Julien Offray de La Mettrie: Επικούρειο σύστημα (1750)

[αποσπάσματα]

LXIX. Ο θάνατος και ο έρως ολοκληρούνται από τα ίδια μέσα: την εκπνοή. Αναπαράγεσαι, όταν είν’ απ’ έρωτα το ότι πεθαίνεις• εκμηδενίζεσαι, όταν είναι από το ψαλίδι της Ατροπού. Ας ευχαριστήσουμε την Φύσιν, η οποία έχοντας αφιερώσει τις πλέον ζωντανές απολαύσεις στην παραγωγή του είδους, μάς έχει ακόμη φυλάξει κάποιες αρκούντως γλυκειές, συχνότατα, για κείνες τις στιγμές όπου δεν δυναται πλέον να μάς διατηρήση ζωντανούς.

LXXII. Ο θάνατος είναι το τέλος όλων• μετά από αυτό, επαναλαμβάνω, μία άβυσσος, ένα αιώνιο μηδέν• όλα ειπώθηκαν, όλα έγιναν, το σύνολο των αγαθών, και το σύνολο των δεινών είναι ίσο: πλειότερες μέριμνες, πλειότερα εμπόδια, πλειότερα πρόσωπα να αναπαραστήσης. La farce s’est jouée*.

LX. Γιατί αυτός ο πολεμιστής που απέκτησε τόση δόξα στο πεδίο του Άρεως, που εφάνη τόσο φοβερός στις επί μέρους μάχες, ασθενής στο κρεβάτι, δεν δύναται να υποφέρη, ως ειπείν, την μονομαχία του θανάτου;

LXIV. Δεν έχω μήτε φόβους, μήτε ελπίδες. Ουδέν αποτύπωμα της πρώτης μου εκπαίδευσης• τούτο το πλήθος περασμένων προκαταλήψεων, ως ειπείν, με το γάλα, ευτυχώς εξηφανίσθησαν σύντομα με την θεία λάμψη της φιλοσοφίας. Αυτή η αβρή και μαλακή ύλη, πάνω στην οποία η σφραγίς της πλάνης ήταν τόσο καλά τυπωμένη, καθαρισμένη σήμερα, δεν συντήρησε κανένα αχνάρι μήτε των συναδέλφων μου, μήτε των διδασκάλων μου. Είχα το κουράγιο να ξεχάσω ό, τι είχα την αδυναμία να μάθω• κάθε τι είναι εξηφανισμένο (οποία ευτυχία)• κάθε τι είναι εξηλειμμένο, κάθε τι έχει αφαιρεθή με τη ρίζα, και είναι το μέγα έργο του συλλογισμού και της φιλοσοφίας• Μόνον αυτά μπορούσαν να εκριζώσουν το ζιζάνιο και να σπείρουν τον καλό σπόρο στα οργώματα που το κακό χόρτο κατελάμβανε.

XCI. Θα εγκαταλείψω τον έρωτα ίσως πιο νωρίς απ’όσο φαντάζομαι, αλλά δεν θα εγκαταλείψω την Θεμίρα**. Δεν θα τήν θυσιάσω στους θεούς. Θέλω τα ώρια χέρια της, που τόσες φορές διασκέδασαν τον ξύπνιο μου, να μού κλείσουν τα μάτια. Θέλω να είναι δύσκολο να λέω ποιά θα μετάσχει περισσότερο στο τέλος μου, η Μοίρα ή η ηδονή. Ας μπορούσα αληθινά να πεθάνω μες στην ώρια αγκαλιά της, όπου τόσες φορές ξεχάστηκα. Και (για να κρατήσω έναν τρόπο ομιλίας που περιγελά την φαντασία και ζωγραφίζει τόσο καλά την φύση), ας μπορούσε η πολύπλαγκτη ψυχή μου στα Ηλύσια Πεδία και καθώς αναζητεί σε μάτια το μισό της, να ερωτήσει για αυτήν όλους τους ήσκιους, τόσο έκπληκτη που δεν δύναται να δη το αβρό αντικείμενο που την εβάσταζε πριν ένα λεπτό μέσα σε εναγκαλισμούς τόσο γλυκούς, όσο η Θεμίρα νιώθει έναν ψυχρό θνητό μες σε μία καρδιά που, με την δύναμη που εκτύπα, υπέσχετο να κτυπά μακροχρόνια για αυτήν. Τέτοια είναι τα δικά μου σχέδια για την ζωή και τον θάνατο: κατά την πορεία της μίας και μέχρι την τελευταία πνοή, ηδονικός επικούρειος• στέρεος στωικός στο πλησίασμα του άλλου.

*Rabelais: «η κωμωδία έχει παιχθή»
**Thémire: ηρωίδα από πεζοτράγουδο του Montesquieu, Le Temple de Gnide (μια υποτιθέμενη μετάφραση χαμένου αρχαίου ποιήματος).

[απόδοση: Γ.Α.Σιβρίδης]