John Donne: Άσμα

Ἄμε κ’  ἅρπαξε ἕνα πεφταστέρι,
πιάσε παιδί μὲ ρίζα μανδραγόρου,
πέ με πού εἰναι οἱ παλαίοι οἱ χρόνοι,
ἢ ποιὸς ἔσχισε τὸ πόδι τοῦ διαβόλου,
μάθε με νἀκούω τὶς Νηρηίδες νᾄδουν,
ἢ νἀμύνω τὸν οἶστρο τοῦ φθόνου.
Καὶ εὕρε
ποία αὔρα
εὐεργετεῖ μία δικαία διάνοια.

Ἂν ἐγεννήθῃς σὲ θεάματα ἀλλόκοτα,
πράγματα ἀόρατα νὰ βλέπῃς,
ἵππευσε δέκα χιλιάδες μερόνυχτα,
μέχρι ἡ ἡλικία λευκὰ εἰς σὲ νείψῃ
μαλλιά. Σύ, ὅταν ἐπιστρέψῃς θὰ μ’εἴπῃς
ὅλα τὰ θαύματα πού σ’ ἔχουν τύχει.
Καὶ ὄμνυ
οὐδαμοῖ
ζεῖ γυναῖκα γνησία καὶ καλλονή.

Ἂν εὕρῃς μία, μήνυσέ με,
ἕνα τέτοιο πλάνημα ἦταν δὴ θυμηδές·
ἀλλὰ μήν, δὲν θὰ ἠρχόμην,
κἂν στὴν ἄλλη θύρα ἔνι νὰ συντύχωμε·
κἂν ἦταν γνησία ὅταν τὴν ἀπήντησες,
και ἐσχάτως ἄχρι τὸ γράμμα ποὺ ἔγραψες,
μὰ θἆναι
γὰρ αὐτή
ἄπιστος, πρὶν ἔλθω, σὲ δύο ἢ τρεῖς.

(απόδοση: Γ.Α. Σιβρίδης)

νείφω: χιονίζω

πλάνημα: ταξίδι