Otto Weininger: Φύλο και Χαρακτήρ [Geschlecht und Charakter, 1903] (σύνοψη, α΄)

Ένα από τα πλέον αμφιλεγόμενα και καταραμένα βιβλία του κ΄ αι.,  το «Φύλο και Χαρακτήρ» ανεγνώσθη από ανθρώπους τόσο διαφορετικούς, όπως ο Wittgenstein και ο Popper, ο Berdyaev και ο Strindberg, o Kraus και ο Freud. Ο συγγραφεύς του, ένας εικοσιτριάχρονος βιεννέζος αυτόχειρ, ο Otto Weininger (1880-1903), θίγει με δαιμόνιο θράσος το θέμα του Φύλου και της Ψυχής εκεί που το αφήνει το συμπόσιο του Πλάτωνος και το κομίζει στην εποχή του Freud. Παρατηρώντας καταρχάς την εγγενή αμφιφυλία του ανθρώπινου όντος, οδηγείται στο να συνθέσει τους δύο εναντίους τύπους που το αποτελούν, του Άρρενος και του Θήλεος. Μας δεικνύει έτσι, ότι όχι μόνον ο άνδρας και η γυναίκα δεν είναι ίδιοι, αλλά ουδείς άνθρωπος είναι ίδιος, αφού περιέχει διαφορετική ποσότητα Άρρενος και Θήλεος. Η έννοια της εξίσωσης, η θεμελιώδης έννοια της μαζικοδημοκρατικής κοινωνίας, είναι απεναντίας υπεύθυνη για την καταπίεση, την αλλοίωση της προσωπικότητας και τέλος την ομογενοποίηση μυριάδων ατόμων χάριν μάλιστα των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

Κύριο θέμα του βιβλίου του είναι το Θήλυ και η εμφάνιση του ανδρογύνου τύπου της Φεμινίστριας. Εντούτοις εκείνο που πράγματι απασχολεί τον Weininger πίσω από την υπερθεμάτιση της ιδέας του Άρρενος ως πνεύματος, είναι η έλλειψη λογικής και ηθικής σε μια κοινωνία μαζικοδημοκρατική και μεταμοντέρνα, στο κατώφλι της οποίας στέκεται. Θέλοντας να κάμει «Kulturkritik» οδηγείται στο πεδίο ανθρώπινης και κοινωνικής τινας οντολογίας. Έτσι ομιλεί περί του ιδεώδους της Ιδιοφυΐας αλλά αναφέρεται και στον Εγκληματία, δεικνύοντας το πώς η συνέχεια της μνήμης συστήνει τον εαυτό και θεμελιώνει λογική και ηθική·  στην Μητέρα και την Εταίρα, στην γυναικεία υστερία και την πολιτική δημαγωγία· στη σχέση ερωτικού και αισθητικού και το πώς η σχέση των δύο φύλων είναι σχέση μορφής και ύλης.

Γιατί διαβάζουμε σήμερα Weininger;

Ώστε να αντιληφθούμε ότι το σημερινό έλλειμμα λόγου είναι άρρηκτα δεμένο με το έλλειμμα προσωπικού ήθους και την επικράτηση του πρωτείου της αμέσου ατομικής ικανοποίησης που προάγει η φιλελευθέρα καταναλωτική κοινωνία. Έτσι παρότι οι σύγχρονες λεγόμενες «σπουδές του φύλου» (gender studies) έχουν κατ’ ουσίαν κατακλέψει τις έννοιες του «μισογύνου»  Weininger ευρίσκονται στον αντίποδά του.

Ώστε να αντιληφθούμε ότι καμμία κοινωνία δεν είναι εφικτή δίχως ο άνθρωπος να είναι πεπεισμένος για ένα άχρονο εγώ, καθώς είναι αυτό και μόνο αυτό που αποδίδει σημασία στον κόσμο των γεγονότων και τον οικοδομεί επί του χάους.

 

OTTO WEININGER

GESCHLECHT UND CHARAKTER

Wien 1903

Ο Weininger καταρχάς προσδιορίζει το σκοπό του βιβλίου του: Να αναγάγει ό τι αντιθέτει τον άνδρα στη γυναίκα σε μία μοναδική αρχή. Η εργαστηριακή μελέτη τον φαίνεται περιοριστική, και έτσι δεν μελετά τα γεγονότα αλλά τις αρχές· όπως ένας καλλιτέχνης μπορεί να δείξει σε μια γυναίκα τον τύπο δίχως εργαστηριακές αναφορές. Μόνον που ο φιλόσοφος, δεν ομιλεί όπως ο καλλιτέχνης δια συμβόλων, αλλά δια ιδεών. Ο καλλιτέχνης αναδημιουργεί τον κόσμο και τον εκφράζει, ο φιλόσοφος ανάγει τον κόσμο σε σκέψη και τον ορίζει. Η σκέψη έτσι είναι ευθύνη, και επομένως αν είναι να αναζητήσουμε την ιδέα της γυναίκας, πρέπει να στρέψουμε το ερώτημα στον άνδρα. Είναι λοιπόν ένα ερώτημα περί  πολιτισμού και κάποιας Weltanschauung ―κοσμοθεώρησης.

Το έργο χωρίζεται σε δυο μέρη. Στο πρώτο χειρίζεται το θέμα από σκοπιάς της βιολογίας, στο δεύτερο της φιλοσοφίας. Τούτο τον ωθεί να χρησιμοποιήσει δυο διαφορετικές μεθόδους: στο πρώτο, είναι η αισθησιοκρατική αναγωγή των γεγονότων σε ιδέες, ενώ στο δεύτερο, συνθέτει νοητούς τύπους με τη βοήθεια των οποίων ερμηνεύει τα γεγονότα. Και τούτη η σειρά είναι φυσική. Αρχικά πρέπει να θέσει το πρόβλημα όπως το συναντώμε μες τη ζωή: δεν υπάρχει πουθενά απόλυτο άρρεν ή απόλυτο θήλυ, όπως δεν υπάρχει στη φύση καθαρό λευκό ή καθαρό μαύρο. Υπάρχει μια ανεξάντλητη ποικιλία ενδιαμέσων τύπων. Η ανδρογυναίκες ή οι μη-αρρενωποί άνδρες δεν είναι εξαιρέσεις αλλά εκφάνσεις της εγγενούς ΑΜΦΙΦΥΛΙΑΣ του ανθρώπινου όντος. Όμως, και εδώ έρχεται η μεθοδολογία του δεύτερου μέρους, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε την αμφιφυλία τούτη και τους βαθμούς του άρρενος ή του θήλεος εντός κάθε ατόμου, με την ανούσια μέθοδο του «μέσου όρου», δηλαδή δίχως τη δημιουργία δυο καθαρών ιδεατών τύπων, εκείνων του Άρρενος και του Θήλεος και να δείξουμε τι σημαίνουν. Τούτη η μεθοδολογία έχει μείνει γνωστή από την περιγραφική κοινωνιολογία του Max Weber και ήταν δημοφιλής ανάμεσα στους Νεοκαντιανούς, καθώς βασίζεται στην εκ των προτέρων (a priori) σύνθεση ιδεών. Επινοητής τούτης της μεθοδολογίας είναι ο συμπατριώτης του Weininger, Carl Menger πατέρας των αυστριακών οικονομικών, είκοσι χρόνια πριν.  Ο W. δεν αναφέρει αν εδανείσθη την μεθοδολογία τούτη κατευθείαν από τον Menger, αλλά τον γνώριζε, καθώς αναφέρει το όνομά του σε ένα σημείο. Όπως και νάχει, η μεθοδολογία τούτη που βασίζεται στον χωρισμό ανάμεσα στον κόσμο των γεγονότων και εκείνων των ιδεών (Nominalismus) είναι κάτι σύνηθες στην επιστημονική κοινότητα της εποχής στην Αυστρία. Είναι η επαγωγική μεθοδολογία του Max Plank που αντιτίθεται στην αισθησιοκρατική αναγωγή του Mach. Η πρωτοτυπία του Weininger είναι ότι μεταχειρίζεται τους ιδεοτύπους κατά αντιθετικά ζεύγη, όπου ο ένας τύπος πρέπει να ευρίσκεται στους αντίποδες του δευτέρου. Η Γυναίκα δεν είναι Άνδρας, και, μεταξύ των ανδρών, ο Ιδιοφυής είναι το αντίθετο του Εγκληματία, ή μεταξύ των γυναικών, η Μητέρα, της Εταίρας, ή η Υστερική, της Μεγαίρας. Οι τύποι τούτοι είναι ούτως ειπείν «ευριστικοί», δηλαδή, αντιθέτως προς τις πλατωνικές ιδέες δεν εκφράζουν ουσίες, αλλά είναι εξόχως απαραίτητες ώστε να καταλάβουμε την ουσία των συμπεριφορών που παρουσιάζουν οι άνδρες και οι γυναίκες και κυρίως μεταξύ αυτών. Έτσι έχουμε οντολογία του φύλου, έστω κι αν η οντολογία τούτη δεν φέρει την κλασική «ουσιοκρατική» έννοια. Επιπλέον, τούτη η μέθοδος που θέλει την αντίληψη και την δράση να βασίζονται πάνω σε προϊδωμένους τύπους, δεν είναι μόνον επιστημονικό στρατήγημα:  Είναι ο ίδιος ο τρόπος που καθημέραν αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Και τούτο, ήγουν ότι ο επιστήμων αναπαράγει τον τρόπο αντίληψης του ποιούντος υποκειμένου, για το οποίο θα κάνουν λόγο μισό αιώνα αργότερα δύο μαθητές του Ludwig von Mises, και τρόπον τινά εγγόνια του Menger και του Weber, Alfred Schütz στο κοινωνικό πεδίο, και Friedrich Hayek στο πεδίο του εγκεφάλου, ευρίσκεται ήδη στο βιβλίο του Weininger. Πώς άλλως ο άνδρας θα ειλκύετο από την γυναίκα και τούμπαλιν, αν δεν μπορούσε να αναγνωρίσει στον άλλο το αντίθετό του;

Α.1. «ΑΝΔΡΕΣ» ΚΑΙ «ΓΥΝΑΙΚΕΣ»

Η αρχική παρατήρηση λοιπόν του W. είναι ότι η απλή ταξινόμηση των όντων σε «αρσενικά» και «θηλυκά» είναι ανεπαρκής ώστε να αντιληφθούμε τι συμβαίνει. Το έμβρυο, είτε φυτικό είτε ζωικό και ανθρώπινο είναι καταρχήν σεξουαλικώς αδιαφοροποίητο. Στο ανεπτυγμένο ον επιπλέον, συναντώνται κοινές όλες οι ιδιότητες. Πχ. οι θηλές υπάρχουν στον άνδρα, έστω σε αχρηστία· ή η τριχοφυΐα στο πρόσωπο της γυναίκας (lanugo) που με την ηλικία γίνεται αισθητή. Κυρίως είναι το ουρογεννητικό σύστημα που είναι εντελώς παράλληλο.

Δηλαδή άμα με τον γονοχωρισμό, τα φύλα διακρίνονται ένεκα της πλέον ή έλαττον αισθητής παρουσίας στο ένα χαρακτηριστικών του άλλου, σε λανθάνουσα κατάσταση. Και υπάρχουν επιπλέον ερμαφρόδιτες καταστάσεις.  Αλλά δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τρεις καταστάσεις, ακραία αρσενικά με ελάχιστο θήλυ, ακραία θηλυκά με ελάχιστο άρρεν, και ερμαφροδιτισμό, αλλά για έναν άπειρο αριθμό διαβαθμίσεων, έναν άπειρο αριθμό «ενδιαμέσων σεξουαλικών μορφών». Ο Weininger λοιπόν, δεν αναφέρεται στην αμφιφυλία ως εξαίρεση αλλά ως κανόνα. Μέχρι τότε οι ούτως ειπείν ενδιάμεσες σεξουαλικές μορφές, εθεωρούντο ως «μέσες σεξουαλικές μορφές» σαν έπρεπε να υπάρχουν περισσότερα άτομα σε ίση απόσταση από τους ακραίους τύπους από άλλα. Γι’ αυτό και η στατιστική που ασχολείται με τον μέσον όρο δεν μπορεί να μας δείξει τούτες τις μορφές, επειδή δεν γνωρίζει τον τύπο που είναι το μέτρο τους. Και ο τύπος είναι ασχολία της καθαρής επιστήμης.

Είναι η εποχή που έχει άρτι βγει από το πιεστήριο το Logische Untersuchungen. Erster Teil: Prolegomena zur reinen Logik (Logical Investigations, Vol 1) του Edmund Husserl.

Α.2. ΑΡΡΕΝΟΠΛΑΣΜΑ ΚΑΙ ΘΗΛΥΠΛΑΣΜΑ

Ο Weininger διαφωνεί ότι το σεξουαλικό είναι εγγεγραμμένο μόνον στα γεννητικά όργανα και υποστηρίζει την άποψη του Steenstrup πως κάθε κύτταρο είναι χαρακτηρισμένο σεξουαλικώς ως ωρισμένη ποσόστωση Άρρενος και Θήλεος, και σκαρώνει δύο όρους, «αρρενόπλασμα» και «θηλύπλασμα». Δεν μπορούμε, λέει, να αποδείξουμε σε τι συνίσταται πράγματι το άρρεν ή το θήλυ ενός κυττάρου, ποιες είναι οι ιστολογικές, φυσιολογικές ή χημικές διαφορές των, αλλά είναι χρέος των επερχόμενων ερευνών να το δείξουν. Ονοματίζει «αρχέγονους σεξουαλικούς χαρακτήρες» τους γενετήσιους αδένες (όρχεις, ωοθήκες κλπ.) ενώ «δευτερογενείς σεξουαλικούς χαρακτήρες» εκείνους που εμφανίζονται με την τριχοφυΐα στους άνδρες ή την ανάπτυξη του στήθους στις γυναίκες· έπειτα, βλέπει ως «τριτογενείς σεξουαλικούς χαρακτήρες» κάποιον αριθμό εγγενών ποιοτήτων όπως είναι η φυσική δύναμη ή η διάνοια στον άνδρα. Τέλος, στα ήθη, τις έξεις και τις δραστηριότητες, διακρίνει τους «τεταρτογενείς σεξουαλικούς χαρακτήρες» (το πιοτό και το κάπνισμα στους άνδρες, την δεξιοτεχνία στα δάκτυλα στις γυναίκες). Όλοι τούτοι οι χαρακτήρες έχουν ερωτογενές αποτέλεσμα.

Το γεγονός λοιπόν ότι κάθε όργανο και κύτταρο αποληφθέν ενέχει τι το σεξουαλικό, καθωρισμένο υπό του σημείου που ευρίσκεται μεταξύ του «αρρενοπλάσματος» και του «θηλυπλάσματος», το βλέπουμε πανταχόθε. Πχ. αρρενωπούς άνδρες με αραιή γενειάδα ή θηλυκές γυναίκες χωρίς στήθος. Αντίθετα μπορούμε να συναντήσουμε θηλυπρεπείς άνδρες με έντονη τριχοφυΐα ή ανδρογυναίκες με μεγάλο στήθος και λεκάνη. Ενίοτε μάλιστα συναντώνται διαφορετικοί σεξουαλικοί  χαρακτήρες ως προς τη συμμετρία.

Μας λέει μετά, για την σημασία της «εσωτερικής εκκρίσεως» των αδένων (γονάδων) προς τον σχηματισμό των δευτερογενών σεξουαλικών χαρακτηριστικών. Στον σεξουαλικό αδένα ή γονάδα είναι εκεί που το σεξουαλικό χαρακτηριστικό είναι πιο εμφανές, του οποίου η μορφή δείχνει μάλιστα αυτό το χαρακτηριστικό. Αλλ’  είναι επίσης εκεί που εμφανίζονται στον μέγιστο αριθμό, οι ιδιότητες του γένους, του είδους ή της οικογενείας.

Δεν είναι μόνον στον ευνουχισμό, που το ευνουχισμένο άτομο παρουσιάζει αλλαγές στα φυσικά του χαρακτηριστικά αλλά και εκ φύσεως, όπως συμβαίνει με τη γενειάδα που παρουσιάζουν οι ηλικιωμένες ή στην αλλόκοτη περίπτωση της «πρωτανδρίας» όπου το άτομο αλλάζει φύλο από μόνο του (eviratio, effeminatio). Όμως το ότι η αφαίρεση των ανδρικών γεννητικών αδένων προκαλεί εκθήλυνση, δεν είναι ένα γεγονός γενικό και αναγκαίο. Αυτό μας κάμει ν’ αποδεχθούμε την ύπαρξη καθ’ όλο το σώμα «αρρενοπλασματικών» ή «θηλυπλασματικών» κυττάρων. Η αποτυχία μεταμόσχευσης αρσενικών γεννητικών αδένων σε θηλυκά έχει να κάμει, λέει ο W., με την διαφορά ιδιοπλάσματος, γι’ αυτό είναι προτιμότερο η μεταμόσχευση να γίνει από συγγενή, όπως συμβαίνει με τις μεταγγίσεις αίματος.

Ο W. δεν είχε στη διάθεσή του τα πειραματικά δεδομένα που έχουμε εμείς σήμερα, και ό, τι λέει αφορά προς στις επιστημονικές αντιλήψεις του καιρού του. Και εξ αυτών, άλλα έχουν επιβεβαιωθή, αλλά όχι. Όπως και να έχει, η εργασία του W. δεν είναι πειραματική-επιστημονική, αλλά προσφέρει στην επιστήμη ιδέες για τον σχηματισμό υποθέσεων. Όπως το σχήμα του ατόμου, με τα νετρόνια σε τροχιά γύρω από τον πυρήνα, που δεν υπάρχει αλλά εκφράζει παρατηρημένες αλλαγές ενέργειας, έτσι και το «αρρενόπλασμα» και το «θηλύπλασμα» είναι φανταστικά δημιουργήματα που εκφράζουν όλη τη λογική του W. που παρακολουθήσαμε. Γι’ αυτό ο W. επιμένει στους τύπους ως μέτρο της επιστημονικής παρατήρησης.

Τα ερωτήματα γιατί γεννώνται περισσότερα πχ. αγόρια από κορίτσια, ή γιατί κάποιες αρρώστιες εμφανίζονται μάλλον στο ένα παρά στο άλλο φύλο μπορούν να απαντηθούν μόνο με αναγωγή στους τύπους  Α και Θ και την υπόθεση ότι δεν υφίστανται καθαρά, αλλά ως «ενδιάμεσοι τύποι».

Α.3. ΝΟΜΟΙ ΤΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΕΛΞΗΣ

Η παρατήρηση ότι οι ερωμένες ενός άνδρα παρουσιάζουν κοινές ομοιότητες μάς υποδηλοί ότι υπακούν στον ίδιο τύπο. Αν κάθε τύπος άνδρα αντιστοιχεί σε κάποιον τύπο γυναίκας και κινείται προς αυτόν σεξουαλικώς και τούμπαλιν, πρέπει να υπακούει σε κάποιο νόμο.

Τούτος ο νόμος μπορεί να εκφρασθή ως εξής: Τα δύο μέρη που αναζητούν να ενωθούν με σκοπό την γενετήσια συνουσία είναι πάντοτε το ένα ένας άνδρας και το έτερο μια γυναίκα, ολόκληρα και πλήρη, αλλά ευρίσκονται διαμεμοιρασμένα κατ’ αναλογία εκάστοτε διαφορετική αναμέσο των δυο ατόμων του ζεύγους.

Έστω άτομα
Χ ( α M, α΄ W)
και
Υ (βW, β΄ Μ)
όπου 0 < α, α’, β, β'<1, M=άρρεν, W=θήλυ
k, ο μεταβλητός παράγων στον οποίο τοποθετούμε όλους τους γνωστούς και άγνωστους νόμους της σεξουαλικής συγγένειας που εξαρτάται από το βαθμό συγγένειας ως προς είδος, φυλή, οικογένεια, αλλά και με την απουσία ελαττωμάτων και ασθενειών στα δυο άτομα.
f(t), ο χρόνος αμφίδρομης δράσης μεταξύ των ατόμων,
τότε η σεξουαλική έλξη θα είναι
Α=k . f(t)/α-β
αν α=β δηλαδή το Χ άτομο έχει τόσο Μ όσο έχει W το Υ, τότε Α=∞
Αν lim(α-β)=max.=1, τότε limA= k.f(t), τότε η σχέση ανάγεται στο απλούν παιχνίδι σχέσεων  συμπάθειας ή αντιπάθειας. Δηλαδή παύει να ισχύει ο νόμος της σεξουαλικής έλξης. Είναι αυτό που λέμε, «είμαστε φίλοι, γιατί ταιριάζουν τα χνώτα μας».

Ο W. ευρίσκει την αρχή της αντίθεσης ακόμη και στα φυτά, στην περίπτωση της ετεροστυλίας. Κατά τον Darwin η γονιμοποίηση η πλέον επιτυχής συμβαίνει στην περίπτωση που η γύρη του μακρόστυλου άνθους δηλαδή του άνθους των πιο χαμηλά ευρισκόμενων ανθήρων, μεταφέρεται σε ένα στίγμα μικρόστυλο, και σε εκείνη που η γύρη του μικρόστυλου άνθους δηλαδή του άνθους των πιο υψηλά ευρισκόμενων ανθήρων μεταφέρεται σε στίγμα μακρόστυλο. Όσο δηλαδή στο ένα άνθος ο στύλος είναι μακρότερος, δηλαδή το θηλυκό όργανο έχει περισσότερο ανεπτυγμένο τον θήλειο χαρακτήρα, τόσο μακρότερο πρέπει να είναι στο άλλο, εκ του οποίου πρέπει να συλλάβει επιτυχώς, το αρσενικό όργανο, ο στήμων, και όλο και βραχύτερος ο στύλος, του οποίου το μήκος μετράει την θηλύτητα.

O W. δεν αναζητεί όλους τους νόμους τις σεξουαλικής έλξης, αλλά εκείνους που αφορούν στο θέμα του βιβλίου του. Ούτε επίσης μπορεί κανείς να επιλέξει βάσει του παραπάνω μαθηματικού τύπου ποιο είναι το ταίρι του, γιατί πώς μπορεί να ξέρει την δική του θέση ανάμεσα στο Α και το Θ;  Μπορεί φυσικά, θα έλεγα, να υποψιασθή για την δική του θέση, βάσει των επιλογών που κάμει. Επίσης ο παράγων f(t) εκφράζει εκείνο το «με τον καιρό θα αγαπηθείτε».

Εδώ πρέπει να αίρουμε την «αισθητική στιγμή» από την «στιγμή της ομορφιάς». Βλέπουμε ότι όταν κάποιος θελχθή από μια γυναίκα, ομιλεί ακαταπαύστως περί της «εκπληκτικής», «μαγευτικής ομορφιάς της», όταν ο διπλανός του αναρωτάται τι  ευρίσκει σ’ αυτήν. Ο Weininger, χωρίς να θέλει να υιοθετήσει μια κανονιστική αισθητική ή τον σχετικισμό των αξιών, βλέπει με βεβαιότητα ότι αρκεί κάποιος να γοητευθή για να βρει όμορφα χαρακτηριστικά που όχι μόνο είναι αδιάφορα, αλλά πολλές φορές άσχημα, και έτσι η έκφραση «καθαρώς αισθητικώς» σημαίνει ότι έχουμε αφαιρέσει τις ούτως ειπείν, σεξουαλικές προσλαμβάνουσες. Όπως έλεγε ο Karl Kraus,

Der Ästhetiker: Sie wäre ein Ideal, aber — diese Hand! Der Erotiker: Sie ist mein Ideal; also müssen alle Frauen diese Hand besitzen!
[Ο Αισθητικός: Αυτή θα ήταν ένα Ιδεατό, όμως —αυτό το χέρι! Ο Ερωτικός:  Αυτή είναι το Ιδεατό μου—έτσι πρέπει όλες οι γυναίκες να κατέχουν αυτό το χέρι!]

Αυτό, αν έλεγε ο Georg Simmel, δηλαδή το ότι ο έρως ορίζει την ομορφιά και δεν είναι η ομορφιά που προσδιορίζει τον έρωτα, όπως συμβαίνει στην πλατωνική αντίληψη, δεικνύει το βαθμό εξατομίκευσης και την ανάπτυξη της προσωπικότητας της εποχής μας. Βέβαια, τόσο ο Kraus όσο και ο Simmel ομιλούν περί έρωτα και όχι απλής σεξουαλικότητας, την διαφορά των οποίων θα μας δείξει ο W. στο αντίστοιχο περί έρωτος και αισθητικής κεφάλαιο.

Ο νόμος διά του οποίου πρότεινα να εξηγήσω την σεξουαλική έλξη, δεικνύει ήδη το ότι από το γεγονός ότι υπάρχει ένας άπειρος αριθμός ενδιάμεσων σεξουαλικών μορφών, θα ευρεθούν αναγκαστικά πάντοτε δύο όντα που θα συναρμόζονται τελείως. Τούτο και μόνον τούτο δικαιολογεί το γάμο και καταδικάζει τον «ελεύθερο έρωτα», από καθαρής βιολογικής άποψης. […] τα παιδιά τα ακμαιότερα και τα υγιέστερα θα προέρχονταν από τις ενώσεις εντός των οποίων η σεξουαλική έλξη είναι αμφίδρομος και είναι αμφοτέρωθεν πανίσχυρη. Δεν είναι πράγμα σημερινό, η συνήθεια του λαού να μιλεί, με ιδιαίτερη σημασία, περί «παιδιών του έρωτα»,  και να πιστεύει ότι τα παιδιά τούτα πρόκειται να γίνουν, ως άνδρες και ως γυναίκες, ομορφότερα, καλύτερα, πιο προικισμένα από τα άλλα. Τούτος ο λόγος θα φανεί αρκετός για να καταδικάσει τον απλό και καθαρό γάμο συμφέροντος, που δεν πρέπει ποτέ να τον συγχέουμε με τον γάμο από λογική.

Α.4. ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΕΡΑΣΤΙΑ

Αφού ο Weininger λαμβάνει την αμφιφυλία ως εγγενή στον άνθρωπο, δεν θεωρεί την ομοφυλοφιλία, πάθηση, όπως πίστευαν οι συγκαιρινοί του επιστήμονες. Την θεωρούσαν επίκτητο ήτοι, οντογενετική, και επομένως, ιάσιμη. Το γεγονός ότι κάποτε εμφανίζεται η επιθυμία σε κάποιον να ασκήσει την ομοφυλοφιλία, δεν σημαίνει οντογένεση, αλλά πραγμάτωση εκείνου που υφίστατο εν δυνάμει και περίμενε την στιγμή για να εκδηλωθή. Όπως ακριβώς δεν γίνεται κανείς ετερόφυλος επειδή συναντά μια γυναίκα, αλλά η γυναίκα τον προκαλεί να εκδηλώσει την ετεροφυλία του. Επίσης, μας λέει, η ομοφυλοφιλία δεν είναι κληρονομική ―φυλογενετική. Εκείνος που βλέπει στην ομοφυλοφιλία αν όχι μια διαταραχή, τουλάχιστον κάτι το παθολογικό, η ακόμη μια διανοητική διαστροφή, αμελεί το ότι από το αρρέντερο των αρσενικών, στον ψευδερμαφρόδιτο, τον θηλυπρέπη, και κατόπιν στον αυθεντικό ερμαφρόδιτο, και από κει στην τριβάδα και κατόπι στην virago, και από την virago στην θηλύτερη των παρθένων, υπάρχει μια απειρία περασμάτων. Οπότε αρκεί να θέσουμε τον ομοφυλόφιλο, γύρω στο 50% άρρενος και 50% θήλεος. Γι’ αυτό τον λόγο οι ομοφυλόφιλοι δεν ελκύονται αποκλειστικά προς το ίδιο φίλο, αλλά μπορούν να συνάψουν σεξουαλικές σχέσεις και με το άλλο φύλο. Είναι, στην ουσία, αμφιρρεπείς.

Με την ίδια λογική μπορούμε να καταλάβουμε γιατί στην εποχή που προϋφίσταται της εφηβείας, όπου τα αγόρια και τα κορίτσια είναι ακόμη αδιαφοροποίητα ή όπου η εσωτερική έκκριση των αδένων δεν έχει αποφασίσει για το οριστικό τύπωμα του σεξουαλικού χαρακτήρα, αυτά προτιμούν την παρέα ομοφύλων. Ή σε μεγάλη ηλικία, τα άτομα επίσης προτιμούν την ομόφυλη παρέα, ενώ έχει παρατηρηθή επανεμφάνιση της λανθανούσης αμφισεξουαλικότητας.

Ουδεμία ανδρική φιλία είναι χήρα εντελώς σεξουαλικού στοιχείου. Απόδειξη γι’ αυτό είναι ότι ουδεμία ανδρική φιλία δεν είναι δυνατή, αν τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ενός δεν προκαλούν κάποια συμπάθεια στον άλλο.

Οι διάφορες προσπάθειες θεραπείας της ομοφυλοφιλίας δι’ υπνώσεως το μόνο που καταφέρνουν να εγείρουν ως θηλυκή μορφή στον ομοφυλόφιλο είναι η τριβάς, η λεσβία, καθώς είναι η μόνη γυναίκα που μπορεί, σύμφωνα με τον κανόνα του Weininger να αντιστοιχίσει σε αυτόν.

Το γεγονός πως η ανδρική, ομοφυλόφιλη πορνεία θεωρείται μείζων εξευτελισμός προς την ετερόφυλη, είναι για τον W. λάθος. Από ηθικής άποψης, δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο. Έτσι η μόνη και πιο λογική συμπεριφορά προς αυτούς, μας λέει ο Weininger το 1903, είναι να τους αφήσουμε να εύρουν την ικανοποίηση εκεί που την ψάχνουν, δηλαδή μεταξύ αυτών.

Ο Weininger σε σημείωση μας λέει για τον τύπο του (Πλατωνικού) Παιδεραστού, ο οποίος ανήκει καθαρά στο άρρεν, και χαρακτηρίζει ιδιοφυΐες όπως ο Michelangelo. Ο Παιδεραστής έχει την δυνατότητα να ελκύεται και από τα δυο φύλα, έξω από τον κανόνα που θέτει o W. και ως εκ τούτου θεωρεί την έλευσή του μυστηριώδη.

Α.5. ΧΑΡΑΚΤΗΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ

Ένεκα της αντιστοιχίας μεταξύ του φυσικού και του ψυχικού, η αρχή των ενδιαμέσων σεξουαλικών μορφών, μπορεί να εφαρμοσθή εξίσου στην ψυχολογία. Αυτή η αρχή μπορεί να εξυπηρετήσει ως βάση κάποιας χαρακτηρολογίας, και σε κάθε περίπτωση μπορεί να υψωθή σε ευριστικό θεμέλιο μιας «ψυχολογίας των ατομικών διαφορών» ή «διαφορικής ψυχολογίας». Η άπειρη διαβάθμιση που υποθέτει, θα επέτρεπε στην επιστήμη να εξερευνήσει ένα πεδίο μέχρι τούδε κατάλληλο σε συγγραφείς και καλλιτέχνες.

Η ψυχική συνουσία μεταξύ άρρενος και θήλεος δεν πρέπει να ληφθή ως ταυτοχρονία. Το ανθρώπινο ψυχικό όν αμφιταλαντεύεται μεταξύ του ανδρός και της γυναικός. Οι ταλαντώσεις και οι διακυμάνσεις τούτες είναι δύο ειδών: κανονικές και ακανόνιστες. Οι πρώτες μπορεί να είναι μικρές (πολλοί αισθάνονται πιο αρσενικοί το βράδυ από το πρωί) ή να αφορούν μεγάλες περιόδους της οργανικής ζωής. Οι δεύτερες προκαλούνται από εξωτερικά ερεθίσματα και κυρίως από τον σεξουαλικό χαρακτήρα του άλλου. Προσδιορίζουν σίγουρα τα φαινόμενα της προσαρμογής που παίζουν σοβαρό ρόλο στη ψυχολογία των όχλων. Η ψυχική αμφιφυλία θα εμφανισθή μες σε μια διαδοχή, κανονική ή ακανόνιστη.

Οι θήλειοι άνδρες δοκιμάζουν μιαν ζωηρή επιθυμία να νυμφευθούν. Νοικοκυρεύονται πολύ νωρίς, και κολακεύονται να κυκλοφορούν παρά κάποιαν διάσημη γυναίκα, ποιήτρια ή καλλιτέχνιδα. Ματαιοδοξούν για το σώμα τους, και βγαίνουν έξω ώστε να ελκύσουν τα μάτια των άλλων πάνω τους. Η συμβολική μορφή αυτών είναι ο Νάρκισσος. Οι viragines αντίθετα, παραμελούν εαυτόν, περιφρονούν κάθε φροντίδα σώματος, ένδυσης και καλλονής. Η εξάπλωση αυτών των ανδρογύνων σχετίζεται με τους σημερινούς κομψευoμένους και το κίνημα της γυναικείας χειραφέτησης, μάς λέει ο Weininger .

Το πλέον Θήλυ αν έχει η γυναίκα, το ήττον θα καταλάβει τον άνδρα, όμως τα σεξουαλικά χαρακτηριστικά του άνδρα πλείστα θα την κινήσουν : θα αναγνωρίσει το αντίθετό της. Απεναντίας, το πλέον Άρρεν αν έχει ο άνδρας, το ήττον θα είναι σε θέση να καταλάβει τη γυναίκα και η γυναίκα πλείστα θα τον συγκινήσει ως τέτοια. Οι «ειδήμονες των γυναικών» είναι σε μεγάλο βαθμό γυναίκες οι ίδιοι, και οι σχέσεις των με τις γυναίκες είναι έτσι εύκολες.

Όλη η εκπαίδευσή μας είναι θεμελιωμένη πάνω στην άρνηση του ατόμου. Ένας υποδηματοποιός, που το επάγγελμά του τον αναγκάζει να πάρει μέτρα των ποδιών των ανθρώπων, δείχνει μεγαλύτερη φροντίδα για το άτομο από τον πατέρα ή τον δάσκαλο, ανίκανους να αντιληφθούν ότι πρόκειται για ηθικό χρέος! Πράγματι, η συνήθεια είναι να εκπαιδεύουν τις ενδιάμεσες σεξουαλικές μορφές, ιδιαίτερα τα κορίτσια, σύμφωνα με την αρχή να πλησιάζει σε ένα συμβατό ιδεότυπο άνδρα και γυναίκας. Ο  Weininger εναντιώνεται στην εκπαιδευτική ομοιομορφία που δεν λαμβάνει υπ’ όψει της τους ενδιάμεσους τύπους, τα αγοράκια που παίζουν με κούκλες ή τα κοριτσάκια που παίζουν πόλεμο.

Ο Weininger λοιπόν, επ’ αφορμή της εκπαίδευσης, μας αποκαλύπτει αυτό που θέλει να κάμει, μίαν «χαρακτηρολογία», η οποία είναι για την ψυχολογία, ό, τι η ανατομία προς την φυσιολογία. Βασίζεται έτσι ο W. στη θεωρία του ψυχοφυσικού παραλληλισμού: η χαρακτηρολογία και η μορφολογία είναι παράλληλες επιστήμες όπως η ψυχολογία και η φυσιολογία (αυτή του κεντρικού νευρικού συστήματος). Πάνω στην ίδια αρχή θα βασιστή αργότερα ο Hayek στο Sensory Order. Το πρόβλημα της φυσιογνωμικής είναι εκείνο της σχέσης μεταξύ του ψυχικού δεδομένου και του σωματικού δεδομένου, εκείνο της ψυχοφυσιολογίας, της σχέσης του ψυχικού και του σωματικού εν κινήσει.  Το αντικείμενο της πρώτης είναι στατικό, της δεύτερης, δυναμικό. Αλλά το ένα δεν είναι περισσότερο νόμιμο του άλλου.

Η φυσιογνωμική συνήθως θεωρείται από την επίσημη επιστήμη ως τσαρλατανισμός, όμως οι αντίπαλοι της δεν μεταχειρίζονται ήττον την έκφραση «φαίνεται στη φάτσα του», και πορτραίτα μεγάλων ανδρών ή δολοφόνων ερέθιζαν πάντοτε την περιέργεια.

Τούτη η αντιστοιχία μεταξύ φυσικού και ψυχικού αναφέρεται αναπόφευκτα στην εκ των προτέρων (a priori) και συνθετική  λειτουργία του Kant. Ο Kant έλεγε ότι τίποτε δεν μπορεί να αποδειχθή επιστημονικά προς τη σχέση μεταξύ σώματος και πνεύματος. Κατά την κατεύθυνση του Weininger, η ύπαρξη μιας τέτοιας σχέσης μπορεί να γίνει αποδεκτή, ως αρχή, ως αξίωμα της ψυχολογικής επιστήμης, ενώ θα έμενε για την φιλοσοφία και τη θρησκεία να ορίσει τη μορφή. Όπως και ο Kant, ο W. διακρίνει τον κόσμο των γεγονότων από τον κόσμο των ιδεών, κατά την έννοια ότι ο δεύτερος είναι απαραίτητος για να ερμηνεύσουμε τον πρώτο.

Ψέγει τον Hume και τον Mach ότι ταυτίζουν ταυτόχρονη και διαδοχική αιτίαση. Είναι αδύνατο να βλέπουμε μόνο μια πραγματικότητα στη σχέση που ενώνει δύο φαινόμενα που διαδέχονται κανονικά το ένα το άλλο και στη λειτουργική σχέση που μπορεί να υπάρχει ανάμεσα σε δυο διαφορετικά στοιχεία αλλά σύγχρονα. Ο χρόνος μας δίδει μια αιτία, το πρότερο φαινόμενο ως αίτιο του ύστερου, αλλά δεν μας λέει τίποτε για κάποιο αίτιο που δεν μπορούμε να το δούμε εντός του χρόνου. Από τι επιπλέον διακρίνονται οι λάτρεις των γατών από εκείνους των σκύλων; Υπάρχουν και κάποια άλλα χαρακτηριστικά στα οποία διαφέρουν; Ακόμη και στην εξελικτική θεωρία, δεν μπορούμε να δικαιολογήσουμε τα πάντα με μια αναγωγή σε έναν αποκλειστικό λόγο. Το αίτιον της ωφελιμότητας, δικαιολογεί γιατί έχουν κοφτερότερα δόντια τα σαρκοβόρα, αλλά δεν μπορεί  να μας πει γιατί σχεδόν όλες οι γάτες με γαλάζια μάτια είναι κωφές.

Η «ιδεατή μορφολογία» του Weininger έχει σκοπό ακριβώς να ανασκευάσει ολόκληρο τον οργανισμό από κάποια χαρακτηριστικά του κομμάτια με αυστηρά επαγωγικό χαρακτήρα. Με όρους θερμοδυναμικής αυτό σημαίνει ότι ο οργανισμός δεν έχει παρά ένα  αυστηρό «περιθώριο ελευθερίας». Ο κανών της θα είναι η αναζήτηση του σε τι διαφέρουν επιπλέον δυο ανόμοια όντα.

Α.6. ΟΙ ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΜΕΝΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

Η αρχή των ενδιάμεσων τύπων μας αποκαλύπτει περί τίνος πρόκειται η «γυναικεία χειραφέτηση». Δεν ενδιαφέρουν τον Weininger τα εξωτερικά χαρακτηριστικά αυτής της χειραφέτησης, δηλαδή αν μπορεί να κυβερνήσει τον εαυτό της χωρίς σύζυγο, αν μπορεί να διασχίσει μια επικίνδυνη γειτονιά μόνη της, αν έχει ψήφο. Το ερώτημα που θέτει ο Weininger, είναι: τι σημαίνει εσωτερικώς «γυναικεία χειραφέτηση»; Να αντλεί ευχαρίστηση από τα ίδια ενδιαφέροντα με τον άνδρα, να επιτυγχάνει την ίδια ελευθερία στην σκέψη και την ηθική βούληση, να δείχνει την ίδια δημιουργό δύναμη. Και λέει:

Όλες οι γυναίκες που αναζητούν τη χειραφέτηση, που έχουν το δικαίωμα να είναι διάσημες, και με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να είναι αξιόλογες στο πεδίο του πνεύματος, είναι γυναίκες που παρουσιάζουν μεγάλο αριθμό ανδρικών χαρακτηριστικών, και στις οποίες ένα ησκημένο μάτι μπορεί να διακρίνει εξίσου και ανδρικά χαρακτηριστικά με την ανατομική έννοια του όρου.

 Οι γυναίκες εκείνες της ιστορίας που χρησιμεύουν ως πρότυπα των εμπροσθοφυλάκων της χειραφέτησης, ανήκουν σαφώς σε ενδιάμεσους τύπους. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, η μόνη γυναίκα-ιδιοφυΐα στην ποίηση είναι η λεσβία Σαπφώ, εκ της οποίας έμεινε η λέξη λεσβία για να περιγράψει την ομοφυλόφιλη γυναίκα, την τριβάδα. Αρκεί να περιδιαβούμε την ιστορία για να επιβεβαιώσουμε ότι οι διάσημες γυναίκες ήσαν αμφισεξουαλικές ή ομοφυλόφιλες, ενώ οι άνδρες με τους οποίους σχετίζονταν ερωτικά ήσαν μισοί άνδρες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η George Sand  της οποίας δυο διάσημες ερωτικές σχέσεις της ήσαν με τον  Alfred de Musset και τον Frédéric Chopin, αντιστοίχως «τον πιο θηλυπρεπή λυρικό ποιητή που γνώρισε ο κόσμος, και ίσως την μόνη γυναίκα συνθέτη της ιστορίας της μουσικής». Το πορτραίτο της μας λέει πολλά: ήταν αδύνατη σαν καρφί, ενώ όταν γνωρίστηκε με τον Chopin, ήταν «εκείνη» που συμπεριφέρθηκε ως άνδρας και «εκείνος» που έπαιξε τον ρόλο της γυναίκας: κοκκίνισε όταν εκείνη τον κάρφωσε με το βλέμμα, και με μια βαθειά φωνή του χάρισε μια φιλοφρόνηση.

GEORGE SAND French writer and folklorist, also known for her active social life and affairs. Here in her thirties. Date: 1804-1876

Ο Darwin λέει πως αν συγκρίνουμε τους άνδρες και τις γυναίκες που έχουν την πιο αξιοσημείωτη θέση στις περιοχές της ποίησης, της ζωγραφικής, της λογοτεχνίας, της μουσικής, της ιστορίας, των επιστημών και της φιλοσοφίας, και περιορίζαμε σε κάθε περιοχή μισή δωδεκάδα ονομάτων, από τη μία και την άλλη πλευρά, οι δύο κατάλογοι που θα λαμβάναμε δεν θα άντεχαν να συγκριθούν. Αυτό μας δεικνύει ότι η ιδιοφυία είναι αρσενικής ουσίας. Άρα,
                εκείνο που εντός της γυναίκας αναζητεί να χειραφετηθή, είναι ο άνδρας.

 Ο Weininger δεν αντιτίθεται στην γυναικεία χειραφέτηση, αλλά στο κίνημα της γυναικείας χειραφέτησης, που εξαναγκάζει γυναίκες εντελώς θηλυκές να γίνουν κάτι που δεν είναι, και δεν πρόκειται να γίνουν, και το μόνο που καταφέρνει είναι να τις κάνει να καταστραφούν ως άτομα. Έτσι λέει:

Να αφήσουμε κάθε ελευθερία, ώστε ουδέν εμπόδιο να υψώνεται στην πορεία των, ’ς εκείνες που οι φυσικές πραγματικές ανάγκες τους, τις φέρουν στις αντρικές δραστηριότητες, και πούναι κείνες που παρουσιάζουν ανδρικά χαρακτηριστικά· όμως να αρνηθούμε κάθε σχηματισμό ΚΟΜΜΑΤΟΣ, κάθε ιδέα ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ, που δεν μπορεί να έχει κανένα ΘΕΜΕΛΙΟ, ήτοι, όλο το φεμινιστικό ΚΙΝΗΜΑ, που σε μεγάλο αριθμό γυναικών, είναι η αιτία μιας προσπάθειας εναντίον της φύσης, τεχνητής και, εν τέλει, ψευδεπίγραφης. Έτσι θα γλιτώναμε από τις αξιώσεις της «ολοκληρωτικής εξίσωσης».

Η αληθινή γυναίκα δεν επιζητεί την χειραφέτηση, και αντίθετα, όλο το φεμινιστικό κίνημα είναι ένα δημιούργημα ανδρόγυνων μόνον γυναικών, που ενώ πιστεύουν ότι μιλούν εν ονόματι της γυναίκας, την περιφρονούν στην ίδια των φύση και δεν βλέπουν ποια είναι τα πραγματικά κίνητρα της δράσης των.

Ο Weininger θεωρεί ότι υπάρχουν εποχές που ευνοούν την πνευματική χειραφέτηση της γυναίκας. Ο Jacob Burckardt ο κατεξοχήν ιστορικός της Αναγέννησης λέει επί του θέματος:

Ο μεγαλύτερος έπαινος που σκέφτηκε κανείς να κάμει ’ς αυτήν την εποχή των μεγάλων ιταλίδων κυρών ήταν να πει πως αυτές είχαν ένα πνεύμα και μια ψυχή, ανδρός. Δεν χρειάζεται παρά να συλλογιστή κανείς το ύφος το τόσο ανδρικό πλείστων των γυναικών στα επικά ποιήματα του Boiardo και του Ariosto για να καταλάβει κανείς ότι επρόκειτο για ιδεώδες. Το να αποκαλέσεις μία γυναίκα «virago» αν ήταν σήμερα αμφίβολη φιλοφρόνηση, τότε ήταν προς τιμήν της.

Τούτο κάνει τον W. να μιλήσει για εποχές ή για περιοδικότητα στην ιστορία που παρουσιάζονται περισσότερες ανδρόγυνες γυναίκες. Εποχές λιγότερου γονοχωρισμού, οπού γεννώνται περισσότερες αρσενικές γυναίκες και περισσότεροι θηλυκοί άνδρες. Τέτοια θεωρεί και την εποχή του όπως αυτή εκφράστηκε από το καλλιτεχνικό κίνημα της secession: υψίκορμες γυναίκες με φαρδειές πλάτες και επίπεδο στήθος που βλέπουμε στους πίνακες του Klimt, ένα γούστο περισσότερο αισθητικό παρά σεξουαλικό που αναζητεί τα πρότυπά του στην τέχνη των Προρραφαηλιτών.

Το γεγονός πως το μεγάλο γυναικείο κίνημα της Αναγέννησης εξηφανίσθη χωρίς να αφήσει ίχνη, υποστηρίζει ο W., έπρεπε να αποτελέσει μάθημα για τις σύγχρονες suffragettes. Η πραγματική απελευθέρωση του πνεύματος έρχεται όχι με κάποιο πολυάριθμο στρατό, αλλά με μια εσωτερική μάχη. Και ο πιο μεγάλος, ο μοναδικός, εχθρός της γυναικείας χειραφέτησης, είναι η γυναίκα.