Μονάκριβή μου ἀγάπη, κάμω εὐχή
τοῦτο τὸ μικρό σου σύμπαν
νὰ μὴν τὸ διοικήσῃ ἄλλη ἀρχή
ἐξὸν ἡ πιο ἄκρατος μοναρχία
καθὼς ἂν συμμετέχῃ ἡ σύγχυσις
(ποὺ οἱ ἐνάρετες ψυχὲς μισοῦν)
καὶ στὴν καρδιά σου σύνοδο καλῇ
οὐκέτι θὰ σὲ φιλήσω πλέον.
Ὡς ὁ Ἀλέξανδρος θὰ δεσπόζω
καὶ θὰ δεσπόζω ὁλόμονος
πάντοτε οἱ σκέψεις μου ὑπερώρων
ἀντεραστὴ στο θρόνο μου.
Ἢ φοβῆται τὴν μοίρα του πολύ
εἴτε ἡ ἀξία του εἶναι ὀλίγη
ποὺ δεν τολμᾷ ν’ἀγγίξῃ αὐτήν,
ἅπαντα νὰ χάσῃ ἢ νὰ κτήσῃ.
Καὶ μέσ’ στῆς καρδιᾶς σου τὸ κράτος
ὅπου αὐτοῦ μόνον ἂς ἦμουν,
ἂν ἄλλοι ἀξιῶσουν κάποιο λάχος
ἢ νὰ ἔλθουν σ’ἅμιλλα μαζί μου
ἔχουν θράσος, ἢ ἂν συνέδρους αἱρῇς
ὥστε νὰ κάμεις λογισμούς,
θὰ χλευάσω σὲ περιφρόνησι,
καὶ οὐκέτι θὰ φιλῶ σὲ πλέον.
Ἀλλ’ ἂν ἀποδειχθῇς λοιπόν πιστή
καὶ ἐνδελεχὴς στον λόγο σου,
θὰ σ’ ἐπαινέσῃ ἡ δική μου γραφίς
καὶ δοξάσῃ τὸ ξίφος μου·
μὲ λαμπρούς τρόπους θὰ σ’ ὑπηρετήσω
πρωτάκουστους· μετὰ δαφνῶν
θὰ στεφανώσω καὶ θὰ σὲ κοσμήσω
και θὰ φιλῶ σὲ ἔτι ἐπιπλέον.
(απόδοση: Γ.Α. Σιβρίδης)
φιλέω-ῶ: αγαπώ
ὑπερώρων: καταφρονούσα (υπεροψία)
λάχος (το): μέρος, κομμάτι (λαχνός)
αἰρέω-ῶ: εκλέγω