Category Archives: Μέλος & Λόγος

T.E. Hulme: Φθινόπωρο

Κρύου τι στὴν φθινοπωρινὴ νύχτα— βάδισα ἔξω, καὶ εἶδα τὴν πυρσὴ σελήνη νὰ ἐπικύπτῃ σὲ ἕνα φράχτη ὡσὰν ἐρυθροπρόσωπος ἀγρότης. Δεν σταμάτησα νὰ μιλήσω, ἀλλὰ ἔγνεψα, καὶ κύκλῳ ἦσαν τὰ ποθεινὰ ἄστρα μὲ λευκὰ πρόσωπα σὰν ἀστεῖα παιδιά. [ἀπόδοση: Γ.Α. Σιβρίδης] ἀστεῖα: τοῦ ἄστεως

Στέφανος Σ. Δαδής: Δύση

Κανεὶς δὲν ἦταν προετοιμασμένος ὄταν ὁ Θεὸς ἔρριξε σκοτάδι. Ὄταν ὁ ἥλιος σταμάτησε τὸν κύκλο του, κι ἄρχισε νὰ κατηφορίζει ἀργὰ πρὸς τὴν ἄκρη τοῦ ὁρίζοντα. Γιατὶ ἡ ἀνοησία τῶν ἀνθρώπων ξεχείλιζε πέρα ἀπὸ τὰ φράγματα τῆς αἰδοῦς καὶ τῆς δίκης. Ἔλεγαν, κολυμπώντας ἀμέριμνα μέσα

Rihaku/Ezra Pound: Η σύζυγος του ποταμίου εμπόρου: επιστόλη [Cathay, 1915]

Ὅταν ἤμουν σκαφιόκουρος ἀκόμη ἔπαιζα περὶ τὰ προνώπια, καὶ ἔδρεπα ἄνθη. Πέρασες κωλoβαθριστής, καὶ ἔπαιζες τἄλογο, περιεπάτεις στὸ βάθρο μου, καὶ ἔπαιζες μὲ κυανᾶ δαμάσκηνα. Καὶ μείναμε νὰ διαβιῶμε στὴν κώμη τοῦ Τσοκᾶν: Δύο μικροί ἄνθρωποι, δίχως ἀπέχθεια οὔτ’ ὑποψία. Στὰ δέκα τέσσερα σὲ συνεζύγην

Rihaku/Ezra Pound: Ο θρήνος της μεθοριακής φρουράς [Cathay, 1915]

Παρὰ τὴν Βόρειο Πύλη, ὁ ἄνεμος φυσάει πλούσιος ἄμμου, ἐρῆμος ἀπ’ τῆς ἀρχῆς τοῦ χρόνου μεχρὶ τοῦ νῦν! Τὰ δένδρα καταρρέουν, ἡ βοτάνη χρυσίζει ἅμα μὲ τὸ φθινόπωρο τύρσεις καὶ τύρσεις ἀνεβαίνω ὥστε νὰ ἐπισκοπῶ τὴν βάρβαρη χώρα: Ἀοίκητο κάστρο, τὸν οὐρανό, τὴν μεγάλη ἔρημο.

Kutsugen/Ezra Pound: Το άσμα των τοξοτών του Σού [Cathay, 1915]

Ἰδοὺ ἡμεῖς, καθὼς δρέπομε τοὺς πρώτους θαλλοὺς τοῦ βλήχνου καὶ λέγομε: Πότε θὰ ἀπονοστήσωμε ἐπὶ πάτρη; Ἰδοὺ ἡμεῖς ἐπειδὴ ἔχομε πολεμίους τοὺς Κεννίν, δὲν ἔχομε παραμυθία, ἔνεκα τούτων τῶν Μογγόλων. Σκάπτομε τοὺς τέρενας θαλλοὺς τοῦ βλήχνου, ὅταν λέγει τις «νόστος», οἱ ἄλλοι εἶναι περίλυποι. Ἐπίλυπες

Saint-John Perse: Σημαφόροι [Amers]: Χορός, Αφιέρωσις

ΧΟΡΟΣ […] 5 —Στὴν ἐρήμη Πόλη, ὑπὲρ τὴν ἀρένα, ἕνα πολύπλαγκτο φύλλο στὸν χρυσὸ τἀπόβραδου,  σὲ ἀναζήτηση ἀκόμη τἀνδρικοῦ μετώπου… Ξένος θεὸς εἶναι στὴν πόλη, καὶ ὁ Ποιητής, ποὺ ἀπονοστεῖ ἅμα μὲ τὶς δύστροπες μόνον Κόρες τοῦ κλέους: «…Θάλασσα τοῦ Βήλου, Θάλασσα τοῦ Μαμμωνᾶ· Θάλασσα

Rihaku/Ezra Pound: Ποίημα παρά την γέφυρα εν Τεν-Σίν [Cathay, 1915]

Ἐπεστάθη ὁ Μάρτιος στὴν γέφυρα σὲ χίλιες πύλες κρέμονται κλῶνες ἀρμενικῆς καὶ περσικῆς μηλιᾶς, πρωῒ ἔχουν ἄνθη ποὺ ἐκκαρδιοῦνται, τὰ ὁποὶα ἡγεμονεύει τὸ βράδυ ἐπὶ τῶν ὑδάτων ποὺ ῥέουν ἀνατολάς. Πέταλα εἶναι στὰ νάματα καὶ κατὰ ῥοῦν, καὶ στὶς παλισσύτους δίνες, ἀλλὰ οἱ σύγχρονοι ἄνδρες

Rainer Maria Rilke: O Sage, Dichter

Ὦ εἰπέ, ποιητά, τί ποιεῖς; —Αἰνῶ. Ὅμως τὸ ὀλέθριο καὶ τὸ τερατῶδες, πῶς τὰ ἀνέχεσαι, πῶς τὰ δέχεσαι; —Αἰνῶ. Ὅμως τἀνωνόμαστο, ἀνώνυμο, πῶς καίτοι σὺ ἐξηγεῖ; —Αἰνῶ. Πόθεν τὸ δίκαιο σου, σὲ ἕκαστο προσωπεῖο, κάθε στολή, νἀληθεύῃς; —Αἰνῶ. Καὶ τὸ ὅτι τὸ σιγηλὸ καὶ τὸ

Μ. Αλ. Λιαρός: Ναι, είμ’ ντροπήν (ποίημα σαρκαστικόν)

Namedropping, namedropping, εἶσαι τοῦ Ἔθνους μας τὸ τόπιν, ποὺ σὲ ρίχνει ὁ ἕνας σὰν πινγκ-πόνγκ στὸν ἄλλον. Namedropping, namedropping, εἶσαι στὴν παρέα τὸ τόπιν, ἐγὼ ξέρω ἀπὸ τὸν ἄλλον ὄνομα πιὸ βαθύ πιὸ λαμπρό, πιὸ μεγάλο, τὸ μάτι του γιὰ νὰ τοῦ βγάλω. Namedropping, namedropping,

Charles Baudelaire: Όψιμη ενοχή

Ὅτε κοιμηθῇς, σκοτεινή    ὀμορφονιά μου σύ, στὸ βάθος μνημείου κτιστοῦ   ἀπὸ μάρμαρο μαῦρο, καὶ ὅτε οὐδεμιὰ ἔχῃς ἐρωτική     κόγχη ἢ ἔπαυλη ἐξὸν ἔνα κελάρι βροχερό    καὶ ἕνα σκαμμένο λάκκο· ὅτε ἡ πέτρα ποὺ τὸ δειλό      στέρνο σου πιέζει καὶ τὰ νεφρὰ ποὺ θελκτική   νωχέλεια μαλακώνει,