Otto Weininger: Φύλο και Χαρακτήρ [Geschlecht und Charakter, 1903] (σύνοψη, β΄)

Β.1. Ο ΑΝΔΡΑΣ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Η θεωρία των «ενδιάμεσων τύπων» ή της εγγενούς αμφιφυλίας του ανθρώπινου όντος, δεν μας οδηγεί προς μια καθολική «αφυλία» όπως το θέλουν οι οπαδοί της εξίσωσης, αλλά στο αντίθετο: Ότι ακόμη και μεταξύ ομοφυλοφίλων υπάρχει πάντοτε ένας άνδρας και μια γυναίκα. Δηλαδή, καίτοι την άπειρη διαβάθμιση των ενδιαμέσων μορφών, το ανθρώπινο ον συναντάται εν τέλει ως άνδρας ή ως γυναίκα.

Υπάρχει, αναρωτάται ο Weininger, ένα ον μοναδικό και απλούν, και αν ναι, ποια η σχέση του με την ποικιλία από την οποία είναι φτειαγμένος ο άνθρωπος; Υπάρχει Ψυχή; Και ποιες είναι οι σχέσεις της με τα ψυχικά φαινόμενα; Το πρόβλημα αυτής της «χαρακτηρολογίας» είναι ακριβώς αυτό. Το αντικείμενό της, ο χαρακτήρ, είναι εξόχως προβληματικό. Εκεί που αποτυγχάνει η επιστήμη, έρχεται η τέχνη, κατεξοχήν μορφολογική, να δώσει απαντήσεις: Περί  του ηρωισμού, του εγκλήματος, της μοναξιάς, της φιλίας κτλ. είτε ομιλεί ο Shakespeare ή ο Δοστογιέφσκι.

Η επιστήμη απεναντίας, βασιζομένη σε μια «θεωρία των αισθημάτων» ασχολείται ουσιαστικά με «φυσιολογία των αισθήσεων», παρανοώντας το γεγονός ότι αν ο εξωτερικός κόσμος συντίθεται από καθαρά αισθήματα, δεν συμβαίνει το ίδιο με τον εσωτερικό κόσμο. Η χαρακτηρολογία δεν ασχολείται με τον ευμετάβλητο εξωτερικό κόσμο, αλλά με τον χαρακτήρα, κάτι ενοποιητικό και μόνιμο, μία μορφή του οργανισμού. Ο χαρακτήρ δεν κείται κάπου κρυμμένος πίσω από το άτομο όπως σκέφτεται και αισθάνεται, αλλά είναι κάτι που αποκαλύπτει καθεμιά από τις σκέψεις του και καθένα από τα συναισθήματά του. Ό, τι πράττει ένα ανθρώπινο όν είναι ένα φυσιογνωμικό σήμα σε σχέση με τον ίδιο (Carlyle). Όπως κάθε κύτταρο περικλείει όλες τις ιδιότητες του ατόμου, έτσι και κάθε ψυχική εκδήλωση δεν εμπεριέχει κάποιο «ίχνος χαρακτήρα», αλλά ολόκληρο το είναι του, αφήνοντας να διαφανούν πότε το μυστικό κάποιας ιδιότητάς του, ποτέ κάποιας άλλης.

Δεν υπάρχει απομονωμένη αίσθηση, αλλά μια ολότητα αισθήσεων, ένα πεδίο αίσθησης, που είναι όπως το αντικείμενο σε σχέση με το υποκείμενο, ο Κόσμος με το Εγώ, και εκ του οποίου δεν μπορείς να απομονώσεις το ένα ή το άλλο στοιχείο. Όπως δεν είναι με «αναπαραστάσεις» που κανείς συνδέεται, αλλά με ακαρή χρόνου (στιγμές) της ζωής του, συνειδησιακές καταστάσεις του παρελθόντος του, έτσι το ανθρώπινο όν περιέχεται ολόκληρο σε κάθε στιγμή της ψυχικής του ζωής, απλά σε κάθε διαφορετική ενότητα χρόνου τονίζεται μία διαφορετική όψη της ουσίας του. Αυτή η ύπαρξη που επανεμφανίζει συνεχώς η ψυχική ζωή, είναι το αντικείμενο της χαρακτηρολογίας.

Β.2.ΑΝΔΡΙΚΗ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΣ

Οι ψυχολόγοι ήσαν πάντοτε άνδρες, μας λέει ο Weininger. Ως εκ τούτου, η ψυχολογία ήταν ανδρική ψυχολογία. Η ψυχολογία γίνεται γυναικεία, όταν πρέπει να κάμουμε λόγο για μια ψυχολογία των φύλων, και τότε ο άνδρας ψυχολόγος οφείλει να ασχοληθή με τη γυναίκα. Αλλά γιατί η γυναίκα δεν ασχολείται με τον εαυτό της; Γιατί όταν είναι έγκυος δεν καταγράφει την εμπειρία της σε ένα ποίημα ή ένα πόνημα γυναικολογίας; Επειδή ντρέπεται; Το συναίσθημα της αιδούς είναι ό, τι πιο ξένο σε μια εγκυμονούσα γυναίκα, μας λέει ορθώς ο Schopenhauer. Γιατί λοιπόν η γυναίκα δεν έχει εποπτεία της σεξουαλικότητάς της; Επειδή, απαντά ο W.,  είναι η ίδια το σεξουαλικό, το ίδιο το φύλο.

Ο Weininger απορρίπτει την ιδέα ότι υπάρχει μεγαλύτερη ένταση του γενετησίου ενστίκτου στο Άρρεν από ό τι στο Θήλυ.  Ο Albert Moll εξέτασε δυο στιγμές του γενετήσιου ενστίκτου την  Detumeszenz (αποδιόγκωσι) και την Kontrektationstrieb (στύσι). Στο Α υπάρχουν και οι δύο παρωθήσεις ενώ στο Θ μόνον η δεύτερη, όθεν και η λέξη «κλειτορίς»=εξόγκωμα. Αυτή η παρώθηση έχει στο Θ σημαντική λειτουργία καθότι μοναδική.  Το κοινό λάθος που κάμουμε είναι ότι προσιδιάζουμε την ένταση της επιθυμίας με μια ενεργητική, επιθετική συμπεριφορά. Αν ίσχυε αυτό, θα σήμαινε ότι το παθητικό όν, δηλαδή το θηλυκό δεν θα είχε επιθυμία. Απεναντίας, στο εσωτερικό της στυτικής παρώθησης, το Α έχει ανάγκη ν’ αλώσει, ενώ το Θ, ν’ αλωθή, και η θηλυκή ανάγκη υποχωρεί ως παθητικότητα ακριβώς επειδή δεν είναι ανισχυρή.

Στον γυναικείο αυτοερωτισμό αντιλαμβανόμαστε ότι το Θήλυ είναι πολύ πιο ευερέθιστο από το Άρρεν. Οι περιοχές σεξουαλικού ερεθισμού καλύπτουν όλο το σώμα της γυναίκας, την στιγμή που στο Α συνδέεται μόνον με τα γεννητικά όργανα. Στο Θήλυ, η σεξουαλική επιθυμία αντιστοιχεί σε μια διάθεση φυσική και μόνιμη που δεν τελειώνει όπως στον άνδρα με την αποδιόγκωση της στύσεως. Ο αυτοερωτισμός λοιπόν σε αυτήν δεν σκοπεύει να ξεπεράσει τον ερεθισμό, όπως στο Α, αλλά να τον προκαλέσει, να τον εντείνει και να τον παρατείνει.

Το είναι της γυναίκας είναι καθόλου σεξουαλικό. Ο σεξουαλικός βίος, η σφαίρα του ζευγαρώματος και της αναπαραγωγής που ενέχει τον άνδρα και το παιδί, απορροφά την γυναίκα καθ’ ολοκληρία. Εξαιρέσει των γυναικών που προαναφέραμε, η πραγματική γυναίκα μαθαίνει λατινικά για να τα μάθει στο παιδί της. Έτσι μπορούμε να μιλήσουμε για άνδρες σχεδόν θηλυκούς όταν απασχολούν εαυτούς με γυναίκες  τρέχοντας συνεχώς οπίσω τους.

Το Θήλυ λοιπόν είναι αποκλειστικώς σεξουαλικό, ενώ το Άρρεν είναι σεξουαλικό και τί άλλο επιπλέον. Τούτο το βλέπουμε στην διαφορετική αντίδραση που έχουν τα δυο φύλα προ της εμφάνισης της σεξουαλικότητας κατά την εφηβεία. Για το αγόρι, η εμφάνιση της φυσιολογικής στύσης, είναι κάτι ξένο, κάτι που γίνεται παρά την θέλησή του. Το κορίτσι, όχι μόνο αφήνεται ολοκληρωτικώς στην εφηβεία, αλλά εγγίζει τον υψηλότερο βαθμό της ισχύος του. Ο άνδρας, ως αγόρι, δεν νιώθει την ανάγκη κάποιας σεξουαλικής ωρίμανσης. Η γυναίκα, ως κορίτσι, περιμένει τα πάντα από αυτήν. Γι’ αυτό και τα αγόρια ευρίσκουν σε αυτήν την ηλικία εντελώς γελοία την ιδέα ότι κάποτε θα ερωτευτούν και θα παντρευτούν, ενώ οι γυναίκες ονειρεύονται εκείνες τις στιγμές ως τέλος και πλήρωση της ύπαρξής των.

Η γυναίκα είναι μόνον σεξουαλική, ο άνδρας είναι και σεξουαλικός.

Η γυναίκα είναι σεξουαλική σε βαθμό συνεχή, ο άνδρας είναι μόνο σε διαλείμματα. Το γενετήσιο ένστικτο είναι πάντοτε παρόν στη γυναίκα, ενώ γνωρίζει περιόδους ανάπαυσης στον άνδρα. Έτσι εξηγείται ο εκρηκτικός χαρακτήρας του γενετήσιου ενστίκτου στον άνδρα, που έχει οδηγήσει στην εσφαλμένη ιδέα ότι είναι πιο έντονο.

Ακριβώς επειδή ο άνδρας δεν βρίσκεται κυριευμένος από το γενετήσιο ένστικτο, γι’ αυτό ακριβώς μπορεί να το ξεχωρίσει και να το συγγνώσει. Οι γυναίκες δεν μπορούν, ακριβώς επειδή είναι σεξουαλικές είναι χήρες αυτού του δυϊσμού. Απεναντίας στον άνδρα η σεξουαλικότητα διακρίνεται όχι μόνο ανατομικά αλλά και ψυχολογικά. Μπορεί να φερθή προς το σεξουαλικό κατά τρόπο αυτόνομο, έχει την ελευθερία να επιλέξει αν θα γίνει άγιος ή Don Juan. Ούτως ειπείν, ο άνδρας έχει το πέος, αλλά η μήτρα έχει τη γυναίκα.

O W. έχει πιθανόν στον νου του την επιστολή της Donna Julia στον Don Juan στο φερώνυμο ποίημα (canto I) του Βύρωνα:

Man’s love  is of man’s life a thing apart,
’Tis woman’s whole existence; man may range
The court, camp, church, the vessel, and the mart;
Sword, gown, gain, glory, offer in exchange
Pride, fame, ambition, to fill up his heart,
And few there are whom these cannot estrange;
Men have all these resources, we but one,
To love again, and be again undone

 

Β.3. ΑΝΔΡΙΚΗ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

Ο Weininger για να μιλήσει για την συνείδηση στα δυο φύλα, άρχεται με την περιγραφή της έννοιας της αντίληψης από την ψυχολογία, κυρίως του Avenarius. Μάς λέει ότι πριν από κάθε αίσθημα ανάγλυφο και ακριβές όπως και από κάθε σκέψη καθαρή και διακριτή και έτοιμη να εκφραστή σε λέξεις, προηγείται μια σύντομη φάση σύγχυσης. Όπως και πριν από κάθε σχέση με κάτι υπάρχει ένα προαίσθημα, ένα αίσθημα κοινής μετοχής. Ο Avenarius λέει περί «στοιχείων» και «χαρακτήρων». Αίσθημα, εντύπωση, πράγμα, αφορουν προς κάποιον χαρακτήρα. Το πράσινο των φύλλων ενός δένδρου, ανήκει στον χαρακτήρα του χρωματισμού, σε μια «τονικότητα αισθήματος». Πριν όμως αποκτήσει τον χαρακτήρα τούτο, τα στοιχεία εμφανίζονται συγκεχυμένα, ως φόντο, θολά. «Στοιχείο» και «χαρακτήρας» είναι εκείνη τη στιγμή αδιάκριτα. Είναι ακριβώς το συναίσθημα της ανυπομονησίας  όταν προσπελάζουμε ένα αντικείμενο άποθεν, που είναι το ίδιο με την ανάδυση μιας σκέψης. Υπάρχει ένα προστοχαστικό στάδιο, μια προδιάθεση, μια διαίσθηση πριν λάβει τόπο η διαδικασία της διαλεύκανσης (clarification). Η εναντία κίνηση είναι εκείνη της λήθης. Στην νευροφυσιολογία (Sigmund Exner) αυτό σημαίνει ότι κάποιοι νευρώνες γίνονται κατευθυντικοί, ικανοί να μεταφέρουν το ερέθισμα, μετά από μια παράταση ή επανάληψη του συναισθήματος, ενώ στην αντίθετη περίπτωση έχουμε μίαν ατροφία. Η πρώτη διεργασία ονομάζεται διάρθρωση, η δεύτερη, αποσύνθεση. Στην κατάσταση όπου αίσθημα (sensation) και συναίσθημα (sentiment) δεν είναι ακόμη διακριτά, ο Weininger  δίδει το όνομα «ενωτισμός». Είναι η κατάσταση που βρισκόμαστε όταν αρχίζουμε μια συζήτηση κακεί που είμαστε έτοιμοι να αρθρώσουμε μία κουβέντα, ο συζητητής μας μάς διακόπτει και ξεχνούμε τι θέλαμε να πούμε. Ενωτισμός λοιπόν είναι μια κατάσταση μη διαφοροποίησης που θα οδηγήσει σε ένα αρθρωτό αποτέλεσμα. Θα λέγαμε πως είναι κάποια κατάσταση προσυνειδησιακής μη ενσυνειδησίας, όπου τα περιγράμματα του συναισθήματος δεν είναι ακόμη ξεκάθαρα. Τι έχει να κάνει λοιπόν τούτο με το Άρρεν και το Θήλυ;

Ο άνδρας έχει τα ίδια ψυχικά περιεχόμενα με την γυναικά, αλλά σε αρθρωτή μορφή· εκεί που αυτή σκέπτεται πλέον ή έλαττον με ενωτισμούς, εκείνος σκέπτεται αμέσως με αναπαραστάσεις καθαρές και διακριτές, στις οποίες συνάπτονται εκπεφρασμένα συναισθήματα που επιτρέπουν πάντοτε την αφαίρεση ως προς τα πράγματα. Στο Θήλυ, το σκέπτεσθαι και το αισθάνεσθαι είναι ένα, αδιαχώριστα, ενώ είναι διακριτά στο Άρρεν. Έτσι το Θήλυ ζει ένα μεγάλο αριθμό ψυχικών συμβάντων υπό μια ενωτική μορφή, τα οποία στο Άρρεν έχουν περάσει από μια διεργασία διευκρίνησης. Είναι γι’ αυτό που η γυναίκα συγκινείται αλλά δεν μπορεί να ζήσει έντονες διανοητικές εντάσεις.

 Αυτή η μεγάλη διάρθρωση των ψυχικών πραγμάτων στον άνδρα, αντιστοιχεί σε μια πιο αδρή διαμόρφωση στη φυσιολογία του και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, που αντιτίθεται στην αβρότητα, την καμπυλότητα και την αναποφασιστικότητα που χαρακτηρίζουν την φυσιογνωμία της θηλυκής γυναίκας. Επίσης, οι αισθήσεις στον άνδρα είναι κατά μέσο όρο, πλέον ανεπτυγμένες, εξαιρέσει της αφής, και η αίσθηση του πόνου είναι πολύ μεγαλύτερη. Καθώς η διαύγεια της αναπαράστασης είναι εκείνη που κάμει την κρίση μας ακριβή και στέρεα, δηλαδή η απόσταση από το στάδιο του ενωτισμού, η γυναίκα έχει δυσκολία στην κρίση, εμμένοντας σε ένα διαισθητικό στάδιο.

Η πιο αποφασιστική απόδειξη για τα παραπάνω, είναι ότι το Θήλυ περιμένει πάντοτε από το Άρρεν την διευκρίνιση των αναπαραστάσεών του, δηλαδή την ερμηνεία του ενωτισμού του. Η διάρθρωση της σκέψης που εκφράζεται στους λόγους του άνδρα, όπου εκείνη δεν έχει παρά αναπαραστάσεις ημισυνειδητές, αξιώνεται, ποθείται σε εκείνον από αυτήν ως ένας αρσενικός χαρακτήρας (τριτογενής). Τούτο μάς λέει πολλά για τις κοπέλες που δεν μπορούν να ερωτευτούν παρά μόνον κάποιον άνδρα πιο έξυπνο από αυτές, ενώ αισθάνονται απώθηση για εκείνον που όταν αυτές μιλούν, δράμει να συμφωνήσει μαζί τους και δεν ξέρει να πει καλύτερα, ό τι κείνες θέλουν να πουν: Η γυναίκα αισθάνεται την πνευματική ανωτερότητα ως ένα κριτήριο ανδρισμού, και ελκύεται ισχυρώς από τον άνδρα του οποίου η σκέψη τήν υποβάλει τον σεβασμό, πράγμα που, δίχως να το ξέρει, μαρτυρεί αποφασιστικά, εναντίον κάθε εξισωτικής θεωρίας.

Το Άρρεν ζει σε κατάσταση συνειδητή, το Θήλυ, σε ασύνειδη. Το Θ λαμβάνει από το Α την συνείδησή του : Η λειτουργία που συνίσταται να κάνει το ασύνειδο συνειδητό, δεν είναι άλλη από την λειτουργία που αναλαμβάνει σεξουαλικά ο τυπικός άνδρας δίπλα στην τυπική γυναίκα, όσο αυτή δω είναι το ιδεατό συμπλήρωμά του.

Β.4. ΧΑΡΙΣΜΑ ΚΑΙ ΙΔΙΟΦΥΙΑ

Αναφέροντάς μας νωρίτερα την ιδιοφυΐα ως άρρεν χαρακτηριστικό, ο Weininger, θέλει να μας ορίσει τι σημαίνει Ιδιοφυΐα, δαιμόνιο (Genie). Για να το κάμει αυτό χρησιμοποιεί την μέθοδο της αντίθεσης που μάς έχει συνηθίσει. Αντιθέτει λοιπόν την ιδιοφυΐα στις υπόλοιπες εκδηλώσεις του πνεύματος και κυρίως στο ταλέντο. Η ιδιοφυΐα δεν είναι ένα υπερθετικό του ταλέντου, αλλά τί το ετερογενές. Κληρονομεί τίς ταλέντο, το ταλέντο μπορεί να είναι κοινό σε μία οικογένεια, ενώ η ιδιοφυΐα, όπως μάς λέει η ίδια η λέξη, δεν είναι μεταβιβάσιμη, δεν είναι κάτι γενικό, αλλά ατομικό. Ο Johann Sebastian Bach ήταν ιδιοφυής, τα παιδιά του είχαν ταλέντο. Πολλοί άνθρωποι εύκολα εντυπωσιαζόμενοι και ιδιαίτερα οι γυναίκες πιστεύουν ότι το να είσαι ιδιοφυής σημαίνει να έχεις πνεύμα. Οι μεγάλοι άνδρες παίρνουν τα πράγματα σοβαρά για να επιδείξουν πνεύμα μόνο ευκαιριακά. Οι άνδρες που δεν είναι παρά «άνθρωποι του πνεύματος» είναι άνδρες δίχως πίστη οι οποίοι δεν έχουν μεστωθή από τα πράγματα, δεν έχουν για αυτά ένα ενδιαφέρον αληθινό και βαθύ και δεν προσπαθούν να γεννήσουν κάτι. Γνοιάζονται για το λαμπύρισμα της σκέψης των, και όχι για το αν φωτίζει ένα περιεχόμενο! Ζευγαρώνουν με τις ιδέες όπως συμβαίνει κάποιοι να νυμφεύονται γυναίκες επειδή αρέσουν στους άλλους. Ή επειδή έτσι τους σοκάρουν.

Ποιό είναι το κοινό όλων Ιδιοφυϊών, από τον Ευριπίδη στον Shakespeare και τον Zola; Η βαθειά γνώση της πολλαπλότητας των πραγμάτων. Πόσοι διαφορετικοί χαρακτήρες παρελαύνουν από τα έργα των μεγάλων συγγραφέων! Για να μπορέσεις να αναπαραστήσεις ή να γνωρίσεις έναν άνθρωπο, πρέπει να τον καταλάβεις, και για να τον καταλάβεις πρέπει να τον μοιάσεις, να τον ενέχεις δηλαδή, να είσαι εκείνος. Ένας αγνός άνθρωπος δεν το καταφέρνει ποτέ, γιατί δεν μπορεί να δράξει τον χαρακτήρα και τις σκέψεις, παρά κάποιου εξίσου καλού όσο αυτός. Ο ιδιοφυής απεναντίας, είναι εκείνος που μπορεί να μοιάσει σε περισσότερους ανθρώπους διαφορετικούς από αυτόν, από όσο ο μέσος άνθρωπος.

Αυτή η πρωτεϊκή φύση, αυτή η ούτως ειπείν ικανότητα πνεύματος του ιδιοφυούς, όπως και το θέμα της αμφιφυλίας, έχει μια περιοδικότητα, λέει ο Weininger. Κάθε στιγμή της ζωής του είναι διαφορετική, έχει περισσότερες εναλλαγές από ενός κοινού ανθρώπου. Αρκεί να συγκρίνουμε τις προσωπογραφίες ενός ιδιοφυούς κατά τη διάρκεια του βίου του: Ο αριθμός των διαφορετικών προσώπων που διαδέχονται το ένα το άλλο στον ρου ενός βίου μπορεί να θεωρηθή ένα αληθινό φυσιογνωμικό κριτήριο της υψηλότητας των χαρισμάτων. Πώς όμως ο Shakespeare περνά διά της κοινοτοπίας ενός Falstaff, της πονηριάς ενός Ιάγου και της τραχύτητας ενός Calliban χωρίς να γίνεται σαν και αυτούς; Ο Zola μπορεί να περιγράψει ένα σαδικό έγκλημα, ενώ ο ίδιος ήταν ανίκανος να το κάμει, επειδή τούτη η τάση συναντά ένδον του άλλες τάσεις. Αυτή η ποικιλία τάσεων είναι που κάμει τον εικονογράφο του εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι είναι έγκλημα, να το αναγνωρίσει και να μην το διαπράξει. Στους μεγάλους άνδρες το εγκληματικό ένστικτο βρίσκεται εκπνευματωμένο, γίνεται καλλιτεχνικό θέμα, η αλλού, ιδέα του «ριζικού Κακού» στη Φύση.

Η κατάσταση της αντίληψης και της κατανόησης, είναι ο δυϊσμός, αρχή της εγηγερμένης συνείδησης. Ουδείς καταλαβαίνει τον εαυτό του. Μπορεί μόνον να καταλάβει τον άλλο, στο μέτρο σίγουρα που τον μοιάζει, αλλά κατά ένα εξίσου μεγάλο μέρος να είναι όχι μόνο διαφορετικός του, αλλά αντίθετός του.

Όπως με τα συμπληρωματικά χρώματα, έτσι αρκεί να γνωρίζει έναν τύπο ανθρώπου για να γνωρίζει και έναν δεύτερο, τον συμπληρωματικό του. Όσο λοιπόν περισσότερους τύπους ενώσει στον εαυτό του, τόσο λιγότερες σημασίες χειρονομιών θα του ξεφύγουν, και καλύτερα θα ξεχωρίσει τις πραγματικές σκέψεις, τα συναισθήματα και τις επιθυμίες των άλλων. Δεν υπάρχει ιδιοφυής άνδρας που να μην είναι συγχρόνως και μέγας γνώστης του ανθρώπου.

Έτσι ο ιδιοφυής είναι ο άνθρωπος ο πλέον ευαίσθητος, όχι κατά εξωτερικό τρόπο αλλά εσωτερικό.

Η κατάσταση του ιδιοφυούς είναι η πιο απομεμακρυσμένη από την κατάσταση του ενωτισμού, η πιο καθαρή και διαυγής. Έτσι η Ιδιοφυΐα είναι η υψηλότερη, η πιο ιδεατή μορφή Άρρενος, ενώ το Θήλυ δεν μπορεί να γίνει πότε. Επίσης η Ιδιοφυΐα είναι καθολική. Ο ιδιοφυής είναι κείνος που ξέρει τα πάντα χωρίς να μάθει τίποτε. Δεν είναι η σπουδή της οπτικής που κάνει έναν ζωγράφο ικανό να αναπαραστήσει τη φύση, όπως και δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς ανθρωπολόγος για να γνωρίζει τον άνθρωπο.

Στην ουσία, η Ιδιοφυΐα δεν περιορίζεται σε κάποια τέχνη. Τα ταλέντα ποικίλουν, αλλά η ιδιοφυΐα είναι μία: Το χάρισμα, όπως η ιδιοσυγκρασία και η θέαση του κόσμου ενός δημιουργού, δεν γνωρίζουν  τα σύνορα της τέχνης.

Β.V. ΧΑΡΙΣΜΑ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ

Η Ιδιοφυΐα είναι ένας ακόμη ιδεότυπος του Weininger για να μας μιλήσει για την εσωτερική δομή του εαυτού και την σημασία που έχει για τη λειτουργία της αντίληψης, την μνήμη, μισό αιώνα πριν τον Hayek. Το καθολικώτερο σημάδι της ιδιοφυΐας είναι η μνήμη. Όσο ένα σύνολο αισθημάτων ενδύεται μια μορφή και δομή ακριβή, τόσο εύκολα μπορεί να αναπαραχθή. Δεν αναφέρεται στην απομνημόνευση ή στις αναμνήσεις αλλά στην μνήμη του βιώματος. Το πρόβλημα των ψυχολόγων και των πειραμάτων τους είναι ότι λαμβάνουν τον άνθρωπο ως μια καταγραφική μηχανή. Πώς είναι δυνατόν να μελετάς τη μνήμη όταν απαγορεύεις στον άνθρωπο να εκφρασθή ως άτομο; Η μνήμη συγκρατεί ακριβώς εκείνο που την πλήγει, αυθορμήτως και ένεκα των εγγενών διαθέσεων του υποκειμένου. Θυμόμαστε εκείνο στο οποίο δείχνουμε ενδιαφέρον και ξεχνούμε εκείνο που δεν μας ενδιέφερε. Όλοι προσλαμβάνουν λίγοι αντιλαμβάνονται. Το ιδεώδες της Ιδιοφυΐας είναι να κάμει από κάθε προσλαμβάνουσα μίαν αντίληψη. Βεβαίως, όπως δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην αντιλαμβάνεται τίποτε, έτσι και δεν υπάρχει απόλυτη ιδιοφυΐα που να αντιλαμβάνεται τα πάντα. Η ιδιοφυΐα λοιπόν υπάρχει σε διαβαθμίσεις, και ακόμη και η μεγαλύτερη ιδιοφυΐα δεν είναι συνεχώς «ιδιοφυής». Γι’ αυτό και λέγουμε για ιδεότυπο.

Η Ιδιοφυΐα λοιπόν έχει μίαν εξαιρετική μνήμη, που σημαίνει ότι όλα έχουν μια σημασία ακόμη και πράγματα αδιάφορα. Σε αυτό συνίσταται το καθόλου της. Για τον ιδιοφυή δεν υπάρχει επικαιρότητα, γιατί τίποτε γι’ αυτόν δεν παύει να είναι επίκαιρο και αληθινό. Γι’ αυτό και ένας προικισμένος άνθρωπος μπορεί να συνεχίσει μία συζήτηση από εκεί που την άφησε προ καιρού. Αυτή η δομή είναι που, ό, τι και να τον κομίσει κανείς από τη ζωή, το γνωρίζει ήδη. Το γεγονός πως όταν λέμε για μνήμη εννοούμε μορφοποιημένα, διαρθρωμένα αισθήματα, μάς κάνει να καταλάβουμε γιατί τέτοιοι άνθρωποι εκφράζονται με σχήματα και εικόνες. Επειδή ακριβώς το βίωμα τους έχει τη δύναμη να αντιμετωπίσει τον χρόνο. Γι’ αυτό λοιπόν οι μεταφορές στους ποιητές. Στην σύγχρονη εποχή απεναντίας, η παντελής έλλειψη μεταφορών είναι δείγμα μιας εποχής που έχει κάνει το ασύνειδο φιλοσοφία και προτιμά τα ασαφή συναισθήματα, αναποφάσιστα και ευμετάβλητα. Είναι μόνο στην πλήρη συνείδηση όπου το παρόν βίωμα ενέχει όλα τα παρελθόντα βιώματα και τα κάμει να ξαναζήσουν, εκεί που μπορεί να εύρει θέση η φαντασία, κατάσταση κάθε δημιουργίας καλλιτεχνικής ή φιλοσοφικής. Εδώ είναι που ο W. διαφωνεί με την άποψη ότι οι γυναίκες είναι πιο ικανές στην φαντασία. Αυτό που νομίζουμε ως φαντασία σε αυτές, είναι μια φαντασμαγορία που φτειάχνουν περί το φύλο αυτών, λέει. Και δράμει να το αποδείξει με την έλλειψη κάποιας σημαντικής συνθέτου από την πιο φανταστική των τεχνών, την λιγότερο μιμητική, την μουσική (άλλα και την αρχιτεκτονική). Δεν υπάρχει ακριβέστερο, πλουσιώτερο και λεπτομερέστερο πράγμα στον κόσμο από την μελώδια. Γι’ αυτό και είναι πολύ πιο ευμνημόνευτο πράγμα από τα λόγια. Αντίθετα οι γυναίκες δείχνουν έφεση στην ζωγραφική, τέχνη των χεριών και κομψή. Όμως ενώ στο αισθησιακό και υλικό κομμάτι της ζωγραφικής, το χρώμα, είναι πολύ ικανές, δεν υπάρχει μία μεγάλη σχεδιάστρια γυναίκα. Το σχέδιο είναι μορφή και πνεύμα, απαιτεί μια μεγάλη ικανότητα αντίληψης που πάει μαζί με μια ευρύτερη μνήμη. Δηλαδή αφορά την ιδιοφυΐα, φύσει αρσενική.

Ο όρος «ιδιοφυΐα» εφευρέθη από ανθρώπους που δεν άξιζαν τον τίτλο. Γιατί ο πραγματικά ανώτερος άνθρωπος το θεωρεί ως μια φυσική κατάσταση. Πολύ λίγα άτομα δεν έδειξαν κάποια στιγμή στη ζωή τους «ιδιοφυΐα». Ένα έντονο πάθος, ένας έντονος πόνος, μία ακραία εμπειρία, μπορεί να σε ωθήσει σε μια τέτοια εκδήλωση, όπως οι στίχοι που γράφει κανείς νεαρός για έναν έρωτα. Εκείνο που ονομάζουμε έκφραση στην τέχνη ή τη γλώσσα δεν είναι παρά μία καθαρή και διαρθρωμένη έκφραση αισθητηριακών περιεχομένων. Δεν υπάρχει λοιπόν ποιοτική διαφορά μεταξύ ιδιοφυούς και  απλού ανθρώπου, αλλά απλώς ποσοτική. Δηλαδή, στην ένταση της συνείδησης. Αν η διαφορά ήταν ποιοτική, ο απλός άνθρωπος δεν θα μπορούσε να αντιληφθή το έργο της ιδιοφυΐας.

Τούτη η ένταση της συνείδησης μπορεί να κάμει κάποιον εντελώς νέο άνθρωπο χωρίς πολλές εμπειρίες να είναι πολύ ευφυέστερος με μεγαλύτερη αντίληψη των πραγμάτων από έναν πιο ηλικιωμένο.

Ας περάσουμε έτσι στη μνήμη: για πολλούς ανθρώπους η μνήμη έχει επεισόδιο και «συσχετιστική» λειτουργία. Αντίθετα, στον Ιδιοφυή η εντύπωση έχει διάρκεια. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί ιδιοφυείς έχουν, τουλάχιστον περιοδικώς, έμμονες ιδέες. Τα βιωμένα συμβάντα σχηματίζουν ένα εντελώς μυστηριώδες συνεχές όλον. Έτσι πρέπει να δούμε το γεγονός της «έμπνευσης» που ρίχνει τον καλλιτέχνη στην εργασία με τέτοια αφοσίωση σαν μίαν κύηση. Ο καλλιτέχνης δεν κατασκευάζει τι, αλλά το τίκτει.

Αυτή η συνέχεια της μνήμης που δίδει στον άνθρωπο τη σιγουριά ότι ζει και ότι είναι στον κόσμο, είναι εντελώς απούσα στη γυναίκα, μάς λέει ο Weininger, για την οποία είναι ένα απλό άθροισμα στιγμών. Το Θήλυ έχει ένα είδος αναμνήσεων που σχετίζονται με το γενετήσιο ένστικτο και την αναπαραγωγή: Εραστές και μνηστήρες, την νύχτα του γάμου, τα παιδιά και τις κούκλες των, λουλούδια, ποιήματα, και λόγια που έλαβε από άνδρες και κυρίως, με μια ακρίβεια που ο W. βρίσκει αηδιαστική, τις φιλοφρονήσεις που την έχουν κάμει. Αυτή είναι όλη η μνήμη της γυναίκας.

Η ψυχολογία του Ιδιοφυούς είναι στην ουσία μία αυτοβιογραφία. Όσο ασήμαντος είναι ο άνδρας τόσο πιο εύκολα ξεχνά τη ζωή του. Αντίθετα ο μέγας άνδρας μπορεί να περιγράψει με λεπτομέρεια φαινομενικά ασήμαντες στιγμές της ζωής του. Καπειδή το παρελθόν είναι συνεχώς παρόν, η παρούσα εμπειρία έχει πάντα κάποια σημασία, εκφράζει ένα πεπρωμένο. Είναι γι’ αυτό που οι μεγάλοι άνδρες είναι δεισιδαίμονες.

Όσο περισσότερο ένας άνδρας είναι προικισμένος και εξαίρετος, τόσο περισσότερο μετρούν τα πράγματα γι’ αυτόν.

Η γυναίκα αντίθετα δεν έχει συνείδηση πεπρωμένου. Δεν είναι ηρωική, γιατί πολεμά για την συντήρηση αυτού που κατέχει, ούτε τραγική, γιατί ακριβώς αυτό που κατέχει της δίδει ταυτότητα.

Από τη σχέση ή όχι ενός ανθρώπου με το παρελθόν εξαρτάται αν είναι ή όχι ικανός μιας ανάγκης για αιωνιότητα, ή αν η ιδέα του θανάτου τού είναι αδιάφορη. Σήμερα η ιδέα της αιωνιότητας θεωρείται κάτι παρωχημένο. Οι θετικιστές ψυχολόγοι αποδίδουν την ιδέα αυτή στη λατρεία των πνευμάτων, επειδή ακριβώς αγνοούν τη σημασία της μνήμης. Λέει ο Weininger:

Το γεγονός ότι τίς αισθάνεται και θεωρεί τον εαυτό του στο παρελθόν του, είναι ένας ισχυρός λόγος για να έχει εξίσου συνείδηση για την μονιμότητά του και βούληση να την διαιωνίσει. Όποιος αποδίδει και την ελάχιστη αξία στο παρελθόν του, ή δίδει μεγαλύτερη αξία στην εσωτερική του ζωή απ’ εκείνη του σώματός του, δεν θ’ αποδεχθή ν’ αφεθή ν’ απογυμνωθή από τον θάνατο.

Απόδειξη για το παραπάνω είναι η ψυχολογία του ετοιμοθανάτου. Άνθρωποι που έχουν ζήσει τη ζωή τους εντός του ψεύδους, δεν θέλουν να φύγουν από τη ζωή με ένα ψεύδος. Το ότι το choc του θανάτου μπορεί να δώσει ένα χάρισμα ιδιοφυΐας, μας κάνει να καταλάβουμε την οντογενετική σημασία των chocs κατά τη διάρκεια τη ζωής. Μια τέτοια οντογενετική ψυχολογία πρέπει να λάβει το όνομα της βιογραφικής θεωρίας, σύμφωνα με τον W. Είναι βιο-γραφία και όχι βιο-λογία, επειδή ακριβώς ασχολείται με την εσωτερική εξέλιξη του ατόμου. Όπως ο Rickert, διακρίνει τις επιστήμες του ανθρώπου από εκείνες της φύσεως.

Το γεγονός ότι στις γυναίκες δεν εμφανίζεται αυτή η ανάγκη της αιωνιότητας, δεικνύει ότι δεν αποτελεί αίτιό της ο φόβος του θανάτου ή ο εγωισμός της σάρκας, αφού η γυναίκα φοβάται εξίσου τον θάνατο αλλά δεν γνωρίζει την ανάγκη αιωνιότητας.

Η μνήμη τρέπει τα συμβεβηκότα της ζωής ’ς άχρονα. Το ανθρώπινο ον δεν δύναται να ανακαλέσει το παρελθόν του παρά επειδή η μνήμη τον απελευθερώνει από τα δεσμά του χρόνου, και ενώ τα συμβεβηκότα είναι εντός της Φύσεως που λειτουργούν, τα αίρει στο πνεύμα υπέρ αυτήν. Πώς όμως η μνήμη είναι άρνηση του χρόνου, όταν δίχως αυτή δεν θα είχαμε καμία αίσθηση αυτού; Δεν είναι η ανάκληση του παρελθόντος που μας δίδει την εντύπωση ότι ο χρόνος ρέει; Η μνήμη είναι άρνηση του χρόνου επειδή ένα ον με μνήμη δεν είναι πλέον εντός του χρόνου και τα συμβεβηκότα δεν είναι εξίσου, και έτσι μπορεί να αντιληφθεί τον χρόνο ως αντικείμενο. Όταν τα συμβεβηκότα της ζωής του μεταβάλλονται και ποικίλουν με τον χρόνο στον οποίον ο άνθρωπος μένει φυλακισμένος, τα συμβεβηκότα δεν μπορούν αυτόν να πλήξουν. Πρέπει να έχει νικήσει τον χρόνο ωστέ να μπορέσει να στοχασθή περί αυτού, πρέπει να ευρίσκεται εκτός του (ό, τι αποκάλει ο Husserl «ἐποχή» και «εντός παρενθέσεων κόσμο») ώστε να τον θεωρήσει, όπως ακριβώς δεν μπορείς να διαλογισθής επί ενός πάθους, ευρισκόμενος μες στο πάθος αυτό. Δίχως άχρονο δεν μπορεί να υπάρξει αναπαράσταση του χρόνου. Σε τι όμως συνίσταται αυτό το «άχρονο»;

Είπαμε ότι η μνήμη συγκρατεί ό,τι παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον ή σημασία για το άτομο, ή καλύτερα ακόμη έχει μια κάποια αξία. Θυμούμαστε τα πράγματα εκείνα που έχουμε επενδύσει με αξία, ακόμη κι αν αυτό έχει μείνει ασυνείδητο. Είναι τούτη η αξία που δίδει το άχρονο. Λησμονούμε τουναντίον ό, τι συνειδητά ή μη δεν του αποδώσαμε αξία.

Αξία είναι λοιπόν ό,τι διαφεύγει από τον χρόνο. Υπάρχει αξία στον κόσμο στο βαθμό που υπάρχει άχρονο: Τα άχρονα πράγματα είναι τα μοναδικά στα οποία αποδίδουμε θετική αξία.

Κανείς δεν θα έδιδε θετική αξία σε οτιδήποτε, αν ήξερε ότι θα κρατήσει λίγο. Εκείνος που είναι δειλός να ζήσει και δεν βρίσκει αξία σε τίποτε, κανένα είδος διαιώνισης δεν έχει ενδιαφέρον για αυτόν. Κάθε έννοια δόξης, καλής φήμης βασίζεται λοιπόν σε τούτο. Ακόμη και οι κοινωνικές αξίες όπως εκφράζονται στους νόμους και τα συμβόλαια βασίζονται εξίσου σε αυτό. Οι διαθήκες δεν είναι απλώς ένα ενδιαφέρον για τους συγγενείς του αποθανόντος, αλλά μια ανάγκη διαιώνισής του, δεικνύοντας ότι τα ενδιαφέροντά του ξεπερνούν τον θάνατό του. Καμμία Κοινωνία, θα έλεγα, δεν είναι εφικτή δίχως άχρονες αξίες. Η ίδια η διάρκεια ενός πράγματος είναι ενδεικτική έτσι της αξίας του.

Κάθε πολιτικός άνδρας, ηγεμών ή δεσπότης φτειάχνει ένα έργο για να διαρκέσει το όνομά του στην αιωνιότητα, είτε πρόκειται για νόμους, λίθινα μνημεία, τέχνη ή γεωγραφικές και επιστημονικές ανακαλύψεις.  Τι ώριζε άλλωστε ο Machiavelli ως «virtù» παρά την ικανότητα του Ηγεμόνος mantenere lo stato ;

Ο Weininger διαφωνεί με τους οικονομιστές που ανάγουν την αξία στην ανάγκη (ωφελιμότητα), που είναι κάτι που βρίσκεται εντός του χρόνου δηλαδή είναι χωρίς διάρκεια. Καθώς όμως και στην οικονομική επιστήμη, τα αγαθά με την μεγαλύτερη αξία είναι εκείνα που διαρκούν, φλερτάρει με τον Carl Menger, ο οποίος διαχωρίζει την ωφελιμότητα από την οριακή ωφελιμότητα, που αφορά προς την σημασία που δίδουμε σε κάποιο αγαθό, λύοντας το περίφημο «παράδοξο της αξίας»: ο χρυσός δεν έχει ωφελιμότητα αλλά αξία. Το νερό έχει μεγάλη ωφελιμότητα αλλά δεν έχει αξία. Ο Weininger προσαρμόζει αυτό στην δική του θεωρία, παραβλέποντας εν τούτοις το θέμα της σπάνεως (θα δείξω στο τέλος τι σημαίνει αυτό): Στο νερό ή τον αέρα δεν μπορούμε να αποδώσουμε θετική αξία παρά σε πράγματα εξατομικευμένα τα οποία έχουν μια μορφή. Το χάος ακόμη και αιώνιο δεν μπορεί να έχει παρά μια αρνητική αξία. Έτσι η αξία δημιουργείται από την μορφή και το άχρονο, ή την εξατομίκευση και την διάρκεια.

Στην ουσία μας λέει ο Weininger, είναι η αξία που δημιουργεί το παρελθόν. Εκείνο στο οποίο κάποιος απέδωσε μια θετική αξία συγκρατήθηκε από τη μνήμη και ηρέθη από την βρώση του χρόνου, και ταυτόχρονα απέκτησε μίαν αιώνια διάρκεια, ένα αίτημα αθανασίας.

Η νίκη επί του χρόνου την οποία αναπαριστά η μνήμη δεν είναι πραγματικά πλήρης αν μες στον καθολικό άνθρωπο δεν εγγίσει την μορφή της καθολικότητας. Η Ιδιοφυΐα είναι έτσι ο αιώνιος άνθρωπος, τουλάχιστον αυτό είναι το ιδεώδες της. Όποιος δοκιμάζει τον νοσταλγικό πόθο της αθανασίας είναι, ανάμεσα στους ανθρώπους, κείνος που έχει την πιο μεγάλη βούληση αξίας. Αυτός ο άχρονος χαρακτήρας της Ιδιοφυΐας, τον θέτει εκτός εποχής του. Η Ιδιοφυΐα εισέρχεται μυστηριωδώς στον χρόνο, και κανείς δεν μπορεί να ορίσει τις συνέπειες της εντός του χρόνου. Τα έργα της Ιδιοφυΐας είναι αιώνια, και ο χρόνος δεν τα αλλάζει. Με τα έργα του, ο μέγας άνδρας επιτυγχάνει την αθανασία επί γης, και έτσι το άχρονό του είναι τριπλό:

Η αντίληψη που έχει και η απόδοση αξίας που πραγματώνει, εμποδίζει τα συμβεβηκότα της ζωής του να χαθούν― Δεν είναι προϊόν των καιρών που προηγούνται αυτού― Και δεν εργάζεται ούτε για τον καιρό του ούτε για τους μελλοντικούς.

Η Ιδιοφυΐα ωστόσο φτειάχνει ιστορία. Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ον που έχει ιστορία. Η ιστορία του πολιτισμού αποτελείται από δημιουργήματα τέτοιων, άγνωστων, τις περισσότερες φορές σε εμάς, ανθρώπων  τα οποία μιμήθηκαν οι υπόλοιποι. Η ιστορία φτειάχνεται από κείνους που βρίσκονται εκτός της αιτιολογικής αλυσίδας που αυτή αναπαριστά.

Β.6. ΜΝΗΜΗ, ΛΟΓΙΚΗ, ΗΘΙΚΗ

Ο Weininger διαχωρίζει τη θέση του από τον «ψυχολογισμό» της «εμπειρικής ψυχολογίας» της εποχής του που ανάγει στα πάντα σε αισθήματα (sensations), όπως είναι ο Avenarius και ο Mach, και γενικότερα όσους βασίζονται σε συναισθήματα (sentiments) όπως είναι ο Brentano και οι gestaltists μαθητές του (Stumpf, Meinong, Höfler, Ehrenfels), καίτοι ο ίδιος μας μιλά στην ουσία συνεχώς για ποιότητες μορφής (Gestalt-qualitäten). Λαμβάνει την πλευρά των νέο-καντιανών, Windelband, Cohen. Natorp, F.J.Schmidt, και κυρίως του αναμορφωτή της φαινομενολογίας του Brentano, Husserl, οι οποίοι αντιπαραθέτουν την υπερβασιακή-κριτική θέση του Kant στη ψυχολογική-γενετική μέθοδο του Hume.

Διαφωνεί έτσι με την «συνδυαστική» θεωρία, που θεωρεί την μνήμη ένα μηχανικό παιχνίδι μιας αλυσίδας ιδεών και αναπαραστάσεων. Για τον ίδιο, η συνεχής μνήμη του ανθρώπου είναι ένα φαινόμενο της βούλησης. Αν κατά την ύπνωση, ξυπνά μια ανάμνηση, είναι μια ξένη βούληση που το κάνει αντικαθιστώντας εκείνη του υποκειμένου. Τούτο αποδεικνύει ότι μόνον η βούληση είναι ικανή να αναζητήσει τους συνδυασμούς εκείνους που ταιριάζουν και κάθε συνδυασμός είναι το γεγονός μιας μεγαλύτερης αντίληψης.

Διαφωνεί επίσης με την ταύτιση μνήμης και απλής αναγνώρισης. Όταν επιστρέφουμε στην πατρίδα μετά από καιρό, όλα τα μέρη δίδουν μια εντύπωση του γνώριμου. Το αίσθημα του οικείου δεσπόζει στην αισθητηριακή εντύπωση. Τα ζώα επίσης είναι ικανά να αναγνωρίσουν αλλά δεν θυμούνται, ούτε ελπίζουν. Δεν μπορούν να ζήσουν πάλιν εν αυτοίς τα συμβεβηκότα.

Ο Weininger προτίθεται να μας δείξει πώς η μνήμη αποτελεί θεμέλιο, εξίσου της ηθικής και της λογικής. Ο ψεύτης έχει κακή μνήμη. Πέφτει εύκολα στο ψεύδος, γιατί δίδει στα πράγματα μικρή σημασία, ζει στην ουσία τη στιγμή και αδιαφορεί για τις συνέπειες του ψεύδους του, επειδή ακριβώς δεν έχει συνεχή μνήμη. Με το ψεύδος, στην ουσία καλύπτει τούτη του την ανεπάρκεια.

Συμβαίνει σε άνδρες να μην μπορούν να καταλάβουν τον εαυτό τους επειδή δεν μπορούν να ξεχάσουν την παρούσα προσωπικότητά τους για να θυμηθούν κάτω από αυτήν ποια ήσαν τα θέματα των παλαιών τους εμπειριών. Εντούτοις, οι ίδιοι, δεν γνωρίζουν, δεν αισθάνονται λιγότερο τέλεια, ενώ έχουν πράγματι σκεφθή ή πράξει, και δεν έχουν αμφισβητήσει το τουλαχιστον τον κόσμο.  Αντίθετα στην πραγματική γυναίκα, αυτή η ταυτότητα του εαυτού διαμέσου διαφορετικών βιωμάτων είναι εντελώς απούσα, επειδή η μνήμη της, ακόμη καν είναι αξιοσημείωτα καλή, είναι ανίκανη να εγκαθιδρύσει μέσα στην ψυχική της ζωή την ελάχιστη συνέχεια. Απεναντίας ο άνδρας που δεν καταλαβαίνει τον εαυτό του, έχει την ανάγκη της κατανόησης αυτής, δείχνοντας πώς ο ίδιος ήταν πάντα ένας και ο αυτός. Οι γυναίκες αναλογιζόμενες το παρελθόν τους όχι μόνο δεν καταλαβαίνουν τον εαυτό τους αλλά δεν αισθάνονται την ανάγκη να τον καταλάβουν. Η γυναίκα απλώς δεν ενδιαφέρεται για το ποια είναι.

Η μνήμη αναιρώντας ψυχολογικά τον χρόνο θέτει την ταυτότητα Α=Α ή αλλιώς Α δεν είναι ποτέ –Α, την αρχή της μη-αντίφασης. Αυτός που ήμουν πριν είμαι και τώρα At₁=At₂.

Η κρίση (Urteil) της ταυτότητας συνδέεται πάντοτε με ιδέες (Begriffe, Concepts), ποτέ με αισθήματα ή σύνολα αισθημάτων, καθώς οι ιδέες, ως λογικές ιδέες, είναι εκτός χρόνου, που εγώ, το ψυχολογικό υποκείμενο, τες σκέπτομαι ή όχι. Την ιδέα, ο άνθρωπος, δεν την σκέπτεται  μόνο λογικά, επειδή ακριβώς δεν είναι ένα όν καθαρώς λογικό, αλλά εξίσου ένα ψυχολογικό όν, στο οποίο επενεργούν «καταστάσεις της αίσθησης». Ό τι σκέπτομαι είναι μόνο μια γενική αναπαράσταση που προκύπτει από την εμπειρία μου και σχηματίζεται από σβήσιμο των διαφορών και ενίσχυση των ομοιοτήτων, αλλά ικανή να κρατήσει ένδον της την αφηρημένη στιγμή της «εννοιακότητας» (begrifflichkeit) και να χρησιμοποιηθή εξίσου τοιουτοτρόπως. Έτσι μπορεί να εμφανισθή ως διαίσθηση. Επομένως είναι η μνήμη που προσφέρει τούτην την δυνατότητα.

Ψυχολογικά, η κρίση δεν είναι πλήρης, δεν έχει δηλαδή ξεκαθαρισμένο νόημα, παρά μόνον με τη σχέση της με τον χρόνο, για τον οποίο εμφανίζεται ως μια άρνηση. Το γεγονός λοιπόν της συνέχειας της μνήμης είναι η ψυχολογική έκφραση αυτού που είναι η αρχή της ταυτότητας για τη λογική. Για την απόλυτη γυναίκα δεν υπάρχει αρχή της ταυτότητας (ούτε της μη-αντίφασης, ούτε του αποκλεισμού του τρίτου)

Είναι λοιπόν εντελώς ορθό, λέει ο Weininger, να πούμε ότι η γυναίκα δεν έχει λογική.

Πώς όμως οι γυναίκες, σύμφωνα με τον Simmel, μπορούν να παρουσιάσουν κάποια μεγαλύτερη αυστηρότητα σε στοχαστικές διεργασίες ; Μόνο, απαντά ο W. όταν υπάρχει για τη γυναίκα ένας ακριβής στόχος για να πετύχει, που την είναι αναγκαίος ή περιοριστικός να το κάμει. Δηλαδή αν πρόκειται πχ. για μία ερευνήτρια φιλοσοφίας, ή για την κάθε γυναίκα που έχει να αντιμετωπίσει μια πρακτική περίπτωση (το νέμειν του οίκου). Δεν βλέπει ότι τα πάντα οφείλουν εξίσου να θεμελιώνονται στον Λόγο. Καθώς δεν έχει συνέχεια, δεν περιμένει ότι κάθε σκέψη πρέπει να υποστηρίζεται λογικά. Όθεν και η ευπιστία όλων των γυναικών. Η λογική για αυτές έχει χαρακτήρα εργαλείου και όχι κριτού και μέτρου. Ο άνδρας ντρέπεται και αισθάνεται ένοχος όταν παραμελεί να θεμελιώσει ικανώς μια σκέψη, εκπεφρασμένη ή μη, επειδή θεωρεί χρέος του να σεβαστή τον λογικό κανόνα που έχει τεθή ως αξίωμα, άπαξ δια παντός. Η γυναικά ενοχλείται να σκέφτεται άνευ όρων λογικώς.

Η λογική και η ηθική λοιπόν είναι αδιαχώριστες από τη μνήμη. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Πλάτων μιλούσε για την σκέψη ως ανάμνηση. Βέβαια η μνήμη δεν είναι μια πράξη που αποκαλύπτει τη λογική και την ηθική, αλλά εν πάση περιπτώσει, είναι ένα φαινόμενο λογικό και ηθικό. Ένας άνδρας που ένιωσε κάποια στιγμή ένα βαθύ αίσθημα, θα νιώσει ένοχος να σκεφθή κάτι άλλο μισή ώρα αργότερα, ακόμη κι αν περιορίζεται από εξωτερικές περιστάσεις. Ο άνδρας εμφανίζεται χωρίς συνείδηση και ηθική όταν αντιλαμβάνεται ότι σταμάτησε να σκέπτεται για καιρό ένα συμβάν της ζωής του. Η μνήμη είναι επιπλέον ηθική επειδή κάνει δυνατή την τύψη. Κάθε λήθη, τουναντίον, είναι καθ’ εαυτόν, ήδη ανήθικη. Είναι γι’ αυτό που η λατρεία είναι ένας ηθικός κανών: Είναι ένα χρέος να μην ξεχνάς τίποτε. Και είναι κατά τούτον τον τρόπο που συντηρείς την ανάμνηση των νεκρών. Και είναι εξίσου ο λόγος για τον οποίο ο άνθρωπος ψάχνει, ορμώμενος από λογικά όσο και ηθικά κίνητρα, να κάμει το παρελθόν κατανοητό.

Το γεγονός πως ο άνδρας είναι προικισμένος με συνεχή μνήμη ενώ η γυναίκα όχι, δεν κάνει αυτήν ποτέ ανήθικη, αλλά απλώς αήθη (Amoral).

Η έννοια της μετανοίας σχετίζεται αρρηκτώς με το φαινόμενο της μνήμης. Η μετάνοια αποκαθιστά τη μνήμη, το εγώ, και δεν είναι υπόθεση κάποιας «αυτό-ταπείνωσης». Ο Weininger  μέμφεται την κοινωνία που γνωρίζει το έγκλημα αλλά όχι την αμαρτία. Επιβάλλει την τιμωρία χωρίς να σκοπεύει στην μετάνοια. Οι ποινικοί νόμοι καταδιώκουν το ψεύδος μόνο στο βαθμό που προκαλεί εξωτερικές και ορατές ζημίες και εντός του πλαισίου της επίσημης μορφής της ψευδορκίας, και ουδέποτε βλέπει κανείς την πλάνη στον αριθμό των παρανομιών ενάντια στον γραπτό νόμο. Η κοινωνική ηθική, που φοβάται ότι έννοια του πλησίον δεν είναι, εντός του κοινωνικού ατομισμού, αρκετά ευρεία, και πιστεύει, στην παράνοιά της, ότι γιατρεύει όταν προγράφει στο άτομο χρέη απέναντι σε ολόκληρη την κοινωνία και τα εκατομμύρια των κατοίκων του πλανήτη, δεν διευρύνει την περιοχή της ηθικής, αλλά την συρρικνώνει με τρόπο ανεπίτρεπτο και καταδικαστέο. Ο W. επιτίθεται ατέγκτωςπρος την ωφελιμιστική ηθική, και κλείνει το κεφάλαιο με μια ρήση του Immanuel Kant:

Δεν μπορεί τουλάχιστον να είναι τίποτε ό, τι εξυψοί τον άνθρωπο υπέρ τον ίδιο (ως μέρος του αισθητού κόσμου), ό, τι τον συνδέει με μια τάξη πραγμάτων που η διάνοια μόνη μπορεί να αντιληφθή και η οποία κελεύει σε όλον τον αισθητό κόσμο (…). Τούτο δεν είναι άλλο εξόν η προσωπικότητα.

Β.7. ΛΟΓΙΚΗ, ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΓΩ

Ο Weininger επιτίθεται στην αισθησιοκρατία του David Hume και του συγχρόνου του, Ernst Mach, επειδή ακριβώς το πρωτείο των αισθήσεων αναιρεί το σταθερό εγώ. Ο  Hume θεωρεί τον εαυτό ως έναν σωρό διαφορετικών αντιλήψεων που έχουν ληφθή μέσα σε μια συνεχή ροή ερεθισμάτων.  Θεωρεί έτσι τα ανθρώπινα όντα ως συμβεβηκότα (accidentia) και όχι ως υποστάσεις (substantia). Ο Mach συλλαμβάνει το Σύμπαν ως μια συμπαγή μάζα του οποίου τα διαφορετικά «εγώ» δεν αποτελούν παρά σημεία πυκνοτέρας συγκέντρωσης. Άρα θεωρεί, λέει ο Weininger,  το περιεχόμενο των αισθημάτων (sensations) εκείνο που είναι σημαντικό, ανεξαρτήτως κάθε ρυθμιστικής αρχής. Ο Weininger, παρατηρεί ότι ο κτηνοτρόφος ή ο κυνηγός διακρίνει στο κάθε ζώο κάποιον διαφορετικό εμπειρικό χαρακτήρα, που αντιστοιχεί σε ένα συγκεκριμένο «ιδιόπλασμα» κατά την ορολογία του.

Ο πνευματικός χαρακτήρας του ανθρώπου, που μπορεί κανείς να ονομάσει ατομικότητα (Individulität), ως προς τον εμπειρικό χαρακτήρα αντιστοιχεί στην απλή εξατομίκευση (Individuation), ό, τι είναι η μνήμη σε σχέση με την άμεσο αναγνώριση. Και τα δυο προϋποθέτουν μίαν σταθερή δομή κατά τις μεταβολές των αισθητηριακών περιεχομένων. Οι θεωρήσεις που, στον άνθρωπο, αποφασίζουν για την ύπαρξη ενός νοητού υποκειμένου είναι η λογική και η ηθική.

Προς την λογική, αυτή βασίζεται στην πρόταση Α=Α. Τούτη η αρχή που αγνοούν ο Hegel και οι Εμπειριστές, είναι η αρχή κάθε αληθείας, και όχι μια ιδιαίτερη αλήθεια. Δεν κλείνει μέσα του οιαδήποτε γνώση, δεν αποτελεί μια συγκεκριμένη στοχαστική πράξη, αλλά το μέτρο με το οποίο κάθε στοχαστική πράξη οφείλει να σχετίζεται. Έτσι δεν μπορεί η ίδια να είναι με τη σειρά της μια στοχαστική πράξη. Ο κανών της σκέψης δεν μπορεί να είναι μέρος της ιδίας της σκέψης. Η αρχή της ταυτότητας δεν προσθέτει τίποτε στη γνώση, δεν μεγαλώνει κανέναν πλούτο αλλά το θεμελιώνει. Η αρχή της ταυτότητας δεν είναι τίποτε, ή είναι τα πάντα.

Με τι σχετίζονται αυτά τα αξιώματα; Με κρίσεις. Αν πεις πχ. «ένας άνθρωπος ανεκπαίδευτος είναι εκπαιδευμένος» αντιλαμβάνεσαι την αντίφαση χάριν του αξιώματος της ταυτότητας. Απεναντίας, σύμφωνα με τον λογικό εμπειριστή Sigwart η πρόταση έχει ως εξής : «δύο κρίσεις Α είναι Β, και Α δεν είναι Β, δεν μπορούν να είναι αληθινές ταυτόχρονα». Ο ψυχολογισμός αυτής της πρότασης, λέει o Weininger, είναι καταφανής. Συνδέεται με μια κρίση που προηγείται στον χρόνο του σχηματισμού της ιδέας «εκπαιδευμένος άνθρωπος». Αλλά η αρχή «Α δεν είναι –Α» αξιώνει να είναι αληθής κατά τρόπο απόλυτο, και ανεξαρτήτως οιασδήποτε κρίσεως, παρελθούσης, παρούσης ή μελλούσης. Και αυτή η ιδέα είναι εγγύη επειδή αποκλείει κάθε αντιφατικό χαρακτήρα. Τέτοιες αρχές λοιπόν είναι συστήνουσες της «εννοιακότητας». Ψυχολογικά η ιδέα υποκαθίσταται από μια γενική διαισθητική αναπαράσταση. Απεναντίας,  η λογική ιδέα είναι ο μίτος της Αριάδνης της σκέψης όταν θέλει να κατακρατήσει από μια αναπαράσταση πάρα μερικές στιγμές, εκείνες που είναι ενδεικτικές της ιδέας, είναι εκείνη προς την οποία τείνει η ψυχολογική ιδέα: Είναι ο νόμος που κελεύει την επιλογή της.

Ο άνθρωπος είναι αναγκασμένος να σκέπτεται ψυχολογικά, επειδή ακριβώς είναι μες στον χρόνο, επειδή δεν είναι μόνο ένα όν προικισμένο από Λόγο, αλλά εξίσου ένα αισθητηριακό όν. Ωστόσο το λογικό παραμένει ένα κριτήριο πιο υψηλό από την ατομική σκέψη. Όταν δύο άνθρωποι συζητούν ένα πράγμα, το κάμουν εν όψει της ιδέας αυτού του πράγματος, όχι των ατομικών αναπαραστάσεων που έχει ο καθείς εξ αυτών: Η ιδέα λοιπόν είναι η αξία στην οποία η ατομική αναπαράσταση μετράται.  Η απόλυτη επιμονή και η μοναδικότης της, που δεν μπορεί να έρθει από την εμπειρία, συστήνει την ουσία της ικανότητας σύλληψης. Αυτές δεν σχετίζονται με μεταφυσικές οντότητες: Τα πράγματα δεν είναι αληθινά επειδή δράττονται από την ιδέα, είναι απλώς οι ποιότητες αυτών οι οποίες που δεν μπορούν να είναι αυτών αν δεν συμπεριλαμβάνονται στην ιδέα την ίδια. Η ιδέα είναι ο κανών της ουσίας και όχι της υπάρξεως.

Τούτο σημαίνει ότι η ιδέα δεν είναι ουσία. Πρέπει λοιπόν να είναι κάτι άλλο, λέει ο Weininger, και δεν μπορεί να είναι παρά ύπαρξη, μία ύπαρξη που φανερώνει την ουσία όχι αντικειμένων αλλά μιας λειτουργίας. Τι σημαίνει αυτό; Τούτη η αρχή Α=Α που κάμει δυνατή την κατάφαση ενός όντος, που είναι ανεξάρτητος από την ύπαρξη αντικειμένων ή τουλάχιστον που δεν επιβεβαιώνει τίποτε από μία τέτοια ύπαρξη, δεν μπορεί να δράσει παρά με ένα όν διάφορο από κείνο του αντικειμένου γενικώς, πραγματικού ή δυνατού, δηλαδή το όν που ένεκα της ιδέας του δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο, το όν του υποκειμένου, που δεν κείται ούτε στο πρώτο Α ουδέ στο δεύτερο αλλά στο σήμα της ταυτότητας ≡. Α ≡ Α σημαίνει λοιπόν : είμαι.

Τα λογικά αξιώματα είναι η αρχή κάθε αληθείας· αυτά σμιλεύουν ένα ον, σύμφωνα με το οποίο προσανατολίζεται η γνώση και προς το οποίο τείνει. Η λογική είναι ένας περιοριστικός νόμος,  και ο άνθρωπος δεν είναι ποτέ ο εαυτός του παρά μόνον όταν είναι εντελώς λογικός.

Ο άνθρωπος νιώθει κάθε πλάνη ως λάθος. Γι’ αυτό ώφειλε να μην πλανάται. Οφείλει να εύρει την αλήθεια, και τούτος είναι ο λόγος που το δύναται. Το ότι η γνώση είναι χρέος, είναι η εγγύη της δυνατότητάς του, δηλαδή της ελευθερίας της σκέψης και της ελπίδας του να νικήσει. Το κανονικό της λογικής είναι η απόδειξη ότι η σκέψη του ανθρώπου είναι ελεύθερη και ότι ο σκοπός της είναι εφικτός.

Έτσι περνά στο θέμα της ηθικής, όπου συναντά τον Kant. Ο άνθρωπος, άπαξ και γνωρίζει, δεν μπορεί να δράσει διαφορετικά από το πώς ορίζει η λογική του. Αλήθεια, αγνεία, πίστη, ειλικρίνεια προς εαυτόν : Είναι η μόνη δυνατή ηθική. Το πράγματι αντίθετο του εμπειρισμού (του σκεπτικισμού, του θετικισμού και του σχετικισμού), είναι μια μέθοδος υπερβασιακή-κριτική και όχι υπερβατική και μεταφυσική, γιατί κάθε μεταφυσική δεν είναι παρά υποστασιοποίηση της ψυχολογίας, ενώ η υπερβασιακή φιλοσοφία είναι, μια λογική των αξιών. Κάθε ηθική είναι δυνατή μόνο κατά τους κανόνες της λογικής, και κάθε λογική είναι ταυτόχρονα ηθικός νόμος.

Was Du teurer bezahlst, die Lüge oder die Wahrheit?
Jene kostet dein Ich, diese doch höchstens dein Glück.
Hebbel

Μπορούμε να καταλάβουμε γιατί το πλείστον των ανθρώπων έχει ανάγκη να πιστέψει σε έναν Γιεχωβά (ή μια ιδεολογία θα λέγαμε σήμερα), και δεν είναι παρά μία μειονότητα, δηλαδή οι Ιδιοφυΐες, που μπορεί κανείς να πει ότι ζουν με τρόπο μη-ετερόνομο. Οι υπόλοιποι δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη δράση των, την σκέψη των και την ύπαρξη των επί κάποιου άλλου, είτε είναι αυτός ένας προσωπικός Θεός με την εβραϊκή έννοια, ή ένας σεβαστός και αγαπητός άνθρωπος. Και είναι με αυτόν τον εξωτερικό τρόπο που η συμπεριφορά των εναρμονίζεται με τον ηθικό νόμο.   Αλλά ας εξηγηθώ:

Εδώ ο Weininger διαχωρίζει την εσωτερική αντίληψη της κατηγορικής προστακτικής από την εξωτερική. Στην ουσία «εξωτερική» ηθική είναι η ηθική της απαγόρευσης ή αποτροπής. Κάποιος θέτει τα όρια της δράσης σου και σε λέει αν τα ξεπεράσεις, είναι κακό: «οὐ πράξεις τὸ κακό», «οὐ φονεύσεις». Η ανθρώπινη βούληση δεν πειράζεται εσωτερικά, απλά περιορίζεται η εξωτερική, εκτατή εκδήλωσή της. Είναι η βάση του δικαίου. Όταν όμως μιλούμε για προστακτική, δηλαδή «πράττε το αγαθό» έχουμε μια ταύτιση της βούλησης με τον ηθικό κανόνα. Όταν αυτός ο κανών είναι υιοθετημένος, τότε μιλάμε για ετερονομία της ανθρώπινης βούλησης. Πράττει το αγαθό για να φανεί καλός στα μάτια κάποιου άλλου. Τούτο κάμει τον άνθρωπο έρμαιο εκείνου του άλλου που ορίζει το αγαθό. Τέτοιος άλλος μπορεί να γίνει ο Δημαγωγός ή ο Μαστροπός, ο οποίος επενεργεί στην ίδια ψυχολογία των ανθρώπων, κολακεύοντας την φιλαρέσκεια των, κάνοντας εκείνο που ο ίδιος θέλει να φανεί ως  φιλοδοξία αυτών. Τους χαρίζει μίαν προσωπικότητα και εξαγοράζει την πίστη τους.

Η καντιανή κατηγορική προστακτική, ο εσωτερικός ηθικός νόμος, κάνει τον άνθρωπο, μακράν του να είναι μια αυθαίρετη θέληση και ιδιοτροπία, να ενέχει έναν νόμο, να είναι ο ίδιος όλος νόμος. Είναι ο ίδιος που προστάζει τον εαυτό του να ακολουθήσει αυτόν τον εσωτερικό νόμο που είναι ο ίδιος ο νόμος του εγώ, χωρίς κανέναν υπολογισμό. Επειδή ακριβώς δεν ζητεί ανταμοιβή, δεν δεσμεύεται από κανέναν άλλο:

Ο άνθρωπος του Kant, στην απόλυτη μοναξιά του, δεν γελά και δεν χορεύει· ούτε κραυγές αγωνίας βγάζει, ουδέ χαράς : δεν γνοιάζεται να κάμει θόρυβο, γιατί γνωρίζει τη σιωπή των άπειρων αβυσσαλέων διαστημάτων. Πόρρω του κόσμου χωρίς νόημα των ενδεχομένων, τον λέει τι να κάνει, είναι το χρέος του που συστήνει χάριν του το νόημα του σύμπαντος. Η αποδοχή αυτής της μοναξιάς είναι ό, τι υπάρχει από «διονυσιακό» στον Kant· είναι έτσι το αληθινό ηθικό.

 

Β.8. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΕΓΩ ΚΑΙ Η ΙΔΙΟΦΥΪΑ

Δεν υπάρχει μέγας άνδρας που να μην είναι πεπεισμένος για την ύπαρξη του εγώ ή μιας ψυχής (όχι ως υπεραισθητής πραγματικότητας). Ο Weininger αναφέρει κείμενα του Jean-Paul, του Novalis, ή του Schelling:

Κατέχουμε μια δύναμη μυστηριώδη, θαυμασία που μας επιτρέπει να αιρέσουμε τα στίγματα του χρόνου, να γυμνωθούμε από όλα τα εξωτερικά φορτία, για στραφούμε στους εαυτούς μας και να  ενατενίσουμε το αιώνιο. Τούτη η ενατένιση αποτελεί την εμπειρία την πιο προσωπική, την πλέον αυθεντική, τούτη από την οποία εξαρτάται ό τι ξέρουμε ή πιστεύουμε ότι ξέρουμε για έναν υπεραισθητό κόσμο. […] Διαφέρει από οιαδήποτε αισθητηριακή ενατένιση από το ότι είναι αποτέλεσμα της ελευθερίας […] Τούτη η πνευματική διαίσθηση λαμβάνει τόπο κάθε φορά που σταματούμε να είμαστε αντικείμενο για τον εαυτό μας, που το ενατενίζον εγώ ταυτίζεται με το ενατενιζόμενο αντικείμενο.

Ο Weiniger γράφει:

Αυτήν την έλευση του εγώ καθ’ εαυτόν, κάθε μέγας άνδρας την γνωρίζει. Αν έχει την εμπειρία του, και έτσι γίνει συνειδητός του εαυτού του, επί τη ευκαιρία  του έρωτα μιας γυναίκας —γιατί ο μέγας άνδρας εράει εντονώτερον από τον μέσο άνθρωπο— ή αν εγγίζει το συναίσθημα της αληθινής και βαθειάς του ουσίας δια της συνείδησης του σφάλματος και ένεκα εδώ ακόμη, κάποιας εντύπωσης αντίθεσης που αναπαριστά σε αυτόν την δράση του ως μια προδοσία προς τον εαυτό του  —την γνώση του σφάλματος που είναι, στον μεγάλον άνδρα, επίσης μείζων και πλέον διάφορη· αν η έλευση του εγώ καθ’ εαυτόν τον οδηγήσει να διαλυθή στον όλον του Παντός, να βλέπει όλα τα πράγματα εν  Θεώ, ή αν τον αποκαλύψει απεναντίας τον τρομερό δυισμό της Φύσεως και του Πνεύματος, εγείροντας εντός της ύπαρξής του ανάγκη λύτρωσης ή εσωτερικής απελευθέρωσης, εκείνο που φέρει, και δεν σταματά να φέρει, άμα και με το ίδιο του το γεγονός, δηλαδή δίχως καμία παρέμβαση της ανθρώπινης σκέψης, δεν είναι τίποτε ολιγώτερο από τον σπόρο μιας κοσμοθεώρησης.

Ως «κοσμοθεώρηση» δεν εννοεί κάποια μεγάλη σύνθεση που δουλεύθηκε με ζήλο από έναν σοφό καθισμένο σε μια τράπεζα εργασίας τριγυρισμένο από μια βιβλιοθήκη, αλλά ένα βίωμα, που μπορεί να είναι θεωρημένο μες την ολότητά του, διαυγές και μη διφορούμενο, μολονότι διάφορες λεπτομέρειες του σχεδίου μένουν σκοτεινές και αντιφατικές. Η έλευση του εγώ είναι η ρίζα κάθε βλέμματος πάνω στον κόσμο, είτε αυτό αφορά τον καλλιτέχνη, είτε τον φιλόσοφο.

Γι’ αυτό το λόγο είναι λάθος να μιλούμε περί «ταπεινότητας» του μεγάλου ανδρός. Δεν υπάρχει μέγας άνδρας που να μην έχει την πιο έντονη συνείδηση ότι διαφέρει από τους άλλους (εκτός από περιόδους κατάθλιψης), και καθείς εξ αυτών θεωρεί τον εαυτό του σημαντικό άμα δημιουργήσει κάτι. Ωστόσο, δεν είναι κενόδοξος. Αυτό είναι ένα μέσο να ισχυροποιήσει κανείς την προσωπική του αξία ή ακόμη να δημιουργήσει τεχνηέντως στον εαυτό του αυτό το συναίσθημα, ταπεινώνοντας τους άλλους.

Ιδιοφυΐα είναι εκείνος στον οποίο το εγώ είναι το πιο έντονο,  το πιο ζωντανό, το πιο συνειδητό, το πιο συνεχές και το πιο ενοποιητικό. Αλλά ταυτόχρονα, το εγώ είναι το κέντρο της αντίληψης, αυτό που θεμελιώνει την ενότητά της, αυτό που πραγματοποιεί την «σύνθεση» της ποικιλότητας των ερεθισμάτων . Έτσι, καταλήγει ο W.:

Ο μέγας άνδρας φέρει ΕΝ ΕΑΥΤῼ ΟΛΟΚΛΗΡΟ τον Κόσμο, ΚΑΙ Η ΙΔΙΟΦΥΪΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΖΩΝΤΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ. Δεν είναι μωσαϊκό, είναι όλον. Και είναι λόγω της ιδέας του όλου, εντός της οποίας ζει συνεχώς, που καταλαβαίνει, έσω και έξω του το νόημα των επιμέρους. Κάμει απ’ τα πάντα την υπόσταση του εαυτού του, τα πράγματα είναι γι’ αυτόν έμπλεα νοήματος, όλα θέλουν να πουν κάτι, όλα είναι σύμβολο.

Θα θυμηθώ πάλιν εδώ το Sensory Order του Hayek:

The classified impulses proceeding at any moment operate as symbols representing the significance of the stimuli which have evoked them, for any behaviour which a newly arriving stimulus will tend to evoke, or which would be determined by the joint effect of the multiplicity of  the processes set in train by stimuli recorded earlier” §5.41 et §5.50

Ο άνθρωπος της επιστήμης λαμβάνει τα πράγματα ως είναι, όπως δηλαδή δίδονται στις αισθήσεις, ενώ ο άνθρωπος της ιδιοφυΐας, τα θεωρεί εν αυτώ που σημαίνουν. Η θάλασσα και τα βουνά, το φως και τα σκότη, η άνοιξη και το φθινόπωρο, το κυπαρίσσι και η φοινικιά, είναι γι’ αυτόν σύμβολα. Αναγνωρίζει σε αυτά κάτι βαθύ. Και τούτη η θεώρηση των πραγμάτων είναι δυνατή επειδή ο εξωτερικός κόσμος είναι εξίσου συμπαγής έσω του όσο ο εσωτερικός κόσμος. Στο άπειρο του Παντός αντιστοιχεί ένα πραγματικό άπειρο μέσα του. Χάος και Κόσμος είναι γι’ αυτόν εσωτερικές πραγματικότητες. Ο άνθρωπος της ιδιοφυΐας είναι συνειδώς του δεσμού του με τον κόσμο, και  η ιδιοφυΐα είναι το θείο κομμάτι μες στον άνθρωπο.

Η μεγάλη ιδέα σύμφωνα με την οποία η ανθρώπινη ψυχή είναι ένας μικρόκοσμος, που είναι η βαθύτερη ιδέα της αναγεννήσεως, αν και τα πρώτα ίχνη βρίσκονται στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, μοιάζει να λησμονήθη εντελώς μετά τον θάνατο του Leibniz. Όμως, μας λέει πάλιν ο Weininger, όλοι οι άνθρωποι είναι ιδιοφυείς και ουδείς αυτών είναι. Το ίδιον της ιδιοφυΐας (Genialität) είναι μόνο μια ιδέα που άλλος την πλησιάζει ήττον και άλλος μάλλον. Ο ίδιος ο μέσος άνθρωπος είναι με τρόπο έμμεσο, δεμένος με το Σύμπαν: τίποτε δεν τον είναι εντελώς ξένο. Δεν ισχύει το ίδιο για το ζώο και το φυτό που είναι πεπερασμένα. Είναι δεμένα με την Σελήνη και τον Ήλιο, αλλά δεν γνωρίζουν το «αστερόεντα ουρανό» μήτε «τον ηθικό νόμο» του Kant.

Ο άνθρωπος είναι η μοναδική ουσία· είναι εκείνη η ουσία που, στην φύση, είναι δεμένη με όλα τα πράγματα.

Ο άνθρωπος των αγυιών περιέχει επίσης το Σύμπαν, αλλά χωρίς τούτο να τον οδηγεί ακόμη στο επίπεδο της δημιουργικής συνείδησης. Αν η Ιδιοφυΐα ζει με το Παν σε σχέση συνειδητή και ενεργή, ο απλούς άνθρωπος, σε σχέση ασύνειδη και εικονική. Ο άνθρωπος της ιδιοφυΐας είναι ένας μικρόκοσμος πραγματικός, ο μη-ιδιοφυής, ένας μικρόκοσμος δυνητικός. Μόνον ο άνθρωπος της ιδιοφυΐας είναι εντελώς  άνθρωπος. Η ανθρωπότης (με την καντιανή έννοια) παρούσα σε κάθε ανθρώπινο άτομο «δυνάμει» εκδηλώνεται πλήρως, «ἐνεργείᾳ», μόνο στον άνθρωπο της ιδιοφυΐας.

Ο Weininger διαφωνεί με τους Αισθησιοκράτες Σκώτους Διαφωτιστές των «moral sentiments», J. Ηutcheson, D. Hume, A. Smith που βλέπουν στην συμπάθεια την ουσία και την πηγή της ηθικής συμπεριφοράς, θεωρώντας ότι η ηθική δεν είναι μια επιστήμη αντικειμενική-περιγραφική αλλά κανονιστική της δράσης. Δηλαδή δεν μελετά αυτό που είναι αλλά αυτό που οφείλει να είναι. Θεωρεί ότι παραγνωρίζουν το γεγονός ότι ο άνθρωπος δίδει μια κάποια αξία σε κάθε του ψυχική κίνηση, και ότι αυτό που μετράει την αξία ενός συμβάντος, δεν μπορεί να είναι το ίδιο ένα συμβάν, κάτι που θα μας πει αργότερα ο Wittgenstein. Τούτο το κριτήριο της αξίας είναι μια ιδέα, που δεν ευρίσκει κανείς ποτέ πλήρως πραγματωμένη (το υπογραμμίζω γιατί θα με χρειασθή στο τέλος). Ποιείν με την ηθική έννοια, δεν είναι αλλά ποιείν κατά μίαν ιδέα. Έτσι πραγματικές ηθικές είναι κατά τον ίδιο, εκείνες που υψώνουν τις ιδέες σε αξιώματα της δράσης.  Σε αυτή του την κριτική ο W. παραγνωρίζει την άρρηκτο σχέση με την  φαντασία που, οι παραπάνω Eμπειριστές, αποδίδουν στην συμπάθεια.

Τον ενοχλεί η ιδέα ότι οι Αισθησιοκράτες βλέπουν την ηθική ως μέσο και όχι ως ύστατο θεμέλιο της ανθρώπινης πράξης. Είναι ακριβώς η ιδέα ως σκοπός εκείνη που κρίνει την επιτυχία ή όχι της πράξης. Η συμπάθεια είναι  δίχως άλλο ένα ηθικό φαινόμενο, όπως είναι η περηφάνια ή η αγαθότης. Όμως η ηθική πράξις είναι μια εκούσιος, συνειδητή κατάφαση στην ιδέα από τη δράση, ενώ το ηθικό φαινόμενο είναι το σήμα, ως τέτοιο ακούσιο, μιας πίστης στην ιδέα. Ένα συναίσθημα, δηλαδή κάτι άλογο, μπορεί να εγείρει την συμπάθεια, αλλά δεν είναι ένα αντικείμενο σεβασμού.

Σε τι λοιπόν, κατά τον Weininger συνίσταται η ηθική συμπεριφορά ως προς τον άλλο; Και απαντά: Όχι να εισβάλουμε στην μοναξιά του και να παραβούμε τα όρια που έχει χαράξει γύρω του για να του προσφέρουμε μια βοήθεια που δεν μας ζήτησε, αλλά να μαρτυρήσουμε το σεβασμό με τον οποίο διατηρούνται τα όριά του. Σεβασμός σημαίνει να αναζητήσουμε να κατανοήσουμε τον άλλο, δηλαδή να μοιραστούμε το πεπρωμένο του.

Είναι επειδή ο άνθρωπος της ιδιοφυΐας είναι κείνος που έλαβε συνείδηση του εγώ του, που το νιώθει στους άλλους. Άρα, μόνον εκείνος που αισθάνεται τον άλλο ως εξίσου εγώ, μονάδα και κέντρο του κόσμου, κατέχει ευαισθησία, τρόπο σκέψης, ζωή, δικές του, διαφεύγει τον πειρασμό να τον χρησιμοποιήσει ως μέσο εν όψει ενός σκοπού και θα μπορέσει να αναγνωρίσει σε αυτόν, κατά την καντιανή ηθική, προσωπικότητα (ένα όν που ανήκει στον πνευματικό κόσμο), να την αποκαλύψει και όχι πλέον να καταφερθή εναντίον του. Η πρώτη ψυχολογική προϋπόθεση κάθε πρακτικού αλτρουισμού είναι  ένας θεωρητικός ατομισμός.

Μόνον ο εγκληματίας και ο άφρων δεν αισθάνονται διόλου την παρουσία του άλλου. Ο Solipsismus ουδεμίαν έχει πρακτική ύπαρξη: Για όποιον είναι πεπεισμένος ότι έχει ένα εγώ, έχει και ο άλλος. Εγώ και Συ είναι αλληλοεξαρτώμενα. Αν ο άνθρωπος δεν έχει πεισθή ότι έχει εγώ, ψυχή, δεν μπορεί να έχει ηθική συμπεριφορά. Επιπλέον μόνο όταν υποφέρει από τα πράγματα και ομού με τους ανθρώπους, η Ιδιοφυΐα καταφέρνει να καταλάβει και τα πράγματα και τους ανθρώπους.

Η Ιδιοφυΐα συμπίπτει με την ζωντανή δραστηριότητα του νοήμονος υποκειμένου. Η ιστορία πραγματώνεται μέσα στην τάξη της κοινωνίας, το «αντικειμενικό πνεύμα»· τα άτομα καθ’ εαυτόν μένουν αυτό που είναι αιώνια και δεν υπόκεινται στην εξέλιξη (είναι ανιστορικά) που την χαρακτηρίζει. Άρα, αν η άχρονη προσωπικότης είναι η προϋπόθεση για κάθε ηθική συμπεριφορά προς τον άλλο,  αν κάθε σκέψη που αποδίδεται στην τάξη της κοινωνίας, προϋποθέτει την ατομικότητα, προκύπτει ότι το « animal metaphysicum» και το «ζῷον πολιτικόν», η Ιδιοφυΐα και το όν που φέρει την ιστορία, είναι ένα και το αυτό. Όλη η έρις για το τι έρχεται πρώτο, το άτομο ή η κοινωνία εξαντλείται: Αμφότερα συνυπαρχουν συγχρόνως.