Η Έρις στις κοινότητες είναι ΠΟΠ!

Πρὶν ἀποδημήσω στὸ ἐξωτερικό, ὁ Σαββόπουλος μοῦ εἶχε ὑποσχεθεῖ ὅτι τῶν Ἑλλήνων οἱ κοινότητες φτιάχνουν ἄλλον γαλαξία. Ἀργότερα διαπίστωσα ἰδίοις ὄμμασι ὅτι τῶν Ἑλλήνων οἱ κοινότητες ἐνίοτε δυσκολεύονται νὰ χωρίσουν δυὸ γαϊδουριῶν ἄχυρα, πόσῳ δὲ μᾶλλον νὰ φτιάξουν γαλαξίες.

Σὲ κάθε περίπτωση, μόνιμη ἐπωδός, ὁλοφυρμὸς καὶ γκρίνια σχετικὰ μὲ τὸν Ἑλληνισμὸ τῆς Ἀποδημίας καὶ τῆς Διασπορᾶς εἶναι ἡ διχόνοια, ὁ κατακερματισμὸς καὶ κομματισμός, οἱ ἀντιπαλότητες καί, μὲ μία λέξη, ἡ ἔρις τῆς ἔριδος. “Ἂν δὲν εἴχαμε αὐτὴν τὴν φαγωμάρα…” καὶ τὰ συναφῆ: ἡ “φαγωμάρα”, ἡ αἰωνία ἔρις, ἀναγνωρίζεται ὡς τὸ ὑπ’ ἀριθμὸν ἕνα πρόβλημα, τὸ ὁποῖο ἂν κατὰ θαυματουργικὸ τρόπο ἐξέλιπε, ὅλα θὰ ἦταν ἔξοχα.

Ὅμως, ἡ ἔρις δὲν ἐκλείπει. Ποτὲ καὶ γιὰ κανέναν λόγο. Εἶναι πάντοτε ἐκεῖ, σύντροφος καὶ συνοδοιπόρος.

Ὁ λόγος δὲν εἶναι μόνον ὁ προφανής: ὅτι ἡ Ἔρις, ὅπως γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν μυθολογία, εἶναι θεὰ καὶ ὅτι οἱ θεὲς δὲν πεθαίνουν ποτέ.

Ἡ ἄποψη ὅτι ἡ παντοδυναμία τῆς ἔριδος εἶναι τυχαία, συμπτωματικὴ καὶ εὐκαιριακή, καὶ κάποια στιγμὴ ἁπλῶς θὰ ἐπέλθει ἡ λύση τοῦ προβλήματος, εἶναι ἁπλῶς ἀφελής. Ἀποτελεῖ ἄρνηση νὰ ἀναγνωριστεῖ μιὰ προφανὴς αἰτιώδης σχέση…

Μήπως πρέπει νὰ ἀναγνωρίσουμε στὴν πανταχοῦ παρουσία τῆς ἔριδος στὶς ἑλληνικὲς συσσωματώσεις ὅπου δήποτε τῆς γῆς ἕνα φαινόμενο ἄλλης τάξεως, ὄχι γενικῶς ἕνα “μειονέκτημα”πρὸς διόρθωση, ἀλλὰ ἕνα (ὁσοδήποτε ἀρνητικὸ καὶ δυσάρεστο) χαρακτηριστικὸ σύμφυτο μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ Ἕλληνα, ἐνδεικτικὸ τῆς ταυτότητάς του; Διότι ἡ παντοδυναμία τῆς ἔριδος δὲν ὑφίσταται σὲ τέτοιον καθολικὸ βαθμὸ οὔτε στὶς κοινότητες Φιλλανδῶν ἀποδήμων, οὔτε Γερμανῶν, οὔτε Δανῶν, οὔτε Ρώσων. Μήπως ἀποτελεῖ ἡ ἔρις τὴν “σκοτεινὴ πλευρὰ” ἄλλων, σαφέστατα πιὸ ἰλαρῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ Ἕλληνα; Σκοτεινὴ μέν, ἀναπόσπαστη δέ;

Ἐν τέλει, μήπως ἡ Ἔρις στὶς κοινότητες εἶναι ΠΟΠ; Προστατευομένης Ὀνομασίας Προελεύσεως, σὰν τὰ τυριά; Μήπως τὸ ὅτι γεννᾶται ἀδιαλλείπτως ἔρις στὶς κοινότητές μας εἶναι ἕνα στοιχεῖο τὸ ὁποῖο, μαζὶ μὲ ἄλλα πιὸ… συμπαθητικὰ στοιχεῖα, ἐπιβεβαιώνει τὸ γεγονὸς ὅτι φέρουμε ἀκόμα μιὰ πολιτισμικὴ ἑτερότητα καὶ ἰδιαιτερότητα, ὅτι μπορεῖ νὰ ἔχουμε ἀφομοιωθεῖ, ἀλλὰ ὄχι καὶ καταποθεῖ ἀπὸ τὶς χῶρες στὶς ὁποῖες βγάζουμε ρῖζες;

Ἂς πάρουμε τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ὅπως ἐπισημαίνει κι ὁ Κώστας Ζουράρις, ἀνατρέχοντας στὴν ἑλληνόφωνη λογοτεχνία ἀπὸ καταβολῆς της, διαπιστώνουμε τὸ ἑξῆς: ὁ Ἕλληνας ἄντεξε χωρὶς ἔριδα μόλις… εἰκοσιπέντε στίχους! Ἤδη στὸν εἰκοστὸ ἕκτο στίχο τοῦ πρώτου-πρώτου γραπτοῦ λογοτεχνικοῦ κειμένου, τῆς Ἰλιάδος τοῦ Ὁμήρου, ἐκεῖ στὸ Α:26 ἀρχίζει τὸ βρισίδι: “Μή σε, γέρον, κοίλῃσιν ἐγὼ παρὰ νηυσὶ κιχείωἢ νῦν δηθύνοντ᾿ ἢ ὕστερον αὖτις ἰόντα,μή νύ τοι οὐ χραίσμῃ σκῆπτρον καὶ στέμμα θεοῖο· […] ἀλλ᾿ ἴθι, μή μ᾿ ἐρέθιζε, σαώτερος ὥς κε νέηαι.” Ἤτοι, κατὰ τὸν μεταφράσαντα Πολυλᾶ: “Μὴ σ’ ἀπαντήσω, γέροντα, σιμὰ στὰ κοῖλα πλοῖα ἢ τώρα ἐδῶ ν’ ἀργοπορεῖς ἢ πάλι νὰ γυρίσεις καὶ μὴ θαρρεύεις στοῦ θεοῦ τὸ σκῆπτρο καὶ τὸ στέμμα. […] Μὴ μ’ ἐρεθίζεις, σῦρε εὐθὺς ἂν θέλεις νὰ μὴν πάθεις”. Τί εἰκοστὸς ἕκτος στίχος δηλαδή, ποὺ ἡ πρώτη-πρώτη λέξη τοῦ πρώτου-πρώτου κειμένου εἶναι “Μῆνιν”, δηλαδὴ φοβερὴ ὀργή, τρομερὸς θυμός.

Ὅμως, δὲν εἴμαστε μόνο φύσει καὶ θέσει εὐερέθιστοι, δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ἀποκλειστικὴ αἰτία τῆς αἰωνίας ἔριδος. Ἔχουμε καὶ μιὰ ἐκκρεμότητα μὲ τὴν “καρέκλα”, γεγονὸς ποὺ ἀντὶ νὰ τὸ ξορκίζουμε καὶ νὰ τὸ μυκτηρίζουμε, θά’ταν καλύτερα νὰ προσπαθούσαμε νὰ τὸ κατανοήσουμε. Πάλιν καὶ ἐδῶ, πανάρχαιο τὸ χούϊ: ὁ Θουκυδίδης, στὸ Η:89.3 του, σπάει κόκκαλα: “πάντες γὰρ αὐθημερὸν ἀξιοῦσιν οὐχ ὅπως ἴσοι, ἀλλὰ καὶ πολὺ πρῶτος αὐτὸς ἕκαστος εἶναι”. Προσέξτε: πάντες ἀξιοῦσι, ὅλοι ἀξίωναν, ὄχι ἁπλῶς νὰ εἶναι ἴσοι μεταξύ τους, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ εἶμαι ἁπλῶς πρῶτοι ἔναντι τῶν ἄλλων. Ἤθελαν νὰ εἶναι πολὺ πρῶτοι (τί σημαίνει πολὺ πρῶτοι; Ὑπάρχει καὶ… πιὸ πρῶτος ἀπὸ τὸν πρῶτο;) καὶ μάλιστα… αὐθημερόν! Δὲν ἔγινε μία φορά, σὲ κάποιο παρελθόν: ἐνεργεῖται διαρκῶς καὶ ἀδιαλλείπτως, τὸ διαπιστώνουμε σὲ κάθε ἑλληνικὴ παρουσία. Ἕκαστος γὰρ ἀξιοῖ αὐθημερὸν πολὺ πρῶτος εἶναι…

Καὶ οἱ ἐμφύλιοι; Ποῦ τοὺς πᾶς τοὺς ἐμφυλίους; Εἰδικὰ ἡ νεώτερη Ἑλλάδα ἔχει παράδοση στὸ συγκεκριμένο ἐργόχειρο: κάθε ἀπελευθέρωση ἀπὸ κατακτητῆ συνοδεύεται ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΩΣ ἀπὸ ἕναν ἐμφύλιο πόλεμο μείζονος κλίμακας, σχεδὸν ἐθιμοτυπικά. Ἐμφύλιος ἀμέσως μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς τὸν 19ο αἰῶνα. Καὶ ἐμφύλιος μετὰ ἀπὸ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τοὺς Γερμανούς, τὸν 20ὸ αἰῶνα… Ναί, οἱ ἐμφύλιοι δὲν εἶναι ἁπλῶς κάτι τὸ “κακό”, εἶναι ὅ,τι χειρότερο. Αὐτὸ ὅμως δὲν τοὺς καθιστᾶ λιγώτερο πραγματικούς… Καὶ ὅποιος πιστεύει ὅτι ξορκίζοντάς τους τοὺς καθιστᾶ λιγώτερο πραγματικούς, ἁπλῶς κοροϊδεύει τοὺς συνομιλητές του – ἢ καὶ τὸν ἑαυτόν του…

Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἡ ἔριδα γεννᾶται αὐθορμήτως σὲ κάθε ἑλληνικὸ τόπο μπορεῖ νὰ μελετηθεῖ στὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ Μακρυγιάννη. Ὅμως, ἀκριβῶς στὴν ἴδια συγγραφὴ μποροῦν νὰ μελετηθοῦν καὶ τὰ λοιπὰ ἀποτυπώματα τῆς ἰδιοπροσωπίας, τὰ ἀσυγκρίτως πιὸ ἐνδιαφέροντα… Διότι τὸ ἕνα ἁπλῶς δὲν ὑφίσταται χωρὶς τὸ ἄλλο. Ἀκόμα καὶ τὸ φρικαλέο νεοελλαδικὸ “ξέρεις ποιός εἶμαι ἐγώ;” ἀπηχεῖ ἐκεῖνον τὸν φοβερὸ πόθο, τὸ πόσο θὰ ἤθελα νὰ ἤξερες ἐν τέλει ποιός εἶμαι ἐγὼ καὶ νὰ μὴν ἤμασταν, ἄγνωστοι μεταξὺ ἀγνώστων, σ’ αὐτὸν ἐδῶ τὸν τόπο ὁ ὁποῖος θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ὁ τόπος τῆς σχέσης μας μὰ καταλήγει ὁ τόπος τῆς ἀκοινωνησίας μας.

Ἂς ξεκολλήσουμε, λοιπόν, ἀπὸ τὴν πρακτικὴ τοῦ ρητορικοῦ ἐξορκισμοῦ τῆς ἔριδος στὶς ἑλληνικὲς κοινότητες, διότι ἡ Ἔρις στὶς κοινότητες εἶναι ΠΟΠ: καὶ ἂς ἀσχοληθοῦμε μὲ τὰ οὐσιώδη, τὰ πέρα ἀπὸ τὴν ἔριδα καὶ τὰ παρὰ τὴν ἔριδα. Χωρὶς νὰ προσπαθοῦμε νὰ τὴν ἀκρωτηριάσουμε ἀπὸ τὸ φυσικὸ κορμί της: τὸν δικό μας γαλαξία, μὲ τὰ θετικά του καὶ τὰ ἀρνητικά του, μὲ τὰ σέα καὶ τὰ μέα του…

Σωτήρης Μητραλέξης