Γ.Α. Σιβρίδης: άσμα ε΄

                                I

Τούτη ἡ μεσημβρία δὲν ἔχει τίποτε ἵνα μᾶς πτοήσῃ―
ὥστ’ ἔλεγες ἂν ὅτι τὴν ναίει ἀκέφαλό τι σῶμα
                                                                ὁσίου μαρτύρου:
Νεόκοτα ἀρώματα ὑπὸ τὸν δηναιὸ ἥλιο, χαρμοσύνη. ―
Καὶ τἀνέμου ἀήματα, ψόφοι ἐργαλείων, σημάντρων,
καὶ πλαταγήματα καὶ κέλαδοι
                                        ὄρνεων ὡς σπίλοι
ἀμαυρώνουν τὸ φέγγος, μὰ ὅπως οἱ γλυπτές
σκοτίες ―οἱ ὁποῖες ἐπὶ τῶν τοίχων, τὸ κρατύνουν·
ἀφοῦ εἴτε ψόφοι καὶ ἀήματα,
ἢ κέλαδοι καὶ πλαταγήματα,
                                        τὸ πρωινό, βρέχουν
τὰ ὀνείρατα καὶ αὐτά βρίθουν καὶ γίνονται ὕπαρ!

Ἔτσι ὅπως ἐξυπνοῦμε,
καὶ λακπατοῦμε κυαναυγεῖς ποσσίκροτες σανίδες,
σύρομε τὰ παραπετάσματα καὶ ἰδοὺ ἔνι ὁ κῆπος
        καὶ τἀφανῆ ὀρνίθια, τὰ δένδρα
        ποὺ λείβονται στὰ σχήματα τῶν ἀρωμάτων
        καὶ τὰ βομβυλιὰ ποὺ τρυγοῦν τὴν γῦρι
        καὶ τὰ ζώδια ποὺ παίζουν ῥᾴθυμα
        καὶ τὰ κορίτσια ποὺ ζηλεύει ἡ φῦσις.
Καὶ τὰ πάντα καλά τὸ λοίσθιον ἦμαρ
        τῆς ἡμετέρας ἐνδημίας―
Καὶ τὰ πάντα ὡραῖα ὡσπερανεί
        ἀνεχώρουν οἱ ἀπόστολοι―

                                II

Δὲν κατείχομε τὸ κακό· μὰ ἐγὼ ὀσφραίνομαι
τὴν τηλεφανὴ λαίλαπα, κρώγματα ἀκροῶμαι κατὰ πόντο
ἀλωμένων οἰωνῶν, ’ς οἰκεῖες αὐλές ν’ ἀγγέλουν πόλεμο!
Καὶ ἀδημονία! Ὣς διαμείβονται ἀκαριαίως οἱ ἐποχές
καὶ ὡς ἤλεκτρο ὁ ὠκεανός χθόνα καὶ οὐρανὸ συμμιγνύει―
Καὶ ὑετό! Ὥστε τῆς πέτρας νὰ ἐκκολάψῃ μύθους καὶ ἔπη
καὶ αὐτὰ νὰ τραποῦν ’ς ἔργα― ἀκριβῶς ὅπως αὐτός
ἐκπλύνει λιθίνους ἀκάνθους καὶ εὐωδιάζουν σύναμα
βλαστοί, θάμνοι καὶ δένδρα· καὶ στὶς μητροπόλεις, ὄμβρο!
ὥστε ὁ ἀστεῖος βίος ἔτσι ὕφαλος νὰ καταυγάσῃ ὡς δράμα.

                                III

Τί ἐπισκοπεῖ ἄπρακτος ἡ τίγρις κατὰ τὴν ἀνάπαυλά της;

Τί λαλοῦν οἱ γυναῖκες στὰ ὑπερῷα μὲ τὰ νῶτα στραμμένα
στὸν ποταμό; Ἀλλόκοτες ἱστορίες―
τέτοιες ποὺ ἀκόμη μὲ τὴν φαντασία
τὴν νεανική ποτε κἄλλοτε, τὴν τόσο ῥᾳδία,
μόλις ἂν ἐδόξαζες ἐπί κατεσκαμμένων δόμων
        (ὡς ὀρχοῦνται τὰ πνεύματα στὸ θέναρ τῶν βωμῶν)
ἠδὲ ’ς ἁψῖδες κρεμαστές ποὺ καταστέφουν τοίχους
        (ὡς κολπώνουν βίαιες πνοές τἄρμενα τῶν νεῶν).

Καὶ ὁ ἥλιος ὁ ἴδιος εἶν’ ἄδηλος· ἐμφαίνεται στὴν πλάκα
        τοῦ ποταμοῦ, λιμνήτης.
Τύραννος ποταμός! Ὅποτε αὐτός δὲν κατακλύζει
ὄχθες τε καὶ κατώγεια ἐνῷ τὰ πορίζει ἰλὺ καὶ πηλό,
δὲν εἶν’ ἀλλ’ ἄσημος μὰ ἴφθιμος ὀχετός,
        ποὺ ὁρφνὸς καὶ βορβορώδης ρέει
καὶ ἀπαίρει τἁμαρτήματα δι’ ὧν νέρθε τῶν περγάμων
        τρέφονται καὐξάνονται κῶμες κἄστεα.

Καὶ προσχώνει χωρία στὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης,
’ς ἐκεῖνες τὶς καλούμενες ψαμάθους τῶν ἐθνῶν,
ἐρῆμα χωρία πρὸς κοντραμπατζήδες καὶ ἐραστές,
πέραν τῶν νεωρίων, μὲ τοὺς νεωσοίκους καὶ τὶς προβλῆτες,
πέραν τῶν ἐμπορίων μὲ τοὺς στοίχους μαχαζενιῶν,
τῶν βυρσείων, τῶν ἐργοστασίων μὲ τὶς καμίνους πυρσές
πέραν καὶ τῆς γεφύρας τῆς κατ’ ὄμματα μιλτοφυροῦς,
ὅθεν χρυσές ἁμαξοστοιχίες αὐτὸν διαπεροῦν.

Δῖος ποταμός! Τὸ νῦν, ὡσάν σιγηλὴ λιτανεία
διέρπει τὶς πόλεις ποὺ ἔδωσε σὲ τέλματα, καὶ ’ς ἐρίβωλα
κράσπεδα, μὲ ὕλη καὶ πηλό καὶ ἡγεμονεύων πλοῖα
ποὺ κομίζουν ἄπωθε θησαυρούς. Σποράδες τρόπαια
ἀπ’ ἀμνήμονος αἰῶνος, λείψανα πάλαι ποτέ
ἡγεμονίας (κατὰ γῆν ἢ κατὰ θάλασσα) ὣς στῆλες
ταφικές ἵστανται, καὶ ἀναμέσο αὐτῶν ζοῦν ποικίλες
φωνές, δίαιτες καὶ βίοι ποὺ ὁ ποταμός διασῴζει:

―Εἶν’ οἱ κύριοι στὶς πάμφωτες λέσχες ποὺ ὁμιλοῦν
περὶ τοῦ πῶς ἔχει ὁ ἔκτοπος πόλεμος, ὅμως θάσσουν ὅλοι
στὶς πολυθρόνες ἥσυχοι περὶ τὰ ἰδία κεφάλαια.

―Εἶν’ οἱ νέοι σπουδαστές στὶς πτωχικὲς σοφίτες ὄλβιοι
ὡσὰν στῶν βύβλων τοὐρανοῦ τὸ μελάνι, βλάστανον κῆποι.

―Εἶν’ ἡ γυναῖκα στὸν σταθμό, ὅταν οἱ ψακάδες μυρίζουν
τοὺς σκύρους τῶν τροχιῶν, ποὺ νοστεῖ καμωμένη σπίτι
ν’ ἀποκοιμίσηται ταχύ νὰ ὀνειρώξῃ ἕναν ἀγαπώ.

―Εἶν’ ὁ ἄρρωστος ποὺ αὐτόν βαυκαλίζει ὁ χρυσοῦς ὑετός
καὶ ὡσὰν νήπιο ἀπευνάζεται στὶς ἀγκάλες τοῦ Θεοῦ.

«Εἶναι καὶ ὁ δύσμορος Ἕκτωρ θαμμένος
        στὶς ῥίζες τῆς λεμονιᾶς. Δεῦρο! Ψάξε!»
        κράζει μοναχὸς ὁ μάργος ἀγύρτης:
        «Ἂς παίζουν τἀγυιόπαιδα ὀλίγο ἀκόμη
        τὴν δείλη τούτη τοῦ κακοῦ θανάτου!
        »Ἄρτι αὐτοῦ οἱ φιλίες εἶναι σύντομες,
        διαρκοῦν ὅσον καὶ οἱ συναντήσεις,
καὶ οἱ ἀγαπημένοι πάντες, ἀπὸ πάντοτε νεκροί.»

Ὅπως ὑπὸ δύσορμες πνοές θαλασσοπόροι
ποὺ ἐπέχουν ἀποκλεισμένοι κατά ξένη ἀποβάθρα,
θεῶνται τὰ σφαλιστά ποικιλόχροα θυρώματα
σπιτιῶν καὶ ὀσφραίνονται στὸν ἀέρα ὄψα καὶ ἑψήματα
ὡς βίους ποὺ πόθησαν, ποὺ κοίταξαν θύραθε μόνον,
ἔτσι καὶ ἡ ὀπωρινὴ νοτίς τὴν ψυχὴ ἀδημονεῖ.

Καὶ ἡ ἐρήμη ἁπλωσιὰ τοὐρανοῦ γαλακτώδης, ὡς οὖθαρ
κρέμαται καὶ ὡς χρὼς σπαργῶντος μαστοῦ, ῥιγεῖ καὶ χνοάζει.
Καὶ ὁ ἀὴρ λαχνώδης, τέγγει βροχή: Και τότε, συντυγχάνομε
νέρθε γείσων ποὺ σταλάσσουν καὶ ἑσπερινῶν λαμπτήρων,
ἔνθε παστάδων νὰ χορεύσωμε μετὰ χαρίτων,
καὶ σὲ κνεφαῖα ἄλση κεύσομε τὸ ἡμμένον ἡμῶν ἦτορ
ὑπὸ τὶς φυλλωσιές ποὺ λείβονται μὲ ὄμβριο ὕδωρ―
Παραμυθία δι’ οἵας ἀναβιώσκουν μύθοι δηναιοί.

Ἀλλ’ ἀφὅτου στραγγίσουν τὰ νερά πρὸς τὰ ἔαρα
ἀναθυμιάζει ὁ ποταμός πάλιν ἰκμάδα,
καὶ καταλείβεσαι μὲ φάσματα καὶ τέρατα
καὶ ὁ βίός σου δύεται λινά σάβανα.
                                                Καὶ ὅ τι στὴν ἥβη
ἦταν ἄχος πρὸ κείνου ποὺ ἔμελλε καὶ ποὺ οὔπω ἐφάνη
σὲ ἱκάνει ὡς ἄχθος κείνου ποὺ ὤλετο, ποὺ οὐκέτι ὑπάρχει.
                                ―Ἀλλ’ ὁ Θεός ἐστι μετ’ ἐμοῦ
ὅπως ὁ ποταμὸς εἶναι ἐσαεὶ ἐκεῖ, παρὰ καὶ διὰ τὰ πάντα.
                                ―Ὁ Θεὸς γάρ ἐστι μετ’ ἐμοῦ
ὅπως τὸ φῶς πρὶν ἂν σβήσῃ πανηγυρίζει τὶς ψυχές
μὲ στρατὸ νεφῶν ποὺ σφριγοῦν ὡς ἄγαλμα οὑρανίων.
                                ―Ὁ Θεὸς γάρ ἐστι μετ’ ἐμοῦ
ὅπως οἱ ἐρίβροτοι τραχεῖς κλύδωνες τοῦ ὠκεανοῦ
εἶναι χαρμόσυνες κληδόνες τῆς ἀντιπέραν ἠπείρου.
                                ―Ὁ Θεὸς γάρ ἐστι μετ’ ἐμοῦ:
ὅπως τὰ ἔπεα σημεῖα καὶ τεκμήρια εἶναι τῶν πραγμάτων
ἔτσι καὶ ἡ ἀγάπη τἀμνημόνευτα
                                             ἀναψύχει, οὐχ ὡσὰν ἐνθύμια
καὶ οὔκουν ὣς ὁ μνησίκακος θυμοῦται, ἀλλ’ ἐπαναλαμβάνει.
                                ―Καὶ οὕτω ὁ Θεός ἐσται μετ’ ἐμοῦ.

                                IV

Τί κατοπτρίζουν οἱ γλῆνες τῶν νεκρῶν στὶς σαρκοφάγους;

Καὶ ποδαπός ὁ ποταμός;
                                 Σὲ νάπες ποὺ τὸ βέδυ
ῥέει τῶν νυμφῶν καὶ στὶς κλειτύες πεπηγμένα εἶναι θεόδμητα
μοναστήρια, ἀκμαῖοι ἄλλοτε κεῖ κατελύομε
ὑπὸ σύσκια φυλλώματα, ἀλλὰ μονόστολοι,
ἀκαριαίως ἐδαιμῶμε ἡμεῖς πρὸ τῆς ἀσαλεύτου ἡσυχίας.
Τὸ λοιπὸν ὅμως, ἐμὴν χάριν, ἂς κτίσουν τὰ δαιμόνια
τοῦ Σαλωμῶντος κάστρο μὲ κῆπο στὴν ἐρημία!

 

 

ναίει: κατοικεῖ
δηναιό: παλαιό
ψόφοι: θόρυβοι
ὕπαρ: ὀπτασία ποὺ βλέπεις ξύπνιος
λείβονται: λιώνουν καὶ ρέουν
λοίσθιον ἦμαρ: τελευταία ἡμέρα
τηλεφανὴ: ποὺ φαίνεται ἀπὸ μακριά
ἀλωμένων οἰωνῶν: περιπλανωμένων ὅρνεων
ἀστεῖος: ἀστικός
ὕφαλος: ὑποθαλάσσιος
ῥᾳδία: εὔκολη
ἐδόξαζες: φανταζόσουν
θέναρ: κοιλότης
νεῶν: πλοίων
ἴφθιμος: ἰσχυρός
ὁρφνὸς: σκοτεινός
περγάμων: ἀκροπόλεων
μαχαζενιῶν: (μαγαζιῶν) ἀποθηκῶν)
κατ’ ὄμματα μιλτοφυροῦς:  στὰ μάτια φαίνεται βαμμένη μὲ μίνιο
δῖος: θεῖος
ἐρίβωλα: εὔφορα
δίαιτες: τρόποι βίου
μάργος ἀγύρτης: τρελός ἀλήτης, ζητιάνος
ἀγυιόπαιδα: παιδιά τοῦ δρόμου
δείλη: δειλινό
ὄψα καὶ ἑψήματα: ψητά και βραστά
νοτίς: ὑγρασία
οὖθαρ: μαστάρι, στῆθος
χρὼς: ἐπιδερμίς
χνοάζει: χνουδιάζει, σηκώνει χνοῦδι
λαχνώδης; χνουδωτός
τέγγει: βρέχει
μετὰ χαρίτων: μὲ χάρη
κνεφαῖα: τοῦ σούρουπου
κεύσομε τὸ ἡμμένον ἡμῶν ἦτορ: θὰ κρύψουμε τὴν ἀναμμένη/ἀγγιγμένη μας καρδιά
λείβονται: στάζουν
ἰκμάδα: ὑγρασία
ἐρίβροτοι: θορυβώδεις
κλύδωνες: κύματα
κληδόνες: φήμες
γλῆνες: ὀφθαλμοί
ποδαπός: ἀπὸ ποὺ κατάγεται
νάπες: κοιλάδες
μονόστολοι: ποὺ ταξιδεύουν μόνοι
ἐδαιμῶμε: δαιμονιζόμασταν