Percy Bysshe Shelley: Ωδή στον Ζέφυρο [1820]
I. Ὦ δριμὺ Ζέφυρε, σὺ πνοή τῆς φύσεως τοῦ Φθινοπώρου, σύ, ποὺ ἀπ’ τῆς ἀφανοῦς σου παρουσίας χαμαιπετῶς τὰ φύλλα ἐλαύνουν, ὡσὰν φάσματα ποὺ κάποιου μάγου φεύγουν, κίτρινο, καὶ μέλαν, καὶ ὠχροῦν, καὶ κόκκινο καχεκτικό, πλήθη ποὺ λοιμώσσουν: ὦ σύ, ὁποῖος διφρηλατεῖς πρὸς τὸν λυγαῖο