James Joyce: Επιφάνειες, 23

Δὲν εἶν’αὐτὸ χορός. Κατέβα ἐμπρὸς στὸν λαό, νιὸ ἀγόρι καὶ χόρεψε γι’αὐτούς… Δράμει ἔξω μελανένδυτος, εὐέλικτος καὶ σοβαρός γιὰ νὰ χορέψη ἐμπρὸς στὸ πλῆθος. Δὲν ὑπάρχει μουσικὴ γι’αὐτόν. Ἀρχίζει νὰ χορεύη πολὺ χαμηλὰ στ’ἀμφιθέατρο μὲ μίαν ἀργὴ καὶ εὐκαμπτὴ κίνηση τῶν ἄκρων, περνῶντας ἀπὸ κίνηση σὲ κίνηση, μὲς σ’ὅλην τὴν χάριν τῆς νεότητος, κ’ἀπομακρύνεται, μέχρι π’ὁμοιάζει μ’ἕνα περιστρεφόμενο σῶμα, μίαν ἀράχνη ποὺ περιελίσσεται μέσα στὸν χῶρο, ἕνα ἀστέρι. Ἐπιθυμῶ νὰ φωνάξω σ’αὐτὸν λέξεις έπιδοκιμασίας, νὰ φωνάξω ὑπεροπτικὰ ὑπεράνω τῶν κεφαλῶν τοῦ πλήθους «Δέστε! Δέστε!»…..Ὁ χορός του δὲν εἶν’ ὁ χορὸς των ἱεροδούλων, ὁ χορὸς τῶν θυγατέρων τῆς Ἡρωδιάδος. Ὑψώνεται μέσα ἀπὸ τὸν λαό, σβέλτος καὶ νέος και ἀρρενωπός, καὶ πέφτει ξανὰ στὴ γῆ σὲ τρεμάμενο ἀναφιλητὸ  γιὰ νὰ πεθάνει πάνω στὸν θρίαμβό του.

(απόδοση: Γ.Α.Σιβρίδης)