William Shakespeare: ‘Carpe Diem’ (Δωδεκάτη Νύχτα, 2.3)
(Feste, ὁ γελωτοποιός τῆς κόμισσας Olivia τραγουδᾷ)
Ὦ Ἀρχόντισσά μου, μὰ ποῦ σεῖς ἀλᾶσθε;
Ὦ, μεῖνε καὶ ἄκου·ἡ ἀληθινή σου ἀγάπη φθάνει,
    καὐτὴ μπορεῖ νὰ τραγουδᾷ ψηλὰ καὶ χαμηλά·
Μὴν ἄλλο τριγυρνᾷς, γλύκεια χαριτωμένη,
κάθε ταξίδι στὴν συνάντηση τῶν ἐραστῶν τελεύει—
    κάθ’ὑγιὸς σοφοῦ ἀνδρὸς τὸ ξέρει αὐτὸ καλά.
Ὁ ἔρως τί νἆναι; Δὲν εἶν’ἐπέκεινα·
ἡ τωρινὴ εὐθυμία ἔχει τωρινὰ γέλια·
    ὅ τι εἶν’ νἄρθῃ εἶν’ ἀμφίβολον ἀκόμη:
Στὴν ἀργοπορία, ἡ πλησμονὴ δὲν κεῖται κεῖ,—
τότε, ἔλα φίλησέ με, Γλυκειὰ-καὶ-εἴκοσι.
    Εἶν’ ἀπ’ ὑλικοῦ ποὺ δὲν ἀντέχει, ἡ νιότης.
[ἀπόδοση: Γ.Α.Σιβρίδης]
άλᾶσθε: περιπλανᾶσθε