Louis MacNeice: Η επιθυμία θανάτου [1940]

Καθώς ἀπαγορεύεται στὴν ζωὴ τούτη νὰ κινῆσαι
μὲ πολλὴν εὐχέρεια, οἱ ἄνθρωποι, προνούστεροι, τεχνάζονται
τὶς ἴδιες ζωές νὰ σῴσουν ἅμα τὶς σταθμήσουν πρός
νεκρὲς συνήθειες, ἐλπίδες, γνῶμες, ὁτιοῦν ἄψυχο,
μέχρις ὅτου τοῦτο τὸ ἔρμα τοῦ ψεύδους νὰ βυθίσῃ
τὸ πλοῖο καὶ ὅλος ὁ λογισμός ἡμῶν καχλάσῃ κάτω
στὴν βαθειὰ θάλασσα ἡ ὁποία οὐδέποτε σκέπτεται.

Τὸ ὁποῖο ἀφοῦ εἶναι ἔτσι, δὲν ἐκπλήσσει ὅτι ἔνιοι,
ἐν προπετείᾳ, πηδοῦν τὶς σιδηροτροχιές, ἀρνούμενοι
νὰ ἀναμένουν τὴν πάνδημο ἀποτυχία, προτιμῶντες
τὸν τρόπο διὰ τοῦ ὁ μανικός ἢ ὁ μετεωρίτης ἐκλείπει,
φενακίζοντες ἑαυτοὺς νὰ δοκοῦν τὸν ἴδιο θάνατο ἔξοχο,
καὶ τόσον ἄφρον νὰ ἀλώσῃς τὴν ἀνάλωτο θάλασσα
ὅπως ἄνδρας τὴν ἄνοιξη ποθεῖ ἐν γυναικί νὰ ἀποθνήσκῃ.

[The death-wish, ἀπόδοση, Γ.Α. Σιβρίδης]

 

προνούστεροι: πιὸ προνοητικοί

ὁτιοῦν: ὁτιδήποτε

φενακίζοντες: ἐξαπατῶντες

ἀνάλωτος: ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κατακτηθῇ