Saint-John Perse: Σημαφόροι [Amers]: Επίκλησις

«…Θὰ σᾶς κάμω νὰ κλάψετε, ἔνι χάρις πολλή ἀναμέσο μας.

«Νὰ κλάψετε κατὰ χάριν, ὄχι κατὰ πόνο, εἶπε ὁ Ῥαψῳδὸς τῆς πιὸ ὥριας ᾠδῆς·
«Καὶ κατὰ τούτην τὴν καθάρια ταραχὴ τῆς καρδιᾶς τῆς ὁποίας ἀγνοῶ τὴν πηγή
«Ὄπως κατὰ τούτην τὴν καθάρια θαλασσία στιγμὴ ποὺ προηγεῖται της αὔρας..»

Ἔτσι ὡμίλει ὁ θαλασσινός, κατὰ τὸν τρόπο τοῦ θαλασσινοῦ.
Ἔτσι παιάνιζε, αἰνών τὸν ἔρωτα καὶ τὸν πόθο τῆς θαλάσσης
Καὶ πρὸς τὴν θάλασσα, πανταχόθεν, τούτην τὴν ῥοὴ ἀκόμη τῶν πηγῶν τῆς ἡδονῆς…

«Εἶναι μία ἱστορία ποὺ ἔλεγα, εἶναι μία ἱστορία ποὺ θἀκροαθῇς·
«Εἶναι μία ἱστορία ποὺ ἔλεγα   ὅπως χρὴ νὰ ῥηθῇ,
«Καὶ τοιαύτῃ χάριτι ῥηθήσεται, ποὺ πρέπει μᾶλλον νὰ χαρῇς:

«Βέβαια, μία ἱστορία ποὺ θέλει τις ἀφουκρασθῇ, ἀμελὴς ἀκόμη πρὸς τὸν θάνατο,
«Τούτη ἢ ἐκείνη, εὔπνουν, στὴν καρδιὰ τἀνθρώπου δίχως μνήμη,
«Ἂς εἶναι νέα εὔνοια καὶ ὥς αὔρα τοῦ κόλπου πρὸς τὶς λαμπάδες τῆς γῆς.

«Καὶ ἐξ ὅσων τὴν ἀφουκρασθοῦν, καθήμενοι στὸ μεγάλο δένδρο τῆς λύπης,
«Λίγοι ἔνι ποὺ δὲν θὰ ὀρθωθοῦν, δὲν θὰ ὀρθωθοῦν μὲ μᾶς καὶ δὲν θὰ βαδίσουν, μειδιάσαντες,
«Διὰ τῶν βληχνῶν τῆς παιδικῆς ἡλικίας καὶ μέσα στὴν ἀνέλιξη τοῦ χοροῦ τῶν ταφικῶν σταυρῶν.

Ποίηση νὰ συνοδεύσῃ τὴν πορεία μιᾶς ἀπαγγελίας πρὸς τιμήν τῆς Θαλάσσης.
Ποίηση νὰ παρασταθῇ στὴν ᾠδὴ μιᾶς πορείας στὸ περίγραμμα τῆς Θαλάσσης.
Ὅπως ἡ παρέμβαση τῆς περιμέτρου τοῦ βωμοῦ καὶ ἡ βαρύτης τῆς χορῳδίας στὸν γῦρο τῆς στροφῆς.

Καὶ εἶναι μιὰ θαλασσία ᾠδὴ ὅπως οὐπώποτε τραγουδήθῃ, καὶ εἶν’ ἡ Θάλασσα δι’ ἡμῶν ἡ ὁποία θὰ τραγουδήσῃ:
Ἡ Θάλασσα, δι’ ἡμῶν φερομένη μέχρι τοῦ κόρου τῆς ἀναπνοῆς καὶ τοῦ ἐπιλόγου τῆς ἀναπνοῆς,
Ἡ Θάλασσα, δι’ ἡμῶν φέρουσα ἀνὰ τὸν κόσμο, τὸν μεταξωτό της κέλαδο τοῦ εὐμεγέθους καὶ ὅλη τὴν μεγάλη δροσιὰ τοῦ ἀσύρτικου.

Ποίηση νἀπαλύνωμε τὸν πυρετὸ μιᾶς παραμονῆς στὸν θαλάσσιο περίπλου. Ποίηση νὰ ζήσωμε βέλτερον τὴν παραμονή μας στὴν θαλασσία τέρψη.
Καὶ εἶναι ἕνα θαλάσσιο ἐνύπνιο ὅπως οὐδεποτε ὠνειρεύθης, καὶ εἶναι ἡ Θάλασσα δι’ ἡμῶν ποὺ θὰ τοὐνειρευθῇ:
Ἡ Θάλασσα, ἔσω μας ὑφασμένη, ὡς τοὺς ἀβυσσαλέους θάμνους  της, ἡ Θάλασσα, ἔσω μας, ὑφαίνουσα τὶς μεγάλες φωτεινές της ὥρες καὶ τοὺς μεγάλους σκοτεινούς της δρόμους.

[…]

Καὶ εἶν’ ἡ Θάλασσα ποὺ ἦλθε ’ς ἑμᾶς στοῦ δράματος τὶς λίθινες βαθμῖδες:
Μὲ τοὺς Πρίγκηπές της, τοὺς Διαδόχους της, τοὺς Ἀγγέλους της ἐνδεδυμένους ἔμφαση καὶ μέταλλο, τοὺς μεγάλους της Ἠθοποιοὺς μὲ τοὺς ἐξορυγμένους ὀφθαλμοὺς καὶ τοὺς Προφήτες της μὲ τὴν ἁλυσίδα, τὶς Μάγισσές της που ποσσικροτοῦν στὰ ξύλινα σάνδαλα, μὲ τὸ στόμα γεμάτο μαύρους θρόμβους, καὶ τὰ τιμήματά της γιὰ φόρους Παρθένων π’ ὁδεύουν διὰ τῶν ὀργωμάτων του ὕμνου,
Μὲ τοὺς Ποιμένες της, τοὺς Πειρατές της καὶ τὶς Τροφοὺς βασιλόπουλων, τοὺς γέρους της Νομάδες ἐν ἐξορίᾳ καὶ τὶς ὲλεγειακὲς Πριγκήπισσές της, τὶς μεγάλες σιωπηλές της Χῆρες ὑπὸ τὶς πολυδόξαστες τέφρες, τοὺς μεγάλους Σφετεριστές θρόνων καὶ Ἱδρυτὲς μακρινῶν ἀποικιῶν, τοὺς Ἀργομίσθους της καὶ τοὺς Ἐμπόρους της, τοὺς μεγάλους της Ἀναδόχους τῶν ἐπαρχιῶν τοῦ ψευδαργύρου, καὶ τοὺς μεγάλους της Σοφοὺς, ταξιδευτὲς στὴν πλάτη βουβαλιῶν τῶν ὀρυζώνων,
Μὲ τὴν κτήση της τεράτων καὶ ἀνθρώπων, ἄ! Ὅλη της ἡ ἐκτροφὴ παραμυθιῶν ἀθανάτων, ποὺ συνωρίζει στοὺς συρφετούς της σκλάβων καὶ εἰλώτων τοὺς θεϊκούς της Νόθους καὶ τὶς μεγάλες κόρες τῶν Ἐπιβητόρων ― ἕνα πλῆθος βιαστικὸ ποὺ ἐγείρεται στὰ διάστυλα τῆς Ἱστορίας καὶ ποὺ φέρεται ὁμάδι ἐπὶ τὴν ἀρένα, κατὰ τὸ πρώτο ῥίγος τοῦ βραδιοῦ στὸ ἄρωμα τοῦ φυκιοῦ
Ἀπαγγελία καθὁδὸν στὸν Δημιουργὸ καὶ τὸ βαμμένο στόμα τοῦ προσωπείου του.

[…]

«Ἡγεμόνευέ με, ἡδονή, στὶς ὁδοὺς κάθε θαλάσσης· στὸ ῥίγος κάθε αὔρας ὅπου συνεγείρεται τὸ ἔνστικτο, ὅπως τὀρνίθι ἐνδεδυμένο τὸ πτερυγωτό του ἔνδυμα… Ἄγω, ἄγω μίαν ὁδό πτερυγωτή, ὅπου ἡ ἴδια ἡ λύπη δὲν εἶναι πλέον ἀλλὰ πτέρυγες…Ἡ ὥρια γονική μου χώρα εἶναι πρὸς ἀνακτήση, ἡ ὥρια χώρα τοῦ Βασιληᾶ ποὺ οὐκέτι τὴν εἶδε ἀπὸ παιδιοῦ, καὶ ἡ ὑπεράσπισή του εἶναι στὴν ᾠδη μου. Διάταξε πίφερο, τὴν δράση, καὶ τούτην τὴν χάρη ἑνὸς ἔρωτος ποὺ δὲν μᾶς ἐμβάλλει χερσίν ἀλλὰ τὶς ῥομφαίες τῆς χαρᾶς!…»

 

[απόδοση: Γ.Α.Σιβρίδης]

βληχνῶν: φτερῶν (το φυτό)

ποσσικροτοῦν=κτυποῦν τα πόδια τους

ἀσύρτικο=ἐδῶ λέει aubaine, ὀνομασία τῆς ποικιλίας σταφυλιοῦ Chardonay (Bourgogne). Ὁπότε ἔβαλα μίαν ἑλληνικὴ ποικιλία.

συνωρίζει=δένει στὸν συρμό