Εμπόριο, εμποροκρατία και σύγχρονο κράτος, Γ΄: ο χρόνος και η πολιτεία (δ)

2.9. Γάλλοι Φυσιοκράτες: γεωργία και laissez faire

[BOISGUILBERT] Λίγο πριν απ’τον Cantillon, o Pierre le Pesant, Sieur de Boisguillebert, ή απλώς Boisguilbert, συνέλαβε την σημασία της κατανάλωσης για το εθνικό εισόδημα· ακολουθώντας το έργο του στρατιωτικού αρχιτέκτονα και στρατηγού Sébastien Le Prestre, marquis de Vauban, La Dîme royale, εστίασε την πολεμική του στους  γαλλικούς φόρους, tailles, aides, douaines (τελωνειακοί δασμοί) ως αίτιο της μείωσης του εθνικού πλούτου, στο Le Détail de la France, ou Traité de la cause de la diminution de ses biens, et des moyens d’y remédier (Rouen, 1695) και στο Le Factum de la France (1707). Όπως και ο Cantillon θεωρεί ως πλούτο ό, τι δίδει ικανοποίηση (ample jouissance des besoins de la vie[i]) και επομένως συνίσταται στην κατανάλωση[ii]ενώ το χρήμα είναι απλό μέσο που κάνει τον πλούτο να κυκλοφορεί[iii]―το ότι η Γαλλία έχει περισσότερο χρυσό και άργυρο από πότε, δεν έχει καμμία σημασία αν αυτό το χρήμα δεν κυκλοφορεί: ένας σκούδος διανύει μεγαλύτερη διαδρομή και επομένως προκαλεί μεγαλύτερη κατανάλωση σε μίαν ημέρα στους πτωχούς παρά σε τρεις μήνες στους πλουσίους οι οποίοι κάνοντας μόνον μεγάλες επιχειρήσεις περιμένουν πολύ για να προμηθευτούν με χρήμα. Ο πλούσιος αγοράζοντας μίαν rente του κράτους ή γη, ακινητοποιεί το χρήμα[iv]. Οι φόροι λοιπόν εμποδίζουν την κυκλοφορία του χρήματος και ο ίδιος θα προτείνει έναν μόνον φόρο στο ένα δέκατο της εγγείου προσόδου που όμως δεν έγινε αποδεκτός. Έτσι ο Boisguilbert, αφ’ενός θα ιχνογραφήσει αδρά το σχήμα[v] που θα αναπτύξει ο Cantillon και ακόμη πιο σχολαστικά, όπως θα δούμε παρακάτω, ο Quesnay, και αφ’ετέρου θα διατυπώσει πρώτος την έννοια του laissez faire:

Tant qu’on laisse faire la nature, on ne doit rien craindre
[Ὅσον ἀνιῶμεν τὴν φύσιν νὰ πράξῃ, οὐδὲν ὀφείλομε νὰ φοβώμεθα]
(Dissertation de la nature des richesses, de l’argent et des tributs)

Εκείνο που τον οδηγεί προς μίαν τέτοια οικονομική  ερμηνεία είναι η φιλοσοφική θέση του ή ακόμη καλύτερα, θεολογική, καθώς ήταν οικείος με την ομάδα των Γιανσενιστών ή της σχολής του Port-Royal. Η περιώνυμη θέση του Adam Smith ότι δεν είναι η ευεργεσία του κρεοπώλη που μάς προμηθεύει με κρέας αλλά η φιλαυτία του, υπάρχει ήδη στου Boisguilbert και εμφανίζεται και σε κείμενο του γιανσενιστή θεολόγου Pierre Nicole, De la Grandeur (Essais de Morale 2ος τόμος, Paris 1715, σελ.135)  ο οποίος λέει ότι θα ήταν θαυμαστό αν οι χανιτζήδες που υπηρετούν τον περαστικό της εξοχής υπακούοντας στις εντολές του, εκινούντο από αγάπη (charité)· αλλά είναι η πλεονεξία (cupidité) που τους κινητοποιεί με τόση χάρη:

On trouve, par exemple, presque partout en allant à la campagne, des gens qui sont prêts de servir ceux qui passent, & qui ont des logis tout préparés à les recevoir. On en dispose comme on  veut. On leur commande, & ils obéissent. Ils croient qu’on leur fait plaisir d’accepter leur service. Ils ne s’excusent jamais de rendre les assistances qu’on leur demande. Qu’auroit-il de plus admirable que ces gens, s’ils étoient animés de l’ésprit de charité ? C’est la cupidité qui les fait agir, & qui le fait de si bonne grâce, qu’elle veut bien qu’on lui impute comme une faveur de l’avoir employée à nous rendre ces services.

[MELON]Ο Boisguilbert επιτίθεται σαφώς στην εμποροκρατία του Colbert και στα φορολογικά βάρη που προκάλεσαν οι πόλεμοι του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Στην Γαλλία, το εμποροκρατικό μοντέλο κατέρχεται θεωρητικά απ’το έργο του Antoyne de Montchrétien, Traicté de l’oéconomie politique (1615) όπου πρώτη φορά μάλιστα εμφανίζεται η πολιτική οικονομία ως όρος, και πρακτικά, απ’την πρωθυπουργία του Καρδιναλίου Richelieu. Η Γαλλία ήταν μία χώρα με μεγάλο αγροτικό πλούτο που όμως ζούσε υπό τον φόβο μην της λείψει το ψωμί ―το οποίο μάλιστα ελάμβανε συμβολική σημασία. Είναι οι χώρες που δεν είναι αγροτικές εκείνες που ευρίσκουν τρόπους να προμηθεύονται δημητριακά, αναπτύσσοντας το εμπόριο και την μεταποίηση και έτσι να μην υποφέρουν από λιμούς. Γι’αυτό και η υιοθέτηση της εμποροκρατίας απ’τους γάλλους πρωθυπουργούς κατά τον ιζ΄αι. Ο Colbert στόχευε στην ανάπτυξη της μεταποίησης,  με την αύξηση του στόλου (πράγματι τον έφθασε στους 80.000 τ.),  τον εκσυγχρονισμό των υποδομών και την ενοποίηση του φορολογικού συστήματος.  Η εστίαση του στην μεταποίηση σε συνδυασμό με μία διεθνή εμπορική ύφεση κατέστρεψε την αγροτική ενδοχώρα. Προσθέτοντας και τους πολέμους για την εμπορική υπεροχή, το αποτέλεσμα ήταν η συσσώρευση ενός μεγάλου χρέους το οποίο έφερε στην χώρα τον John Law του οποίου μαθητής ήταν ο σεκρετάριος του στην Εταιρεία των Ινδίων, Jean-François Melon. Ο Melon κινούμενος στον κύκλο του Montesquieu και γράφοντας αρχικά, στο ψευδεπιστολικό πρότυπο των Περσικῶν ἐπιστολῶν, τον Mahmoud le Gasnévide, histoire orientale, fragment traduit de l’arabe (1729) θα εκδώσει το 1734 το Essai Politique sur le Commerce (β΄έκδοση, 1736). Υποθέτει τέσσερα νησιά με διαφορετικά προϊόντα: το ένα, με σίτο, το άλλο, με μαλλί κτλ. (είναι εμφανές ότι το πρώτο σημαίνει την Γαλλία και το δεύτερο, την Αγγλία). Αρχικά θ’ανταλλάσσουν αναμεταξύ αυτών τα αγαθά που παράγουν. Αν το νησί του σίτου παράγει αυτά που αναπτύσσονται στ’άλλα ενώ το δικό του προϊόν σε υπεραφθονία, κάτοικοι των άλλων νησιών θα έλθουν στο νησί για να θραφούν. Έτσι αποδεικνύει ότι η γεωργία είναι η βάση του εμπορίου. Μετά την αύξηση της αγροτοκαλλιέργειας και του πληθυσμού, ο νομοθέτης πρέπει να αυξήσει το χρήμα για να διευκολύνει το εμπόριο επιπροσθέτοντας χαρτονομίσματα, συναλλαγματικές, τράπεζες κτλ. Θεωρεί ότι το εμπόριο βασίζεται στην προστασία και την ελευθερία αλλά ανάμεσα στην προστασία και την ελευθερία του εμπορίου επιλέγει την ελευθερία που μπορεί να έχει θέση προστασίας. Σε μία προσθήκη που κάνει το 1736, δέχεται καταρχήν την εμποροκρατική πολιτική αλλά δεν θεωρεί ότι βλάπτεται η Γαλλία με το να ανταλλάσσει οίνο αντί αγγλικού μάλλινου υφάσματος. Επίσης μπορεί το ολλανδικό ναυτικό να είναι φθηνότερο, αλλά ένα κράτος οφείλει για να είναι ανεξάρτητο να έχει το δικό του ναυτικό ακόμη κι αν γι’αυτό το προάγει με έναν νόμο ναυσιπλοΐας όπως οι Άγγλοι. Για να αποφευχθή η αφθονία του σίτου να χαμηλώσει την τιμή του και αφαιρέσει το κίνητρο απ’τους καλλιεργητές να τον παράγουν, πρέπει να είναι απολύτως ελεύθερο το εμπόριο του σ’όλην την χώρα και να εξάγεται όταν αυξηθή η τιμή του. Στα επόμενα κεφάλαια ασχολείται με την αύξηση των κατοίκων, τις αποικίες, το δουλεμπόριο, τις εταιρείες μονοπωλίου οι οποίες θεωρεί ότι μπορούν να κηδεμονεύουν νεότευκτες βιομηχανίες, αλλά δεν πρέπει να δίδονται μονοπώλια στον καθένα. Στο κεφάλαιο για την στρατιωτική διακυβέρνηση θεωρεί έναν αιώνα πριν τον Constant, ότι το πνεύμα της κατάκτησης και το πνεύμα του εμπορίου αλληλαποκλείονται σε ένα έθνος και ότι το πνεύμα της συντήρησης συνάδει πλειότερο με το εμπόριο παρά με την κατάκτηση καθώς το εμπόριο συνοδεύεται απ’την φρὀνηση (sagesse) που είναι απαραίτητη για την συντήρηση. Παρά το εμποροκρατικό πνεύμα, ο Melon δεικνύει πώς το εμπόριο, ήτοι η ανταλλαγή του άχρηστου με το αναγκαίο, μπορεί να αυξήσει το έθνος χωρίς πόλεμο. Επίσης το έθνος πρέπει να προάγει την μεταποίηση ώστε να προσφέρει κίνητρο στους αγρότες να πωλήσουν αυτό που παράγουν και αγαθά για να αγοράσουν οι ίδιοι. Η εκμηχάνιση και η εξειδίκευση μπορούν να αυξήσουν τα προϊόντα μειώνοντας την απαιτούμενη εργασία ενώ οι ικανότητες των εργατών μπορούν να χρησιμοποιηθούν αλλού (σημειώνει μάλιστα την ευελιξία της γυναικείας εργασίας), πράγμα στο οποίο βοηθεί η ευμετάβλητη φύση της μόδας. Υπερασπίζεται την χλιδή καθώς θεωρεί ότι τα πάθη κυβερνούν την ανθρώπινη συμπεριφορά παρά η θρησκεία, ενώ η χλιδή δίδει ένα κίνητρο στους ανθρώπους να βελτιώθουν προστατεύοντας τους απ’την οκνηρία. Δεν αποδέχεται ότι η χλιδή μειώνει την πολεμική αποτελεσματικότητα ενώ οι Sumptuariae Leges (που υποστήριζε ο François de Salignac de la Mothe-Fénelon) έχουν αποδυναμωθή με την τελειοποίηση του πολιτικού νόμου (Police). Ο Melon τελειώνει με την ανάλογη πίστωση και την ανάλογη κυκλοφορία που χρειάζεται μία παραγωγική χώρα για να παραμένει πλουσία. Η κατανάλωση και η άφθονη κυκλοφορία καταστρέφουν την usura. Ουσιαστικά είναι υπέρ της υποτίμησης του νομίσματος και της διαχείρισης της ισοτιμίας. Λέει ότι τα χρέη του κράτους είναι χρέη της δεξιάς χειρός στην αριστερά (απ’τη μία κοινωνική ομάδα στην άλλη)  και αναφέρει ένα αγγλικό μνημόνιο του 1731 που αποδεικνύει πώς γίνεται ένα κράτος πιο ανθηρό απ’την άφθονη κυκλοφορία του χρέους του. Η Αγγλία χρωστά ένδεκα εκατομμύρια στερλίνες στην Τράπεζα, τρία στην Εταιρεία των Ινδιών, τριάντα ένα στην Εταιρεία των Νοτίων Θαλασσών και τέσσερα σε διάφορες annuitez, σύνολο σαράντα-εννέα. Αναφερόμενος στις τράπεζες του Άμστερνταμ και της Βενετίας που διακινούν πιστώσεις λέει ότι είναι ακριβώς στις Républiques εκεί που δημιουργήθηκαν οι πρώτες τράπεζες ενώ οι χώρες της Νεαπόλεως και της Σικελίας καίτοι γόνιμες, ελλείψει χρηματικής κυκλοφορίας παραμένουν πτωχές. O Nicolas Charles de Ferrare) DuΤot, o σακελλάριος του Law στην Εταιρεία των Ινδιών, θα γράψει το Réflexions politiques sur les finances et le commerce (1738) όπου μοιραζόμενος με τον Melon την άποψη για την κατάσταση της Γαλλίας διαφοροποιείται κάπως και υπερασπίζεται ανοιχτά τον Law προς τον Duvernay.

[GOURNAY] Ο Jacques Claude Marie Vincent de Gournay όπως κι ο Melon είναι ένας πρακτικός· έγινε γνωστός απ’τον Turgot στην νεκρική εὐλογία του γι’αυτόν, στον Mercure de France, και έχει αποδοθή σ’αυτόν η φράση laissez faire, laissez passer (ἀνίετε ποιεῖν, ἀνίετε διέρχεσθαι) με αποτέλεσμα να θεωρηθή εσφαλμένα από τον Dupont de Nemours το 1808 ως ένας ένθερμος υποστηρικτής του και να τον συμπεριλάβει στην ομάδα που ο ίδιος ο Dupont ωνόμαζε Physiocratie . Ούτε βέβαια σκληρός μερκαντιλιστής ήταν, όπως τον θέλει ο August Oncken το 1886. Ο Schumpeter τον θεωρεί αμφίσημο. Ο Gournay, γόνος πλουσίου καραβοκύρη (Vincent) του Saint Malο είχε ταξειδέψει ανά την Ευρώπη και κληρονόμησε απ’τον άτεκνο φίλο του Jametz de Villebarre κτήματα στο Gournay και έτσι πήρε τούνομα (και την χήρα του φίλου του), ενώ το 1746 ηγόρασε, επί Λουδοβίκου ΙΕ΄, την θέση του intendant du commerce. Δεν έχει συγγράψει κάποιο βιβλίο, πέραν των σημειώσεών του στην μετάφραση που είχε κάμει μαζι με τον Butel-Dumont στο έργο του Child· αλλά στην έκδοση της μετάφρασης, το 1754, αυτές δεν δημοσιεύθηκαν (με απαγόρευση του τότε πρωθυπουργού) και χάθηκαν, ως ότου τις ανακάλυψε ο Takumi Tsuda το 1976[vi]. Ο Gournay λοιπόν επαινεί την παρεμβατική οικονομική πολιτική του Colbert που έθεσε τις βάσεις της εκβιομηχάνισης στην Γαλλία και επέκτεινε το εμπόριό της. Οι διάδοχοί του όμως ηκολούθησαν το ύφος του αλλά όχι το πνεύμα του. Έτσι η Γαλλία ευρίσκεται από το 1733 σε συνεχείς πολέμους· όμως για να διαχειρισθή κανείς την οικονομία έχει ανάγκη την ειρήνη. Καθώς η Γαλλία μπήκε κάπως αργά σ’όλο αυτό, πρέπει να μεταφέρει κεφάλαιο απ’τον εμπορικό τομέα στον βιομηχανικό. Έτσι πρέπει η Γαλλία να προάγει την εθνική παραγωγή, και γι’αυτό βασισμένος στον Child απαιτεί την δια νόμου πτώση του επιτοκίου: έτσι θα ευνοηθή η αγροτική παραγωγή, θα δημιουργηθούν καινούργιες επιχειρήσεις, και θα μειωθούν τα έξοδα χρήσης για την κατάκτηση των ξένων αγορών. Ζητεί επίσης ν’αποκατασταθή η εσωτερική κυκλοφορία και να αυξηθή η παραγωγική εργασία δια της κατάργησης των μονοπωλίων, των προνομίων, των αντιφατικών ρυθμίσεων, των συντεχνιών (jurandes). Είναι αυτός που επινόησε την λέξη bureaucratie ―γραφειοκρατία, για να δείξει την ισχύ των διαφόρων οφφικιαλίων. Κατόπιν θέλει να αναπτύξει το εξωτερικό εμπόριο, και ζητεί την εφαρμογή (πάλι βασισμένος τον Child) ενός νόμου ναυσιπλοΐας κατά το αγγλικό παράδειγμα, ώστε να προστατεύει την γαλλική οικονομία προς τις αντίπαλες χώρες χωρίς να βλάπτει τον ανταγωνισμό (δηλαδή χωρίς μονοπώλια και staples). Χρειάζονται υψηλοί δασμοί και ποσοτικοί περιορισμοί όχι όμως απαγορεύσεις, πολιτική που απαιτεί ένα συμβούλιο εμπορίου. Είναι λοιπόν υπέρ του ελευθέρου εμπορίου στο εσωτερικό της χώρας και ενός ήπιου προστατευτισμού στο εξωτερικό. Ο D.H. MacGregor[vii] αποδίδει την εισαγωγή της λέξης laissez faire στον δημόσιο λόγο στον René-Louis de Voyer de Paulmy, Marquis d’Argenson υπουργό εξωτερικών του Λουδοβίκου ΙΕ΄ ο οποίος σε μία επιστολή του μιλεί περί ενός συστήματος το οποίο να αφήνει μεγάλη ελευθερία στο εμπόριο (de laisser une grande liberté au commerce) καθώς και το ανέκδοτο (που επαναλαμβάνει ο Benjamin Franklin) στην αυλή του Colbert με κάποιον έμπορο ονόματι Le Gendre που απαντά στον πρωθυπουργό ποιο σύστημα προτιμά: laissez-nous faire! O Argenson είναι επίσης γνωστός και απ’την φράση pas trop gouverner, ήτοι ότι δεν χρειάζεται πολλή διακυβέρνηση.

[QUESNAY] Οι Φυσιοκράτες ωνομάσθησαν έτσι απ’τον Pierre Samuel du Pont de Nemours (πατέρα του πατριάρχη της φερώνυμης αμερικανικής χημικής βιομηχανίας) στην συλλογή κειμένων Physiocratie, Ou Constitution Naturelle du Gouvernement le Plus Avantageux au Genre Humain (1767) ώστε να περιγράψει εκείνους που αποκαλούσαν les économistes. Η φύσις είναι που κυβερνά τα πράγματα και όχι οι άνθρωποι όπως στην περίπτωση της εμποροκρατίας ή colbertisme κατά τον François Quesnay. Μετά την κατεδάφιση του Συστήματος του Law  και στο πλαίσιο της αγγλομανίας, οι Γάλλοι αγρονόμοι στράφηκαν στους Άγγλους όπως φαίνεται στο έργο του Duhamel du Monceau, Traité de la culture des terres, suivant des principes de M. Tull, Anglais: Σωστή άρωση, καλλιέργεια, φύλαξη σπόρων, χρήση τεχνητής ζωοτροφής, εναλλαγή καλλιεργείας κτλ. Το 1761, βασιλική έδικτος παρέδωσε δημόσιες εκτάσεις προς καλλιέργεια (défrichements) κάτι ανάλογο με την Inclosure Act[viii] του 1773 στην Αγγλία. Ήδη ο Cantillon είχε θεωρήσει ως βάση του πλούτου την γη και την γαιοπρόσοδο, της κυκλοφορίας του εισοδήματος. Θαυμαστής του ήταν ο Victor de Riqueti, Marquis de Mirabeau (πατήρ του κόμητος-επαναστάτη) ο οποίος, έχοντας ένα χειρογραφο του ανά χείρας, ήθελε να το συμπεριλάβει (ως δικό του) στο βιβλίο του L’ami des hommes : ou, Traité de la population· όμως τον πρόλαβε η έκδοση το 1755 του έργου του. Όπως και νά’χει τον έκανε γνωστό στον φίλο του François Quesnay, ο οποίος όμως όπως διαβάζουμε σε μία επιστολή του Mirabeau στον Rousseau, θεωρούσε τον Cantillon ανόητο[ix]. Ο Quesnay ήταν χειρουργός και ιατρός της αυλής και μάλιστα έμπιστος της βασιλικής ερωμένης Madame de Pompadour στο περιβάλλον της οποίας γνώρισε τους λογίους εκείνους που ήσαν γνωστοί ως philosophes και έγραφαν στην Encyclopédie, ou dictionnaire raisonné des sciences, des arts et des métiers. Έτσι, σε μεγάλη ηλικία, έγραψε εκεί ένα φιλοσοφικό άρθρο (Évidences) και δύο άρθρα πολιτικής οικονομίας, ένα περί αγροτών, Fermiers (vol.6), και ένα άλλο περί δημητριακών, Grains (vol.7). Στο πρώτο υποστηρίζει ότι η γεωργία είναι κληρονομιά του μονάρχη της οποίας όλα τα προϊόντα είναι ορατά και μπορούν έτσι να υπόκεινται σε φορολόγηση πράγμα που το κράτος αδυνατεί να πράξει με τον χρηματικό πλούτο. Μ’αυτό τον τρόπο θέλει να υπογραμμίσει την πολιτική σημασία της γεωργίας που μένει μέσα στο κράτος, εξαρτάται αποκλειστικά απ’την επικράτεια του και είναι σταθερή χωρίς αυξομειώσεις όπως το εμπόριο και η μεταποίηση που ευνοούσε η εμποροκρατία του Colbert. Όμως η γεωργία έχει ανάγκη κεφαλαίων (αφορμών, avances), κερδών (gains) και αγορών (débouchés). Θεωρεί ότι ο πλούτος γεννά τον πλούτο κ’όχι η πτωχεία. Ένας πλούσιος γαιοκτήμων έχει τα υπάρχοντα ν’αυξήσει το προϊόν του. Η διαφορά των μεγάλων από τις μικρές καλλιέργειες φαίνεται στα υπάρχοντα (κεφάλαιο): άλογα στις πρώτες, βόδια στις δεύτερες. Οι φόροι (tailles) μειώνουν τα υπάρχοντα, ενώ οι κυβερνώντες νομίζοντας ότι προστατεύουν την μεταποίηση και θέλοντας να εξασφαλίσουν φθηνά προϊόντα για τις μεγάλες πόλεις εξαναγκάζουν τους αγρότες να πωλούν φθηνά, και έτσι καταστρέφονται τόσο στον καιρό της αφθονίας απ’την ίδια την αφθονία, όσο και της έλλειψης, καθώς οι υψηλές τιμές δεν μπορούν ν’αντισταθμίσουν την μειωμένη ποσότητα. Η παραγωγή μειώνεται και σταμάτα όταν τα παιδιά αυτών καταφύγουν στην πόλη ως φθηνοί εργάτες. Ζητεί έτσι αναδιαμόρφωση του φορολογικού συστήματος, απελευθέρωση του εμπορίου των δημητριακών, ώστε το κεφάλαιο και οι άνθρωποι να επιστρέψουν στην γεωργία.

Στο δεύτερο, συνεχίζοντας, καταγγέλλει το ότι κατά τον εμποροκρατικό σχεδιασμό η κυβέρνηση ευνοεί την μεταποίηση χλιδής απαγορεύοντας ξένα προϊόντα· επίσης για να κρατήσει τις τιμές των δημητριακών χαμηλές απαγορεύει την εξαγωγή σε ξένες αγορές. Γράφει έτσι δεκατέσσερις αφορισμούς[x]: η μεταποίηση δεν πολλαπλασιάζει τούς πλούτους της γιατί καλύπτει τα έξοδά της και δίδει κέρδος στο έμπορο, ενώ αντίθετα, η καλλιέργεια της γης καλύπτει τα έξοδά της, δίδει κέρδος στους αγρότες και ένα επιπλέον κομμάτι για επανεπένδυση, το κεφάλαιο δηλαδή είναι παραγωγικό. Θεωρεί έτσι το εμπόριο και μεταποίηση ως στείρες δραστηριότητες. Βλέπουμε ότι ο Smith υιοθετεί την έννοια της μη-παραγωγικής εργασίας απ’τoν Quesnay απλώς δεν συμπεριλαμβάνει την μεταποίηση σ’αυτήν. Η Γαλλία δεν είναι όπως τα κράτη εκείνα που ελλείψει αγροτικής παραγωγής πρέπει να εξοικονομούν και ν’αποταμιεύουν για να πλουτίσουν. Πρέπει να καταναλώνει τα αγροτικά της προϊόντα για ν’αυξήθούν οι τιμές αυτών και ν’αυξηθή η παραγωγή. Για τον Quesnay ο αγρότης είναι εκείνος που μπορεί να είναι επιχειρηματίας όπως στο δοκίμιο του Cantillon. Γι’αυτό το σχέδιο του αφορά σε μεγάλες ιδιοκτησίες.  Γι’αυτό θεωρεί το εγχώριο εμπόριο σημαντικώτερο απ’το εξωχώριο. Η αύξηση λοιπόν των εισοδημάτων, θ’αυξήσει τον πληθυσμό και την κατανάλωση· όπου υπάρχει δαπάνη, υπάρχει κέρδος και όπου υπάρχει κέρδος έρχονται οι άνθρωποι, όπως έλεγε και ο Melon. Η ανάγκη να κυκλοφορήσουν τα αγροτικά προϊόντα και ν’αυξηθούν οι τιμές αυτών και τα κέρδη των αγροτών ώστε να τα επανεπενδύσουν τον θέτει θερμό υπέρμαχο του ελευθέρου εμπορίου. Το κράτος για να προάγει την αύξηση των γεωργικών κεφαλαίων οφείλει να μην ενοχλεί την βιομηχανία, να αφήνει στους πολίτες την ευκολία και την επιλογή των δαπανών, να ζωοδοτήσει την γεωργία με το εμπόριο, να καταργήσει απαγορεύσεις, εμπόδια, διόδια, προνόμια που ενοχλούν σ’αυτό:

Tout commerce  doit  être  libre, parce qu’il est de l’intérêt des marchands de s’attacher aux branches du commerce extérieur les plus sûres et les plus profitables. Il suffit au gouvernement de veiller à l’accroissement des revenus des biens-fonds, de ne point gêner l’industrie, de laisser aux citoyens la facilité et le choix des dépenses; de ranimer l’agriculture par l’activité du commerce; de supprimer  les prohibitions et  les  empêchements  préjudiciables  au  commerce; d’abolir les péages excessifs sur les voies de communication; d’éteindre les privilèges qui nuisent au commerce.

Πιστεύει επίσης ότι σε ένα αμοιβαίο εμπόριο, οι χώρες που πωλούν τα πιο αναγκαία και χρήσιμα εμπορεύματα έχουν πλεονέκτημα ως προς εκείνα που πωλούν εμπορεύματα χλιδής.

Σ’ένα άλλο άρθρο του με τίτλο Hommes, υπό χειρόγραφη μορφή, καθώς δεν πρόφθασε να δημοσιευθή στην Εγκυκλοπαίδεια, υποστηρίζει την σημασία του μεγάλου πληθυσμού για την ευμάρεια του κράτους. Οι άνθρωποι καταναλώνουν και δημιουργούν παραγωγή. Δεν θεωρεί το χρήμα ως πλούτο, αλλά μέσο να προμηθευθής τους πλούτους που έχουν την αγοραστική δύναμη του χρήματος. Πλούτος είναι το εισόδημα και όχι η χρηματική ποσότητα (masse pécuniaire). Χωρίς καταναλωτές δεν έχεις πλούτους και η Γαλλία λόγῳ των πολέμων έχει χάσει πολλούς άνδρες και γενέες, ενώ η θρησκευτική μισαλλοδοξία διώκει τους ανθρώπους της επαρχίας. Προκειμένου να έχει μόνιμο στρατό έχει παραμελήσει το ναυτικό που θα ευνοούσε την εμπορική ναυσιπλοΐα· οι πωλητές έχουν ανάγκη αγοραστών, και κάθε πωλητής είναι και αγοραστής. Είναι ενάντιος στο ότι το εμπόριο πρέπει να επιτρέπεται μόνο σε υπηκόους, μονοπώλιο που επιζητούν οι έμποροι. Απαγορεύοντας όμως την είσοδο στα λιμάνια της χώρας σε ξένους εκδιώκεις επίδοξους αγοραστές. Ελλείψει κερδών μειώνεται η παραγωγή και κατ’επέκταση ο πληθυσμός. Για να πλουτίσεις δεν πρέπει να πάρεις το χρήμα του γείτονά σου πωλώντας σ’αυτόν προϊόντα χλιδής, αλλά προϊόντα στην πραγματική ή θεμελιώδη τιμή όπως την ονομάζει, που είναι η τιμή των προϊόντων στα διάφορα έθνη όταν το εμπόριο είναι ελεύθερο αφού καλύπτει έξοδα παραγωγής:

L’argent n’est pas la richesse; c’est le moyen de se procurer des richesses qui ont le même pouvoir d’achat que l’argent. Pour s’enrichir, il ne  faut  pas  chercher  à  prendre l’argent de ses voisins, à leur vendre cher quelques marchandises de luxe pour leur acheter cher, en échange, quelques  autres  marchandises;  il faut  leur  vendre  des  produits  au prix réel, au prix fondamental.

Χωρίς εμπορική ελευθερία λοιπόν, οι πλούτοι απομειούνται και ο πληθυσμός εξασθενεί. Και αυτό γιατί οι άνθρωποι δημιουργούν πλούτους όχι με τα χέρια αλλά με διανοητική και χρήσιμη εργασία, η οποία χρειάζεται την άνεση που δίδουν οι πλούτοι για να καλλιεργηθή. Αν μείνουν σε αργία όπως η γή, καθίστανται άγονοι. Σ’ένα άλλο ανέκδοτο άρθρο περί φόρων, το Impôts, θεωρεί ότι πρέπει να λαμβάνονται απ’τους ετησίους πλούτους του έθνους οι οποίοι δεν είναι οι χρηματικοί πλούτοι των εμπόρων και των τραπεζιτών καθώς το χρήμα δεν γεννά χρήμα, ούτε τα έσοδα της βιομηχανίας που καλύπτουν τα έξοδά της ή τα αντίστοιχα των αγροτών· ούτε τα εισοδήματα από μισθώματα κτηρίων, δάνεια, καθώς είναι χρέη που πληρώνονται στον ιδιοκτήτη ή πιστωτή. Το μόνο που δύναται να φορολογηθή είναι το καθαρό εισόδημα της γαιοκτησίας (biens-fonds) που δεν συμμετέχει στην παραγωγή δηλαδή, η γαιοπρόσοδος. Οπότε ο γαιοκτήμων πρέπει να επιστρέψει ένα μέρος στο έθνος, είτε καταναλώνοντας, είτε δίδοντάς το στον ηγεμόνα για τις δημόσιες υπηρεσίες. Αυτός πρέπει να είναι ο impôt unique (μοναδικός φόρος). Είναι τέτοια η θέση του Quesnay επειδή πιστεύει ότι η γαιοπρόσοδος είναι δώρο της φύσεως.

Όμως ο λόγος για τον οποίο ο Quesnay έμεινε στην οικονομική ιστορία είναι το Tableau économique, ένας οικονομετρικός πίναξ που παρουσιάζει την κυκλοφορία του εισοδήματος, εξελίσσοντας το έργο του Petty και του Cantillon (του οποίου τα στατιστικά στοιχεία δεν έχουν σωθή). Η μορφή του είναι βουστροφηδόν ―zigzag, εμπνευσμένη, σύμφωνα με σύγχρονες μελέτες[xi] απ’τα ρολόγια με την μπίλια του Nicolas Grollier. Τυπώθηκε τον Δεκέμβριο του 1758 στο βασιλικό τυπογραφείο στις Βερσαλλίες «υπό το βλέμμα του Λουδοβίκου ΙΕ΄» σύμφωνα τον Mirabeau, και θα εικονογραφήσει πολλά φυσιοκρατικά κείμενα όπως του ίδιου του Mirabeau, το Philosophie rurale : ou, Économie générale et politique de l’agriculture, reduite à l’ordre immuable des loix physiques & morales, qui assurent la prospérité des empires του 1763[xii], βιβλίο που είχε στην βιβλιοθήκη του ο John Adams, όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο. Ο ίδιος ο Quesnay θ’αναλύσει ξανά τον πίνακά του στο Journal de l’agriculture, du commerce et des finances το 1766[xiii]. Είναι ένα μοντέλο της οικονομίας που αναπαράγει τον εαυτό της σαν μηχανισμός ανεξάρτητος απ’την ανθρώπινη δράση, σαν να υπακούει σε νόμο της φύσεως. Περιγράφει την ετήσια διαδικασία της οικονομικής αναπαραγωγής ως ενότητα παραγωγής και κυκλοφορίας. Έχει τρεις στήλες μεταξύ των οποίων ξεδιπλώνεται το zigzag: η κεντρική είναι οι δαπάνες τους εισοδήματος του γαιοκτήμονα μετά τους φόρους και με την υπόθεση ότι δεν αποταμιεύει, η δεξιά, οι παραγωγικές δαπάνες της γεωργίας και η αριστερή οι στείρες (stériles) δαπάνες της μεταποίησης. Το σχήμα του είναι πολύ αφηρημένο και ουσιαστικά θέλει να εικονογραφήσει τις ιδέες του: θεωρεί ότι τα ὑπάρχοντα ή οι ἀφορμὲς[xiv]avances  (κεφάλαια), που επενδύονται στην εργασία της γης παράγουν 100% πλεόνασμα που πηγαίνει ως γαιοπρόσοδος στον γαιοκτήμονα. Έτσι 600 λίβρες κεφαλαίου παράγουν 1200 λίβρες και δίδουν πρόσοδο 600 λίβρες στον γαιοκτήμονα.

Αυτός, χρησιμοποιεί το μισό για να αγοράσει αγροτικά προϊόντα επιστρέφοντάς τα δηλαδή στην παραγωγή, και το άλλο μισό για να αγοράσει προϊόντα μεταποίησης, ρούχα, έπιπλα κτλ. Οι τεχνίτες, απ’το εισόδημα που κερδίζουν απ’τις πωλήσεις, θα επενδύσουν το μισό για κεφάλαιο στην παραγωγή (αγοράζοντας πρώτες ύλες κτλ) και το άλλο μισό σε μισθούς που θα αγοράσουν αγροτικά προϊόντα για να θραφούν. Οι αγρότες το δικό τους εισόδημα θα το ρίξουν στην παραγωγή που θα δώσει ίση ποσότητα γαιοπροσόδου (300 l.) ενώ το μισό του εισοδήματος θα το χρησιμοποιήσουν σε μισθούς που θα αγοράσουν προϊόντα μεταποίησης απ’ τους τεχνίτες, και το υπόλοιπο μισό θα πάει στην παραγωγή για την επομένη χρονιά. Και αυτό συνεχίζεται μέχρι να μηδενισθή το ποσό του εισοδήματος που διανέμεται μέσῳ του γαιοκτήμονα (όπως και στο μοντέλο του Cantillon) ανάμεσα στην παραγωγική και την στείρα τάξη σύμφωνα με την ακολουθία αᵥ=2αᵥ₋₁[1-(½) ͮ]. Συνολικά η παραγωγική τάξη έχει αναπαραγάγει 600 λίβρες που είναι ίσο με το εισόδημα του γαιοκτήμονα για την επομένη χρονιά. Το σχήμα είναι ιδεοτυπικό και λαμβάνει κατά νου μόνον τις avances annuelles (ετήσιες δαπάνες εργασίας) και όχι τις avances primitives (το πρωταρχικό κεφάλαιο δηλαδή δαπάνες για αγορά μηχανημάτων, οικοδόμηση στάβλων κτλ), ούτε τις avances foncières (δαπάνες για αποψιλώσεις, αποστραγγίσεις, αρδεύσεις κτλ). Στην ανάλυση του Πίνακα του 1766, προβλέπει απόδοση για το σταθερό κεφάλαιο. Έχοντας βάση 2 δισεκατομμύρια τώρα αντί για 600 για τις ετήσιες δαπάνες θεωρεί ότι το πρωταρχικό κεφάλαιο πρέπει ν’ανανεώνεται κάθε δέκα έτη και ότι είναι πενταπλάσιο του ετησίου κέρδους. Άρα χρειάζεται 1 δις κάθε χρόνο. Σύμφωνα με την παλιά έκδοση του μοντέλου ο αγρότης θα είχε προϊόν 4 δις. Τώρα τις υπολογίζει σε 5 δις προσθέτοντας 1 δις που πραγματοποιεί αρχικά η στείρα τάξη για τις πρώτες ύλες της από την παραγωγική. Τον Πίνακα θ’ακολουθήσουν οι εικοσιτέσσερις αφορισμοί που αποτελούν και το δόγμα της φυσιοκρατίας[xv]

H εμμονή του Quesnay με την γεωργία οφείλεται εν πολλοίς στην αντίθεσή του στον Colbert, καίτοι μοιράζεται μαζί του τον σκοπό της αναδιάρθρωσης των οικονομικών του μονάρχη. Απλώς ασπάζεται μίαν οργανική ανάπτυξη, σύμφωνη με τους νόμους της φύσεως. Δεν είναι τυχαίο ότι τον αποκαλούσαν «Κομφούκιο της Γαλλίας». Καταγγέλλοντας την κερδοσκοπία των εμπόρων και των τελωνών-χρηματιστών αλλά και το πείσμα των γαιοκτημόνων που δεν δέχονται τον «μοναδικό φόρο» όχι μόνον δεν συνηγορεί υπέρ κάποιας τάξης, αλλά θεωρώντας την πάλη των τάξεων όπου η μία τάξη προσπαθεί να εκμεταλλευθή την άλλη επικίνδυνη για το εθνικό συμφέρον ενός αγροτικού έθνους, θέλει τον μονάρχη δεσπότη. Έτσι δεν υπερασπίζεται την φεουδαρχία, αντίθετα ευαγγελίζεται έναν νομικό δεσποτισμόdespotisme legal συγγράφοντας μάλιστα το Despotisme de la Chine. Όπως γράφει στο Hommes, ο μοναρχικός δεσποτισμός, το γεγονός ότι μπορεί να κυβερνά ένας άνθρωπος μόνος είναι καθαρή φαντασίωση: χρειάζεται τον νόμο. Ο δεσπότης είναι όργανο της φυσικής τάξης. Ο νομικός δεσποτισμός εκφράζει την πολιτική φιλοσοφία των Φυσιοκρατών όπως θα την διατυπώσει ο Pierre–Paul Lemercier de La Rivière de Saint–Médard, στο L’ordre naturel et essentiel des sociétés politiques (1767) έργο που εγράφη υπό την εποπτεία του Quesnay. Έτσι η «καθαρή» κεφαλαιοκρατία είναι αγροτική και λειτουργεί υπό δεσποτικό πολίτευμα και αβίαστο εμπόριο, και πρότυπο των γάλλων λογίων δεν είναι πλέον η Αγγλία αλλά η Κίνα. Πριν περάσουμε όμως στην πολιτική έκφραση του laissez faire, θα κλείσουμε το κεφάλαιο με τον Turgot.

Turgot, του Antoine Graincourt. Versailles

[TURGOT] O Anne Robert Jacques Turgot, Baron de l’Aulne ήταν υγιός του prévôt des marchands de Paris (δημάρχου) Michel-Étienne Turgot ενώ ο παππούς του Jacques-Étienne  είχε υπάρξει intendant σε Metz, Tours και Moulins· από οικογένεια ευγενών της Νορμανδίας, τούνομά της να φέρει την σκανδιναβική καταγωγή: Thor-Got (θεός Θώρ). Ο μεγάλος του αδερφός ήταν magistrat στο παρλαμέντο, και ο άλλος στον στρατό και ιππότης της Μάλτας, ενώ η αδερφή του παντρεύτηκε έναν δούκα[xvi]. Ο ίδιος, ως ο μικρότερος της οικογενείας, εστάλη στην Σορβόννη για να σπουδάσει θεολογία και να γίνει αξιωματούχος του κλήρου. Στα δεκαεννέα του χρόνια περιμένοντας να κλείσει τα είκοσι για να πάρει το πτυχίο γέμιζε τον χρόνο του μελετώντας Descartes, Spinoza, Maupertuis, Buffon, Locke. Με τον θάνατο του πατρός του το 1751, εγκαταλείπει την εκκλησιαστική κατεύθυνση προς την νομική. Το 1753 ανερρήθη σε maître des requêts. Κατά τα έτη 1755-1756 περιοδεύει μαζί με τον intendant de commerce Gournay, στις αυτοψίες του στην γαλλική επαρχία. Στο Παρίσι συχνάζει τα σαλόνια των philosophes και των économistes, ενώ θα επισκεφθή τον Voltaire στην Ελβετία με τον οποίο θα συνάψει φιλία. Το 1761 αναγορεύεται intendant de justice, police, et finances στην généralité de Limoges στο Limousin και το 1774 με την ανάρρηση του Λουδοβίκου IϚ΄ σε μονάρχη, υπουργός ναυτικών και έναν μήνα αργότερα  contrôleur général des finances ήτοι, πρωθυπουργός. Είναι η θέση στην οποία είχε ευρεθή εξήντα χρόνια νωρίτερα ο John Law, και ο ίδιος ο Turgot θα αντιμετωπίσει παρόμοια πολιτικά εμπόδια και δυσχερείς φυσικές συγκυρίες με τον Σκώτο στην εφαρμογή των ιδεών του. Αλλ’αυτό είναι ιστορική ειρωνεία,  καθώς ο Turgot δεν έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια στον Law. Ο Gustave Schelle στην βιογραφία του Turgot στην πεντάτομη έκδοση των έργων του, αναφέρει ότι ο πατήρ του, γνωστός για τα δημόσια έργα του στο Παρίσι και τον περίφημο αξονομετρικό χάρτη του, δεν κατάφερε να γίνει ο Haussmann της εποχής του εξαιτίας των κακών δημοσίων οικονομικών που άφησε πίσω του ο Law[xvii]. Έτσι διαβάζοντας την Lettre écrite à M*** sur le nouveau système des finances, & particulièrement sur le remboursement des rentes constituées (1720) και το Mémoire pour servir à  justifier la Compagnie des Indes contre la censure des casuistes qui la condamnent (1720) του Αββά Jean Terrasson ο οποίος, επενδυτής τότε στο Σύστημα του Law συνηγορεί υπέρ του, ο νεαρός Turgot θα το αντικρούσει σε μία επιστολή του για το papier–monnaie (7 Απριλίου 1749) στον φίλο του Αββά Cicé όπου θα υπερασπισθή το μεταλλικό χρήμα[xviii]. Την εποχή που ήταν στην Limoges πάλι, διαβάζει το κείμενο του φίλου του Dupont de Nemours, Du commerce et de la Compagnie des Indes. Seconde édition revue, corrigée et augmentée de l’histoire du système de Law (1769) και απαντώντας του σε μία επιστολή, χαρακτηρίζει το σύστημα του Law ως grimoire, μαγικό ξόρκι. Αυτή του η προσωπική αντιπάθεια έχει μεγάλη σημασία, σύμφωνα με τον Murphy, στο γιατί στο μείζον έργο του Réflexions sur la formation et la distribution des richesses από τους τρείς τρόπους σχηματισμού κεφαλαίου, τραπεζική πίστωση, αγορές κεφαλαίου (χρηματιστήρια) και αποταμιεύσεις, o άνθρωπος που έβαλε στην πολιτική οικονομία την λέξη capital, αναφέρεται μόνον στην τελευταία: λέξεις όπως «τράπεζα» και «πίστωση» απουσιάζουν παντελώς[xix]. Απ’την άλλην, ο Turgot ήταν και ελεύθερο πνεύμα για να γίνει πιστός ακόλουθος του φυσιοκρατικού δόγματος και κυρίως ήταν μαθητής του Gournay. Έτσι ενώ υιοθετεί πράγματα απ’τους Φυσιοκράτες και γίνεται και ένθερμος υποστηρικτής του laissez faire, laissez passer, τον ενδιαφέρει και η ανάπτυξη της μεταποίησης. Έτσι στην νεκρολογία του για τον δάσκαλό του, την Éloge de Vincent de Gournay, γράφει ότι εν γένει κάθε άνθρωπος γνωρίζει καλύτερα το ίδιον συμφέρον απ’έναν άλλον για τον οποίον αυτό είναι αδιάφορο. Οπόταν το συμφέρον των εκάστων είναι ακριβώς το αυτό με το γενικό συμφέρον, το καλύτερο είναι να αφήνουμε τον καθένα να πράξει ως θέλει. Όμως θεωρεί αδύνατον στο εμπόριο, το καθ’έκαστον συμφέρον να μην αντιμάχεται το γενικό. Το κράτος, είτε ως προστάτης των εκάστων, ώστε ο ένας να μην αδικεί τον άλλον, είτε ως πολιτική οντότητα που αμύνεται προ εξωτερικών κινδύνων και που διαθέτει ποσά για δημόσια έργα, ενδιαφέρεται ώστε οι πλούτοι της γης και της βιομηχανίας να είναι οι μεγαλύτεοι δυνατόν. Άρα οι έκαστοι πρέπει να έχουν ως συμφέρον την γενική ωφέλεια[xx]. Όμως παρότι πιστεύει ότι ο καιρός, με την κατάργηση των εμποδίων, θα επαναπατρίσει την βιομηχανία και θα απλοποιήσει το εμπόριο ώστε να είναι μόνον η ανταλλαγή πραγμάτων καταλλήλων σε κάθε κλίμα, θεωρεί ότι είναι καλό να επισπεύσει κανείς αυτήν την στιγμή με την νουθεσία και μικρές διακονίες, εφηρμοσμένες με διακριτικότητα, κι όχι αποκλειστικά προνόμια, μήτε φισκάλια φράγματα που τρέπουν τους τελώνες σε προστάτες του εμπορίου και τους χρηματιστές σε πολίτες, αναφέρει σ’επιστολή του στον Dupont de Nemours την 20η  Φεβρουαρίου του 1766:

Le temps, à la vérité, avec la suppression des obstacles ramènera le niveau de l’industrie et du commerce, naturalisera partout toute industrie et réduira le commerce à n’être que l’échange des choses propres à chaque climat et qu’elle a refusées aux autres, mais il est bon de hâter ce moment par l’instruction et quelquefois par de légers secours, pourvu qu’ils soient momentanés, appliqués avec discernement, qu’ils n’entraînent aucune préférence décourageante, surtout pourvu qu’il ne soit question, ni de ces privilèges exclusifs odieux, ni de ces barrières fiscales, de ces prétendues combinaisons d’entrée et de sortie, par lesquelles on a prétendu changer les commis des douanes en protecteurs du commerce et les financiers en citoyens. Mais pensez-vous donc qu’après que le métier à faire des bas a été établi en Angleterre,…ce n’ait pas été une chose très sage au gouvernement de France de faire acheter en Angleterre un métier de cette espèce et d’en avoir naturalisé l’usage… C’est une puérilité d’être jaloux de sa prétendue industrie nationale et de la vouloir cacher aux étrangers, mais il est sage de chercher à rompre la barrière que veut élever la jalousie mal entendue de nos voisins.

Saline royale d’Arc-et-Senans, του Claude-Nicolas Ledoux : εργοστάσιο παραγωγής άλατος (αλίτη) της ferme générale,1774, λίγο πριν τον θάνατο του Louis XV

Πράγματι όταν ήταν στην Limoges, μία πτωχή περιοχή της Γαλλίας, μείωσε αρκετά τους κρατικούς φόρους (taille) και εξάλειψε την corvéeἀγγαρεία, ένα είδος φόρου σε εργασία για τους πτωχούς, για την δημιουργία δημοσίων οδών. Όταν έγινε πρωθυπουργός είχε την ευκαιρία να μεταρρυθμίσει όλο το κράτος με κόστος την ίδια του την θέση. Αλλά πριν φθάσουμε εκεί, ας δούμε το βασικό του έργο που έγραψε την εποχή που ήταν intendant, χάριν δύο κινέζων  μαθητών που είχαν φέρει Ιησουίτες στην Γαλλία, τις Réflexions sur la formation et la distribution des richesses (1766). Αφ’ενός για να γίνει κατανοητός στους δύο νέους, γράφει ότι δεν χρησιμοποίησε άλγεβρα στο ύφος του Tableau économique, αφ’ετέρου απασχολημένος στο οφφίκιο του δεν είχε την ησυχία της σχόλης. Έτσι είναι περισσότερο ένα σχεδίασμα. Δεν δημοσιεύθηκε ως βιβλίο, αλλά σε τρία μέρη στις  Éphémérides, στα τεύχη 11 και 12 του 1769 και στο τεύχος 1 του 1770.

Το βασικό πρόβλημα της Γαλλίας ήταν ότι λόγῳ της απαγόρευσης του τόκου δεν είχε τραπεζικό σύστημα και η αποτυχία του Συστήματος του Law προσέθεσε σ’αυτήν την κατάσταση και τον φόβο προς τέτοια εργαλεία. Με την διάλυση του Συστήματος και της Banque Royale από τους αδελφούς Pâris η Γαλλία επέστρεψε στο σύστημα της συγκομιδής φόρων από financiers (που ήταν δουλειά της ιδίας οικογενείας). Η όποια πίστωση καλύπτοταν πίσω από rentes που ως συμβόλαια έκαναν αναγκαίο τον νοτάριο. Έτσι οι νοτάριοι κατηύθυναν την πίστωση που δεν ήταν και οι πιο κατάλληλοι για ένα τέτοιο καθήκον (μην ξεχνάμε πώς ο Law όπως και ο Melon ήθελαν με τα χάρτινα μέσα να παραμερίσουν τους νοτάριους που χαμήλωναν την ταχύτητα χρηματικής κυκλοφορίας). Ο Turgot λοιπόν πρέπει να λύσει το θέμα της δημιουργίας κεφαλαίου. Ξεκινά τους συλλογισμούς του με θέσεις του Quesnay δηλαδή, το πρωτείο της γεωργίας: είναι η ανισότητα των καλλιεργειών εκείνη που δημιουργεί την ανάγκη της ανταλλαγής και αυτή είναι η φυσική κατάσταση· κάθε γή δεν παράγει τα πάντα, έτσι ανταλλάσσονται αγαθά αντί άλλων αγαθών (§I-§II). Καθώς η αγροτική παραγωγή χρειάζεται κάποιες προετοιμασίες, ανταλλάσσονται επίσης αγαθά αντί εργασίας, όπως ο υποδηματοποιός που πρέπει να φτειάξει τα υποδήματα του αγρότη (§III-§IV). Έτσι όπως ο Quesnay, θεωρεί τον γεωργό (laboureur) ως πρώτο κινούν της κυκλοφορίας της εργασίας, αφού παράγει τον μισθό του τεχνίτη που προετοιμάζει πράγματα για τον γεωργό (§V). Ενώ ο εργάτης (ouvrier) απ’τον μισθό του κερδίζει μόνον την διαβίωσή του, ο γεωργός είναι ο μόνος που παράγει πλέον του μισθού του άρα είναι η αποκλειστική πηγή πλούτου (§VI-§VII). Έτσι κάνει την πρώτη διάκριση στην κοινωνία, ανάμεσα στην παραγωγική (productrice) τάξη των καλλιεργητών και την έμμισθο (stipendiée) των τεχνιτών ή τεχνουργών (artisans), που είναι η κατά Quesnay στείρα τάξη (§VIII). Αρχικά ο καλλιεργητής ήταν και ιδιοκτήτης της γης (§ΙΧ), αργότερα έγινε μισθωτός του κυρίου (§Χ-§ΧΙ). Ένα κομμάτι προϊόντος το κρατεί ο καλλιεργητής για να ζήσει και το άλλο το δίδει στον γαιοκτήμονα, και το οποίο είναι το καθαρό προϊόν ή εισόδημα (revenu) (§XIV). Έτσι φθάνει στην φυσιοκρατική τριμερή διάκριση, καλλιεργητές, τεχνουργοί και ιδιοκτήτες, ή παραγωγική, μισθωτή και διαθέσιμη (disponible) τάξη, επειδή ελλείψει εργασίας αυτοί οι τελευταίοι μπορούν να απασχοληθούν σε γενικές ανάγκες της κοινωνίας, όπως ο πόλεμος και η διοίκηση της δικαιοσύνης ή να παραχωρήσουν μέρος του εισοδήματος στο κράτος (i.e. ο μοναδικός φόρος του Quesnay) για να  μισθώσει άλλους να πληρώσουν τις θέσεις αυτές (§XV) (μπορούμε να πούμε ότι ένας ρεπουβλικανός θα έλεγε ότι αυτή είναι η τάξη των πολιτών). Στην διαθέσιμη τάξη θα προσθέσει στο τέλος και όσους δανείζουν κεφάλαια.

Αφού αναφέρει τους πέντε τρόπους καλλιεργείας (με μισθωτούς, με δούλους, με δουλοπάροικους, με κολλήγους, με μίσθωση γης) περνά στον ορισμό της έννοιας του κεφαλαίου, που χρησιμοποιώντας την λέξη capital, μάλιστα στον πληθυντικό ως capitaux, στη θέση της λέξης avances, απομακρύνεται απ’τον Quesnay, καθώς την συνδέει με το χρήμα και τον διαμερισμό του πλούτου. Λέει ότι κάποιοι ζουν χωρίς να κατέχουν γη, απ’το εισόδημα που τους δίδει ο τόκος με τον οποίο δανείζουν (§XXIX) ―αναφέρεται προφανώς στις rentes καθώς είναι εκεί που το υπάρχον (principal) ποσό απεκαλείτο στα γαλλικα capital (απ’το ρωμαϊκό δίκαιο, βλ. σημ. 222) και ο κάτοχος της rente (ομολογιούχος), capitaliste. Πράγματι ξεκινά να μιλήσει για τον χρυσό και τον άργυρο δυο αγαθά λιγώτερο πολύτιμα από άλλα καθώς είναι άχρηστα, τα οποία όμως αποκτούν αξία μέσῳ της ανταλλαγής. Η διαφορά του στον ορισμό του χρήματος απ’τον Law είναι ότι ενώ για τον τελευταίο το χρήμα εκφράζει την αξία της ανταλλαγής, δηλαδή εκείνη δια της οποίας ανταλλάσσουμε ένα αγαθό προς ένα άλλο, για τον Turgot είναι η αξία προς την οποία γίνεται η ανταλλαγή, δηλαδή ότι είναι το χρήμα που αποδίδει αξία στην ανταλλαγή. Αυτό το κάνει θεωρώντας ότι κάθε εμπόρευμα αφού ανταλλάσσεται μετρά και ν’αντιπροσωπεύει αξία (§XXXIX). Αμοιβαίως το χρήμα είναι αγαθό, και δεν υπάρχει απολύτως χρήμα λόγῳ σύμβασης (§XL). Και αυτό το κάνει ανάγωντας την καταγωγή του χρήματος σε αγαθά που χρησιμοποιούσαν αρχαίοι πολιτισμοί αντί νομίσματος. Βλέπει λοιπόν το χρήμα το ίδιο ως αγαθό και επαινεί τα χαρακτηριστικά των πολυτίμων μετάλλων που ως αγαθά είναι προικισμένα με τα πιο ικανοποιητικά γι’αυτήν την χρήση (§XLII) ώστε απ’την φύση των πραγμάτων μπορούν να αποτελούν χρήμα ανεξαρτήτως της όποιας αυθαίρετης σύμβασης ή νόμου (§XLIII). Δεν θεωρεί ως πρόβλημα την μεταβολή στην αξία αυτών είτε επειδή αλλάζει η ποσότητα του αγαθού, είτε του πολυτίμου μετάλλου (§XLVI). Λόγῳ ακριβώς αυτής της αποδοχής του χρήματος ως αγαθού είναι που σχηματίζει την θεωρία της συσσώρευσης του κεφαλαίου που θα υιοθετήσει ο Smith. Όπως ο αγρότης συσσωρεύει (accumuler) ένα απόθεμα (reserve) του προϊόντος του για την επομένη χρονιά σχηματίζοντας τα κεφάλαια του (§XLIX) έτσι και εκείνος που κατέχει κινητούς πλούτους (richesses mobilliaires) μπορεί να το χρησιμοποιήσει σε επικερδείς επιχειρήσεις (§L-LI) όπως ως αφορμές αγροτικής καλλιεργείας (§ LΙΙ-LIΙΙ). Πράγματι λέει ότι οι πρώτες αφορμές είχαν προέλθει από κινητούς πλούτους, την κατοχή κτηνών που χρησιμοποιούνται στην άρωση, και γι’αυτό η κτηνοτροφία προηγείται της γεωργίας (§LIV). Αργότερα ήλθε ένα άλλο είδος κινητού πλούτου, οι δούλοι, που επίσης χρησιμοποιήθηκαν ως δουλευτές της γης (§LV). Οι κινητοί πλούτοι έχουν έτσι μίαν ανταλλακτική αξία ως προς την γη (§LVI) και επομένως η γη μπορεί να εκτιμηθή με την αναλογία της προσόδου προς  το σύνολο των κινητών πλούτων που ονομάζεται denier du prix des terres ―απόδοση της τιμής της γης (§LVII). Τοιουτοτρόπως, ένα κτήμα συγκεκριμένης προσόδου  έχει αξία ίση με την πρόσοδο επί ορισμένες φορές. Το χρήμα που σωρεύει ο ολιγόψυχος φιλάργυρος για να εξασφαλίσει την φαντασία του προς τον φόβο ν’απολέσει απαραίτητα πράγματα σε ένα αβέβαιο μέλλον, θα χαθή αν τύχουν πράγματι δυσχέρειες ή ένας άσωτος κληρονόμος. Μπορεί όμως να το χρησιμοποιήσει για να αγοράσει γή (§LVIII). Έτσι προχωρεί στην άλλη χρήση του χρήματος ως αφορμές κεφαλαίων επιχειρήσεων τεχνουργίας και μεταποίησης (§LIX). Εκεί τα κεφάλαια θα χρησιμοποιηθούν για τις δαπάνες των υλικών, των εργαλείων και των ημερομισθίων, με σκοπό η πώληση των προιόντων όχι μόνον να επιστρέψει σ’αυτόν τα κεφάλαια αλλά και κέρδος (§LX). Έτσι έχουμε μίαν υποδιάκριση της εμμίσθου εργατικής τάξης (classe stipendiée industrieuse), σε entrepreneurs (επιχειρηματίες ή εργολάβους), κεφαλαιοκράτες και απλούς εργάτες (§LXI). Η χρήση χρηματικού κεφαλαίου μπορεί να χρησιμοποιηθή φυσικά και ως αφορμές σε γεωργικἐς επιχειρήσεις (§LXII). Οπότε πλέον η τιμή της εγγείου προσόδου και της γης ορίζεται απ’τον συναγωνισμό των κεφαλαιοκρατών επιχειρηματίων (§LXIII) και μόνον έτσι μπορεί να υπάρξει μεγάλη καλλιέργεια (§LXIV). Η τάξη των καλλιεργητών έτσι χωρίζεται και αυτή σε επιχειρηματίες ή αγρότες (fermiers) και απλούς εμμίσθους, υπηρέτες (valets) ή ημερομίσθιους εργάτες (journaliers) (§LXV). Η επομένη χρήση των κεφαλαίων σε αφορμές είναι οι επιχειρήσεις του εμπορίου: επειδή ο καταναλωτής δεν χρειάζεται τα φρούκτα της γής ή τα τεχνουργήματα την στιγμή που παράγονται, ούτε ευρίσκεται εκεί που παράγονται, και ο καλλιεργητής ή τεχνουργός θέλει το γρηγορώτερο πίσω τα κεφάλαιά του, μεσολαβεί ο έμπορος που τ’αγοράζει και τα μεταπωλεί (§LXVI). Αυτός, πωλώντας, παίρνει πίσω τα χρήματα για να αγοράσει ξανά προϊόντα και επιπλέον σκοπεύει σ’ένα κέρδος ίσο προς το εισόδημα που θα τον εξασφάλιζαν τα κεφάλαια αυτά χωρίς να δουλέψει, και σε έναν μισθό αντίστοιχο της τιμής εργασίας του, των κινδύνων και της εργατικότητάς του. Χωρίς αυτήν την εξασφάλιση δεν επιχειρεί να εμπορευθή (§LXVII). Έτσι η πραγματική κυκλοφορία του χρήματος βασίζεται στα συσσωρευμένα κεφάλαια που επενδύονται στην γεωργία, την μεταποίηση και το εμπόριο (§LXVIII). Καθώς τα κεφάλαια είναι απαραίτητα, ο εργατικός άνθρωπος μοιράζεται τα κέρδη του με τον κεφαλαιοκράτη που τον προμηθεύει με κεφάλαια (§LXX). Τελευταία χρήση των κεφαλαίων είναι ο έντοκος δανεισμός (§LXXI). Αφού αντικρούσει την άποψη των σχολαστικών θεολόγων ότι το χρήμα είναι στείρο και την προκατάληψη αυτών προς τον τόκο, θέτει την βάση του δανεισμού στο γεγονός ότι μπορείς να ενοικιάσεις το χρήμα σου όπως το πωλείς για να αγοράσεις κάτι, θυμίζοντάς μας τον Barbon (§LXXIV). Το επιτόκιο πρέπει να είναι σταθερό όπως και η τιμή του εμπορεύματος μόνον κατά την διάρκεια μιας επιχείρησης, όχι δια νόμου από τον ηγεμόνα (§LXXV). Ενώ στην εκτίμηση του χρήματος σε σχέση με τα αγαθά είναι το χρήμα ως μέταλλο που είναι αντικείμενο αξίας, στην εκτίμηση της απόδοσης (denier) του χρήματος είναι η χρήση του χρήματος στη διάρκεια ενός ωρισμένου χρόνου που είναι αντικείμενο εκτίμησης (§LXXVIII). Όσο για την τιμή του επιτοκίου αυτή ορίζεται απ’την σχέση προσφοράς και ζήτησης μεταξύ πιστωτών και δανειοληπτών, όπως το θέλει ο Cantillon, προσθέτοντας ότι αυτό εξαρτάται απ’την ποσότητα των κινητών πλούτων από τις αποταμιεύσεις  των προσόδων και των ετησίων προϊόντων,  ή από τα κεφάλαια που υπάρχουν σε χρήμα ή σε οτιδήποτε άλλο έχει αξία στο εμπόριο (§LXXIX). Έτσι καταλήγει ότι το πνεύμα της εξοικονόμησης σε ένα έθνος μεγαλώνει το σύνολο των κεφαλαίων ενώ η χλιδή τείνει να τα καταστρέψει (§LXXX) ενώ η πτώση του επιτοκίου αποδεικνύει ότι ότι το πνεύμα της εξοικονόμησης υπερέχει επί της χλιδής (§LXXXI). Οι πλούτοι ενός έθνους είναι το καθαρό προϊόν της γης (έγγειος πρόσοδος) επί την απόδοση της τιμής της γής συν τα κινητά κεφάλαια που υπάρχουν μες στο έθνος (§XC). Κλείνοντας όμως θα επιστρέψει στην φυσιοκρατική αρχή ότι η μόνη πράγματι διαθέσιμη πρόσοδος είναι από την γη και ότι ακόμη και οι κινητοί πλούτοι προέρχονται απ’την γή ως αποτέλεσμα της φύλαξης κάθε χρόνο ενός μέρους του προϊόντος (§XCVIII-XCIX).

Προφανώς ο Turgot αναφέρεται σε αποταμιεύσεις που επενδύονται και όχι που μένουν κλεισμένες σε σεντούκια: οι αποταμιεύσεις μετατρέπονται  αμέσως  (sur–le–champ) σε κεφάλαια[xxi]. O Smith θα το μεταφράσει αυτούσιο ως «immediately»[xxii]. Με αυτόν τον τρόπο ξεπερνά μεν την μεροληψία των Φυσιοκρατών κατά της αποταμίευσης χωρίς να καταστρέφει δε την κυκλοφορία του εισοδήματος. Όπως και νά’χει, το μοντέλο αναφέρεται σε μία αγροτική οικονομία και συγκεκριμένα στην Γαλλία η οποία δεν είχε τραπεζικό σύστημα. Ο πιστωτής στο σχήμα του είναι κάποιος που μεταφέρει κεφάλαια απ’τον αποταμιευτή στον δανειολήπτη. Ο Schumpeter απορεί πώς τόσοι οικονομολόγοι αναμασούσαν χρόνια την ιδέα ότι μόνον η εκούσια αποταμίευση αποτελεί σχηματισμό κεφαλαίου, σαν ο John Law και άλλοι να μην υπήρξαν ποτέ. Φυσικά, σχολιάζει ο Murphy, θα έπρεπε να γράψει ότι αυτή η μεροληψία οφείλεται ακριβώς λόγῳ της ιστορίας του και του Συστήματός του στη Γαλλία!

First, in the face of frequent criticism, Turgot’s theory proved almost unbelievably hardy. It is doubtful whether Alfred Marshall had advanced beyond it, certain that J.S.Mill had not. Böhm-Bawerk no doubt added a new branch to it, but substantially he subscribed to Turgot’s propositions. Second, the theory was not only swallowed by the large majority of economists: it was swallowed hook, line, and sinker. As if Law—and others—had never existed, one economist after another kept on repeating that only (voluntary) saving was capital creating. And one economist after another failed to look askance at that word ‘immediately.’
(History of Economic Analysis, σελ. 309)

Η ειρωνεία είναι ότι ο Turgot, ως πρωθυπουργός, μόλις, με κάποιες μεταρρυθμίσεις, κατάφερε να χαμηλώσει το έλλειμμα του βασιλέως, διεπραγματεύθη με ολλανδούς τραπεζίτες ένα δάνειο με επιτόκιο 4%. Όπως και νά’χει, υπήρξε ένας πρωθυπουργός που προσπάθησε, όπως ο Law, να εφαρμόσει την οικονομική του θεωρία: ήθελε να μεταρρυθμίσει τις fermes générales όπως ο Law, να καταργήσει (μόλις θα μείωνε σημαντικά το έλλειμμα) όλους τους φόρους αντικαθιστώντας τους με τον impôt unique του Quesnay επί της εγγείου προσόδου (και πράγματι κατήργησε κάποιους μικρούς), και φυσικά ν’απελευθερώσει τελείως το εμπόριο των δημητριακών καταργώντας το droit de hallage. Είχε πολλούς απέναντί του όπως τον Galiani όπως είδαμε, ενώ ο Jacques Necker έγραψε το Essai sur la législation et le commerce des grains (1775). Πράγματι, μία κακή χρονιά ύψωσε την τιμή των δημητριακών και του ψωμιού δημιουργώντας κοινωνικό αναβρασμό που ο ίδιος κατέπνιξε, ένα προέρτιο της γαλλικής επανάστασης. Όπως και στην περίπτωση του Law, μία δυσχερής συγκυρία ακύρωσε την εφαρμογή του σχεδίου του. Το 1776 παρουσίασε στον βασιλέα τα έξι διατάγματα του, εκ των οποίων δύο, η κατάργηση της βασιλικής αγγαρείας (corvée royale) και των συντεχνιών (jurandes & maîtrises) προκάλεσαν σφόδρα αντίδραση. Είχε απέναντί του πλέον όλους: τους ευγενείς, τον κλήρο, το παρλαμέντο, τους financiersfermiers (φοροεισπρακτορες) και την ίδια την βασίλισσα της οποίας είχε περιορίσει τις κύριες επί των τιμών. Τελικά έπεσε με κάποια μηχανορραφία που τον εξέθεσε στον βασιλιά. Εν τούτοις, ο Turgot όπως και οι άλλοι Φυσιοκράτες ήταν υπέρ της μοναρχίας μίας πατρικής διακυβέρνησης θεμελιωμένης πάνω σε μίαν εθνική σύσταση όπου ο μονάρχης είναι υπεράνω όλων ώστε να διασώζει τα δικαιώματα των υπηκόων και την ισχύ του κράτους[xxiii]. Η οικονομική δραστηριότητα του καθενός είναι ελεύθερη ακριβώς επειδή ο καθείς κρατείται μακριά απ’την εξουσία.

2.10. Η θαλασσοκρατία ως χώρος του laissez faire και ο βιομηχανικός προστατευτισμός των νέων κρατών

Εν γένει, η εγκατάλειψη της σκληρής εμποροκρατίας σχετίζεται με το γεγονός ότι όλα τα κράτη μαθαίνουν την ίδια συνταγή οπότε αν όλα εφαρμόσουν τις ίδιες αρχές, θα εκμηδενισθή το διεθνές εμπόριο. Η επιτυχία της εμποροκρατίας βασίζεται εν πολλοίς στο ότι η μία μεριά μόνον γνωρίζει και εφαρμόζει τις αρχές της. Απ’την άλλη είδαμε ότι το εμπόριο ήταν ελεύθερο ήδη σε ισχυρές αυτοκρατορίες με ενοποιημένους χώρους ή κοσμοοικονομίες, οπότε μπορούμε να φανταστούμε ότι η επίτευξη της θαλασσοκρατίας κάμει πιο ευνοϊκή την υιοθέτηση του laissez faire. Όταν η Βρεταννία κατήργησε τους δασμούς στα δημητριακά στα μέσα του ιθ’ αι. ήταν ήδη παγκόσμιος ηγεμονία. Αλλά ας πάμε πίσω στον ιη΄αι.

Είδαμε ότι στην Γαλλία η συζήτηση για το ελεύθερο εμπόριο είναι ένα ζήτημα διευκόλυνσης της κυκλοφορίας του εισοδήματος που ξεπερνά τα όρια του κράτους επειδή αφορά σε γεωργικά προϊόντα. Δηλαδή έχει να κάμει περισσότερο με την κατάργηση των εμποροκρατικών απαγορεύσεων εξαγωγής πρώτων υλών. Ένα αγροτικό κράτος πρέπει να εξάγει τα φρούκτα της γης και χάρη στην αύξηση των πωλήσεων θα μπορεί να κάμει την καλλιέργεια πιο εντατική. Στην Αγγλία απ’την άλλη, αφορά περισσότερο στην διευκόλυνση εξαγωγής προϊόντων μεταποίησης, δηλαδή στην κατάργηση δασμών ενός έτερου κράτους που θα τα εισάγει. Η ιδέα που είδαμε ν’απορρίπτει ο Law και να υιοθετεί ο Hume, ότι μία πτωχή χώρα ελλείψει χρήματος έχει φθηνά αγαθά και πλεονέκτημα στις εξαγωγές, ενώ αντίθετα η πλουσία, μειονέκτημα, εκφράζεται απ’τον Charles Davenant[xxiv]:

[G]old and silver being the measure of trade, all things are dear or cheap as that sort of wealth is wanted or abounding. And in all countries of the world where money is rare and scarce, the product of the earth is cheap; as for instance, in Scotland, Ireland, the Northern Kingdoms, Germany, and most parts of Asia and America.

Θεωρεί έτσι πλεονέκτημα της Αγγλίας το ότι έχει πάρει το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου της Ινδικής· καθώς η ίδια είναι χήρα στόλου για να μεταφέρει τα φθηνά προϊόντα μεταποίησής της στην Ευρώπη, κερδίζουν οι Άγγλοι έμποροι: Its beauty lay particularly in the fact that it was based on purely commercial principles and that it followed the basic rule of the market, that the cheapest producer or vendor sells best[xxv]. Βλέποντας ότι κάτι τέτοιο θα έδιδε επίσης πλεονέκτημα σε αγγλικές αποικίες και δεσποτείες προς την μητρόπολη, όπως στην  Ιρλανδία, προτείνει την απαγόρευση εριουργίας εκεί με το πλέον εμποροκρατικό ή όπως λέει ο István Hont, «μακιαβέλλειο» πνεύμα[xxvi]. Την ίδια θέση για την σχέση πλουσίας και πτωχής χώρας εκφράζει όπως είδαμε και ο Hume. Πιθανόν να την έχει εμπνευσθή απ’τον Montesquieu, όταν ομιλεί περί αλληλεξάρτησης δύο χωρών που εμπορεύονται. Θεωρεί όπως είδαμε, ότι έτσι, μέσῳ του ελευθέρου εμπορίου, η διαφορά ανάμεσα σε μία πλουσία και μια πτωχή χώρα μπορεί ένα εξισορροπήθη. Το 1758 μπήκε στην συζήτηση και ο ουαλός ιερωμένος και οικονομικός και πολιτικός στοχαστής, Josiah Tucker, έργο του οποίου μάλιστα είχε μεταφράσει ο Turgot. Με τον Hume είχαν γνωρισθή στο Παρίσι το 1860. O Tucker[xxvii] στο Four Tracks on Political and Commercial Subjects (1776) δεν θεωρεί, όπως ο Hume, ότι η πτωχή χώρα έχει πλεονέκτημα, γιατί δεν έχει τις τεχνικές γνώσεις για να φτειάξει αντίστοιχης ποιότητας προϊόντα. Φυσικά επαναλαμβάνει το επιχείρημα του Barbon και του Law ότι η πλουσία χώρα έχει υψηλότερο κεφάλαιο και χαμηλότερο επιτόκιο και μπορεί να εξάγει φθηνότερα (σελ.34-35). Επίσης τα επίμοχθα και πολύπλοκα προϊόντα μεταποίησης είναι πιο φθηνά στην πλουσία χώρα όπως οι πρώτες ύλες στην πτωχή (σελ. 36). Ο Hume αντίθετα θεωρούσε ότι οι τεχνικές γνώσεις μπορούν να εισαχθούν, διαφυλάσσοντας στο μυαλό του μίαν ελπίδα για την πτωχή πατρίδα του[xxviii]. Ο Tucker πίστευε ότι οι νεαρές οικονομίες δεν είναι απειλή για τις δυνατές και χρειάζονται παρέμβαση απ’τις τελευταίες: η Αγγλία έπρεπε να δανείσει τους Σκώτους χρήματα σε ήπιο επιτόκιο, συνεργαζομένη μαζί τους σε επιχειρήσεις που απαιτούν μεγάλα κεφάλαια και μακρές πίστωσεις, μαζί με οδηγίες, εξάπτοντας την άμιλλα αυτών, και διευθύνοντας τα εγχειρήματα αυτών με εκείνην την κρίση και την δεόυσα τάξη που μαθαίνει κανείς μόνον απ’την χρήση και την εμπειρία (σελ.42).

Σύμφωνα με μία πρόσφατη μελέτη (2008) με τίτλο Trade & Empire in the Eighteenth-Century Atlantic World του Andrew Hamilton, πάνω σε αυτήν την συζήτηση για την σχέση ανάμεσα σε μία πλουσία και μία πτωχή χώρα βασίζονται οι ιδέες του ριζοσπάστη βρεταννού βουλευτή Benjamin Vaughan γόνου εμπόρου και γαιοκτήμονα των Δυτικών Ινδιών (Jamaica), για μίαν άτυπη αυτοκρατορία μεταξύ Μεγάλης Βρεταννίας και Ηνωμένων Πολιτείων, μέσῳ του ελευθέρου εμπορίου, καθώς ήταν αυτός που χειρίσθηκε τις διαπραγματεύσεις κατά την συνθήκη του Παρισιού το 1783. Ο Vaughan υπήρξε σεκρετάριος του William Petty, 2nd Earl of Shelburne, ο οποίος ήταν υπουργός εσωτερικών (Home Secretary) το 1782 στην διακυβέρνηση του Rockingham και αμέσως μετά τον θάνατο του τελευταίου, πρωθυπουργός (1782-1783)· κατά το τέλος δηλαδή του πολέμου της ανεξαρτησίας των δεκατριών αποικιών της Αμερικής. Ο Λόρδος Shelburne ήταν ο πιο γνωστός πολιτικός υπέρμαχος του ελευθέρου εμπορίου, θέση που οφείλει στις γνωριμίες του με γάλλους économistes όπως τον Abbé André Morellet, τον Hume, τον Adam Smith και τον Benjamin Franklin. Όμως απέτυχε να πείσει τους συναδέλφους του ότι επέτυχε την καλύτερη συνθήκη με τις Η.Π.Α., την Γαλλία και την Ισπανία και παρητήθη. Αντίθετα με τους συναδέλφους του που τον θεωρούσαν υπερόπτη και ύπουλο, τον συμπαθούσαν οι ριζοσπάστες του City, οι Dissenters, οι αμερικανοί επαναστάτες και οι γάλλοι Φυσιοκράτες. Μολονότι Ουίγος, θα χαίρει, κατά τον επόμενο αιώνα, της εκτίμησης του Disraeli που θα τον χαρακτηρίσει ως τον πλέον ικανό και πετυχημένο υπουργό του αιώνα του, ο οποίος υιοθέτησε ένα σχέδιο οικονομικής ελευθερίας που σύντομα ωρίμασε στην οικονομική επιστήμη της Ευρώπης της οποίας ήταν ικανός γνώστης καθώς ήταν και ο πρώτος υπουργός που αντελήφθη την ανερχομένη σημασία της μεσαίας τάξης[xxix]. Η προσωπική πολιτική του θεωρία συνοψίζεται στην ιδέα μιας «άτυπης αυτοκρατορίας» όπως την χαρακτηρίζει ο Isser Woloch[xxx], όπου αντιτίθεται στην στρατιωτική κατάκτηση και τον πολιτικό έλεγχο των αποικιών απ’το Λονδίνο υπέρ ισχυρών εμπορικών σχέσεων ανάμεσα στην μητρόπολη και τις αποικίες. Αυτό, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι θυμίζει την ιδέα περί αυτοκρατορικής συνομοσπονδίας του Disraeli έναν αιώνα μετά. Έτσι, ως εμπορικό κράτος θεωρεί ότι μπορεί να μειώσει το μέγεθος της κυβέρνησης, απηχώντας ρεπουβλικανικές θέσεις. Όπως οι φυσιοκράτες επίσης πιστεύει ότι η Θεία Πρόνοια έχει δημιουργήσει τον κόσμο για εκτεταμένο και ελεύθερο εμπόριο· αντίθετα η κατάκτηση και η εκτεταμένη αυτοκρατορία αντιτίθεται στον ίδιο τον νόμο της φύσεως. Αφού χρησιμοποιεί κανείς τις αποικίες για να εμπορεύεται μ’αυτές, είναι το εμπόριο το πρώτο αντικείμενο της φιλοδοξίας κι όχι η κατάκτηση όπως ήταν παλαίτερον κατά την ισπανική κουγκέστα. Την υπεροχή τούτη του εμπορίου επί της κατάκτησης διατυπώνει στον τελευταίο λόγο του στο παρλαμέντο, τριάντα χρόνια προ του Constant. Ο Λόρδος Shelburne είχε αναθέσει τις διαπραγματεύσεις της Συνθήκης του Παρισιού, στον έμπορο Richard Oswald, καθώς ο Vaughan, ως Dissenter τῃ πίστει δεν μπορούσε να έχει αξίωμα. Όμως ήταν εκείνος που έκανε τις συνεννοήσεις με τον Benjamin Franklin και τον John Adams. Με τον πρώτο μοιράζονταν το όνειρο για το Λονδίνο ως ελεύθερο λιμένα[xxxi], ενώ σύχναζε με τον αδελφό του William στην λέσχη που είχε ιδρύσει ο Franklin, με την επωνυμία The Club of Honest Whigs. Μέχρι τέλους ήλπιζε σε μία μορφή συνομοσπονδίας, καίτοι ο υπουργός εξωτερικών Charles James Fox, αναγνώρισε εξ αρχής την ανεξαρτησία των Η.Π.Α. έτσι ώστε να μην τραπούν σε προτεκτοράτο των Γάλλων. Το τελικό κτύπημα στο όνειρό του ήταν η απόφαση της Βρεταννίας ν’αποκλείσει τους Αμερικανούς απ’το εμπόριο των Δυτικών Ινδιών. Αφού απεμακρύνθη απ’την πολιτική ζωή θα γράψει υπ’ανωνυμία το 1788, το New and Old Principles of Trade Compared, or a Treatise on the Principles of Commerce Between Nations: With an Appendix, Respecting I. The Principal General Means of Aiding Commerce, II. The Balance of Trade, III. The Pre-Eminence of Agricultural Industry, IV. A Comparison of Prohibitions, Bounties, and Drawbacks, V. The Commerce of Grain[xxxii], ενώ θα εγκαταλείψει οριστικά την Αγγλία για την Αμερική, το 1797, όπου θα εγκατασταθή σε μία αγροικία στο Maine. O Vaughan υιοθετεί την άποψη του Hume για την σχέση πλουσίας-πτωχής χώρας ότι το ελεύθερο εμπόριο είναι εξίσου ευνοϊκό και για τις δύο. Η πλουσία δεν απειλείται ενώ η πτωχή κερδίζει. Φέρνει ως παράδειγμα πώς επωφελήθηκαν οι λιγώτερο πολιτισμένοι Άγγλοι σε σχέση με την Κίνα. Μάλιστα στην εισαγωγή αναφέρεται ευθέως στις Η.Π.Α.

The new governments of North-America may offer another instructive instance in this particular. If these governments pursue their advantages for agriculture, if they admit the manufactures of Europe, rendered cheap by bounties and by the real advantages attending the arts in rich and populous countries, without regard to their own manufactures, (which will always be established with ease, when their establishment is beneficial;) and if they avoid politics; they may outwit, by a natural conduct, a multitude of nations who think themselves wise because their plans are intricate. It cannot be useful for America to be noticed at present in Europe, otherwise than by her good sense: she should grow to greatness, like the trees of her wildernesses, in the midst of silence and retreat. Nothing can check her population depending upon a facility of subsistence; or oppress her strength springing from numbers, situation, and knowledge. If Europe does not treat America with wisdom, America would do ill to copy the weak example of those whom the discipline of experience has not yet be enable to instruct. She has the peculiar happiness of being able to shape her course free from the influence of her own errors and those of others; beginning where all nations may be happy to end.

Dr. Benjamin Vaughan, Hallowell, ca. 1800

Υπό καθεστώς ελευθέρου εμπορίου, αν η μία χώρα παράγει ένα  αγαθό και μία άλλη ένα άλλο, το σύνολό τους θα αυξηθή στον κόσμο και η ανταλλαγή μεταξύ αυτών θα είναι κέρδος και για τις δύο (σελ. 12/574). Στο κεφάλαιο ΙΙΙ όπου εξετάζει την εμποροκρατία (σύστημα μονοπωλίου), αντικρούει την άποψη ότι κάθε χώρα μπορεί να παραμείνει έτσι ανεξάρτητη, καθώς κάποιες και δη οι μικρές, δεν μπορούν να παράγουν μία ποικιλία αγαθών (σελ.23/585). Αν πάλι κάποια άλλη χώρα είναι τόσο ισχυρή ώστε να εξαφανίσει την γειτονική, σε ποιον θα πωλήσει (σελ. 25/587); Η ελεύθερη μετανάστευση μεταξύ δύο χωρών θα φέρει στην λιγώτερο αναπτυγμένη χώρα πιο εξειδικευμένους ανθρώπους που θα την βοηθήσουν ν’αναπτυχθή (σελ. 26/588). Επαναλαμβάνοντας το επιχείρημα των Φυσιοκρατών, λέει ότι το μονοπώλιο βλάπτει την γεωργία αφού δεν την αφήνει να εξαγάγει τα προϊόντα της (σελ.27/589). Δεν θεωρεί ότι ο πληθυσμός θα μεταφερθή στην μονοπωλιακή χώρα, επειδή είναι ο πληθυσμός που δίδει την τέχνη όχι το ανάποδο και επειδή είναι πιο φθηνά να ζει κανείς στην αγροτική (σελ.30/592). Αντικρούει τόσο την περίπτωση που η πτωχή χώρα φοβηθή την πλούσια και θέσει δασμούς όσο και την περίπτωση που όταν μια χώρα πλουτίσει κάνει το ίδιο. Καταλήγει να προτείνει μίαν υιοθέτηση σε παγκόσμιο επίπεδο του ελευθερίου (liberal) συστήματος:

In short, since states (like individuals) are too improvident, too intemperate, and too ambitious, to be freed from the rule of equal laws; andsince monopolizing systems are injurious, as well on account of their odiousness and their bad example to other countries, as of their domestic evil consequences; it is wise for all countries to submit in commerce to an universal system, which is not only incapable of perversion either by friends or enemies; but whenever it is once established, requires so little effort and intelligence to carry it on, that it may be said to be self-moving and self-conducted (σελ.38/600)

Επίσης το ελευθέρο εμπόριο θα αμβλύνει τις εθνικές διαφορές όπως θα πει λίγα χρόνια αργότερα ο Constant· για τον Vaughan είναι θεάρεστο έργο:

[I]ndividuals, learning more and more their real public interests, might consider themselves not merely as the members of separate nations (a sentiment which has hitherto seldom been the companion of general liberality or general justice,) but likewise as members of the universe, and as the common children of a common father. That common Father cannot be pleased that the pretended interests of artificial commodities should be made a motive for disturbing either the good order which is said to be the basis of their own institution, or the peace of the general community of nature (σελ. 46-47/608-609)

Βέβαια όλα αυτά λέγονται σε μία εποχή όπου η πτωχή χώρα ήταν η χώρα των ευκαιριών που δεν είχε κάποιος στην πλουσία μητρόπολη. Σήμερα βλέπουμε μετακίνηση πληθυσμών απ’τις πτωχές στις πλουσίες, αλλά θα μας απαντούσε ο Vaughan ότι οι πτωχές είναι ακόμη ύπο την επίρροή των εμποροκρατικών· αλλά αυτό πάλι θα σήμαινε ότι η εμποροκρατική χώρα εκμεταλλεύεται το ελεύθερο εμπόριο υπέρ της. Όπως και νά’χει αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να ισχύσει αυτό που λέει: πχ στο νεότευκτο ελληνικό κράτος η συνθήκη ελευθέρου εμπορίου με την οθωμανική αυτοκρατορία το 1855 βοήθησε την πρώτη να αρχίσει να αναπτύσσεται οικονομικά, αλλά η δεύτερη δεν ήταν μία εμποροκρατική δύναμη. Όσον αφορά τις Η.Π.Α. μία χώρα με μεγάλες εκτάσεις για αγροτική παραγωγή μια συνθήκη ελευθέρου εμπορίου με την Μεγάλη Βρεταννία θα την βοηθούσε, αλλά είδαμε ότι αυτή δεν ήταν η περίπτωση: αντίθετα επειδή η δεύτερη έδειξε τα δόντια της εξ αρχής, ώθησε τις Η.Π.Α. να αναπτυχθούν βιομηχανικά πιο γρήγορα υιοθετώντας την εμποροκρατία της μητρόπολης.

Πράγματι ο John Adams αρχικά ήταν υπέρμαχος του ελευθέρου εμπορίου όπως φαίνεται στην επιστολή του στον πρόεδρο της Βουλής:

The cities of Italy, the Low Countries, Portugal, Holland, England, have all, for their period, as commercial powers, arisen above the common level, but pressing with a Weight which was felt as unequal by those below them; they have each in its turn found, even in the moment of their highest Elevation a general rising all around them, and themselves sinking to the common level. Statesmen must see, how much it is in the interest of all, to liberate each other, from the Restraints, Prohibitions and Exclusions, by which they have aimed to depress each other. They will see, that the most advantageous Way, which a landed nation can take, to encourage and multiply Artificers, Manufacturers and Merchants of their own, is to grant the most perfect freedom, to the Artificers, Manufacturers and merchants of every other nation. …The Spirit of those exclusive Laws of navigation will appear as the Spirit of Piracy.

Όμως η άρνηση τόσο της Βρεταννίας όσο και την Γαλλίας να προχωρήσουν σε ελεύθερο εμπόριο με τις Η.Π.Α άλλαξε την άποψη του Adams υπέρ ενός πιο «μακιαβελλείου»-προστατευτικού συστήματος[xxxiii]. Συγκεκριμένα, γράφει στον John Jay:

We have hitherto been the bubbles of our own philosophical and equitable liberality; and, instead of meeting correspondent sentiments, both France and England have shown a constant disposition to take a selfish and partial advantage of us because of them, nay, to turn them to the diminution of our own means of trade and strength. I hope we shall be the dupes no longer than we must. I would venture upon monopolies and exclusions, if they were found to be the only arms of defense against monopolies and exclusions, without fear of offending Dean Tucker or the ghost of Doctor Quesnay.
(Adams to Jay, August 10, 1785, Works of John Adams, τ. VIII, σελ. 299)

Alexander Hamilton, μινιατούρα του Charles Shirreff, ca.1790

Όταν ο Alexander Hamilton ανακοίνωσε την πρόθεση του να ακολουθήσουν οι Η.Π.Α. την εμποροκρατική οδό με την συγχώνευση του δημοσίου χρέους σε μία κεντρική τράπεζα που θα μπορεί να δίδει πιστώσεις στο εμπόριο και την βιομηχανία, και την δημιουργία μονίμου στρατού, συνήντησε την αντίδραση του Thomas Jefferson ο οποίος έβλεπε σε κάτι τέτοιο την καταστροφή των αγροτικών πολιτείων του νότου. Ως βρεταννικές αποικίες χωρίς μεταποίηση οι δεκατρείς πολιτείες ήσαν αγροτικές και έβλεπαν την φυσιοκρατία ως το πλησιέστερο οικονομικό σύστημα, μολονότι ο Turgot θεωρούσε ότι οι Αμερικάνοι δεν κατάλαβαν την σημασία του μοναδικού φόρου. Απ’την άλλην, πολιτικώς ήσαν πλησιέστερα στην αγροτική πολιτεία  του Harrington. Ο Pocock φυλάσσει τα δύο τελευταία κεφάλαια του Machiavellian Moment, για να δείξει ότι ο αγγλικός ρεπουβλικανισμός του Harrington, της Country παράταξης και των Cato’s Letters, ήταν η μαγιά της αμερικανικής επανάστασης. Χρησιμοποιεί δύο μελέτες[xxxiv]. Ο εχθρός ήταν η αυλική παράδοση της διαφθοράς των Junto Whigs που οι επανάστατες πίστευαν ότι εκπροσωπούσε η βρεταννική κυβέρνηση. Απ’την άλλη, μετά την επιτυχία της επανάστασης, δύο ήσαν οι δρόμοι για την νεαρή Republic: ή να μείνει πιστή στο πολιτειακό και το φυσιοκρατικό δόγμα ως yeoman commonwealth ή να γίνει σαν την παλαιά της μητρόπολη. Ο Jefferson ήταν ο Κάτων που έβλεπε τoν  Hamilton σαν τον Καίσαρα και ο Hamilton  ακολούθως έβλεπε τον δημαγωγό Burr σαν τον Κατιλίνα. Καθώς ο Hamilton ως «Modern Whig» εβλέπε τις Η.Π.Α. προωρισμένες να γίνουν μία εμπορική και στρατιωτική αυτοκρατορία, αν η αρετή είναι το ίδιον της πολιτείας και το συμφέρον, της αυτοκρατορίας, η ομοσπονδία θα ήταν η σύνθεση: είναι η δυναμική μορφή του μακιαβελλισμού της επεκτατικής virtù, λέει ο Pocock. Οι Republicans εκπροσωπούν την κλασική αρετή και την «Rousseauan» στιγμή και επιθυμούν να μείνουν μακριά απ’την διαφθορά που ενέχει η πρόοδος των τεχνών και το εμπόριο·  οι Federalists, την virtù και την «Machiavellian» στιγμή και πιστεύουν ότι η πραγματική προδιάθεση του ανθρώπου είναι η χλιδή και η αυτοκρατορία. Τελικά ο δρόμος των Η.Π.Α. θα είναι ο δεύτερος. Ο Tocqueville θα συναντήσει τις Η.Π.Α. του Andrew Jackson και θα διατυπώσει τους φόβους προς μία τροπή της δημοκρατίας στον ολοκληρωτισμό, μόνον που ο τύραννος θα είναι πλέον ο λαός.

Οικονομικά, οι Η.Π.Α. μετά τον πόλεμο του 1812-1814 θα ακολουθήσουν μίαν προστατευτική πολιτική εφηρμοσμένη από τον εθνικιστή οικονομολόγο απ’το Kentucky, Henry Clay. Ενώ αμέσως μετά τον πόλεμο βρεταννικά φθηνά προϊόντα κατέκλεισαν τ’αμερικανικά λιμάνια, μέχρι το 1833 υψηλοί δασμοί στα βρεταννικά προϊόντα θα προστατεύουν την βιομηχανία της Πενσυλβανίας και της Φιλαδελφείας. Ο Jackson χαμήλωσε σημαντικά τους δασμούς υπό την επιδοκιμασία των Jeffersonians καθώς ήταν μέτρο υπέρ του αγροτικου συμφέροντος των νοτίων πολιτείων[xxxv]. Οι δασμοί υψώθηκαν ξανά επί New Republican Party στις παραμονές του εμφυλίου πολέμου. Το «αμερικανικό σύστημα» είναι ουσιαστικά η κληρονομιά του Hamilton, ο οποίος επεκαλείτο επίσης τον Smith, αλλά το «αντιφυσιοκρατικό» κομμάτι του. Εξηγεί γιατί επιλέγει αυτήν την πολιτική:

If the system of perfect liberty to industry and commerce were the prevailing system of nations, the arguments which dissuade a country, in the predicament of the United States, from the zealous pursuit of manufactures, would doubtless have great force. It would not be affirmed that they might not be permitted, with few exceptions, to serve as a rule of national conduct. In such a state of things, each country would have the full benefit of its peculiar advantages to compensate for its deficiencies or disadvantages. . . . But the system which has been mentioned is far from characterizing the general policy of nations. The prevalent one has been regulated by an opposite spirit. . . . In such a position of things, the United States cannot exchange with Europe on equal terms.[xxxvi]

Προπολεμικά, οι οπαδοί του ελευθέρου εμπορίου ευρίσκονται στις αγροτικές νότιες πολιτείες επιβεβαιώνοντας την φυσιοκρατική καταγωγή του. Οι βόρειοι μάλιστα έβλεπαν το ελεύθερο εμπόριο ως συνώνυμο με το βαμβάκι και την δουλεία. Οπότε με το τέλος της Νοτίου Συνομοσπονδίας οι πιο ενθουσιώδεις οπαδοί του ελευθέρου εμπορίου σώπασαν[xxxvii]. O περίφημος Gilded Age ήταν μία εποχή που το βιομηχανικό συμφέρον του βορρά ―που ήταν και το εκλογικό κοινό του Republican Party, επέβαλλε τους βιομηχανικούς δασμούς ως μίαν αδιαμφισβήτητη πολιτική. Η συζήτηση ήταν περί του αν υψηλοί ή χαμηλοί δασμοί ευνοούν τους υψηλούς μισθούς του αμερικάνου εργάτη. Το 1884 το κόμμα του «free trade», το Democratic Party με τον Grover Cleveland, ανήλθε στην εξουσία χαμηλώνοντας το 1888, ελαφρώς τους δασμούς. Το αποτέλεσμα ήταν να επιστρέψει στην εξουσία το Republican Party με τον McKinley που τούς  ανέβασε στην υψηλότερη μέχρι τότε τιμή με την Dingley Act του 1897. Με την έξοδο των Η.Π.Α. στην θάλασσα θα αποκτήσουν και κεντρική τράπεζα που θα δώσει μίαν επιπλέον προστασία στην βιομηχανία. Οι υψηλοί δασμοί θα μείνουν μέχρι την εποχή του Nixon οπότε και θα απελευθερωθούν οι ισοτιμίες κατά τον τρόπο του John Law.  Ουσιαστικά οι Η.Π.Α. επαναλαμβάνουν τον κύκλο της πολιτείας, την ανακύκλωσιν του Πολυβίου. Το ποια οικονομική πολιτική θα ακολουθήσει μία πολιτεία δεν είναι ζήτημα ιστορικού χρόνου αλλά του χρόνου της πολιτείας. Το ίδιο θα κάμει μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο η Ιαπωνία και άλλες «ασιατικές τίγρεις» που θ’ακολουθήσουν έναν βιομηχανικό προστατευτισμό μέσα σ’ένα κλίμα σχετικώς ελευθέρου εμπορίου.

Mckinley Tariff Act, 1894, ξυλογραφία του Granger.

“Going to the Tombs for Their Candidates”: Cartoon του Victor Gillam στον Judge της 9ης Ιουλίου1892, σελ. 32 , για τιις εκλογές του 1892. Ο Cleveland και ο υποψήφιος αντιπρόεδρος του Stevenson αναπαρίστανται ως μούμιες συνδεδεμένες με ηλεκτρόδια

Richard Cobden, Prime du Journal L’Evenement, 1865.

2.11. Η πολιτική οικονομία ως ιδεολογία

Κατά το 1830, O Alexander Hill Everett εξηγεί την επιλογή του Hamiltonian μοντέλου καταγγέλλοντας την βρεταννική υποκρισία· οι Βρεταννοί επέλεξαν το ελεύθερο εμπόριο αφού πρώτα ίδρυσαν βιομηχανία:

The beautiful consistency of the British mode of reasoning upon the subject is rendered, if possible, still more conspicuous by the suddenness of their conversion to the principle of free and unrestricted trade. For centuries in succession, they kept their ports hermetically sealed against any foreign product which could possibly be made at home. […] The convenience of every other part of the world, was systematically sacrificed by the promotion of domestic manufacturing in the British islands[xxxviii].

Πράγματι την ίδια ακριβώς εποχή στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού γίνεται όλο και πιο συχνή η συζήτηση για την απελευθέρωση του εμπορίου (ορμώμενη πάντα απ’τον Smith) κατευθυνομένη στην κατάργηση των Corn Laws από ριζοσπάστες της Anti-Corn Law League  όπως ο βιομήχανος Richard Cobden και ο πολιτικός (και ιδρυτής της) John Bright, στους οποίους ο Disraeli ανεφερόταν ως «σχολή του Manchester». Ταυτόχρονα το οικονομικό εγχείρημα λαμβάνει μίαν ηθικολογική χροιά ειρηνισμού και «αντιμπεριαλισμού». Είναι η πηγή, γράφει ο Magnusson, της «ιδεαλιστικής» παράδοσης στην βρεταννική εξωτερική πολιτική, του Hobson και του Brailsford. Και απ’τον Hobson θα αρπάξει ο Λένιν την έννοια του ιμπεριαλισμού, όπως είδαμε στο πρώτο μέρος. Τελικά οι Corn Laws κατηργήθησαν απ’τον φιλελεύθερο Συντηρητικό Sir Robert Peel με αφορμή τον λιμό της πατάτας στην Ιρλανδία. Η κληρονομιά του Cobden θα γίνει επίσης επίσημη ιδεολογία της βρεταννικής βικτωριανής πολιτικής και αναπόσπαστο κομμάτι της αγαθής διακυβέρνησης κατά τα χρόνια του Gladstone. Την ίδια στιγμή συμβολίζει την νίκη της βουργησίας τάξης επί των αριστοκρατών της γης δηλαδή ακριβώς το αντίθετο από ό, τι στις Η.Π.Α. όπου οι γαιοκτήμονες ήταν (και λογικά) οι οπαδοί του ελευθέρου εμπορίου. Στην Βρεταννία ουσιαστικά κατά το 1830 το free trade είναι πλέον κομματική catchword της εκστρατείας της Anti–Corn Law League. Τον ίδιο καιρό  έχει δημιουργηθή μία «χριστιανική πολιτική οικονομία» που δεν γνωρίζουμε σε ποιον βαθμό επηρέαζε τον Cobden. Οι liberal Tories της εποχής χρωστούσαν περισσότερα στους χριστιανούς οικονομολόγους παρά στον κοσμικό Ricardo[xxxix]. O Edward Baines, επί παραδείγματι, βάζοντας σε παρένθεση το πάθος της φιλαυτίας ως αίτιο της οικονομικής συμπεριφοράς, βλέπει την επιρροή του ελευθέρου εμπορίου στην τάση να προάγει ειρηνικές και φίλιες σχέσεις ανάμεσα στα έθνη του κόσμου και να διασκορπίζει τα φώτα του πολιτισμού και της αληθούς θρησκείας στον κόσμο[xl]. Ουσιαστικά τα πιθανά αποτελέσματα της οικονομικής πολιτικής τίθενται ως βέβαιοι στόχοι, και το μέσο τρέπεται σε σκοπό. Τόσο οι ιδέες ευγονικής του κληρικού οικονομολόγου Robert Malthus (ο οποίος ήταν γι’αυτό υπέρ της διατήρησης των Corn Laws) όσο και ο ωφελιμισμός του John Stuart Mill (που ήταν μάλιστα υποστηρικτής της ευγονικής του Malthus) σχετίζονται με αυτήν την σύγχυση ανάμεσα στο αποτέλεσμα και τον σκοπό ο οποίος και τίθεται ως ηθικός. Ο Γάλλος Jean–Baptiste Say, πνευματικό τέκνο του Cantillon, θα αντικρούσει τις ιδέες του Malthus, με οικονομικά επιχειρήματα. Το 1843 o επιχειρηματίας και τραπεζίτης Σκώτος Quaker, James Wilson εκδίδει το εβδομαδιαίο περιοδικό The Economist υπό ένα σαφές άρθρο πίστεως: Its principles were simple and clear, free enterprise and particular reform at home and the provision of peace, commerce and fraternity abroad, avoiding unnecessary foreign entanglements[xli]. Κατά τον θάνατο του Cobden το περιοδικό, υπό την αρχισυνταξία του Walter Bagehot, θα δημοσιεύσει μίαν εκτενή νεκρολογία γι’αυτόν τον «ευαίσθητο ταραχοποιό» ο οποίος έφερε στην πραγματική ζωή τα δόγματα του Smith[xlii]. O Francis Wrigley Hirst, αρχισυντάκτης του περιοδικού στις αρχές του επομένου αιώνα και επινοητής του όρου Collectivism είναι εκείνος που θα συλλέξει κείμενα της «σχολής του Manchester» δίδοντάς την θεωρητικό βάρος και συνδέοντας την απευθείας με τον Smith. Καθόλη την διάρκεια του ιθ΄αι. παράλληλα με την ακαδημαϊκή πολιτική οικονομία, με πρόσωπα όπως ο John Ramsay McCulloch, ή την προσπάθεια να προσδιορισθή το πολιτικό ύφος του Liberalism απ’ τον Λορδο Acton, αναπτύσσεται μία εκλαϊκευμένη πολιτική οικονομία, μ’εκδοτική μάλιστα επιτυχία, όπως το Conversations on Political Economy (1827) της Jane Marcet, το Illustrations of Political Economy, της Harriet Martineau (1837) και το Political Economy for Beginners (1870) της Millicent Fawcett. Τέτοιες εκδόσεις γράφει ο Magnusson, ήσαν κυρίως ηθικά ορθόδοξες, Benthamite και βασικώς δίδασκαν ταξική αρμονία. Η έμφαση του Smith στον ρόλο των κοινωνικών και ιστορικών θεσμών λείπει. Η  πολύμορφη συμπεριφορά του προς την πολιτική ρύθμιση και η επιμονή του στην πάλη ομάδων ή ακόμη τάξεων ως ζωτική δύναμη των κοινωνίων είναι απούσες. Παρομοίως λείπουν από την Ricardian εκδοχή της πολιτικής οικονομίας όλη η τεχνική πολυπλοκότης και το διανοητικό άνοιγμα, όπως επίσης η προοπτική της ταξικής πάλης. Αντ’αυτού ό, τι απομένει είναι ένας σκελετός με απλές «αρχές» έξω απ’τα συμφραζόμενα αυτών. Οι αρχές ή οι γενικοί αφορισμοί συσχετίζονται έτσι ώστε να παράγουν μία άποψη της οικονομικής κοινωνίας που διδάσκει αρμονία, φιλανθρωπία, ειρήνη ανάμεσα στις τάξεις, την συντήρηση της κοινωνικής τάξης και επιπλέον ηθική και κοινωνική πρόοδο, όλα ως αποτέλεσμα της οικονομικής τάξης της ελεύθερης αγοράς. […] όλες οι πολυπλοκότητες έχουν εξαφανισθή. Και απομένουμε με οικονομική που μας ευαγγελίζεται αρμονία, κοινονοημοσύνη και μία πολιτική θεμελιωμένη πάνω στην ατομική ηθική και την αυτοθυσία[xliii].

Ο Schumpeter βλέπει αυτήν την Benthamite αντίληψη στην βρεταννική κοινωνική πολιτική της εποχής:

Most ‘classic’ economists supported the factory legislation, McCulloch especially. The repeal of the Combination Acts was vigorously pushed by a member of the Benthamite circle. And the Poor Law Amendment Act, which was almost unanimously supported by economists, has other aspects besides what seems to us harsh treatment of people in distress. At the same time, we must not go too far. The support that ‘classic’ economists gave to this act acquires additional significance from the fact that the theory underlying it tallied well with their general scheme of economic and political thought, their scheme of Natural Liberty. It also tallied well with their views on population and wages. It tallied still better with their almost ludicrous confidence in the ability of individuals to act with energy and rationality, to look after themselves responsibly, to find work, and to save for old age and rainy days. This, of course, is Benthamite sociology, hence bad sociology. On this point, the critics were right, however wrong they were in imputing to the ‘classics’ a defective social conscience.
(History of Economic Analysis, σελ. 379)

Τα δημόσια οικονομικά του William Ewart Gladstone[xliv] εν τούτοις ήταν πράγματι δημόσια οικονομικά της «natural liberty» και του «free trade» λέει ο Schumpeter. Για να αφαιρέσει φορολογικά εμπόδια απ’την ιδιωτική δραστηριότητα έπρεπε να μειώσει τους διαφόρους φόρους. Το περιώνυμο slogan  της εποχής ήταν retrenchment και σήμαινε δύο πράγματα: πρώτον μείωση του κράτους στις ελάχιστες λειτουργίες του, δεύτερο εξορθολογισμός των απομεινασών λειτουργιών όπως ο στρατός και το ναυτικό. Το παράξενο βέβαια είναι ότι κάτι τέτοιο είναι κατάλληλο για μία πόλιν-κράτος με πολιτοφυλακή και δημόσια λειτουργήματα από πολίτες όχι για μία αυτοκρατορία. Το μικρό κράτος είναι άλλωστε ένα ρεπουβλικανικό επιχείρημα προς την διαφθορά. Τρέποντας το κράτος σε κράτος-νυχτοφύλακα μπορεί να μειώσει τους φόρους: ο φόρος εισοδήματος είχε έλθει με τους ναπολεοντείους πολέμους για να ενισχυθή το ναυτικό, και κατηργήθη με το πέρας αυτών (1816). Ο Peel τον επανεισήγαγε το 1842 για να αντισταθμίσει μειώσεις σε δασμούς και ο Gladstone το 1853 πρότεινε κατάργησή του σ’επτά χρόνια. Για τους έμμεσους φόρους ο Gladstone πρότεινε να φορολογούνται μόνο επιλεγμένα αγαθά, ενώ ο τότε Chancellor of the Exchequer, όλα από λίγο. Τέλος, ισοσκελισμένοι  προϋπολογισμοι για να μειωθή το δημόσιο χρέος. Ένα στοιχείο που πάει μαζί μ’αυτά είναι το «αυτόματο» gold standard: μετά τους ναπολεοντείους πολέμους τα νομίσματα των εμπλεκομένων κρατών χρειάσθηκαν πολύν καιρό για ν’ανακάμψουν λόγῳ του μεταλλικού νομίσματος που χρησιμοποιούσαν εξόν του βρεταννικού. Η Τράπεζα της Αγγλίας είχε έναν αιώνα ήδη χαρτονόμισμα με κανόνα χρυσού και αρκούσε, σε έναν πόλεμο, να σταματά να εξαργυρώνει τα χαρτονομίσματα και μόλις τελείωνε ο πόλεμος, να ξαναμπαίνει στον κανόνα του χρυσού. Το 1844 με την Bank Charter Act του Peel απηγορεύθη σ’άλλες τράπεζες να εκδίδουν χρήμα εκτός από την Τράπεζα της Αγγλίας της οποίας η ποσότητα χαρτονομίσματος πρέπει να αντιστοιχεί σε απόθεμα χρυσού (ή δημοσίου χρέους) κατά τα διδάγματα της Currency School· είχε δικαιώμα να παραβιάζει μόνον τον κανόνα σε περίπτωση οικονομικής κρίσης ή πολέμου, όπως και έπραξε το 1847, 1857, 1866. Έτσι συσχετίζει την ισοτιμίες και τις τιμές κάθε ἐθνους με κάποιου άλλου σε σχέση με τον χρυσό ενώ κάνει απαγορευτικές τις αυξήσεις κυβερνητικών δαπανών. Οπότε κάνει ανεξάρτητο τον bourgeois και το κεφάλαιο του απ’το κράτος. Αυτή είναι η θεωρία τουλάχιστον. Στην πραγματικότητα μόλις απειλήθηκε το βρεταννικό κεφάλαιο που είχε δανείσει το οθωμανικό και το αιγυπτιακό κράτος απ’την αιγυπτιακή εξέγερση, και καθώς δεν θα μπορούσε να το καλύψει η κεντρική τράπεζα, ο Gladstone παρά την ειρηνόφιλη προδιάθεσή του και την φειδώ του ως προς τις στρατιωτικές δαπάνες, έστειλε τον στόλο να βομβαρδίσει την Αλεξάνδρεια και να τρέψει την Αίγυπτο σε προτεκτοράτο το 1882. Εδώ καταλαβαίνουμε το εσωτερικό ανέκδοτο ανάμεσα στον Marx και τον Engels περί «doux commerce».

αφίσα των Συντηρητικών από την εκλογική εκστρατεία του 1906

Το πρόγραμμα του free trade δεν διήρκεσε πολλά χρόνια. Η συνθήκη Cobden–Chevalier του 1860 θα ενώσει εμπορικά την Βρεταννία και την Γαλλία μέχρι το 1892, αλλά ο πανικός του 1873 θα στρέψει τις υπόλοιπες χώρες στον βιομηχανικό προστατευτισμό: Γερμανία το 1879, Ρωσία το 1881, Γαλλία και Αυστροουγγαρία το 1882· καινούργιες αυξήσεις για Ρωσία και Ελβετία το 1884, Γερμανία και Αυστροουγγαρία το 1887, Ιταλία το 1888· και φυσικά οι δασμοί του McKinley στις ΗΠΑ το 1897. Το 1872, και με την περιώνυμη ομιλία του Disraeli στο Crystal Palace, θα εμφανισθή στην Βρεταννία το κίνημα του fair trade που θα κορυφωθή με την ίδρυση της The National Fair Trade League το 1881. Σκοπός του κινήματος ήταν η αμοιβαιότητα στο εμπόριο, και πιο συγκεκριμένα: to promote, by every means at its command, an extension of trade with all countries,and especially with our colonies and dependencies […] and to agitate for such fiscal readjustments as shall prevent the products of foreign states which refuse to deal with Great Britain in fair trade with Great Britain in fair trade from unduly competing with the products of home labour. […] Adequate import duties to be levied upon the manufactures of foreign states refusing to receive our manufactures in fair exchange; […] A very moderate duty to be levied upon all articles of food from foreign countries; […] To develop the resources of our own Empire and to determine the flow of British capital, skill and industry henceforth into our own dominions instead of into foreign protective states, where it becomes a force commercially hostile to us[xlv]. Παρά την βιομηχανική ύφεση στην Βρεταννία, δεκάδες βιβλία θα κυκλοφορήσουν εναντίον του fair trade και υπέρ του free trade· το 1887 η League θα διαλυθή, αλλά κατά την δεκαετία του 1890 το κίνημα του fair trade θα ενταχθή στο κίνημα για imperial reform και αποικιακή εξάπλωση. Το 1886, μια ουιγική ομάδα του Liberal Party, αντιδρώντας στην απόφαση του Gladstone για αυτοδιοίκηση της Ιρλανδίας (Irish Home Rule) σχημάτισαν το Unionist Liberal Party ανάμεσα σε αυτούς μάλιστα, και ο συναγωνιστής του Cobden, Βright, λίγο πριν πεθάνει. Καθώς σκοπός αυτών ήταν η ενότης της αυτοκρατορίας, μία ομάδα υπό τον Joseph Chamberlain θα τοποθετηθή υπέρ των δασμών προς χώρες εκτός της αυτοκρατορίας και Imperial Preference ώστε να αντιμετωπίσθουν οι Η.Π.Α. και η Γερμανία. Το 1903 ο Chamberlain  θα διευθύνει μίαν δριμεία εκστρατεία υπέρ της Tariff Reform. Σκόπευε έτσι όχι μόνον να στηρίξει την βρεταννική βιομηχανία και να μειώσει την ανεργία αλλά να χρησιμοποιήσει και τα έσοδα υπέρ συντάξεων. Θα χάσει τις εκλόγες καθώς ήταν δύσκολο να ξεριζωθή η ιδεολογία του free trade, μέχρι τουλάχιστον το 1931 οπότε η Μεγάλη Ύφεση θα αναγκάσει την National Coalition να υιοθετήσει προστατευτισμό και την Imperial Preference.

Γ.Α. Σιβρίδης

 

[i] Pierre de Boisguilbert, Factum de la France 1707 κεφ.IV

[ii]Tous les revenus ou plutôt toutes les richesses du monde,  tant d’un prince que  de ses sujets, ne consistent que  dans la consommation;  tous  les  fruits  de  la  terre  les  plus  exquis  et  les denrées les plus précieuses n’étant que du fumier d’abord qu’elles ne sont pas consommées. Ce qui fait que les pays les plus féconds non  habités  et  par  conséquent  cultivés,  à  cause  du  petit  nombre d’hommes, sont presque entièrement inutiles à leur prince.  ibid. κεφ.V

[iii]L’argent n’est donc rien moins qu’un principe de richesse dans les contrées où il n’est point le fruit du pays : il n’est que le lien du commerce, et le gage de la tradition future des échanges, quand la livraison  ne  se  fait  pas  sur-le-champ à l’égard d’un des contractants ; ibid. κεφ.ΙV

[iv]Pierre de Boisguilbert, Le Detail de la France, μέρος 2ο, κεφ. ΧΧΙ.

 

[v]Ainsi  ceux  qui  avaient  1  000 livres  de rentes  en fonds, n’en ayant plus que 500, n’emploient plus des ouvriers que pour la moitié de ce qu’ils faisaient autrefois, lesquels en usent de même  à  leur  tour  à  l’égard  de  ceux  desquels  ils  se  procuraient leurs  besoins,  par  une  circulation  naturelle  qui  fait  que  les  fonds commençant  le  mouvement,  il  faut  que  l’argent  qu’ils  forment pour  faire  sortir  les  denrées  qu’ils  produisent,  passe  par  une infinité de mains avant que, son circuit achevé, il revienne à eux ; ibid. μέρος 1ο, κεφ.ΙΙΙ.

 

[vi] Piquet-Marchal Marie-Odile. Jacques Vincent de Gournay : un économiste trahi. In: Annales de Normandie, 39ᵉ année, n°4, 1989. pp. 442-444;

[vii] D.H. MacGregor, Economic Thought and Policy, London, 1949

[viii] David McNally, Political Economy and the Rise of Capitalism: A Reinterpretation, Berkeley 1990, σελ. 91-92

 

[ix]op.cit. Antoin E. Murphy, The Genesis of Macroeconomics, σελ. 123-124

[x] 1) Les travaux d’industrie ne multiplient pas les richesses.2) Les travaux d’industrie contribuent à la population et à l’accroissement des richesses. 3) Les travaux d’industrie occupent les hommes au préjudice de la culture des biens-fonds, nuisent à la population et à l’accroissement des richesses.4) Les richesses des cultivateurs font naître les richesses de la culture.5) Les travaux d’industrie contribuent à l’augmentation des revenus des biens-fonds et les revenus des biens-fonds soutiennent les travaux d’industrie.6) Une nation qui a un grand commerce de denrées de son crû, peut toujours entretenir, du moins pour elle, un grand commerce de marchandises de main d’œuvre.7) Une nation qui a peu de commerce de denrées de son crû et qui est réduite, pour subsister, à un commerce d’industrie est dans un état précaire et incertain.8) Un grand commerce extérieur demarchandises de main-d’œuvre ne peut subsister que par les revenus des biens-fonds.9) Une grande nation qui a un grand territoire et qui fait baisser le prix des denrées de son crû pour favoriser la fabrication des ouvrages de main-d’œuvre se détruit de toutes parts. 10) Les avantages du commerce extérieur ne consistent pas dans l’accroissement des richesses pécuniaires.11) On ne peut connaître, par l’état de la balance du commerce entre diverses nations, l’avantage du commerce et l’état des richesses de chaque nation.12) C’est par le commerce intérieur et par le commerce extérieur, et surtout par l’état du commerce intérieur, qu’on peut juger de la richesse d’une nation.13) Une nation ne doit pas envier le commerce de ses voisins quand elle tire de son sol, de ses hommes et de sa navigation, le meilleur produit possible.14) Dans le commerce réciproque, les nations qui vendent les marchandises les plus nécessaires et les plus utiles ont l’avantage sur celles qui vendent des marchandises de luxe.

[xi] Loïc Charles, The Visual History of the Tableau Économique, European Journal of the History of Economic Thought, 10/4, 2003

[xii] Gustave Schelle, Le Docteur Quesnay : chirurgien, médecin de Mme de Pompadour et de Louis XV, physiocrate, Paris : F. Alcan, 1907, σελ. 243-252

[xiii] ibid. σελ. 254

[xiv]3. means with which one begins a thing, resources, ἀ. τοῦ βίου Lys.24.24; εἰς τὸν βίον X.Mem.3.12.4; τίνας εἶχεν ἀφορμὰς ἡ πόλις; D.18.233; ἀφελεῖν τὴν ἀ. δι’ ἣν ὑβρίζει Id.21.98; πίστις ἀ. μεγίστη πρὸς χρηματισμόν good faith is the best asset for business, Id.36.44, cf. 11.16; ἀ. ἐπί . . Id.3.33; esp. means of war, And.1.109; ἀ. εἰς ξένους χιλίους means for levying 1000 mercenaries, X.HG4.8.33; ἀ. ἔργων means for undertaking . . , Id.Mem.2.7.11, cf.3.5.11; πρὸς ἀφορμὴν ἐμπορίας ἢ γεωργίας Arist.Pol.1320a39; πάντων ἀ. τῶν καλῶν Philem.110. 4. capital of a banker, etc., Lys.Fr.1.2, X.Mem.2.7.12, Lycurg.26,D.14.30,36.11; ἀφορμῆς δίκη suit for restitution of capital, Arg.D.36. (Liddell-Scott)

[xv] I. Que la totalité des 600 millions de revenu entre dans la circulation annuelle et la parcoure dans toute son étendue; qu’il ne se forme point de  fortunes  pécuniaires ou du moins qu’il y ait compensation entre celles  qui  se  forment  et  celles  qui  reviennent  dans  la  circulation;  car autrement, ces fortunes pécuniaires arrêteraient le cours d’une partie de ce revenu annuel de la nation et retiendraient le pécule ou la finance du royaume,  au  préjudice  de  la  rentrée  des  avances,  de  la  rétribution  du salairedes artisans, de la reproduction du revenu et de l’impôt. II. Qu’une partie de la somme des revenus ne passe pas à l’étranger, sans retour en argent et en marchandises. III. Que la nation ne souffre pas de pertes dans son commerce réciproque avec l’étranger,  quand  même  ce  commerce  serait profitableaux  commerçants  en  gagnant  sur  leurs  concitoyens  dans  la  vente  des marchandises qu’ils rapportent; car alors l’accroissementde fortune de ces commerçants est un retranchement dans la circulation des revenus, qui est préjudiciable à la distributionet à la reproduction. IV.Qu’on ne soit pas trompé par un avantage apparent du commerce réciproque avec l’étranger, en jugeant simplement par la balance des  sommes  en  argent,  sans  examiner  le  plus  ou  moins  de  profit  qui résulte  des  marchandises mêmes que l’on a vendues et de celles que l’on a achetées;  car  souvent  la  perte  est  pour  la  nation  qui  reçoit  un surplus en argent, et cette perte se tourne aupréjudice de la distribution et  de  la  reproduction  des  revenus.  Dans  le  commerce  réciproque  des denrées du crû que l’on achète de l’étranger, et des marchandises de main-d’œuvre qu’on lui vend, le désavantage est d’ordinaire du côté de ces dernières marchandises, parce qu’on retire beaucoup plus de profit de la vente des denrées du crû. V. Que les propriétaires et ceux qui exercent des professions lucratives ne soient pas portés, par quelque inquiétude qui ne serait pas pré-vue par le Gouvernement, à se livrer à des épargnes stériles, qui retrancheraient  de  la  circulation  et  de  la  distribution  une  portion  de  leurs revenus ou de leurs gains. VI. Que l’Administration des finances, soit dans la perception des impôts, soit dans les dépenses du Gouvernement, n’occasionne pas de fortunes  pécuniaires,  qui  dérobent  une  partie  des  revenus  à  la  circulation, à la distribution et à la reproduction. VII. Que l’impôt ne soit pas destructif ou disproportionné à la masse du revenu de la nation; que son augmentation suive l’augmentationdu revenu; qu’il soit établi immédiatement sur le produit net des biens-fonds et non sur les denrées, où il multiplierait les frais de perception et préjudicierait  au  commerce; qu’il ne se prenne pas non plus sur les avances  des  fermiers  des  biens-fonds; car les avances de l’agriculture d’un royaume doivent  être  envisagées  comme  un  immeuble  qui  doit être conservé précieusement pour la production de l’impôt et du revenu de la nation, autrement l’impôt dégénère en spoliation  et  cause  un dépérissement qui ruine promptement un État. VIII.  Que  les  avances  des  fermiers  soient  suffisantes  pour  que  les dépenses de la culture reproduisent au moins cent pour cent, car si les avances  ne  sont  pas  suffisantes,  les  dépenses  de  la culturesont  plus grandes à proportion et donnent moins de produit net. IX.  Que  les  enfants  des fermiers s’établissent dans les campagnes pour  y  perpétuer  les  laboureurs;  car  si  quelques  vexations  leur  font abandonner les campagnes et les déterminent à se retirer dans les villes, ils y portent les richesses de leurs pères qui étaient employées à la culture. Ce sont moins les hommes que les richesses qu’il faut attirer dans les campagnes; car plus on emploie de richesses à la culture des grains, moins elle occupe d’hommes, plus elle est prospère, et plus elle donne de produit net. Telle est la grande culture des riches fermiers, en comparaison  de  la  petite  culture  des  pauvres  métayers  qui  labourent  avec des bœufs ou avec de vaches. X. Que l’on évite la désertion des habitants qui emportent leurs richesses hors du royaume.XI. Que l’on n’empêche point  le  commerce  extérieur  des  denrées du crû, car tel est le débit, telle est la reproduction.XII. Que l’on ne fasse pas baisser le prix des denrées et des mar-chandises  dans  le  Royaume; car le commerce réciproque avec l’étranger deviendrait désavantageux à la nation. Telle est la valeur vénale, tel est  le  revenu.  Abondance  et  non-valeur n’est pas richesse. Disette et cherté est misère. Abondance et cherté est opulence. XIII. Que l’on ne croie pas que le bon marché des denrées soit favorable  au  menu  peuple,  car  le  bas  prix  des  denrées  fait  baisser  leur salaire,  diminue leur aisance, leur procure moins de travail ou d’occupations lucratives et diminue le revenu de la nation. XIV. Qu’on ne diminue pas l’aisance du bas peuple; car il ne pour-rait pas assez contribuer à laconsommation des denrées qui ne peuvent être consommées que dans le pays et la reproduction et le revenu de la nation diminueraient. XV. Qu’on favorise la multiplication des bestiaux; car ce sont eux qui fournissent aux terres des engrais qui procurent de riches moissons. XVI. Que l’on ne provoque pas le luxe de décoration, parce qu’il ne se soutient qu’au préjudice du luxe de subsistance qui entretient le débit et  le bon prix  des  denrées  du crû  et  la reproductiondes revenus  de  la nation. XVII. Que le Gouvernement économique ne s’occupe qu’à favoriser  les  dépenses  productives  et  le  commerce  extérieur  des  denrées  du crû et qu’il laisse aller d’elles-mêmes les dépenses stériles. XVIII. Qu’on n’espère de ressources pour les besoins extraordinaires de l’État que de la prospérité de la nation et non du crédit des financiers,  car  les  fortunes  pécuniaires  sont  des richesses clandestines qui ne connaissent ni roi, ni patrie. XIX. Que l’État évite les emprunts qui forment des rentes finan-cières, qui chargent l’État de dettes dévorantes et qui occasionnent un commerce ou trafic de finance, par l’entremise des papiers, commerçables où l’escompte augmente de plus en plus les fortunes pécuniaires stériles, qui séparent la finance de l’agriculture,  et  qui la  privent  des richesses  nécessaires  pour  l’améliorationdes  biens-fonds  et  pour  la culture des terres. XX. Qu’une nation qui a un grand territoire à cultiver et la facilité d’exercer un grand commerce des denrées du crû, n’étende pas trop l’emploi de l’argent  et  des  hommes  aux  manufactures  et  aux  com-merces  de  luxe,  au  préjudice  des  travaux  et  des  dépenses de l’agriculture;  car,  préférablement  à  tout,  le  Royaume  doit  être  bien  peuplé de riches cultivateurs. XXI. Que les terres employées à la culture des grains soient réunies, autant qu’il est possible, en grandes fermes exploitées par de riches laboureurs; car il y a moins de dépense pour l’entretien et réparation des  bâtiments,  et  à  proportion  beaucoup  moins  de  frais  et  beaucoup plus  de  produit  net  dans les  grandes  entreprises de l’agriculture que dans les petites; parce que celles-ci occupent inutilement et aux dépens des  revenus  du  sol  un  plus  grand  nombre  de  familles  de  fermiers  qui ont peu d’aisance par l’étenduede  leurs  emplois  et  de  leurs  facultés pour exercer une riche culture. Cette multiplicité de fermiers est moins favorable à la population que l’accroissement des revenus; car la population  la  plus  assurée,  la  plus  disponible  pour  les  différentes  occupations et pour les différents travaux qui partagent les hommes en différentes classes est celle qui et entretenue par le produit net.Toute épargne faite à profit dans les travaux qui peuvent s’exécuter par  le  moyen  des  animaux,  des  machines,des  rivières,  etc.,  revient  à l’avantage de la population et de l’État, parce que plus de produit net procure plus de gains aux hommes pour d’autres services ou d’autres travaux. XXII. Que chacun soit libre de cultiver dans son champ telles productions que son intérêt, ses facultés, la nature du terrain lui suggèrent, pour en tirer le plus grand produit qu’il lui soit possible.  On  ne  doit point  favoriser  le  monopole  dans  la  culture  des  biens-fonds,  car  il  est préjudiciable au revenu général de la nation. Le préjugé qui porte à favoriser l’abondance des denrées de  premier  besoin,  préférablement  à celles de moindre besoin, au préjudice de la  valeur  vénale des unes ou des autres est inspiré par des vues courtes qui ne s’étendent pas jusqu’aux effets du commerce extérieur réciproque, qui pourvoit à tout et qui décide du prix des denrées que chaque nation peut cultiver avec le plus de profit. Ce sont les revenus et l’impôt qui font les richesses de premier  besoin  dans  un  État  pour  défendre  les  sujets  contre  la  disette et contre l’ennemi, et pour soutenir  la  gloire  et la  puissance  du  monarque et la prospérité de la nation. XXIII. Que le Gouvernement soit moins occupé des soins d’épargner  que  des  opérations  nécessaires  pour  la  prospérité  du  Royaume; car  de  trop  grandes  dépenses  peuvent  cesser  d’être  excessives  par l’augmentation  des  richesses.  Mais  il  ne  faut  pas  confondre  les  abus avec  les  simples  dépenses;  car  les  abus pourraientengloutir  toutes  les richesses de la nation et du souverain. XXIV. Que l’on soit moins attentif à l’augmentation de la population qu’à l’accroissement  des  revenus; car plus d’aisances que procurent de grands revenus sont préférables à plus de besoins pressants de subsistance qu’exige une population qui excède les revenus et il y a plus de  ressources pour les besoins de l’État quand le peuple est dans l’aisance et a plus de moyens pour faire prospérer l’agriculture.

[xvi]Gustave Schelle, Œuvres de Turgot et documents le concernant, avec biographie et notes, Paris 1913, τ.Ι, σελ. 16

[xvii] ibid. τ.Ι, σελ. 17

[xviii] ibid. τ.Ι, σελ. 143-151

[xix] op.cit. Antoin E. Murphy, The Genesis of Macroeconomics, σελ. 134

[xx] Ces principes, qu’on qualifiait de système nouveau, ne lui paraissaient que les maximes du plus simple bon sens. Tout ce prétendu système était appuyé sur cette maxime, qu’en général tout homme connaît mieux son propre intérêt, qu’un autre homme à qui cet intérêt est entièrement indifférent.
De là, M. de Gournay concluait que lorsque l’intérêt des particuliers est précisément le même que l’intérêt général, ce qu’on peut faire de mieux est de laisser chaque homme libre de faire ce qu’il veut. Or, il trouvait impossible que dans le commerce abandonné à lui-même l’intérêt particulier ne concourût pas avec l’intérêt général. Le commerce ne peut être relatif à l’intérêt général, ou, ce qui est la même chose, l’État ne peut s’intéresser au commerce que sous deux points de vue. Comme protecteur des particuliers qui le composent, il est intéressé à ce que personne ne puisse faire à un autre un tort considérable, et dont celui-ci ne puisse se garantir. Comme formant un corps politique obligé à se défendre contre les invasions extérieures, et à employer de grandes sommes dans des améliorations intérieures, il est intéressé à ce que la masse des richesses de l’État, et des productions annuelles de la terre et de l’industrie, soit la plus grande qu’il est possible. Sous l’un et l’autre de ces points de vue, il est encore intéressé à ce qu’il n’arrive pas dans la valeur des denrées de ces secousses subites qui, en plongeant le peuple dans les horreurs de la disette, peuvent troubler la tranquillité publique et la sécurité des citoyens et des magistrats. Or, il est clair que l’intérêt de tous les particuliers, dégagé de toute gêne, remplit nécessairement toutes ces vues d’utilité générale.

[xxi] § C. — QUOIQUE L’ARGENT SOIT L’OBJET DIRECT DE L’ÉPARGNE, ET QU’IL SOIT, POUR AINSI DIRE, LA MATIÈRE PREMIÈRE DES CAPITAUX DANS LEUR FORMATION, L’ARGENT EN NATURE NE FORME QU’UNE PARTIE PRESQUE INSENSIBLE DE LA SOMME TOTALE DES CAPITAUX.
Nous avons vu que l’argent n’entre presque pour rien dans la somme totale des capitaux existants ; mais il entre pour beaucoup dans la formation des capitaux. En effet, presque toutes les épargnes ne se font qu’en argent ; c’est en argent que les revenus rentrent aux propriétaires, que les avances et les profits rentrent aux entrepreneurs en tous genres : c’est donc de l’argent qu’ils épargnent, et l’accroissement annuel des capitaux se fait en argent ; mais tous les entrepreneurs n’en font d’autre usage que de le convertir sur-le-champ dans les différentes natures d’effets sur lesquels roule leur entreprise ; ainsi cet argent rentredans la circulation, et la plus grande partie des capitaux n’existent qu’en effets de différentes natures, comme nous l’avons déjà expliqué plus haut.

[xxii] Γράφει ο Schumpeter στην History of Economic Analysis (σελ. 308): And so was the Turgot-Smith theory of saving and investment. With tremendous emphasis, A.Smith lays it down (ch. 3 of Book II) that ‘parsimony, and not industry, is the immediate cause of the increase of capital’; that ‘it puts into motion an additional quantity of industry’; that it does so ‘immediately’ (without lag) for ‘what is annually saved is as regularly consumed as what is annually spent,’ that is, the saver spends as promptly as the prodigal, only he does so for different purposes and the consuming is done by other people, that is, ‘productive’ laborers; and ‘every frugal man is a public benefactor.’ Turgot, only with a lighter touch, had written all this before. But not Quesnay, nor Cantillon, nor Boisguillebert. Turgot evidently broke away from an antisaving tradition establishedin his circle. Nor do I know of any earlier French economists—with the possible exception of Refuge—who could be credited with genuine ‘predecessorship.’ Among English economists only Hume had any claim. No doubt a host of writers, in the seventeenth century and before, declaimed against luxury (and the mischief of idleness), especially against imports of luxuries, called for or approved of sumptuary laws, and commended economy, at least for the bourgeois and the workman.

[xxiii] Qu’est-ce que l’impôt ? Est-ce une charge imposée par la force à la faiblesse ? Cette idée serait analogue à celle d’un gouvernement fondé uniquement sur le droit de conquête. Alors le prince serait regardé comme l’ennemi commun de la société ; les plus forts s’en défendraient comme ils pourraient, les plus faibles se laisseraient écraser. Alors, il serait tout simple que les riches et les puissants fissent retomber toute la charge sur les faibles et les pauvres, et fussent très jaloux de ce privilège. Ce n’est pas là l’idée qu’on se fait d’un gouvernement paternel, fondé sur une constitution nationale où le monarque est élevé au-dessus de tous pour assurer le bonheur de tous ; où il est dépositaire de la puissance publique pour maintenir les propriétés de chacun dans l’intérieur par la justice, et les défendre contre les attaques extérieures par la force militaire. Les dépenses du gouvernement ayant pour objet l’intérêt de tous, tous doivent y contribuer ; et plus on jouit des avantages de la société, plus on doit se tenir honoré d’en partager les charges. Il est difficile que, sous ce point de vue, le privilège pécuniaire de la noblesse paraisse juste.  Observations du Garde des Sceaux (de Miromesnil) et Réponses de Turgot

[xxiv] István Hont, Free Trade and the economic limits to national politics: neo- Machiavellian political economy revisited, in John Dunn, ed., The Economic Limits to Modern Politics, Cambridge, 1990, σελ. 71 & István Hont, Jealousy of Trade: International Competition and the Nation-State in Historical Perspective, 2005 σελ. 215

[xxv]ibid.

[xxvi]ibid. σελ. 85-86

[xxvii]Bruce Truitt Elmslie, Retrospectives: The Convergence Debate Between David Hume and Josiah Tucker, The Journal of Economic Perspectives, vol. 9, no. 4, 1995, pp. 207–216. JSTOR, www.jstor.org/stable/2138398.

[xxviii]I am pleased when I find the author, insist on the advantages of England, and prognosticate thence the continuance and eveb further progress of the opulence of that country, but I still indulge myself ine the hopes that we in Scotland possess also some advantages which may enable us to share with them in wealth and industry. Επιστολή του Hume στον Lord Kames

[xxix]Benjamin Disraeli, First Earl of Beaconsfield, Sibil; or the Two Nations, London, 1845, τ.I, σελ. 36-37.

[xxx]Isser Woloch, Eighteenth-Century Europe: Tradition and Progress, 1715-1789, New York, W. W. Norton and Co., 1982, σελ. 130, από όπου χρησιμοποιεί τον χαρακτηρισμό ο Andrew Hamilton, Trade & Empire in the Eighteenth-Century Atlantic World, Cambridge 2008.

[xxxi]Craig C. Murray, Benjamin Vaughan (1751-1835), the Life of an Anglo-American Intellectual, New York: Arno Press, 1982 σελ.174-176

[xxxii]John Ramsay McCulloch, A select collection of scarce and valuable tracts on commerce, from the originals of Evelyn, Defoe, Richardson, Tucker, Temple, and others, 1859 σελ. 564-609

[xxxiii]Andrew Hamilton, Trade & Empire in the Eighteenth-Century Atlantic World, Cambridge 2008, σελ. 150

[xxxiv]Gerald Stourzh, Alexander Hamilton and the Idea of Republican Government, Stanford University Press, 1970
Lance G. Banning, Ph.D. dissertation, The Quarrel with Federalism; a study in the origins and character of Republican thought, Washington University, 1972.

[xxxv]Lars Magnusson, The Tradition of Free Trade, London 2004, σελ. 106

[xxxvi]Alexander Hamilton, Report of the Secretary of the Treasury of the United States on the Subject of Manufacturers, in Lars Magnusson (ed.) Free Trade, vol. II,pp. 19ff.

[xxxvii]op.cit. Magnusson, The Tradition of Free Trade, σελ. 117

[xxxviii]Alexander Hill Everett, British Opinions on the Protection System, Boston 1830, σελ. 10

[xxxix]op.cit. Magnusson, The Tradition of Free Trade, σελ. 55

[xl]ibid.

[xli]ibid. σελ. 59

[xlii]ibid.

[xliii]ibid. σελ. 63

[xliv]op.cit. Schumpeter σελ. 379-381

[xlv]op.cit. Magnusson, The Tradition of Free Trade, σελ. 65

[i]op.cit. Magnusson, The Tradition of Free Trade, σελ. 65