William Wordsworth: Ωδή. Aγγέλματα αθανασίας από άωρες παιδικές αναμνήσεις

Παῖς τὸν Ἄνθρωπο γεννάει·
θὰ εὐχόμουν οἱ ἡμέρες μου νὰ εἶναι
ἀλληλοδέσμιες μὲ φυσικὸ σέβας .

                                I.

Ἦταν κάποτε καιρός ποὺ ἄλσος, λειμών καὶ χείμαρρος
ἡ γῆ, καὶ κάθε θέαμα κοινό
                        μ’ ἐφαίνετο περίστολο
                σὲ πέπλωμα οὐρανίου φωτός,
τὸ κλέος καὶ τὴν πνοὴ ὀνείρατος.
Δὲν εἶναι τώρα ὅπως ἦταν παλαιά·―
                Κἂν στρέφομαι πανταχοῦ τάχα
                        νύκτες ἢ ἦμαρ,
τὰ πράγματα τὰ ὁποῖα ἔχω δεῖ δὲν δύναμαι νὰ βλέπω πλιά.

 

                                II.

                Ἥ ἶρις φοιτᾷ κεῖσε καὶ δεῦρο,
                καὶ εἶναι ἀγαπητό τὸ ῥόδο·
                ἡ σελήνη μ’ εὐθυμία
        περισκοπεῖ ὅποτε τὰ οὐράνια εἶναι γυμνά·
                νάματα σὲ ἀστερωπό νύχτα
                εἶν’ ὡραῖα καὶ καλά·
        τοῦ ἡλίου ἡ εἴλησις εἶναι τόκος εὐκλεής·
        ὅμως ξέρω ἀκόμη, ὅπου πάγω
ὅτι παρῆλθε κάποια δόξα ἀπὸ τὴ γῆ.

 

                                III.

Τώρα, ἐνόσῳ τὰ ὀρνίθια ψάλλουν ᾆσμα χαρωπό
        καὶ ἐνόσῳ τὰ προβάτια πηδοῦν
                στοῦ τυμπάνου τὸν δοῦπο,
σὲ ἐμὲ μόνον ἦλθε μία σκέψις στενάχωρη:
μία αἰσία λέξις μ’ ἀνεκούφισε αὐτῆς,
                καὶ εἶμαι αὖθις πάλι δυνατός.
Οἱ καταρράκτες ἐμφυσοῦν τὶς σάλπιγγες ἄπο ὕψους, ―
οὐκέτι ἡ θλίψις μου ἀδικήσει τὸν καιρό:
τὴν ἠχώ ἀκούω διὰ τῆς συνόδου τῶν βουνῶν
τ’ αἤματα ἀνέμων μ’ ἔρχονται ἀπὸ τὴν χώρα τοῦ ὕπνου,
                καὶ εἶναι ὅλη ἡ γῆ εὔθυμος·
                        καὶ γῆ καὶ θάλασσα
        ἀφίενται στὴν χαρά,
                καὶ μὲ τὴν καρδιά τοῦ Μάη
        κάθε θηρίο σχολάζει·―
                        ὦ σὺ παιδί ὄλβιο
παρακρώξε μοι, καὶ ἄσε με ν’ἀκούω τὶς κραυγές σου, εὔθυμο
            σὺ βοσκόπουλο!

 

                                IV.

Μακάρια Πλάσματα, ἄκουσα τὴν κληδόνα
        ποὺ κάμετε μεταξύ σας· βλέπω
νὰ γελοῦν τὰ ἐπουράνια σὲ τοῦτο σας τὸ ἰωβηλαῖο·
        ἡ καρδιά μου εἶναι στὴν ἑορτή,
            ἡ κεφαλή μου στεφανηφορεῖ,
τὴν πλησμονή δε τοῦ ὄλβου σας, νιώθω―καὶ τὰ νιώθω ὅλα.
                Ὦ ἥμερα κακή! Ἂν ἤμουν σκυθρωπός
                ἐνόσῳ ἡ γῆ ἡ ἴδια κοσμεῖ
                        τοῦτο τὸ γλυκό μαγιάτικο πρωί·
                καὶ τὰ παιδιά τρυγοῦν
                        πάντῃ
                μὲς σὲ χίλιες κοιλάδες πανταχῇ ἄνθη
                θαλερά· ὅσο ὁ ἥλιος λαμπρός θάλπει,
καὶ τὸ βρέφος ἀναπηδᾷ στῆς μάνας τὴν ἀγκάλη:―
                Ἀκούω, ἀκούω, μὲ χαρμονὴ ἀκούω!
                ―Ἀλλ’ εἶναι κάποιο δένδρο,
κάποιος μόνος λειμὼν ποὺ βλέπω,
ἄμφω μιλοῦν γιὰ κάτι τὶ χαμένο:
                        ὁ μενεξές στὸ πόδι μου
                        λόγο λέγει παρόμοιο:
Ποῦ διέφυγε ἡ μαρμαρυγή τῆς ὀπτασίας;
Ποῦ εἶναι νῦν πλέον, τὸ κλέος καὶ τὸ ὕπαρ;

 

                                V.

Ἡ γέννησίς μας δὲν εἶν’ ἀλλ’ ὕπνος καὶ λησμοσύνη·
ἡ Ψυχή ποὺ ἀνίσταται μεθ’ ἡμῶν, βιοτῆς μας Ἄστρο
                ἀλλοῦ ἱδρύθη
                        καὶ ἔρχεται ἄπωθε
                ὄχι σὲ πλήρη λήθη
                ὅχι ἐντελῶς γυμνήτις,
μὰ φέροντες νέφη δόξης ἐρχόμεθα
                        ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι πατρίδα μας:
Ὁ οὐρανός κεῖται γύρω μας κατὰ τὴν παιδεία μας!
Σκιές τῆς φυλακῆς ἀρχίζουν νὰ συγκλείουν
                        στὸ Ἀγόρι ἐπάνω ποὺ ἐφηβεύει,
ὅμως κοιτάει τὸ φῶς, καὶ μὲσ’ τὴν εὐτυχία του
                        βλέπει ὁπόθε αὐτὸ ῥέει·
ὁ Νέος, ποὺ καθ’ ἡμέραν πέρα τῆς ἀνατολῆς
        πρέπει νὰ πορευθῇ, εἶναι ἀκόμη τῆς φύσεως ἱερεύς
                καὶ ἡ λαμπερή ὅρασις
                στὸν δρόμο του τὸν ἀκολουθεῖ·
μὲ τὸν χρόνο ὁ Ἄνδρας τὴν βλέπει νὰ φθίνῃ,
καὶ μὲς στὸ φῶς τῆς κοινῆς ἡμέρας νὰ σβήνῃ.

 

                                VI.

Ἡ γῆ τὸν κόλπο της γεμίζει μὲ δικές της ἡδονές·
ἵμεροι ποὺ ἔχει κατὰ τὸν δικό της φυσικὸ τρόπο,
καὶ, ἀκόμη μὲ κάτι ἀπὸ μητρικοῦ νόος,
                        καὶ χωρίς ἀνάξιο σκοπό,
                ἡ ἁπλῆ τροφός κάμει ὅ τι δύναται
τὸ θρέμμα της νὰ κάμῃ, τὸ ἐφέστιον, Ἄνδρα,
νὰ λησμονήσῃ τὶς δόξες ποὺ γνώρισε
καὶ τὸ βασιλικό ἀνάκτορο ὁπόθεν ἦλθ’ αὐτός.

 

                                VII.

Ἰδοὺ τὸ Παιδί μεταξὺ τῶν νεοτόκων ὄλβων,
ἕξ ἐτῶν κεχαριτωμένο πυγμαίου μεγέθους!
Κοίτα, πῶς κεῖται μέσα στὶς χειρονομίες του,
καὶ τρίβεται ἀπ’ τὶς εἰσβολές τῶν μητρώων φιλημάτων,
πεφωτισμένο ὑπὸ τὸ βλέμμα τοῦ πατρός του!
Κοίτα, στὰ πόδια του, τὶ σχέδιο ἢ χάρτη,
κάποιο θραύσμα τοὐνείρου του περί ἀνθρωπίνου βίου,
ποὺ τὸ ἴδιο τύκισε  μὲ νεόκτητη τέχνη·
                κάποιον γάμο ἢ ἑορτή,
                κάποιο πένθος ἢ ταφή·
                        τοῦτο τὴν καρδιά του κατέχει,
                καὶ ἐπὶ τούτου συνθέτει τὸ ἄσμα του:
                        Θὰ ἐφαρμόσει μετὰ τὴν γλώσσα του
σὲ διαλόγους ἐμπορίου, ἔρωτος ἢ ἔριδος·
                ἀλλὰ δὲν θὰ χρονίσῃ διόλου
                προτοῦ τοῦτο ν’ ἀπωθήσῃ
                καὶ μὲ νέα χαρά και φρόνημα
ὁ μικρός μῖμος καὶ κάτι ἄλλο θὰ τεχνάσει·
καθὼς πληροῖ ἀεί αὐτήν του τὴν «γελοίου σκηνή»
ἀπάντων τῶν Προσώπων, ὡς Ἡλικίαν ἀσθενή,
ποὺ φέρει ἡ ζωή μεθ’ αὐτῆς στὴ σκευή·
                σὰν ὅλο του τὸ ἐπιτήδευμα
                ἦταν ἀέναο μίμημα.

 

                                VIII.

Σύ, ποὺ διαψεύδει τὴν ἔξω σου εἰκόνα
                τὴς ψυχῆς σου τὸ μέγεθος·
σὺ κράτιστε φιλόσοφε, ὁ ὁποῖος ἔτι φυλάσσεις
τὰ πατρώα σου, βλέπεις μεταξὺ τῶν τυφλῶν,
καὶ ποὺ κωφὸς και σιωπηλός, λέγεις τὰ αἰώνια βάθη,
σὲ στοιχειώνει γιὰ πάντα ὁ αἰώνιος Νοῦς,―
                Πανίσχυρε Προφῆτα! Μάντι μάκαρε!
                ὧπερ τοῦτες οἱ ἀλήθειες ἀναπαύονται
τὶς ὁποῖες παλεύομε ὅλην τὴν ζωή μας ναὕρωμε,
χαμένοι στὸν ζόφο, καὶ τὸν ζόφο τοῦ τάφου·
σύ ποὺ ὑπὲρ ὅντινα  ἡ ἀθανασία σου
ἄρχει ὡς ἡ ἡμέρα, κύριος ἐπὶ σκλάβῳ,
μία Παρουσία ὅχι πρὸς ἀπόθεσι·
σὺ μικρό παιδί, ἀκόμη εὐκλεές στὴν ἰσχύ
τῆς ὑψιπετοὺς ἐλευθερίας τῆς φύσεως σου,
γιατὶ προκαλεῖς μὲ τέτοιον πόνο ἔντιμο
τοὺς χρόνους νὰ φέρουν τὸν ἄφευκτο ζυγό,
ἕτσι τυφλῶς μὲ τὴν εὐτυχία σου τὴν ἐναγώνιο;
Πλήρης ἡ Ψυχή σου, νωρίς θὰ ἔχει ἕνα γήινο φόρτο,
βαρὺ σὰν κρύσταλλο, βαθὺ σὰν βίο σχεδόν!

 

                                IX.

                ὦ χαρά! γιὰ τ’ ὅτι μὲς στὶς σποδοῦς μας
                ἔνι τὶ ζωντανό
                γιὰ τ’ ὅτι ἡ Φύσις ἀκόμη ἐνθυμεῖται
                ὅ τι ἦταν τόσο φευγαλέο!
Ἡ σκέψις τῶν παρελθόντων χρόνων ἐν ἐμοῖ τίκτει
αἰωνία εὐλογία: ὅχι πράγματι
    γιὰ κεῖνο ποὺ ἄξιον εἶναι νὰ εἶναι μακαρτό,
τέρψη καὶ ἐλευθερία, τὴν ἁπλῆ πίστι
τῆς παιδείας, εἴτε ἄσχολες ἢ ἐν ἀναπαμῷ,
καὶ ποὺ ἐλπίδα νεοπτέρυγα σείεται ἀκόμη στὸ στέρνο του: ―
                ―Οὐ χάριν τούτων ἐπαίρω
                τὸν εὐχαριστήριο παιᾶνα·
        Ἀλλ’ ὑπερ τῶν αὐθαδικῶν ἐρωτημάτων
        περὶ αἰσθητῶν καὶ ἔξω πραγμάτων,
        ἀπωλειῶν μας, ἀφανίσεων·
        καὶ κενῶν φόβων κάποιου πλάσματος
ποὺ περιστρέφεται ἐντὸς κόσμων μὴ πραγματικῶν,
προαισθήσεων ὑψηλῶν πρὸ τῶν ὁποῖων ἡ θνητή μας
φύσις ἔτρεμε ὡς ἔνοχο πράγμα ἔκπληκτο:
        Μὰ γιὰ κεῖνα τὰ πρῶτα πάθη,
        κεῖνες τὶς λυγαῖες ἀναμνήσεις,
                ὅ τι κἂν εἶναι τάχα,
εἶν’ ὅμως ἡ κάθε ἡμέρας μας πηγὴ φωτός,
εἶν’ ὅμως τὸ κάθε ὀπτασίας μας κύριο φῶς·
        σῶσον μας, θρέψον μας, καὶ ἔχε δύναμιν νὰ τρέψῃς
τὰ θορυβώδη χρόνια μας ὅμοια μὲ τὶς στιγμές
μὲς στὴν αἰωνία Σιωπή: ἀλήθειες ποὺ ἐγείρονται,
                        π’ οὐδέποτε ἀπολέονται·
τὴν ὁποία οὔτε ῥᾳστώνη, οὔτε μανικὸ ἐγχείρημα
                        οὔτ’ ἄνδρας οὔτε νέος
οὐδέν τὶ τῆς χαρᾶς πολέμιο,
δύναται καταλύσῃ ἢ καταστρέψῃ ὁλοσχερῶς!
    Ἔτσι, ὑπὸ νήνεμο καιρό
                κἂν ὦμεν μεσογέως,
οἱ ψυχές μας θέονται τἀθάνατον ἐκεῖνο πέλαγος
                        ποὺ μᾶς ἔφερε ἐδῶ·
                αἴφνης ἂς πορευθῶμε κεῖσε―
θεασόμενοι παιδιὰ νὰ παίζωσι στὸν αἰγιαλό,
ἀκροασόμενοι τὴν κραταιὰ ἅλμη νὰ σαλεύῃ ἐσαεὶ καὶ διὰ παντός.

 

                                X.

Λοιπὸν, ὀρνίθια ψάλλατε, ψάλλατε ᾆσμα χαρωπό!
                καὶ ἄφετε τὰ προβάτια νὰ πηδοῦν
                στοῦ τυμπάνου τὸν δοῦπο!
        Σκέψει ἐμεῖς, θὰ συμβάλωμε στὴν σύνοδο,
                σεῖς ποὺ αὐλεῖτε καὶ σεῖς ποὺ παίζετε,
                σεῖς ποὺ διὰ τῶν καρδιῶν σας σήμερον
                ἔχετε χάρμα μὲς στὸ Μάιο!
Τὶ κἂν ἡ ἀνταύγεια ποὺ ἦταν κάποτε τόσο λαμπρή
πλέον ἀπ’ τῆς ὁράσεως μου ἔχει συληθῆ,
        κἂν οὐδέν θὰ ἐπαναφέρῃ τὴν ὥρα
τῆς λάμψης στὴν χλόη, τοῦ κλέους στὰ ἴα·
                δὲν θὰ θρηνήσωμε μὰ θαὕρωμέ μεις
                μᾶλλον τὸ σθένος σ’ ὅ τι πίσω μένῃ·
                σ’ ἐκεῖνη τὴν ἀρχέγονο συμπάθεια
                καθ’ ἥν ὅ τι ἦταν πρέπει νά εἰναι πάντα·
                στὶς σκέψεις παραμυθίας ποὺ ἐκπηδοῦν
                ἐκ τἀνθρωπίνου πόνου·
                στὴν πίστι ποὺ κοιτάει διὰ τοῦ θανάτου,
στοὺς χρόνους ποὺ φέρει τοῦ φιλοσόφου ὁ νοῦς.

 

                                XI.

Καὶ ὦ, σεῖς Πηγές, Λειμῶνες, Λόφοι, καὶ Ἄλση,
οὐδεμία μᾶς προλέξατε ἐκκοπή τῶν πόθων!
Ὅμως μὲς στὴν καρδιά τῶν καρδιῶν νιώθω
τὴν ἰσχύ σας· Μία τέρψη ἄφησα μόνον
νὰ ζήσῃ ὑπὸ τὸν συνηθισμένο σας σάλο.
Ἀγαπῶ τὰ ῥυάκια ποὺ τρίβονται στοὺς διαύλους των
πλειότερο ἀπ’ ὅταν, ὡς αὐτά, ἐλαφρῶς ταξιδεύω·
ἡ ἁγνὴ αὐγὴ μιᾶς νεογνῆς ἡμέρας,
                        εἶναι ἀγαπητὴ ἀκόμη·
τὰ νέφη ποὺ συμφέρονται περὶ τὸν δύοντα ἥλιο
παίρνουν νηφάλιο βάμμα παρά τινος ὀφθαλμοῦ
ποὺ περιφρούρησε τὴν φθορὰ τοῦ βροτοῦ·
ἄλλος τὶς ἆθλος γέγονε, κἄλλα ἔπαθλα ἔλαχον.
Χάρις στὴν ἀνθρώπεια καρδιά ποὺ μᾶς χαρίζει ζῆσι,
χάρις στὴν τρυφή της, χαρές, φόβους καὶ δέη της,
τὸ ταπεινότερο ποὺ ἀνθεῖ ἄνθος δύναται νὰ δίδῃ
σκέψεις ποὺ συχνά κεῖνται πολύ βαθιὰ ἵνα δακρύσῃς.

 

[Ode: Intimations of Immortality from Recollections of Early Childhood, απόδοση: Γ.Α. Σιβρίδης]

 

ἶρις=οὐράνιο τόξο

φοιτᾷ=πηγαινοέρχεται

εἴλησις=θερμότητα ἡλίου

τόκος=γέννηση

αἤματα=πνοές, φυσήματα

παρακρώξε μοι=φώναξε τριγύρω μου

κληδόνα=κάλεσμα

ὕπαρ=ὄνειρο ποὺ βλέπω ξύπνιος

βιοτῆς=ζωῆς

παιδεία=παιδική ἡλικία

ἵμεροι=πόθοι

τύκισε=σμίλευσε

τὰ πατρώα=κληρονομιά

ἔνι τι=ὑπάρχει κάτι

μακαρτό=μακάριο

λυγαῖες=σκιερές

ἴα=ἄνθη