Ελεύθερος Σκοπευτής [American Sniper]

Η ταινία «ελεύθερος σκοπευτής»―American Sniper, δεν είναι μία ταινία αμερικανικής προπαγάνδας ή αντιπολεμικής morale. Η ιδιοφυΐα του Eastwood βρίσκεται στο ότι επιλέγει να μας αφηγηθή την ιστορία όχι από την πλευρά ενός impartial παρατηρητή αλλά μέσα από τον νου του κεντρικού χαρακτήρα, Chris Kyle. Βλέπουμε τα γεγονότα μέσα από το stream of consciousness ενός λαϊκού Αμερικανού και ο κόσμος που παρατηρούμε είναι ο κόσμος του, από το δικό του standpoint, μέσα στο δικό του οπτικό πεδίο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένας κόσμος σε εισαγωγικά, σημαίνοντας ότι δεν είναι ο δημιουργός που δημιουργεί τον κόσμο της ταινίας, αλλά ο ίδιος ο ήρωας. Π.χ. οι φωνές της γυναίκας του να μην ξαναπολεμήσει ακούγονται στα αφτιά μας παράταιρα σαν θόρυβος, και εισακούονται, αποκτούν σάρκα, όταν σε μία συγκεκριμένη στιγμή το αποφασίζει ο ήρωας.

Ο δημιουργός δεν παρεμβαίνει, είναι απών. Και αυτό όχι με τον τρόπο της nouvelle vague ή των (καλών) «ταινιών δημιουργού» της μεταπολεμικής περιόδου, όπου βλέπουμε τον ήρωα να δρα όπως θέλει μέχρι την καταστροφή του αφήνοντάς μας μόνον ένα γλυκόπικρο αίσθημα, επικρεμάμενο πάνω από έναν ηθικό μηδενισμό. Πώς το επιτυγχάνει αυτό; Στις τυπικές πολεμικές ταινίες οι ήρωες εμφανίζονται μέσα στο περιβάλλον της δράσης, οπότε εμείς εκ των προτέρων είναι σαν να παρατηρούμε ένα διόραμα της μάχης, όπου έχουμε προεπιλέξει τους «καλούς» και τους «κακούς». Π.χ. γνωρίζουμε πως οι Γερμανοί είναι πάντα οι κακοί και οι Σύμμαχοι οι καλοί. Εδώ όμως οι «καλοί» και οι «κακοί» είναι εκείνοι του ήρωα. Όταν πχ χαρακτηρίζει τους ιρακινούς «αγρίους» όταν ουσιαστικά οι Αμερικάνοι είναι οι επιτιθέμενοι στο Ιράκ, είναι όπως ονόμαζαν «Ούννους» τους Γερμανούς οι μεγαλύτεροι των ιμπεριαλιστών Βρετανοί, την στιγμή μάλιστα που οι «Ούννοι» είχαν την τεχνολογική κατάρτιση να φτιάχνουν αερόπλοια για να βομβαρδίζουν το Λονδίνο. Έτσι λοιπόν ξεκινά να μας παρουσιάσει τον ήρωα από τα παιδικά του χρόνια όπου του μπαίνει στο κεφάλι από τον πατέρα του η θεμελιώδης αρχή της συμπεριφοράς του: υπάρχουν οι λύκοι, τα πρόβατα και τα τσοπανόσκυλα και ο σωστός άνθρωπος δεν είναι λύκος μήτε (liberal) πρόβατο αλλά τσοπανόσκυλο, είναι εκείνος που προστατεύει τους δικούς του. Ο Eastwood δεν μάς δίνει αυτή την ιδέα για να τήν εκθέσει στην κριτική κάποιου διανοούμενου, αλλά για να μάς περάσει μέσα το κεφάλι του ήρωα. Γιατί ο σκοπός της ταινίας είναι αυστηρά ηθικός. Και το επιτυγχάνει αυτό ο Eastwood όχι ηθικολογώντας όπως θα έκανε ένας liberal διανοούμενος, αλλά ακριβώς χρησιμοποιώντας έναν λαϊκό άνθρωπο που δρα, τηρώντας μία στοιχειώδη αρχή χωρίς να πολυφιλοσοφεί το θέμα.

Μπορούμε να κοιτάξουμε την ηθική του Kyle από την αριστοτελική άποψη όπως θα το έβλεπε π.χ. ο MacIntyre, ως τήρηση των κανόνων-ρόλων της κοινότητας. Ο ήρωας αναλαμβάνει έναν ρόλο που πρέπει να πραγματώσει μέχρι τέλους χωρίς να αναρωτάται «γιατί;». Μπορούμε όμως να την κοιτάξουμε και με τον τρόπο του Kierkegaard, προσωπικά. Ο ήρωας επιλέγει κάτι (να είναι τσοπανόσκυλο) και άπαξ επιλέξει κάνει ένα άλμα στο άπειρο. Τα πεπερασμένα πράγματα της ζωής του, οι άμεσες σχέσεις του θυσιάζονται, όπως η γυναίκα και τα παιδιά του, για να φωτιστούν όμως από την ίδια την άπειρη επιλογή: λέει στην γυναίκα του ότι το κάνει για να τούς προστατεύσει. Η επιλογή είναι άπειρη επειδή ακριβώς τρέπει τα πάντα σε δυνατότητα. Δεν πολυμιλάει, καθώς εκείνο που έχει σημασία είναι η πράξη, και δεν θέλει να χάσει την αφιέρωσή του σε αυτήν βάζοντάς την σε συζήτηση. Η επιλογή εμπεριέχει την τελεολογική αναστολή του ηθικού, όταν βρίσκεται εμπρός στο δίλημμα να σκοτώσει ένα παιδί και την μάνα του που κρατούν μίαν αντιαρματική χειροβομβίδα. Και πράττει πιστός στην επιλογή του: «μπορώ να δικαιολογήσω στον Θεό κάθε μου φόνο» λέει. Η επιλογή του είναι προσωπική, για αυτό και λειτουργεί και πέρα από τις επιτελικές αποφάσεις. Έτσι κάποια στιγμή προσπαθώντας να εκδικήθη για το χτύπημα σε έναν σύντροφό του χάνει και έναν ακόμη. Όταν τελικά η εκδίκηση εκπληρώνεται και σκοτώνει τον ιρακινό ελεύθερο σκοπευτή αποφασίζει να επιστρέψει στην πατρίδα και στην οικογένεια του. Αυτή η απόφαση συνδυάζεται με το ότι φτάνει κοντά στον θάνατο, σαν ένα σημάδι της μοίρας. Τελειώνοντας το χρέος του και εμπρός στον εκμηδενισμό του, το πεπερασμένο εμφανίζεται ως πολύτιμο. Όμως η απόφαση που είχε πάρει δεν εξαλείφεται. Ο φόνος του από έναν άλλο βετεράνο είναι αποτέλεσμα αυτής, όπως και η υστεροφημία του.

***