(ποίημα από το μυθιστόρημα ‘ο ένοχος’)
ἀπουσία βροντῆς
αἰωνία ἀπλωσιὰ ὑδάτων ποὺ κλαίουν
κἀγὼ ἡ ἱλαρὴ μῦγα
κἀγὼ τὸ κομμένο χέρι
ἐγὼ μουσκεύω τὰ σεντόνια μου
κ’ ἦμουν τὸ παρελθόν
τὸ τυφλὸ νεκρὸ ἀστέρι
κίτρινος σκύλος
εἶναι ἐκεῖ αὐτός
ὁ τρόμος
ὠρυόμενος ὅπως ἕνα ἀβγό
κ’ἐμῶντας τὴν καρδιά μου
μέσ’ στὴν ἀπουσία τοῦ χεριού
κράζω
κράζω στὸν οὐρανό
δὲν εἶμαι ἐγὼ ποὺ κράζω
μέσ’ στὸ σπαραγμὸ τῆς βροντῆς
δὲν εἶμαι ἐγὼ ποὺ πεθαίνω
εἶν’ ὁ ἔναστρος οὐρανός
ὁ ἔναστρος οὐρανός ποὺ κράζει
ὁ ἔναστρος οὐρανός ποὺ κλαίει
πέφτω νὰ κοιμηθῶ
κ’ ὁ κόσμος ἀπολησμονεῖται
θάψατέ με μέσα στὸν ἥλιο
θάψατε τοὺς ἔρωτές μου
θάψατε τὴν γυναῖκα μου
γυμνὴ μέσα στὸν ἥλιο
θάψατε τὰ φιλιά μου
καὶ τὸ λευκό μου σάλιο
(απόδοση: Γ.Α.Σιβρίδης)