
Οὔπω γεννημένος· ἄκουσόν με.
Μὴ ἐάσῃς τὴν αἱματορρόφο νυκτερίδα ἢ τὸν ἀρουραῖο ἢ τὴν ἰκτίδα ἢ
    τὸ ξυλοπόδαρο μορμὼ προσπελᾶσαι με.
Οὔπω γεννημένος, παραμύθησαί με.
Φοβοῦμαι μὴν ἂν ἡ ἀνθρώπινη φυλὴ διὰ ὑψηλῶν τειχῶν περιτειχίσαι με, διὰ δυνατῶν
    φαρμάκων ναρκῶσαι με, διὰ σοφῶν ψευδῶν δελεᾶσαι με, ἐπὶ μαύρων
         τροχῶν βασανίσαι με, καἱματηρῶν λουτρῶν ἀνεστρέψαι με.
Οὔπω γεννημένος· πόρισόν με
Ὕδωρ ἵνα μὲ σείσῃ, χλόη ἵνα χάριν μου χλοάσῃ, δένδρα ἵνα φωνήσωσι
    ἐμέ, οὐρανό ἵνα ψάλλῃ ’ς ἐμέ, ὀρνίθια καὶ λευκὸ φῶς
         στὰ νῶτα τοῦ νοῦ μου ἵνα μἡγεμονεύσωσι.
Οὔπω γεννημένος· ἄφες μοι
Τὶς ἁμαρτίες ποὺ ἔνδον μου ὁ κόσμος διαπράξει, τὶς λέξεις ὅταν
    μὲ λέξουσι, τὶς σκέψεις μου ὅταν μὲ σκέψονται,τὴν
         προδοσία μου ποὺ προδότες γεννήσουσι πόρρω ἐμοῦ,
              τὴν ζωή μου ὅταν φονεύσουσι αὐτοὶ διὰ τῶν χειρῶν μου,
                   τὸν θάνατό μου ὅταν μὲ ζήσουσι.
Οὔπω γεννημένος· ἐξηγοῦ
τῶν σχημάτων ποὺ ἔχω νὰ παίξω καὶ νὰ μιμηθῶ ὁπόταν γέροντες μὲ
    νουθετῶσι, γραφειοκράτες μἀπειλῶσι, ὄρη σκυθρωπάζωσι ἐπ’ ἐμοί,
          ἐραστὲς καχάζωσι κατ’ ἐμοῦ, οἱ λευκοί κλύδονες μὲ κελεύσωσι
              στὴν ἀφροσύνη καὶ ἡ ἐρήμος μὲ κελεύσῃ στὸν ὄλεθρο
                   καὶ ὁ ζητιάνος ἀρνῆται τὸ δώρημά μου
                        καὶ οἱ γόνοι μου μὲ καταρῶνται.
Οὔπω γεννημένος· ἄκουσόν με,
Μὴ ἐάσῃς ὅποιον εἶναι θηρίο ἢ νομίζῃ ὅτι εἶναι Θεός
    προσπελᾶσαι με.
Οὔπω γεννημένος· Μέστωσόν με
Δυνάμεως πρὸς ἐκείνους ὅσους ἐπήγνυον ἂν
    τὴν ἀνθρωπότητά μου, μἀνδραπόδιζον ἂν σὲ φονικόν αὐτόματον,
         μἔκαμόν ἂν γρανάζι σὲ μηχανή, πρᾶγμα
              μονοπρόσωπο, πρᾶγμα, καὶ πρὸς ἅπαντες κείνους
                   ὅσους διέλυον ἂν τὴν ὁλότητά μου, ὣς
                        ἀκάνθης πάππος φυσώμενος ἐδῶ
                             κἀκεῖ ἢ ἐδῶ κἀκεῖ ὣς ὕδωρ
                                  ἐκχέωμενος
                                       ἐκ χειρῶν.
Μὴ ἐάσῃς αὐτοὺς νὰ μὲ κάμουν πέτρα καὶ μὴ ἐάσῃς αὐτοὺς νὰ μἐκχύσουν.
    Ἄλλως, ἀπόκτεινόν με.
[prayer before birth, ἀπόδοση Γ.Α. Σιβρίδης]
οὕπω: ὄχι ἀκόμη
μὴ ἐάσῃς: μὴν ἀφήσεις
μορμώ: φόβητρο, σκιάχτρο