Ben Jonson: Σκιά

 

Ἀκολούθει μιὰ σκιά, κ’ὅμως σοῦ φεύγει·
κάμε νὰ τῆς διαφύγῃς, θὰ ἕπεται:
ἔτσι, μνηστεύεις μίαν ἐρωμένη,
σὲ ἀρνεῖται· ἄφες τήν, θὰ μνηστεύῃ σέ.
Οἱ γυναῖκες, δὲν χρηματίζουν, λοιπόν,
ἀλλὰ σκιὲς ἡμῶν τῶν ἀνδρῶν;

Σ’ ἠῶ κ’ἑσπέρα, οἱ σκιὲς εἶν’ οἱ μακρότερες·
ἐπὶ τὴν μεσημβρία, βραχεῖες ἢ μηδεμία:
ἔτσι μὲ ἄνδρες ἀσθενείς, εἶν’ οἱ ἀκμαιότερες,
μὰ δὸς ἡμῖν ὑγιεία, εἶναι στὴν ἀνωνυμία.
Οἱ γυναῖκες, δὲν χρηματίζουν, λοιπόν,
ἀλλὰ σκιὲς ἡμῶν τῶν ἀνδρῶν;

[απόδοση: Γ.Α. Σιβρίδης]

μνηστεύω: φλερτάρω

χρηματίζω: καλούμαι με την έννοια του παίρνω τίτλο ή προνόμιο, μετάφραση του ρήματος styled