Clément Rosset: Η αρχή της ωμότητας (αποσπάσματα)

Ο Descartes εικονογραφεί πολύ καλά, παρότι χωρίς να βλέπει κακό, αυτήν την καθολική αξίωση της διανοίας, τόσο πεισματική όσο και παράλογη, σε όλη την πρώτη φράση του Discours sur la méthode: Η λογική (le bon sens) είναι το πράγμα του κόσμου το περισσότερο κοινό (la mieux partagée) : γιατί ο καθείς σκέπτεται πως είναι τόσο καλά εφοδιασμένος, ώστε εκείνοι ακόμη που είναι πιο δύσκολοι να ικανοποιηθούν από κάθε πράγμα, δεν συνηθίζουν να επιθυμούν περισσότερο από ό, τι έχουν.» Υποψιάζομαι σφόδρα, από τη μεριά μου, ότι αυτός ο πληθωρισμός αξιών καθαρά διανοητικών, έκδηλος σε όλες τις επιχειρήσεις ριζικού διαχωρισμού σώματος και πνεύματος, μπορεί κυρίως να αποδοθή σε ένα μεγαλομανές φάντασμα που προέρχεται από την έγνοια ― την οποία οι ψυχίατροι τρέπουν σήμερα στο νευρικό κέντρο της εμμονικής νεύρωσης― να κόψει τις γέφυρες ανάμεσα στην φύση του ανθρώπου και την φύση κάθε άλλου πράγματος, είτε πρόκειται για ζώο, είτε για άψυχη ύλη. Φάντασμα νεόπλουτου, θα έλεγα ακόμη: κάποιου που με την διάνοιά του βρίσκεται πράγματι πολύ πιο πάνω από την ζωική καταγωγή του αλλά που τώρα πασχίζει να ξεχάσει την αληθινή του ανέλιξη. Θα σημείωνα επίσης ότι ο συμφυής παραλογισμός σε μία τέτοια διανοητική βούληση, πρώτα από όλα συνίσταται στο να αποδώσει μεγαλύτερη τιμή στην αναπαράσταση των πραγμάτων από τον πειραματισμό των ίδιων πραγμάτων, την δοκιμασία της έντασής τους, τραγικής ή εορταστικής: γιατί είναι σαν να αφήσεις το θήραμα για τον ήσκιο* το να εκτιμάς πως η γνώση που μπορεί να έχεις από την πραγματικότητα σημαίνει περισσότερα από τον πλούτο της ίδιας της πραγματικότητας. Υφίσταται έτσι ένα είδος πολυάριθμων ψευδοσοφών που δεν φθάνουν στην ψυχική ειρήνη παρά από το γεγονός ενός είδους γενικής αναισθησίας εμπρός στην πραγματικότητα, μιας αναισθησίας στο πραγματικό που τους κάνει ανίκανους να φοβούνται όπως και να επιθυμούν˙ τέτοιος εν παραδείγματι ο Paul Valéry, που συμφωνεί εξάλλου ο ίδιος: «ομολογώ πως έχω κάνει ένα είδωλο του πνεύματός μου, αλλά δεν βρήκα κανένα άλλο.» Δεν θα μπορούσε να πει καλύτερα ότι το ότι το ενδιαφέρον φέρεται μόνο στη διάνοια, είναι η μετάφραση μιας ανικανότητας να ενδιαφερθή σε ό, τι υπάρχει, ― ανικανότητα εκ της οποίας ο Bouvard και ο Pécuchet τρέπουν, πριν τον Valéry, σε διαρκή εμπειρία, κατάλληλη να μας θυμίσει, ακόμη μια φορά, τον λεπτό αλλά επίμονο δεσμό , που συσχετίζει, απρόθυμα, την καθαρή διάνοια με την απόλυτη βλακεία. Ένας χαρακτήρας του Hergé, Séraphin Lampion, που ενσαρκώνει την ολοκληρωτική κοινοτοπία, ανακοινώνει στo Les bijoux de la Castafiore: «σημειώσατε ότι δεν είμαι εναντίον της μουσικής, αλλά ειλικρινά, εδώ, μες στη μέρα, προτιμώ μία καλή μπύρα.»

[…]

Μ’ απομένει να πω σε τι η αρχή της αβεβαιότητας συνδέεται με την ωμότητα (cruauté), ―αλλά η απάντηση σε αυτήν την ερώτηση είναι ευκόλως εννοούμενη: αν η αβεβαιότητα είναι ωμή, είναι το ότι η ανάγκη της βεβαιότητας είναι πιεστική και εμφανώς αδύνατον να ξεριζωθή από τους περισσότερους ανθρώπους. Αγγίζει κανείς εδώ ένα σημείο αρκετά μυστήριο και εν πάση περιπτώσει μη ακόμη πεφωτισμένο της ανθρώπινης φύσης: η ανυπομονησία (intolérance) εμπρός στην αβεβαιότητα, ανυπομονησία τέτοια που οδηγεί πολλούς ανθρώπους να υποφέρουν τα χειρότερα και τα πιο πραγματικά δεινά με αντάλλαγμα την ελπίδα, όσο ασαφής και να είναι, δεν έχει τίποτε το βέβαιο. Έτσι ο μάρτυς (le martyr), ανίκανος όπως είναι να εγκαθιδρύσει και ακόμη να ορίσει την αλήθεια που αξιώνει ως σίγουρη, αποφασίζει να την μαρτυρήσει (témoigner), όπως υποδεικνύει η ετυμολογία της λέξης μάρτυς, με την επίδειξη της βασάνου του: «υποφέρω, άρα έχω λόγο», ―σαν η δοκιμασία της βασάνου αρκούσε για να επαληθεύσει την σκέψη, ή περισσότερο την απουσία σκέψης, εν ονόματι της οποίας ο μάρτυς (martyr-témoin) θεωρείται έτοιμος να υποφέρει και να πεθάνει. Αυτή η σύγχυση του αιτίου στο οποίο θυσιάζεται εξηγεί παρεμπιπτόντως τον πάντοτε ακόρεστο χαρακτήρα του ερασιτέχνη της βασάνου (ενώ ο ερασιτέχνης της ηδονής φθάνει στην πλήρωση): μην όντας πραγματικά κανένα αίτιο εμπρός στα μάτια μας, κανένα βάσανο δεν θα καταφέρει να το εγκαθιδρύσει, όσο ισχυρά και όσο σε διάρκεια και αν μας κτυπά.

[…]

Ο Ιερωμένος: Δεν πιστεύετε λοιπόν διόλου στον Θεό;
Ο Ετοιμοθάνατος: Όχι. Και αυτό για έναν λόγο πολύ απλό, το ότι είναι παντελώς αδύνατον να πιστεύεις αυτό που δεν καταλαβαίνεις.
[D.A.F. de Sade, Dialogue entre un prêtre et un moribond]
Η αλήθεια σε ό,τι αφορά την πίστη προσφέρεται με μία διατύπωση ακριβώς ανάποδη: δεν είναι δυνατόν να πιστεύεις παρά σε εκείνο που δεν καταλαβαίνεις και είναι παντελώς αδύνατο να πιστεύεις σε εκείνο που καταλαβαίνεις. Γι’ αυτό ο Sade είναι ανίκανος, και ευρέως, να προσεγγίσει την απιστία ― όπως και οι περισσότεροι φιλόσοφοι του XVIII αιώνα: να «πιστεύει» σε εκείνο που εκτιμά πως καταλαβαίνει, για να κάνει, με μία παράξενη αναστροφή της απιστίας, από την δυσπιστία όχι ένα αντικείμενο γνώσης, αλλά περισσότερο πολεμικής πίστης. Αντίθετα, ο αληθινός άπιστος δεν φτιάχνει καμία θρησκεία από την απιστία του και δεν επιχειρεί σε αυτό το θέμα κανέναν προσηλυτισμό˙ έτσι στον Don Juan του Μολιέρου:
Sganarelle: Είναι δυνατόν να μην πιστεύετε διόλου στον Ουρανό;
Don Juan: Ας το αφήσουμε αυτό.
Το γεγονός ότι δεν πιστεύει δεν δεσμεύει εδώ τον άπιστο σε καμία πίστη από την ανάποδη. Εκείνο στο οποίο πιστεύει ο Don Juan είναι ΤΙΠΟΤΕ, ―και όχι κάποια αλήθεια που αναβλύζει με θαυμαστό τρόπο από την αναγνώριση μιας πλάνης στους άλλους. Επιπλέον, δεν υπάρχει, για να μιλήσουμε ξεκάθαρα, πλάνη από την μεριά των πιστών, αφού η «πίστη» των πιστών είναι μια πίστη, όχι σε κάτι, αλλά σε τίποτε. Αυτό που κάνει την αδυναμία της πίστης, να είναι χωρίς αντικείμενο, κάνει την δύναμή της: από το ότι δεν υπάρχει σε αυτήν καμία θετικότητα, προκύπτει ότι δεν υπάρχει επιπλέον θετική πλάνη. Ουδεμία πρόταση, ουδεμία πλάνη. Ο Don Juan το γνωρίζει και δεν απαντά τίποτε στον Sganarelle όταν εκείνος δεν του μιλεί για τίποτε και, κολακευμένος για το ότι «γνωρίζει λίγες σκέψεις σε βάθος», τον ερωτά: «τουλάχιστον, αν ήταν να πιστεύετε σε κάτι στον κόσμο, σε τι θα πιστεύατε;» Τίποτε, αλλιώς στην γνωστή απάντηση: «πιστεύω ότι δύο και δύο κάνουν τέσσερα και τέσσερα και τέσσερα κάνουν οκτώ.» Αυτή η ταυτολογία, στην οποία ο Sganarelle θέλει να ακούσει την ηχώ μιας θρησκείας της αριθμητικής, είναι μία ανταπόκριση ακριβώς προσαρμοσμένη στην τεθείσα ερώτηση, που την επιστρέφει στο ίδιο της το κενό, με το να αντιθέσει σε μία πίστη χωρίς αντικείμενο, μία απιστία τόσο εξίσου ανυπόστατη.

(*γαλλική φράση ανάλογη του «να αφήσεις τον γάμο να πας για πουρνάρια»)