Paul Verlaine: Ατονία
Εἶμ’ ἡ αὐτοκρατορία παρά τῆς παρακμῆς τὸ τέλος, ποὺ βλέπει τοὺς ψηλοὺς λευκούς Βαρβάρους ὅπως διέρχονται καθὼς συνθέτω ἀκροστιχίδες δίχως νεῦρο σὲ χρυσοῦν ὕφος ὅπου ἡ ἀτονία τοῦ ἡλίου ὀρχέεται. Ἄχος ἀνίας ἱκάνει τὴν καρδιά ψυχῆς μονήρους. Ἦλθ’ ἡ φήμη ὅτι κατὰ κεῖ διαρκοῦν κάθαιμες