Jules Laforgue: Το Σιγαρέττο (1880)

Ναί,  ὁ κόσμος τοῦτος εἶν’ πολύ πεζός· ὁ ἄλλος, λόγια τἀγέρα
Ἐγώ, ἀνέλπιδα θὰ παραιτηθῶ ἀπό τὴ μοῖρα μου
Καὶ, περιμένοντας τὸ θάνατο, νὰ σκοτώνω τὸν χρόνο,
Καπνίζω μές στὴ μύτη τῶν θεῶν ἐξαίσια σιγαρέττα

Ἄμετε παλέψ’τε, βροτοί,  φτωχά τοῦ μέλλοντος ὀστᾶ.
Ἐμέ, ὁ κυανόχρους μαίανδρος ποὺ πρὸς τὸν οὐρανό διπλώνει
Μὲ βουτᾷ σὲ μιὰν ἄπειρην ἔκσταση καὶ μἀποκοιμίζει
Σάν ’ς ἀποθνήσκοντα μέσ’ ἀρώματα ’πὸ μύρια θυμιατά

Καὶ μπαίνω στὴν παράδεισο, ἄνθινη ἀπ’ ὄνειρα καθάρια
Ὅπου βλέπεις νὰ σμίγωσι σε walzer φαντασίας
Οἰστρόπληκτους ἐλέφαντες μὲ κουνουπιῶν ὁμοφωνίας.

Κατόπι, ὅταν ξυπνῷ, τοὺς στίχους μου ὀνειροπολώντας
Ἀτενίζω, μὲ πλήρη τὴν καρδιὰ ἀπό χαρὰ γλυκεῖα,
Ψητό τὸν λατρευτό μου ἀντίχειρα, ὡσὰν μηρὸ ἀπὸ χήνα.

(απόδοση: Γ.Α.Σιβρίδης)