Ted Hughes: Το γεράκι στη βροχή (1957)

Πνίγομαι μέσ’στὴν πάλλουσα ἀρόσιμη γῆ, τραβῶ
τὴ μία φτέρνα μετὰ τὴν ἄλλη ἀπ’τὴν κατάποση
τοῦ στόματος της γῆς, καὶ τὸν πηλὸ π’ἁρπάζει κάθε μου
βῆμα ἕως τὸ σφύρο μὲ χούι ἐπίμονου τάφου, μὰ τὸ γεράκι

στὰ ὕψη εὔκολα κρεμᾶ τἀκίνητό του μάτι.
Οἱ φτέρουγές του ὅλην κρατοῦν τὴν κτίση σὲ ἀβαρὴ ἡσυχία,
σταθερή σὰν παραίσθηση στὸν ἄνεμο ποὺ ρέει.
Ἐνῶ ὁ προκρούστης ἄνεμος φονεύει τὰ πεισμωμένα θάμνα,

ξεφυλλίζει τὰ μάτια μου, μοῦ ταράσσει τὴν ἀναπνοή, δαμάζει
τὴν καρδιά μου καὶ βροχὴ πελεκᾶ ἕως τὸ κόκαλο τὴν κεφαλή μου
τὸ γεράκι κρεμᾶ τἀδάμαντο σημεῖο τῆς θέλησης
ποὺ καθοδηγεῖ τὴν ἀντοχὴ τοῦ ναυαγοῦ: κἀγώ,

σὲ ζάλη, αἱματηρὰ ἁρπαγείς τὸ τελευταίο-λεπτὸ-μετρώντας,
μία μπουκιὰ στὸ στόμα τῆς γῆς, καταπόνηση πρὸς τὸ κύριο-
ὑπομόχλιο τῆς βίας ὅπου τὸ γεράκι ἀκίνητο ἀράσσει
ποὺ ἴσως μέσα στὸν χρόνο του συναντᾶ τὸν καιρό, ὅπως ἔρχεται

ἀπὸ λάθος κατεύθυνσιν, ὑποφέρει τὸν ἄνεμο, καθὼς ρίχνεται ἀνάποδα,
πέφτουν ἀπὸ τὰ μάτια του οἱ βαρειές κομητείες πάνω του συγκρούονται,
τὸ παγιδεύει ὁ ὁρίζοντας· τὸ στρογγύλο ἀγγελικό μάτι
καθὼς συνθλίβεται, σμίγει το αἷμα τῆς καρδιᾶς του μὲ τὸ τέναγος τῆς γῆς.

(απόδοση: Γ.Α.Σιβρίδης)