίγα λατομεῖα ποὺ προμηθεύουν ὑπερτοπικῶς κεῖνται παρὰ τὶς ὄχθες ποταμῶν καὶ σὲ παράλια γιὰ νὰ φορτώνονται εὔκολα. Ἡ παραγωγὴ εἶναι βεβαίως σποραδικὴ καθὼς γίνεται κατὰ παραγγελία. Ἀπὸ τέτοιες παραγγελίες γνωρίζομε τὰ κυριώτερα λατομεῖα τῆς ἐποχῆς: τοῦ Santanyí τῆς Μαϊόρκας, ἀπὸ παραγγελίες τοῦ ιε΄ αἰ. σὲ Βαρκελόνη καὶ Νάπολη· τὶς λατομίες ἀσβεστολίθου

ἐπένδυση μὲ Portland stone

στὴν Ἴστρια ποὺ προμήθευαν τὰ ἄστεα τῆς Ἀδριατικῆς, ὅπως τὴν Βενετία ἀπ’ τὸν ια΄ αἰ. Κατὰ βορρά, τὰ γνωστότερα λατομεῖα εἶναι τῆς Caen στὴν Νορμανδία, ἀπ’ τὰ ὁποῖα εἰσάγεται στὴν Ἀγγλία ἀσβεστόλιθος μετὰ τὴν νορμανδικὴ κατάκτηση. Γιὰ τὸ Canterbury οἱ λίθοι λατμήθησαν ὑπὸ ὡρισμένες ὁδηγίες· τὸ 1278, γιὰ τὸν Πύργο τοῦ Λονδίνου χρειάσθησαν ἑβδομήκοντα-πέντε φόρτοι πλοίων· τὸ 1287, γιὰ τὸν καθεδρικὸ τοῦ Norwich ἡ δαπάνη τοῦ λίθου ἐδιπλασιάσθη γιὰ νὰ μεταφερθῇ. Ὀ ἀσβεστόλιθος τῆς Caen ἀπαντᾶται ἔκτοτε σ’ ἅπασα τὴν ἀγγλικὴ ἐπικράτεια. Ἀργότερα οἱ λατομίες τῆς νήσου Portland στὸ Dorset, θὰ γίνουν οἱ βασικοὶ προμηθευτὲς ἀσβεστολίθου, καὶ ὁ Inigo Jones θὰ κάμει χρήση τοῦ  λίθου Portland στὰ κτήρια ποὺ σχεδίασε στὸ Λονδίνο, ὅπως στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Παύλου στὸ Covent Garden (σελ. 214-215). Ἐν γένει, ὁ λευκὸς λίθος ποὺ ἀπαντῶμε σὲ κλασικιστικὰ κτήρια καὶ μνημεῖα στὸ Λονδίνο καὶ ἄλλες ἀγγλικὲς πόλεις, εἶναι Portland.

Ἀπ’ τὴν νοτιοδυτικὴ Γαλλία μέχρι καὶ τὴν Ἀγγλία καὶ κυρίως στὴν

κολυμπήθρα ἀπὸ ἀσβεστόλιθο Tournai

Φλάνδρα ἀπαντῶμε τὸν φαιό ἀσβεστόλιθο τoῦ Tournai (Tornacum) τῆς Οὑαλλονίας, ὁ ὁποῖος μὲ κατάλληλο γυάλισμα μαυρίζει· ὅμως μὲ τὸ τέλος τοῦ γοτθικοῦ ῥυθμοῦ ἔπεσε σὲ ἀχρηστία. Παρόμοια μοίρα εἶχε τὸ μάρμαρο (ἀσβεστόλιθος μὲ ἀπολιθώματα) τῆς νήσου Purbeck, ῥωμαϊκὰ λατομεῖα, ἐπίσης στὸ Dorset. Ἄλλα ῥωμαϊκὰ λατομεῖα εἶναι τὰ βασαλτικὰ τοῦ Mayen (Mayener Basaltlava) στὸ Eifel ποὺ ἔδιδαν δομικὸ ὑλικὸ στὴν Rheinland καὶ ἀργότερα μυλόπετρες ἀπ’ τὴν Βαλτικὴ μέχρι τὴν ἀγγλικὴ ἐνδοχώρα (σελ. 215-216).

ἡμιστύλια άπὸ μάρμαρο Purbeck

Τὰ πιὸ περιώνυμα λατομεῖα ὅμως ποὺ ἵδρυσαν οἱ Ῥωμαῖοι εἶναι τῆς Carara. Τέτοια ἦταν ἡ ποσότητα ποὺ εἶχαν ἐκσκάψει, ποὺ οἱ Ἰταλοὶ ἔκτιζαν γιὰ αἰώνες μὲ τὸ μάρμαρο τῶν ῥωμαϊκῶν κτηρίων ποὺ ἀποψίλωναν. Τὰ λατομεῖα ἐξεσκάφησαν αὖθις πάλι ὅταν ἐνέσκηψε ἡ ζήτησή του γιὰ τοὺς καθεδρικοὺς ναοὺς περὶ τὸ 1300 στὴν Τοσκάνη (Φλωρεντία, Πίζα, Σίενα, Ορβίετο), ἔστω σποράδην καθὼς ἡ μεταφορὰ ἦταν δύσκολη καὶ ἔτσι προτιμῶντο οἱ τοπικὲς πηγές. Πράγματι οἱ ἐπιτροπὲς ναοδομίας ὠργάνωναν ὁλόκληρες ἐπιχειρήσεις, ἔπεμπαν δὲ ἐκεῖ μέχρι καὶ λιθοξόους γιὰ μῆνες ἂν ὄχι γιὰ χρόνια. Πρὸς τὸ τέλος τοῦ ιδ΄αἰ. ἡ αὐξανομένη ζήτηση μαρμάρου γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Φλωρεντίας, ὤθησε τοὺς τοπικοὺς τεχνίτες νὰ ὀργανώσουν τὴν παραγωγή. Αὐτὴ κρατύνεται χάρις στὴν νεότοκη ἀρέσκεια τῶν ἀρχόντων γιὰ τὸ μάρμαρο, ὄχι μόνον στὴν Ἰταλία ἀλλὰ καὶ βορειότερον. Κατὰ τὸ τέλος τοῦ ιε΄ αἰ., οἱ τοπικοὶ τεχνίτες δὲν τέμνουν μόνον τὸν λίθο σἐ στῆλες ἄλλα τὸν λαξεύουν ―μέχρι καὶ τὶς διακοσμητικὲς λεπτομέρειες, καὶ φροντίζουν γιὰ τὴν ἀποστολὴ τῶν τεμαχίων. Ὑπάρχουν καμμία εἰκοσὰς λατομίες καὶ 40-50 μαΐστορες λιθοξόοι σὲ λατομίες καὶ ἐργαστήρια οἱ ὁποῖοι καὶ σχηματίζουν σωματεῖο ὑπὲρ τοῦ κοινοῦ συμφέροντος αὐτῶν. Τὸν ιϛ΄ αἰ. εἶναι τέτοια ἡ ἔκταση τῆς ἀγορᾶς μαρμάρου ποὺ γενοβέζοι ἔμποροι προσφέρουν κεφάλαιο καὶ ἕνα διεθνὲς ναυτικὸ γιὰ τὴν διανομή, ὑποτάσσοντας τὴν ἐμπορία τοῦ μαρμάρου στὸ δίκτυο αὐτῶν. Μὲ τὴν ἐπέκταση τοῦ ὁλλανδικοῦ καὶ ἀγγλικοῦ ναυτικοῦ στὴν Μεσόγειο κατὰ τὸν ιζ΄αἰ. καὶ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ λιμένος τοῦ Λιβόρνο, οἱ Ὁλλανδοὶ ἐπιτυγχάνουν συμφωνίες μὲ τὴν Γένουα, τὸν δοῦκα τῆς Massa καὶ τὸν μέγα δοῦκα τῆς Τοσκάνης γιὰ τὸ μονοπώλιο τῆς ἐξαγωγῆς τοῦ μαρμάρου τῆς περιοχῆς καὶ οἱ ἀποθήκες τοῦ Ἀμστερνταμ τρέπουν τὴν πόλη σὲ κέντρο διανομῆς γιὰ ἐκτεινομένη βόρειο άγορά μαρμάρου. Πράγματι ἀπ’ ἐδῶ ἠγοράσθη τὸ  μάρμαρο γιὰ τὶς Βερσαλλίες. Στὸ τέλος τοῦ ιζ΄αἰ. ὀλίγοι ἔμποροι τῆς Καράρας καταφέρουν ν’ ἀνταγωνισθοῦν τοὺς ξένους, ἀγοράζουν λατομίες, διατάσσουν τὴν διαδικασία παραγωγῆς καὶ φροντίζουν γιὰ τὴν διανομὴ ἀνὰ τὴν Ἰταλία καὶ πρὸς τὸ Λιβόρνο γιὰ ἐξαγωγή. Μὲ κυβερνητικὴ προστασία διὰ ἰδιωτικῶν συμφωνιῶν, ἔκαμαν ἐπιχειρήσεις ποὺ διαφύλαξαν τὶς τύχες τῶν οἰκογενειῶν αὐτῶν γιὰ ἕναν αἰῶνα (τοὐλάχιστον μία ἐξ αὐτῶν, οἱ Del Medico, κέρδισαν τίτλο εὐγενείας) μέχρι τὴν κατάκτηση ἀπ’ τοὺς Ἀψβούργους οἱ ὁποῖοι υἱοθέτησαν τὴν οἰκονομικὴ πολιτικὴ τοῦ ἐλευθέρου ἐμπορίου. Ὅσο πιὸ ἐκτεταμένη καὶ ἔντονη γίνεται ἡ ἐμπορικὴ ἐκμετάλλευση, τόσο αὐξάνει ἡ παραγωγὴ στὴν Καράρα, ἀλλὰ ἐξαρτάται πλέον ἀπ’ τὶς ἐπιχειρηματικὲς προσδοκίες τοῦ ἐμπόρου καὶ ὄχι ἀπ’ τὰ ἄμεσα ἐπιτάγματα τοῦ πελάτη: ὁπότε χάριν εὐελιξίας στὴν ἀγορὰ παράγουν μόνον μικρὰ διακοσμητικὰ τεμάχια ἢ μεγάλες στῆλες καὶ πλάκες χονδρολαξευμένες, ποὺ ἐπεξειργάζοντο κατὰ τὴν προαίρεση τοῦ πελάτη στὴν Γένουα εἴτε τὸ Ἀμστερνταμ εἴτε στὸ ἐργοτάξιο γιὰ τὸ ὁποῖο προωρίζοντο. Ἔτσι, βαθμηδὸν οἱ τοπικοὶ τεχνίτες ἀπωλέσαν τὶς δεξιότητες ποὺ εἶχαν, χάριν ἑνὸς διεθνοὺς καταμερισμοῦ ἐργασίας. Καθὼς τὸ λατομεῖο χρειάζεται ἐπιπλέον μόχθο γιὰ νὰ φέρει κέρδος σ’ ἕναν γαιοκτήμονα ἀπ’ τὸ δάσος ἢ τ’ ἀπόθεμα πηλοῦ, παλαίτερον τὸ σύνηθες ἦταν γιὰ μεγάλα ἔργα ὁ ἴδιος ὁ πελάτης νὰ μισθώσῃ τὸ λατομεῖο, νὰ τέμη τὸν λίθο καὶ νὰ τὸν μεταφέρὴ στὸ ἐργοτάξιο. Ἀλλιῶς ὑπήρχαν τοπικὲς οἰκογένειες λατόμων, ποὺ μίσθωναν ἢ κατείχαν λατομεῖο καὶ πωλοῦσαν κατ’ ὄγκον ἢ βάρος στῆλες πρὸς ἐπεξεργασία ἢ τὰ ἐπεξεργάζοντο οἱ ἴδιοι κατ’ ἐντολὴν τοῦ πελάτη. Ἄλλοτε πάλι, λιθοξόοι εἶχαν ἐργαστήρια στὴν πόλη ποὺ διαμεσολαβούσαν στὸν πελάτη καὶ τὸ λατομεῖο. Δὲν λείπουν καὶ ἐργολάβοι ποὺ ἀναλαμβάνουν τὴν διαμεσολάβηση (σελ. 217-220). Ὅπως καὶ νἄχει ὅσο πιὸ διαμεσολαβημένη καὶ ὑποκείμενη στὶς μεταλλαγές τῆς διεθνοὺς ἀγορᾶς γίνεται ἡ παραγωγὴ τοῦ λαξευτοῦ λίθου τόσο μειώνεται ἡ δομικὴ του χρήση καὶ ἀπομένει ἡ διακοσμητική.

Εἴδαμε λοιπὸν στὴν περίπτωση  τῆς Εὐρώπης πῶς τὸ ἐμπόριο αὐξάνει τὴν χρήση ἑνὸς ὑλικοῦ, εὐνοεῖ ὅμως τὰ πλέον τυποποιημένα (τοῦβλο ἀντὶ λίθου). Ἐν κεφαλαίῳ μποροῦμε νὰ διατυπώσωμε τὰ ἐξὴς: τὰ δομικὰ ὑλικὰ σημαίνουν τὸν τόπο, τοὺς πλούτους ἢ τὴν κοινωνικὴ σημασία ἢ τὴν ἀρχή, τὴν πολιτικὴ ἰσχὺ καὶ τὸν πλοῦτο τῆς ἐποχῆς, τὴν χωρικὴ συνάφεια τόπων διὰ τῆς αὐτοκρατορίας ἢ τοῦ ἐμπορίου.  Τοῦτο τὸ τελευταίο φανερώνει τρόπους δόμησης ποὺ άπαιτοῦν μεγαλύτερο καταμερισμὸ ἐργασίας ἄρα καὶ εύρύτερες κοινωνίες ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ παραγωγὴ, ἡ διανομὴ καὶ ἡ ἐφαρμογὴ τῶν τρόπων δόμησης ἐξαρτῶνται ἀπὸ ὁμάδες ἀνθρώπων ποὺ σχηματίζουν ἕναν κόσμο. Καὶ αὐτὸ θὰ ἐξετάσωμε στὸ ἑξῆς κεφάλαιο.

Γ.Α. Σιβρίδης

Σημειώσεις

[i]Allen S. Weiss, Unnatural Horizons· Paradox & Contradiction in Landscape Architecture, NY 1998

And vppon the lefte side of the incomparable pallace, they brought mee into a fayre Orchyard of excogitable expence, tyme, and subtletie of woorke-manshippe, the contynent and cyrcuite whereof was as muche as the plot of the Pallace, wherein was the resydence and abiding of the Queene. Ars toparia is the way of cutting of trees in gardens or other places to proportions or shapes. Round about fast by the walles of the Orchyard there were set conuenyent garden pots in the which in stead of growing plantes, euerie one was of pure glasse, exceeding a mans imagination or beleefe, intorpiaried boxe the rootes and stalkes of golde, whereout the other proceeded. Betwixt one and other of the which was placed a Cyprusse tree, not aboue two paces high, and the boxe one pace full of manyfolde maruellous symples, with a moste excellent imitation of nature, and pleasaunt diuersitie in the fashions of flowers in distinct colours verie delyghtfull. The playne labiall compassing about the quadrant Orchyard comming out from the walles as a seate for these aforesayde garden pottes and trees to stande vppon, was subcoronized with golde by excellent lyneamentes wrought and adorned. The vpper face whereof, and whereuppon those pottes and trees did stande, was couered with a playster of glasse gilte, and a curious historographie to be seene in the same, and compassed about and holden in with wyering and netting of golde. The wall that compassed about the Orchyard with a conuenient distance, was bellyed out with columnes of the same matter, and inuested with flowring bindings naturally proportioned, and heere and there were quadrangulate columnes of golde chamfered, arching from one to an other, with a requisite beame Zophor and coronice, with a meete and conuenient proiecture ouer the chapter of glasse vppon the round.The substance of which subiect proiecture of the bryttle matter, was of counterfayte diasper diuersly coloured and shining. Which bryttle substance had some void space betwixt that and the other. The mouth of the arches were stopped with rombyes of cleare glasse in forme of a tryangle, and the pypes beautified all ouer with an Encaustick painting, verie gratious to the sight of the beholder. The ground was here and there couered with great round balles of glasselyke gunne stones, and other fine proportions much pleasing, with a mutuall consent vnmooueable lyke pearles shining without any adulteration by folyature. From the flowers did breath a sweet fragrancie by some cleare washing with oyle for that purpose.

[iii] Let vs goe a little while to an other garden no lesse pleasant ioyning to the glasse garden, vppon the
right side of the Pallas: and when wee were come in thither, I was amazed with excessiue wondering, to see the curiousnesse of the worke; as vneasie to report as vncredible to beleeue: æquiuolent with that of glasse, wyth lyke disposition of benches or bankes; theyr lyppes set out with coronising and golden ground worke, and such trees, but that the boxes and Cyprus trees, were all silke, sauing the bodies and greater branches, or the strength of the armes: the rest, as the leaues, flowers, and outermost rynde, was of fine silke, wanting no store of Pearles to beautifie the same: and the perfect fine collour, smelling as the glasse flowers beforementioned, and alike, but that they about compassing walles, of meruailous and incredible sumpteousnesse, were all couered ouer with a crusting of Pearle, close ioyned and set together: and towardes the toppe, there sprouted out greene yuie, the leaues thickning and bushing out from the Pearles, vvith the stringes and veines of golde, running vppe in diuers places betwixt the Pearles, in a most rare and curious sort, as if it had beene very growing yuie, with berries of precious stones sette in the stalkes in little bunches: and in the bushes were Ringe-doues of silke, as if they had beene feeding of the berries, all along the sides of the square plotted garden walles: ouer the which, in master-like and requisite order, stretched out the beame and Zophor of golde. The plaine smoth of the settles, where-vpon the boxe trees stoode, couered ouer with Histories of loue and venerie, in a worke of silke and threddes of golde and siluer, in suche a perfect proportioned ymaginarie and counterfaiting as none may goe beyonde. The ground of the leuell garden, was of leaues, grasse, and flowers of silke, like a faire sweete meddowe: in the midst whereof, there was a large and goodly round Arbour, made with golde wyer, and ouerspread with roses of the lyke worke, more beautifull to the eye, then if they had been growing roses, vnder which couering, and within which Arbour about the sides, were seates of red Diaspre, & all the round pauemẽt of a yellow Diaspre, according to the largenes of the place, 70 T2 with dyuers colloured spottings, confusedly agreeing together in pleasant adulterated vniting, and so cleere and shining, that to euery obiect was it selfe gaine represented. Vnder the which Arbour, the fayre and pleasant Thelemia, solaciously sitting downe, tooke her Lute which she carryed with her, and with a heauenly melodie and vn-hearde sweetenesse, she began to sing in the commendation and delightes of her Queene. And seeing what a grace vnto her, the company of her fellowe Logistica was, I maruailed why Apollo came not to harken the Harmonie made by them: it was so melodious, that for the present tyme a man woulde haue thought that there had beene no greater fælicitie. And after that shee ended her diuine Poems, Logistica tooke me by the hande and led me foorth of the Arbour, saying vnto me. Poliphilus, thou shalt vnderstande that the deuise of these obiects, are more pleasant to bee vnderstoode then behelde, and therefore lette vs enter in heere, to bee satisfied in both.

[iv]  And from thence, shee and her companion brought mee from thys garden to an other, where I behelde an arching Areostile, from the ground bent to the toppe, fyue paces in height and three ouer, and thus continued rounde about the compasse of the garden, in an orderly and requisite proportioning, all inuested and couered ouer with greene yuie, so that no part of the wall was to be seene. And there were a hundred Arches to the compassing of this garden. By euery of the Arches, was an Aulter of red Porphirite, curiously proportioned with exquisite lyneaments; and vppon euery one of them was placed, an image of golde, like a Nymph, of rare and beautifull semblances, diuersly apparelled, and varying in theyr attyre and heade dressing, euery one bending their eyes towards the Center of the garden. In which middle Centricke place, there was founded a Base, of a cleere Christal-like Calcedonie stone, in a Cubic forme: that is, euery way a like square. And vppon that was set a round stone, but flatte vppon both sides, two foote high, and by the Diameter, one pace and a halfe ouer, of most pure red Diaspre. Vppon the which, stoode a most blacke stone, in forme three square, and in quantitie for breadth, fitting the rounde, and in [v] height one pace and a halfe. The corners of which triangle did iumpe with the sides, and lymbus of the subiacent plynth or round stone. In the smooth polished fronts of which triangle, there was appact a beautifull Image, of a heauenly aspect, graue and modest, with their feete not touching the stone, but standing out from the same iust ouer the suppressed and vnder put rounde stone. Theyr statures as tall as the trygonall would beare, vnto the which they did stick fast by their backe parts. Theyr armes were stretched abroade, both the right and left to the corners of the triangle, where they held a Coppy, filled and fastned to the corners of the Trigonall, the length of euery one of which Coppies of fine gold, was seauen foote. And the Images, the Coppyes, and their bandes wherewith they were tyed in the midst and held by, were all shyning, and their hands inuiluped with the sundry stringes, flynging about the plaine smothe of the black stone.

[v]Friedrich WEISMANN, Brian McGUINESS, Wittgenstein and the Circle of Vienna, Oxford 1967, σελ. 153-154

[vi]Ludwig WITTGENSTEIN, Philosophical Grammar, Oxford 1974, I, §§77-78

[vii]Ludwig WITTGENSTEIN, Philosophical Investigations, Oxford 1953, I, §§202-208

[viii]ibid. §§220-221

[ix] Νόμος ὁ πάντων βασιλεύς
θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων
ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον
ὑπερτάτᾳ χειρί.
τεκμαίρομαι
ἔργοισιν Ἡρακλέος·
ἐπεὶ Γηρυόνα βόας
Κυκλώπειον ἐπὶ πρόθυρον Εὐρυσθέος
ἀνατεί τε καὶ ἀπριάτας ἔλασεν (ἀπ.169)

[x]Angelo MAGGI & Nicola NAVONE (ed.): John Soane & the Wooden Bridges of Switzerland. Architecture & the Culture of Technology from Palladio to the Grubenmanns, Medrisio, London 2003

[xi]A.V. & Y.A. OPOLOVNIKOV, The Wooden Architecture of Russia,  London 1989

[xii] Lynne LANCASTER, Early Examples of So-Called Pitched Brick Barrel Vaulting in Roman Greece and Asia Minor: A Question of Origin and Intention in M. Bachmann (ed.), Bautechnik im antiken und vorantiken Kleinasien (Proceedings of an International Conference June 13-16, 2007) Byzas 9 (2009): 371-391

[xiii] Lynne C. LANCASTER, Terracotta Vaulting Tubes in Roman Architecture: A Case Study of the Interrelationship Between Technologies and Trade in the Mediterranean, Construction History, vol. 24, 2009, pp. 3–18. https://www.jstor.org/stable/i40076927. Accessed 18 Oct. 2020.

[xiv] Claudine Piaton, Les phares d’Égypte : laboratoire et conservatoire de l’ingénierie européenne du xixe siècle

[xv]Fernand BRAUDEL, Civilisation matériel, Économie et Capitalisme XVe-XVIIIe, τόμος Ι: Les Structures du Quotidien, Paris 1979, σελ. 230-32

[xvi]ibid. σελ. 235

[xvii]ibid.

[xviii]QINGHUA GUO, Tile and Brick Making in China: a Study of the “Yingzao Fashi”, Construction History, 2000, Vol. 16 (2000), pp. 3-11

[xix]C.X. SHU, E. CANTISANI, F. FRATINI, K.L. RASMUSSEN, L. ROVERO, G. STIPO, S. VETTORI, China’s brick history and conservation: laboratory results of Shanghai samples from 19th to 20th century, Construction and Building Materials 151(1 Oct 2017):789–800

[xx]Jonathan BARDILL, Building Materials and Technics, in The Oxford Handbook of Byzantine Studies (Oxford Handbooks), Oxford 2009, σελ. 336-7

[xxi]Robert G. OUSTERHOUT, Eastern Medieval Architecture. The Building Traditions of Byzantium and Neighboring Lands, Oxford 2019, σελ. 88

[xxii]ibid. σελ. 90

[xxiii]op.cit. BARDILL, σελ. 339

[xxiv]ibid. σελ. 341

[xxv]op.cit. OUSTERHOUT, σελ.91

[xxvi]op.cit. BARDILL, σελ.344

[xxvii]ibid. σελ. 345

[xxviii]Marcus MILWRIGHT, Samarra & Abbasid Ornament, in  A Companion to Islamic Art and Architecture, Ed. Finbarr Barry Flood & Gülru Necipoğlu, NY 2017, σελ.181

[xxix]ibid.

[xxx]ibid.

[xxxi] Howard CRANE & Lorenz KORN, Turco-Persian Empires between Anatolia and India in A Companion to Islamic Art and Architecture, Ed. Finbarr Barry Flood & Gülru Necipoğlu, NY 2017, σελ. 330-331.

[xxxii]Lisa GOLOMBEK & Donald WILBER. The Timurid Architecture of Iran and Turan, 2 vols. New Jersey 1988, τ. Ι, σελ.88

[xxxiii]ibid. σελ. 101-107

[xxxiv] E. KOCH, The baluster column: A European motif in Mughal architecture and its Meaning in Journal of the Warburg and Courtauld Institutes, 45 (1982), σελ. 251–262.

[xxxv] Hsueh‐man SHEN, The China–Abbasid Ceramics Trade during the Ninth and Tenth Centuries: Chinese Ceramics Circulating in the Middle East, in Companion to Islamic Art and Architecture, Ed. Finbarr Barry Flood & Gülru Necipoğlu, NY 2017, σελ.197-217

[xxxvi]op.cit. Braudel, σελ. 332-333