Pierre-Jean Jouve: Μία μόνη κοιμωμένη γυναίκα

Σ’ἕναν καιρὸ ὑγρὸ καὶ βαθὺ ἤσουν πιὸ ὄμορφη
Σὲ μίαν ἀπέλπιδα βροχή ἤσουν πιὸ ζεστή
Σὲ μίαν ἡμέρα ἐρήμου μἔμοιαζες πιὸ ὑγρή
Ὅταν τὰ δένδρα εἶναι μέσα στὸ ἐνυδρεῖο τοῦ καιροῦ
Ὅταν τὸ κακὸ μῖσος τοῦ κόσμου εἶναι μὲς στὶς καρδιές
Ὅταν ἡ δυστυχία ξεκουράζεται ἀπὸ τὴν ἀστραπὴ ἐπάνω στὰ φύλλα
Ἤσουν γλυκειά
Γλυκειὰ ὅπως τὰ δόντια ἀπ’ ἐλεφαντοστοῦν τῶν νεκρῶν
Κ’ ἁγνὴ ὅπως ὁ θρόμβος τοῦ αἵματος
Ποὺ ἔβγαινε γελῶντας ἀπ’τὰ χείλη τῆς ψυχῆς σου.

Σ’ἕναν καιρὸ ὑγρὸ καὶ βαθὺ ὁ κόσμος εἶναι πιὸ μαῦρος
Σὲ μίαν ἡμέρα ἐρήμου ἡ καρδιὰ εἶναι πιὸ ὑγρή.

(απόδοση: Γ.Α.Σιβρίδης)