Category Archives: Μέλος & Λόγος

Louis MacNeice: Προσευχή προτού γεννηθήναι [1944]

Οὔπω γεννημένος· ἄκουσόν με. Μὴ ἐάσῃς τὴν αἱματορρόφο νυκτερίδα ἢ τὸν ἀρουραῖο ἢ τὴν ἰκτίδα ἢ τὸ ξυλοπόδαρο μορμὼ προσπελᾶσαι με. Οὔπω γεννημένος, παραμύθησαί με. Φοβοῦμαι μὴν ἂν ἡ ἀνθρώπινη φυλὴ διὰ ὑψηλῶν τειχῶν περιτειχίσαι με, διὰ δυνατῶν φαρμάκων ναρκῶσαι με, διὰ σοφῶν ψευδῶν δελεᾶσαι

Louis MacNeice: Στυλίτης

Ὁ ἅγιος στὸν στῦλο ἐφίσταται, ὁ στῦλος εἶναι μόνος, ἐστάθη τόσο χρόνο ὥστε αὐτότερος εἶναι λίθος· μόνον τὰ μάτια του περιπολοῦν τῆν ἄμμο ὅπου οὐδεὶς ἔρχεται οὔπω καὶ εἶν’ ὁ κόσμος μιαρός. Μετά, τὰ μάτια καταμύει, κατὰ τὸν ὕπνο του ἵσταται, περιέρχεται στὸν τράχηλό του

Louis MacNeice: Λόγος μετά παρρησίας [1940]

Στὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος ὁ μόνος προσήκων ὁρισμὸς εἶν’ τὸ τα‎ὐτολόγημα: ὁ ἄνδρας εἶν’ ἄνδρας ἡ γυναῖκα, γυναῖκα, καὶ τὸ δένδρο, δένδρο, ὀλισθηρά καὶ αὐτάρκη· εἴ τί που ἔστι. Τὰ ὁποῖα ὁπόταν καθίστανται μεταξὺ ἀρχῆς καὶ τέλους τρέπονται σ’ ἄλλα, λύονται οἱ οὐσίες αὐτῶν,

W.B. Yeats: Η Λήδα και o κύκνος [1924]

Πλῆγμα αἰφνίδιο: ὅπως τὰ μεγάλα πτερὰ πλατυγίζουν ὑπὲρ τὴν παράφορο κόρη, οἱ μέλανες ὑμένες του ἅπτονται τῶν μηρῶν, τὸν αὐχένα μάρπτει τὸ ῥύγχος, τἀμήχανό της στῆθος κρεμάμενο ἔχει στὸ στῆθος του. Πῶς τὰ ἐπτοημένα δάκτυλα ἄν ἄπορα ἀπεώθουν ἤδη τὴν πτερωτὴ λαμπρότητα ἀπ’ τῶν χαλαρῶν

T.S. Eliot: Η κατάβασις των Μάγων

«Κρύον τι κέλευθο, τὸν εἴχομε, ἅμα τὴν χειρίστη ὥρα τοῦ χρόνου διὰ νὰ πορεύεσαι καὶ τόσο δὴ μακρὰ πορεία: Μὲ τὶς ὁδοὺς βαθεῖες καὶ τὸν καιρὸ δριμύ, ἄκρας χειμῶνος.» Καὶ οἱ κάμηλοι τριβόμενες, ραγόποδες, ἄποροι κεῖνται χαμαὶ στὸ χιόνι ποὺ λιώνει. Εἶν’ ὧρες ποὺ ποθήσαμε

Rihaku/Ezra Pound: Η επιστολή του εξορίστου [Cathay 1915]

Πρὸς τὸν Σὸ Κίν τοῦ Ῥακούγο, παλαιό φίλο, πρόβουλο τοῦ Τζέν. Ἄρτι ἐνθυμοῦμαι πὼς μἔκτισες καπηλεῖο δικό μου, πρὸς νότο τῆς γεφύρας τοῦ Τενσίν. Μὲ ὠχρὸ χρυσὸ καὶ ἄσπρα κοσμήματα πληρώναμε πρὸς τραγούδια καὶ γέλωτα, καὶ ἤμασταν μεθυσμένοι μῆνα μὲ τὸν μῆνα, νἀπολησμονῶμε βασιλεῖς καὶ

T.E. Hulme: Φθινόπωρο

Κρύου τι στὴν φθινοπωρινὴ νύχτα— βάδισα ἔξω, καὶ εἶδα τὴν πυρσὴ σελήνη νὰ ἐπικύπτῃ σὲ ἕνα φράχτη ὡσὰν ἐρυθροπρόσωπος ἀγρότης. Δεν σταμάτησα νὰ μιλήσω, ἀλλὰ ἔγνεψα, καὶ κύκλῳ ἦσαν τὰ ποθεινὰ ἄστρα μὲ λευκὰ πρόσωπα σὰν ἀστεῖα παιδιά. [ἀπόδοση: Γ.Α. Σιβρίδης] ἀστεῖα: τοῦ ἄστεως

Στέφανος Σ. Δαδής: Δύση

Κανεὶς δὲν ἦταν προετοιμασμένος ὄταν ὁ Θεὸς ἔρριξε σκοτάδι. Ὄταν ὁ ἥλιος σταμάτησε τὸν κύκλο του, κι ἄρχισε νὰ κατηφορίζει ἀργὰ πρὸς τὴν ἄκρη τοῦ ὁρίζοντα. Γιατὶ ἡ ἀνοησία τῶν ἀνθρώπων ξεχείλιζε πέρα ἀπὸ τὰ φράγματα τῆς αἰδοῦς καὶ τῆς δίκης. Ἔλεγαν, κολυμπώντας ἀμέριμνα μέσα

Rihaku/Ezra Pound: Η σύζυγος του ποταμίου εμπόρου: επιστόλη [Cathay, 1915]

Ὅταν ἤμουν σκαφιόκουρος ἀκόμη ἔπαιζα περὶ τὰ προνώπια, καὶ ἔδρεπα ἄνθη. Πέρασες κωλoβαθριστής, καὶ ἔπαιζες τἄλογο, περιεπάτεις στὸ βάθρο μου, καὶ ἔπαιζες μὲ κυανᾶ δαμάσκηνα. Καὶ μείναμε νὰ διαβιῶμε στὴν κώμη τοῦ Τσοκᾶν: Δύο μικροί ἄνθρωποι, δίχως ἀπέχθεια οὔτ’ ὑποψία. Στὰ δέκα τέσσερα σὲ συνεζύγην

Rihaku/Ezra Pound: Ο θρήνος της μεθοριακής φρουράς [Cathay, 1915]

Παρὰ τὴν Βόρειο Πύλη, ὁ ἄνεμος φυσάει πλούσιος ἄμμου, ἐρῆμος ἀπ’ τῆς ἀρχῆς τοῦ χρόνου μεχρὶ τοῦ νῦν! Τὰ δένδρα καταρρέουν, ἡ βοτάνη χρυσίζει ἅμα μὲ τὸ φθινόπωρο τύρσεις καὶ τύρσεις ἀνεβαίνω ὥστε νὰ ἐπισκοπῶ τὴν βάρβαρη χώρα: Ἀοίκητο κάστρο, τὸν οὐρανό, τὴν μεγάλη ἔρημο.